Fractal

Η Μαγεία της Ελληνικής γλώσσας και ο βιασμός της

Της Χρυσούλας Βακιρτζή //

 

 

Στο πέρασμα των αιώνων, πολλά ήταν τα μεγαλειώδη που έζησε, πέρασε η χώρα μας και μαζί της η μαγεία της ελληνικής γλώσσας. «Στην πέτρα της υπομονής, κάθισες προς το βράδυ, με του ματιού σου το μαυράδι, να δείχνει πως πονείς», γράφει ο Σεφέρης στο ποίημά του… Σ’ αυτήν την πέτρα, είτε στης γης το κοχύλι. ακόμα ακούγεται ακόμα σαν κεραυνός και μαϊστράλι  ο σοφός λόγος του Θουκυδίδη. Ο Όμηρος  σμιλεύει πάνω της  στίχους, ενώ οι Ίωνες και το κόκκινο του δειλινού ασπάζονται την επιβλητικά ματωμένη πορφύρα του Βυζαντίου… σε ώρες  που ματώνει κι αυτή ακόμα, η πέτρα της υπομονής.

 

Κάπου εκεί, παρακάτω από τη βυζαντινή πορφύρα, πάνω σ’ ένα παλιό σκονισμένο ημιφορτηγό του ’40, η Διδώ Σωτηρίου προσπαθεί να μάθει  το αλφάβητο στους φυλακισμένους κομμουνιστές της μετεμφυλιακής εποχής. Και τα καταφέρνει’ έστω με τρόπο γλωσσικά απλοϊκό, αφού οι λέξεις που τους διδάσκει έχουν μόνο ‘η’, ‘ο’, ‘εφ’, στη θέση των ‘ει’, ‘οι’, ‘ευ’ –για να μην μπερδεύονται οι ‘μαθητές’ της και παρατήσουν τα μαθήματα.

Πίσω τους, φόντος και παλίμψηστο λες από έργο μεγάλου ζωγράφου, οι Χαμένες Πατρίδες, τα Ματωμένα χώματα Σμύρνης, Θράκης, Μικράς Ασίας, μαζί με την οδύνη του ξεριζωμού, φέρνουν τον πλούτο του νέου αίματος στην Ελλάδα. Αίμα αγνό, άρρηκτα δεμένο με το εμπόριο, τις φίνες δαντέλες τις Βιέννης και την αρχιτεκτονική της Αγίας Πετρούπολης. Η Μεγάλη Ελλάδα έζησε μεγάλες αναστατώσεις, ξεσηκωμούς, αλλά και μπολιάστηκε καλά, θετικά.

Όμως, τέλος δεν έχουν των ανθρώπων τα βάσανα, όπως σοφά τονίζει ο Οδ. Ελύτης, για να προσθέσει αλλού, με τη μαγεία της ελληνικής γλώσσας να υπερτερεί και στα δικά του ποιήματα:

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα

Να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη

Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή

Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι

Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε

Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

 

Αναπόφευκτα η γλώσσα αλλάζει, ακολουθεί ως άλλη μικρή πράσινη θάλασσα, που αντιγράφει στις όποιες αντιφεγγιές τον άνθρωπο. Στην εξέλιξη, την άνοδο, την πτώση, της ζωή, τις κραυγές και, ενίοτε, τον θάνατό του. Τη σιωπή. Ιδού ο άνθρωπος. Ιδού η πόλη του. Η φωνή του. Ο Πολιτισμός του.

 

Γιατί η φωνή του, η γλώσσα που ομιλεί, είναι ο καθρέφτης μιας συγκεκριμένης κουλτούρας λαών, φυλών, χωρών.

Παράλληλα με το τι και ποια στιγμή αντανακλάται στην καθημερινή τους εκάστοτε εποχή. Και σ’ αυτόν τον καθρέφτη, αν μπορούσαμε να δούμε να κατοπτρίζεται η ελληνική γλώσσα του σήμερα, εν έτη 2015,  θα αντικρίζαμε στοιχεία αμεσότητας, αυθορμητισμού, βιασύνης, ανατρεπτικότητας, μαζί με  αναζητήσεις, προβληματισμούς και την αμφισβήτησή της την ίδια. Θα βλέπαμε, δηλαδή, στοιχεία βίας και βίαια δοσμένα, τα οποία δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την αρμονία, τη μουσικότητα και τον αστείρευτο γλωσσικό της γνώριμο από αιώνες κι αιώνες ιστορικό θησαυρό. Κι αν δεν έσπασε / ράγισε το Κέρας της γλωσσικής Αμάλθειας, η μαγεία της ελληνικής γλώσσας έχει υποστεί και υπομένει τον καθημερινό, τολμώ να πω, βιασμό της.

Γιατί,  η γλώσσα δηλώνει και, ενίοτε, υπονοεί ένα σύνολο γλωσσικών φαινομένων που χαρακτηρίζουν την επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους. Αλλά, η ελληνική γλώσσα πλέον δεν αποτελεί ένα αυτοτελές γλωσσικό σύστημα. Το έχει προσπεράσει αυτό κι εξελίχθηκε σε μια “κοινωνιόλεκτος”, δηλαδή ένα δομημένο λεξιλόγιο ομιλίας που αλλάζει ή διαφοροποιείται ανάλογα με τις συνθήκες επικοινωνίας και της συνείδησης μιας συγκεκριμένης κοινότητας.

