Fractal

Οι λέξεις κόντρα στη λήθη

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Η λήθη που θα γίνουμε» του Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε, μτφ: Τιτίνα Σπερελάκη, σελ. 358, Εκδ. Πατάκη

 

Άλλοτε ως καταγωγική ειμαρμένη την οποία κουβαλούν με πόνο κι άλλοτε με μιαν υπόκρουση γλυκιάς νοσταλγίας την οποία χαίρονται να ανακαλούν, τα παραδείγματα συγγραφέων που αποφάσισαν σε πρώτο πρόσωπο να μιλήσουν για τον πατέρα τους είναι πολλά. Τίποτα πιο προσφιλές από το να καταφύγει κανείς στον γεννήτορά του και είτε να ιερουργήσει, μέσω των λέξεων, για τη χάρη του είτε να ελεεινολογήσει για τα τραύματα που του κατάφερε.

Αίφνης, μαθαίνουμε για την προβληματική σχέση που είχαν ο Φραντς Κάφκα και ο Πασκάλ Μπρυκνέρ με τους πατεράδες τους,  αλλά και την αμφίβολη σχέση που διατηρούσαν ο Φίλιπ Ροθ και ο Μάρκους Έιμις με τους δικούς τους. Η συζυγία που διαμορφώνουν ο πατέρας και ο γιος, εκ των πραγμάτων επισφαλής ως προς το αποτέλεσμά της, άλλους τους οδηγεί στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή κι άλλους στη διέξοδο της γραφής. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, αποδεικνύεται πως το παρελθόν μόνο ως τέτοιο δεν μπορεί να λογιστεί, καθώς μέσω της θύμησης, αυτό που προσπαθεί να καταπολεμήσει κανείς είναι το άγριο ζώο της λήθης.

Αυτό κάνει και ο κολομβιανός συγγραφέας Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε με το βιβλίο του «Η λήθη που θα γίνουμε» (σ.σ.: τίτλος παρμένος από τον εναρκτήριο στίχο του ποιήματος του Χόρχε Λουίς Μπόρχες «Επιτάφιος»).

Η δική του σχέση με τον πατέρα του ανήκει στην κατηγορία των «ευγενών συνυπάρξεων». Ουδεμία αμυχή, κανένας μώλωπας, ούτε ίχνος καταναγκασμού ή κακοτροπιάς. Το μοναδικό μελανό σημείο της κοινής τους ζωής ήταν ότι κόπηκε βίαια το νήμα που άρρηκτα του έδενε. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε από τους παραστρατιωτικούς αντάρτες που δρούσαν για πολλά χρόνια στην Κολομβία σπέρνοντας το θάνατο αδιακρίτως.

Κοινωνικός αγωνιστής αλλά με ένα πασιφισμό που προσομοίαζε με εκείνον του Γκάντι, γιατρός κατ’ επάγγελμα, αλλά του… δρόμου, στην υπηρεσία των φτωχών ανθρώπων και όχι του γραφείου, αριστερός στην ιδεολογία, αλλά με αρκετές δόσεις φιλελευθερισμού στην καθημερινότητά του, ιδεολόγος, διανοητής και οξυδερκής παρατηρητής, ο πατέρας του Φασιολίνσε αποτέλεσε για τον ίδιο το ιδανικό πρότυπο.

Η πατρική φιγούρα ήταν πάντα ταυτισμένη με την αγάπη, το σφρίγος της προσφοράς, τη λατρεία για τη γνώση και την καλή μουσική, την ελευθεριότητα και το ανήσυχο πνεύμα των ανθρώπων που αποζητούν την αυταξία τους μέσα τους.

Ζώντας σε ένα σπίτι με πολλές γυναίκες (ένας πραγματικός γυναικωνίτης αποτελούμενος από τη μητέρα του, τις αδελφές του και τις θείες του), ο μικρός Έκτορ αναζητούσε στον πατέρα του το στήριγμα που μπορεί να παρέχει ο ανδρικός κόσμος. Ο πατέρας του έλειπε συχνά σε ταξίδια, άλλα αναγκαστικά καθώς δέχθηκε ουκ ολίγες διώξεις ή σε περιοδείες που έκανε για να βελτιώσει, ως άλλος ακτιβιστής, τις συνθήκες διαβίωσης των απλών ανθρώπων της χώρας. Όταν όμως επέστρεφε, τότε, πατέρας και γιος έβρισκαν ξανά το κοινό τους σημείο αναφοράς. Ο ανεξίθρησκος πατέρας του τού δίδαξε την έννοια της αποδοχής – ακόμη και αυτών που ήταν αντίθετοι με τις δικές του πεποιθήσεις. Μπορεί η πλευρά της μητέρας του, αρκετά ορθολογιστική και πραγματίστρια, να τον έσπρωχνε προς τη θρησκεία, ο πατέρας του όμως έστεκε ως αντίβαρο – δίχως να προσπαθεί να του επιβάλλει τη γνώμη του.

