Fractal

Αίμα και ομίχλη στο νυχτερινό Λονδίνο

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη //

 

 

ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΩ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ (I’LL SLEEP WHEN I’M DEAD, 2003) Σενάριο: Τρέβορ Πρέστον – Σκηνοθεσία: Μάικ Χότζες

 

Έχοντας βαλθεί να ξεκόψει μια για πάντα από το “αμαρτωλό” του παρελθόν, ο κάποτε διαβόητος γκάνγκστερ Γουίλ Γκράχαμ (Κλάιβ Όουεν) μένει ολομόναχος στο σαραβαλιασμένο του τροχόσπιτο, μέσα σ’ ένα δάσος όπου και εργάζεται ως ξυλοκόπος, δίχως καμιά επαφή με τους παλιούς του συνεταίρους στο έγκλημα, την οικογένεια και την πρώην φίλη του, Έλεν (Σαρλότ Ράμπλινγκ). Ώσπου ένα βράδυ πέφτει πάνω σ’ ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών και προσφέρει βοήθεια στο θύμα (Μαρκ Χάρντι), τραβώντας την προσοχή εκείνων ακριβώς που αγωνιζόταν ν’ αποφύγει. Το περιστατικό γίνεται αιτία ν’ απολυθεί από τη δουλειά του και να ξαναπάρει τους δρόμους, αποφασισμένος περισσότερο από ποτέ να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Φτάνοντας όμως στον σταθμό του τρένου, βλέπει άξαφνα και φευγαλέα μπροστά του τη μορφή του μικρού του αδελφού, Ντέιβι (Τζόναθαν Ρις Μέγιερς), με τον οποίο είχε καιρό να ιδωθεί. Ύστερα από απεγνωσμένες, μάταιες προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί του, ο Γουίλ επιστρέφει άρον άρον στο Λονδίνο, για να ανακαλύψει μια φρικιαστική αλήθεια που θα τον φέρει για μια ακόμα φορά αντιμέτωπο όχι μονάχα με τον κόσμο που έχει απαρνηθεί, αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό του…

 

Με την ιδιότυπη υπογραφή του μάλλον “δυσεύρετου” Βρετανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Μάικ Χότζες (Συλλάβετε τον Κάρτερ, Φλας Γκόρντον), μια ατμοσφαιρική όσο και αιματοβαμμένη ιστορία εκδίκησης πνιγμένη στην ομίχλη και το βροχερό σκοτάδι των λονδρέζικων στενών, εκεί όπου οι ανίερες συμμαχίες και συναλλαγές της διεφθαρμένης κοινωνικής ελίτ με το φιλόδοξο, διψασμένο για πλούτο και “μεγάλη ζωή” περιθώριο συχνά έχουν τραγική κατάληξη. Όπως στον Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ του αδικοχαμένου Άντονι Μινγκέλα, έτσι κι εδώ η πόλη κάθε άλλο παρά παίζει το ρόλο του άψυχου ντεκόρ: μια ασφυκτικά σκιώδης τέμπερα με θολές, ακανόνιστες πινελιές στα χρώματα της νύχτας, παραμονεύει σαν αρπακτικό στο βάθος της εικόνας, έτοιμη να εξαπολύσει τον κίνδυνο καταπάνω σε όποιον έστω και για λίγο ξεχαστεί και αφεθεί στην ψευδαίσθηση δύναμης που του δίνουν τα θεμιτά ή αθέμιτα “κατορθώματά” του. Όχι βέβαια πως η απειλή δεν καραδοκεί και στις γωνιές των κατάφωτων, αυστηρά αρχιτεκτονημένων εσωτερικών χώρων, ανάμεσα στο στυλάτο πλήθος των “προνομιούχων” που αναζητούν μια διαφυγή απ’ την αστραφτερή τους πλήξη στα πάρτι όπου ρέουν άφθονα τα ακριβά ποτά και τα πανάκριβα παραισθησιογόνα. Στο τέλος ενός τέτοιου πάρτι και ενώ επιστρέφει αμέριμνος στο σπίτι του, ο πανέμορφος, καλομαθημένος νεαρός Ντέιβι Γκράχαμ – που δεν ακολούθησε το παράδειγμα του αδελφού του και προτίμησε τον “εύκολο” δρόμο για να αποκτήσει χρήμα και πρόσβαση στην υψηλή κοινωνία – πέφτει στα χέρια του διεστραμμένου επιχειρηματία Μπόουντ (Μάλκολμ ΜακΝτάουελ) και των μπράβων του και μέσα σε μερικά λεπτά, ο “παραδεισένιος” κόσμος του μετατρέπεται σε κόλαση.