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

 

Αυτούς τους στίχους άκουσα να σιγοψιθυρίζει ο Κώστας Βάρναλης κάπου εκεί στη Μεταπολίτευση, από την τότε ασπρόμαυρη τηλεόρασή μας…  Τω καιρώ εκείνω, εν μέσω πληθώρας υλικών αγαθών και ταυτόχρονα μια φτήνια ή πτώση πολλών εφέ, τύλιγε τα πάντα σαν τη χειρότερη βρισιά σε υπόγεια ταβέρνα. Έκτοτε, η γλώσσα μας βυθίζεται με ένα σάλτο μορτάλε, σε μια καινούρια… αντιγλώσσα. Χαρακτηριστικά της οποίας επιβλήθηκαν έντονα και που είναι πάνω κάτω τα εξής:

 

  •      Πολυάριθμες στερεότυπες φράσεις.
  •      Ιδιόρρυθμοι χαιρετισμοί / προσφωνήσεις.
  •      Υβρεολόγιο.
  •      Ξένες λέξεις.
  •      Συντετμημένες ή παραλλαγμένες λέξεις φράσεις.
  •      Σλόγκαν / ατάκες.
  •      Δάνειες λέξεις από τη γλώσσα των υπολογιστών, της διαφήμισης , των ΜΜΕ.
  •      Περιορισμένο λεξιλόγιο.

 

Άλλωστε, ελάχιστα σχετικά χρόνια πριν, ο συγγραφέας Νίκος Τσιφόρος υπήρξε προφητικά περιγραφικότατος για το πέρασμα της γλώσσας στην «αντιγλώσσα» (διηγήματα «Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα»).

Ένα απόσπασμα:

“Το οποίον.
Μεγαλείον!
Και να γράφει στην ταμπέλα του καταστήματος “Ζαχαροπλαστείον και Γαλακτοπωλείον η Άβυσσος”. Και να γράφει στα τζάμια με τεμπισίρι “Δίδονται Λουκουμάδαι, η μερίς δραχμάς 4” και “προσφέρεται Πογάτσα Πολιτική, η μερίς 4,50”. Κι από μέσα στο “ταμείον” να κάθεται η κερία Κυριακούλα, αρχοντόπαχη, φρεγατίσα, το μάτι βαφέν, το χείλι άλικο και πεντόλιρο στο βραχιόλι. Και να λέγει “Κυριάκο, μαρκάρησε το ρεζόγαλον”.

Ιδού τι καταγράφουν ερευνητές οι οποίοι ασχολούνται με φαινόμενα της επικοινωνίας όπως π.χ. η γλωσσική επιθετικότητα, ο διάλογος νέων-ενηλίκων και η αλλαγή γλωσσικού κώδικα. «Οι μελέτες αυτές σε διάφορες εποχές δείχνουν ότι οι Έλληνες πια χρησιμοποιούν στη διαλογική τους επικοινωνία το σύνολο των γλωσσικών πηγών της κοινότητας όπου ζουν. Επίσης, στοιχεία από τα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, πχ. σλόγκαν από διαφημίσεις, ατάκες από ταινίες και τραγούδια κ.ά.» Στοιχεία από τις παραπάνω πηγές συνταιριάζονται δημιουργικά στον νεανικό διάλογο, συγκροτώντας ένα “μωσαϊκό” που μεταβάλλεται ανάλογα με τις επικοινωνιακές ανάγκες της στιγμής.
Ναι, τα λατινικά και η αρχαία ελληνική εσφαλμένα δεν διδάσκονται πια στην Ελλάδα. Τη στιγμή που επιστήμη, ιατρική, φαρμακολογία και στις θεωρητικές επιστήμες  όροι και ορολογίες αυτών βασίζονται παγκοσμίως στην ελληνική γλώσσα. Ναι, τη στιγμή όπου φρασεολογία, λεξιλόγιο, τρόπος που χρησιμοποιούμε το πνεύμα στη γραμματική έχει αλλάξει άρδην με τη χρήση κινητού τηλεφώνου και ίντερνετ. Έτσι, η  καθομιλούμενη γλώσσα μας χάνει σε πολλά. Στη συγκεκριμένη πολιτισμική / γλωσσική ‘χασούρα’ ευθύνονται και οι ευαίσθητες κοινωνικοοικονομικά ομάδες, των οποίων η πλειοψηφία πήρε ή παίρνει γνώσεις και παιδεία από τον αχταρμά που επικρατεί σε διαδίκτυο, ΜΜΕ και τηλεόραση. Η  τελευταία δε, η τηλεόραση εννοώ, αντικαθιστά γονείς, γιαγιά, σχολείο ή και παραμύθι ακόμα.

Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς ασφαλώς είναι μύθος, όμως πώς θα αναλύσει ένα παιδί του δημοτικού σχολείου το «Κυκλάμινο» του Γ. Ρίτσου; Με τι συναισθήματα, ποιες λέξεις, όταν χάνοντας η γλώσσα μας τη μαγεία της, εμείς αδυνατούμε να εκφραστούμε ως πολίτες και ως άνθρωποι;

 

Κυκλάμινο κυκλάμινο

στου βράχου τη σχισμάδα

πού βρήκες χρώματα κι ανθείς

πού μίσχο και σαλεύεις

 

Μέσα στο βράχο σύναξα

το γαίμα στάλα στάλα

μαντήλι ρόδινο έπλεξα

κι ήλιο μαζεύω τώρα

 

«μέσα το βράχο σύναξα το γαίμα στάλα στάλα…» Τι πλούτος συναισθημάτων, λέξεων και απλότητας.

 

Υγ. Το, υπό συζήτηση, παρόν δοκίμιο της συγγραφέως διαβάστηκε  σε πολλές πόλεις της Ελλάδας (και στην Κω), στα πλαίσια συζητήσεων γυναικών,  εκπροσωπώντας την πόλη της Καβάλας. Το κείμενο διαβάστηκε από τη Θεοδώρα Γλυκοπούλου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top