 

Hector Abad Faciolince

 

Η Κολομβία για πολλές δεκαετίες πέρασε, και ουσιαστικά συνεχίζει να περνάει, πολλές ταραγμένες φάσεις. Οι πολιτικές αντιπαλότητες ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά οδήγησαν σε ακραίες λύσεις, ενώ οι παραστρατιωτικοί και οι ναρκέμποροι δημιούργησαν ένα άκρως επικίνδυνο περιβάλλον με αποτέλεσμα η χώρα να μετατραπεί σε λουτρό αίματος. Σε αυτόν τον κυκεώνα βίας, αναγκαστικά, μπλέχτηκε και ο πατέρας του διατηρώντας για τον εαυτό του το ρόλο του θύματος. Εχασε τη θέση του στο πανεπιστήμιο, ενεπλάκη σε λαϊκούς αγώνες, αρνήθηκε να κρατήσει όπλο, δέχθηκε ποικίλες απειλές για τη ζωή του και τελικά δολοφονήθηκε. Οι δολοφόνοι του δεν βρέθηκαν ποτέ, όπως συνέβη σε πάρα πολλές –ανάλογες- περιπτώσεις στην Κολομβία. Η ατιμωρησία του παρακράτους επείχε τη θέση κανονικότητας στη χώρα.

Ο Φασιολίνσε δεν προσπαθεί να αγιοποιήσει τον πατέρα του, το γράφει άλλωστε και ο ίδιος ότι η βασική του προσπάθεια είναι να κρατήσει ανέπαφη τη μνήμη του γνωρίζοντας πως η λήθη πάντα κερδίσει στο τέλος και ότι ο αγώνας του ανθρώπου να διατηρήσει ένα σύννεφο θύμησης του παρελθόντος είναι καταδικασμένος σε αποτυχία.

Παραδέχεται ακόμη ότι μετά τον αδόκητο θάνατο της μιας αδελφής του, κάτι που οδήγησε σε θλίψη όλη την οικογένεια, ο πατέρας του παραιτήθηκε ουσιαστικά από τη ζωή και κατά μια έννοια εκβίασε το δικό του άσχημο τέλος. Σαν να μην τον ένοιαζε τι θα του συμβεί. Και όντως του συνέβη αυτό που διαφαινόταν πως θα γίνει. Η ελεύθερη φωνή του ήταν ένα εμπόδιο στα σχέδια των παρακρατικών και έπρεπε να σιγήσει άμεσα.

Για τον Φασιολίνσε, το συγκεκριμένο βιβλίο λειτουργεί ως κάθαρση, ως memento mori, ως ανειρήνευτος πόθος να μην λησμονήσει τον πατέρα του, αλλά, αρκετές φορές, και ως κουτί της Πανδώρας από το οποίο ξεπετάγονται διάφορες σκοτεινές φιγούρες που κυριάρχησαν στη δημόσια ζωή της Κολομβίας. Θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο βουτημένο στο συναίσθημα, στη μελαγχολία της θλίψης και στη βάσανο της ενθύμησης. Το ότι αποφάσισε να το γράψει μόνο όταν θα αισθανόταν αρκετά αποστασιοποιημένος από τα γεγονότα αποδείχθηκε συγγνωστή απόφαση. Το αποτέλεσμα είναι δραστικό και ξεπερνάει την έννοια του memoir. Γίνεται ένα βιβλίο που μπορεί να έχει αφορμή έναν θάνατο, εντούτοις κουβαλάει μέσα του μπόλικη ζωή. Στη… γωνία παραμονεύει, βέβαια, πάντα η λήθη και η σκόνη του χρόνου, όμως, οι λέξεις έχουν τη δραστική ισχύ να διατηρούν τα σημαντικά και τα σπουδαία. Και τούτο το βιβλίο το αποδεικνύει.

Η εξαίρετη μετάφραση ανήκει στην Τιτίνα Σπερελάκη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top