 

 

Τρεις δεκαετίες μετά το εμβληματικό Συλλάβετε τον Κάρτερ, ο Χότζες επανέρχεται σε οικεία και προσφιλή στον ίδιο θεματολογικά μονοπάτια, με τον “ποιητικά τσαλακωμένο” Κλάιβ Όουεν (στη δεύτερη συνεργασία τους μετά τον Κρουπιέρη, πέντε χρόνια νωρίτερα) στη θέση του αρχοντικού Μάικλ Κέιν και μετουσιώνοντας τους άγριους ρυθμούς της καταδίωξης σε μια αργόσυρτη κινηματογραφική μπαλάντα που θυμίζει τη Μόνα Λίζα του Τζόρνταν ή την Επικίνδυνη Δευτέρα του Φίγκις, πλημμυρισμένη από αναπόφευκτες, σχεδόν αυτονόητες αναφορές στον Άμλετ και την Ορέστεια και ευδιάκριτα κλεισίματα του ματιού στον Τζόνι Γκιτάρ, την Έβδομη Σφραγίδα και το Μπλε Βελούδο, καθώς και στους αδελφούς Κοέν (Το Πέρασμα του Μίλερ, Μπάρτον Φινκ). Φιλμ “λιγόλογο”, απέριττο και βαθιά ενδοσκοπικό, το Θα Κοιμηθώ όταν Πεθάνω παραπέμπει επίσης (ίσως ηθελημένα) στα ομότιτλα τραγούδια των Γουόρεν Ζίβον (1975) και Μπον Τζόβι (1992) – τα οποία, μάλιστα, κατά μία έννοια “περιγράφουν” αντίστοιχα τα δυο κυρίαρχα πρόσωπα της υπόθεσης, τον Γουίλ και τον Ντέιβι: αν και με πολύ διαφορετικά κίνητρα ο καθένας, αρνούνται και οι δυο να επαναπαυθούν σ’ έναν συμβατικό, “ασφαλή” τρόπο ζωής, προκαλώντας τη μοίρα τους και εκθέτοντας τον εαυτό τους στα επικίνδυνα παιχνίδια των συγκυριών και των περιστάσεων.

 

 

Παρασυρμένος απ’ την ελαφρόμυαλη αλαζονεία της νιότης του, ο ανέμελος Ντέιβι έχει κάνει κυριολεκτικά τη νύχτα μέρα, δίνοντας στόχο με την απρόσεχτη συμπεριφορά και την προκλητική ομορφιά του και δίχως καν να του περνά απ’ το νου πως μπορεί να πληρώσει (κερατιάτικα, στη συγκεκριμένη περίπτωση) γι’ αυτό. Κι όταν τον βρίσκει το κακό, η στοργική ψευτοεπίπληξη της ανίδεης σπιτονοικοκυράς του (Σίλβια Σιμς) – “Μα δεν κοιμάσαι ποτέ εσύ;” – προοιωνίζει ειρωνικά τη δραματική έκβαση των γεγονότων. Από κει και πέρα, είναι η σειρά του Γουίλ να “ξυπνήσει” απ’ τον εθελούσιο λήθαργό του και να μεταμορφωθεί σε άγρυπνο τιμωρό που δεν πρόκειται να ησυχάσει αν δεν πάρει πίσω το αίμα του αδελφού του.

 

 

Ανατριχιαστικά δωρικός, ο Όουεν (Bent, Τα Παιδιά των Ανθρώπων) συγκλονίζει ως μεταμελημένος εγκληματίας που ενώ παλεύει να γλιτώσει από το παρελθόν του, την ίδια στιγμή υποχρεώνεται να το “λουστεί” με αφορμή το χαμό του πιο αγαπημένου του προσώπου – του μοναδικού, στην ουσία, για το οποίο είναι πια ικανός να νιώθει αγάπη. Η επιστροφή του στο Λονδίνο χαροποιεί την παλιά του συμμορία, θορυβεί τους πρώην αντιπάλους του και αναστατώνει την Έλεν, η οποία δείχνει να δοκιμάζει παρόμοια μ’ αυτόν αντιφατικά συναισθήματα. Αντίθετα απ’ τον “άσωτο” Ντέιβι με τις πάμπολλες εφήμερες περιπέτειες, ο Γουίλ φαίνεται πως είχε βρει αποκλειστικό καταφύγιο σε μια γυναίκα μεγαλύτερή του, ικανή να τον στηρίξει συναισθηματικά, την οποία δεν ενδιαφέρθηκε να “αντικαταστήσει” μετά τον χωρισμό τους – όπως δεν τον “αντικατέστησε” ούτε εκείνη: η ιδιάζουσα, μετέωρη αυτή ερωτική ιστορία είναι άλλη μια ανοιχτή πληγή στη ζωή του, ακόμα μια εκκρεμότητα στον ήδη αποκαρδιωτικά συγκεχυμένο ορίζοντα των προοπτικών του. Προκειμένου να φέρει εις πέρας το “ιερό” καθήκον της εκδίκησης, να μπορέσει να ξαναβάψει τα χέρια του με αίμα, ο Γουίλ (που το όνομά του στα Αγγλικά σημαίνει “θέληση”) πρέπει να γίνει και πάλι αυτός που ήταν κάποτε, να “μεταμφιεστεί” ξανά σε γκάνγκστερ. Ή μήπως να πετάξει τη νεοαποκτηθείσα του “στολή” και μάσκα του τίμιου βιοπαλαιστή και να δείξει ποιος είναι στ’ αλήθεια – αυτός που παρά τις ειλικρινείς προθέσεις του, δεν έπαψε ποτέ να είναι;

 

 

Η ύστατη, εξάλλου (και υπέρτατη) δοκιμασία που τον περιμένει δεν είναι άλλη απ’ τη συνάντηση με τον αδίστακτο, απροκάλυπτα συμπλεγματικό Μπόουντ, τον κατά τα άλλα “ευυπόληπτο” εισαγωγέα αυτοκινήτων και “άμεμπτο οικογενειάρχη” ο οποίος σακάτεψε το σώμα και την ψυχή του Ντέιβι, σπρώχνοντάς τον στην αυτοκτονία – μια αντιπαράθεση που όχι μονάχα δεν θα του δώσει μια πειστική, έστω, απάντηση στο στοιχειώδες “γιατί”, αλλά θα του πετάξει κιόλας καταπρόσωπο μια εικόνα του αδελφού του (μ’ εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά που για τον ίδιο συνθέτουν το παζλ μιας τρυφερής ανάμνησης) διαθλασμένη απ’ την κακία και το μίσος, βεβηλωμένη από έναν αναίτιο φθόνο. Όσο κι αν στην πραγματικότητα ο Ντέιβι δεν ήταν καμιά αθώα περιστερά, γεγονός παραμένει το ότι έπεσε θύμα μιας ουσιαστικά αδικαιολόγητης πράξης βίας, μόνο και μόνο επειδή είχε την κακοτυχία να τον βάλει στο μάτι ένας μανιακός. Κι αυτή η αιφνίδια, οδυνηρή συνειδητοποίηση από την πλευρά του Γουίλ, η κατανόηση της ανεξέλεγκτης και απέραντα ειρωνικής τραγικότητας που διέπει το ανθρώπινο πεπρωμένο, θα καθορίσει τις τελικές του κινήσεις και θα φέρει ένα είδος κάθαρσης – αν όχι το πιο ικανοποιητικό ηθικά ή αναμενόμενο, πάντως το μόνο που βγάζει ίσως νόημα στο σημείο όπου έχουν οδηγηθεί τα πράγματα.

 

 

Το σημαντικότερο επίτευγμα του Χότζες (αλλά και του σεναριογράφου Τρέβορ Πρέστον) στο ιδιόμορφο αυτό γκανγκστερικό θρίλερ είναι ότι ενώ φλερτάρει αναγκαστικά με τα κλισέ του είδους, κατορθώνει να τα υπερβεί με επιδεξιότητα και στυλ, δίχως να ξεπέφτει στην απλουστευτική διακωμώδηση ή την κραυγαλέα ανατροπή τους. Ο όποιος χιουμοριστικός “σχολιασμός” (συν το μάλλον προβλέψιμο για τον Όουεν “κλείσιμο του ματιού”) είναι λιτός και συγκρατημένος, στις απολύτως απαραίτητες δόσεις για να γλυκαίνει κάπως το βαρύθυμο κλίμα που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος του έργου. Επιστρατεύοντας τεχνικές παραδοσιακά συνδεδεμένες με το γουέστερν ή τις ασιατικές ταινίες πολεμικών τεχνών παρά με το φιλμ νουάρ και εμμένοντας με σθένος στην ψυχογραφική αντί για την ηθογραφική/περιγραφική διάσταση της πλοκής, ο Χότζες ελίσσει αριστοτεχνικά την κάμερα με τρόπο που αιχμαλωτίζει τον θεατή και τον συμπαρασύρει σε μια σχεδόν ασυναίσθητη ταύτιση με τον κεντρικό ήρωα, ώστε να βιώσει τα προσωπικά διλήμματα, τις υπαρξιακές μεταπτώσεις και το αβάσταχτο πένθος εκείνου σε τέτοιο βαθμό που το “ανοιχτό”, διφορούμενο φινάλε να αποτελεί τη μόνη λογική κατάληξη – και συγχρόνως, να επιδέχεται οποιαδήποτε πιθανή συνέχεια ή ερμηνεία.

 

 

Η μελαγχολική εσωτερικότητα του σεναρίου αναδεικνύεται από το αφαιρετικά μελωδικό σάουντρακ του Σάιμον Φλέτσερ-Τέρνερ (ο οποίος υπήρξε συνεργάτης του Ντέρεκ Τζάρμαν και έγραψε επίσης τη μουσική για τον Κρουπιέρη) και τους μουντούς, νυσταγμένους τόνους της φωτογραφίας (Μάικλ Γκάρφαθ), ενώ τις δεσπόζουσες παρουσίες του επιβλητικού, “βασανισμένου” Όουεν και της ραφινάτης Ράμπλινγκ (Τζορντάνο Μπρούνο, Τα Φτερά της Αγάπης) πλαισιώνει ένα απολαυστικά ετερόκλητο πλήθος “βοηθητικών” χαρακτήρων – από τον θεοπάλαβο κολλητό φίλο του Ντέιβι, Μίκσερ Μπαρτζ (Τζέιμι Φόρμαν), τον οξυδερκή ιατροδικαστή που δεν μασάει τα λόγια του (Τζον Σέρμαν) και τον καλομίλητο ψυχίατρο με τα κινητικά προβλήματα (Αλεξάντερ Μόρτον), στους οποίους προσφεύγει ο Γουίλ πασχίζοντας να εξιχνιάσει το θάνατο του Ντέιβι, τον πανικόβλητο, παρανοϊκό και… απροσανατόλιστο μαφιόζο Τέρνερ (Κεν Στοτ) και την υστερική γυναίκα του (Λέσλι Κλερ Ο’Νιλ) ως τον “περίπου νόμιμο” ταξιτζή με το χίπικο αμάξι (Τιμ Πλέστερ) και το άχρηστο, “όλο φιγούρα” τσιράκι του Τέρνερ, Αλ Σο (Μπράιαν Κράουτσερ) – χωρίς φυσικά να λησμονούμε τον απίθανο, κωμικοτραγικά αποκρουστικό Μάλκολμ ΜακΝτάουελ (Το Κουρδιστό Πορτοκάλι, Καλιγούλας) σ’ έναν από τους πιο γκροτέσκους “καμέο” ρόλους της καριέρας του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top