Fractal

Διπλό διήγημα Fractal: “Η κρέπα”

Της Βέλης Σαμέρα (εκείνη) και του Νίκου Κουσούλη (εκείνος) // *

 

 

dihghma2

 

ΕΚΕΙΝΟΣ:

Νύχτα ξανά, επιτέλους. Όλη μέρα το σκεφτόμουν. Το είχα αποφασίσει. Θα περνούσα αργά, όπως και τις άλλες φορές, μετά από κάποια βόλτα. Θα πάρκαρα λίγο πιο πίσω, να νιώσω το βραδινό αεράκι να με χτυπάει στο πρόσωπο, για να χτίσω κουράγιο πριν μπω μέσα.

Φτάνω πια. Την πρώτη φορά με είχε φέρει ένας φίλος. Μετά που σε είδα, όμως, είχα πει θα ξαναπεράσω, με τις κρέπες απλά για πρόσχημα, αφού η αλήθεια είναι ότι πιο πολύ ήθελα να σε ξαναδώ. Έτσι έγινε, και την 3η φορά και την 4η φορά… Απόψε, όμως, ήταν άλλο. Πλησιάζω και κοιτάζω απ’ έξω να δω ότι όντως είσαι μέσα. Ένα βήμα δισταγμού, μέχρι να σε εντοπίσει το μάτι μου. Ευτυχώς δεν με είδες. Δεν κατάλαβες γιατί δίστασα να μπω.

Μπαίνω μέσα, είσαι αφηρημένη, αλλού, όμως δεν περνούν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα μέχρι να σου πουν να γυρίσεις να με δεις. Αμέσως κοκκινίζεις, μου μιλάς στον πληθυντικό, αγχώνεσαι. Χαμογελάω. Καλό σημάδι. Σε κοιτάζω στα μάτια. Παραγγέλνω. Γνώριμο το βλέμμα, γνώριμο το χαμόγελο, πρέπει να ηρεμήσω όμως. Το χάνω το παιχνίδι, δεν με κοιτάζεις καν, είσαι πολύ αγχωμένη. Σιγά, μια κρέπα είναι, ηρέμησε, πρέπει να έχεις φτιάξει χίλιες ως τώρα, εγώ είμαι πιο σημαντικός, λέω από μέσα μου.

Ακούω τον εαυτό μου να λέει ένα αμήχανο αστείο για τις κρέπες. Εσύ απορροφημένη. Προσπαθώ να χτίσω συζήτηση, χάνομαι στις κινήσεις των χεριών σου και, χρησιμοποιώντας τες για κάλυψη, ρίχνω κλεφτές ματιές αν με κοιτάς. Δεν θέλω να το καταλάβεις κιόλας πόσο με νοιάζει να με κοιτάς, θέλω να κρατήσω το πάνω χέρι που ελπίζω ότι έχω. Είσαι τόσο όμορφη, κι ας είσαι με την ποδιά, με τα λάδια, με τα γάντια. Κι ας φαίνεσαι κουρασμένη, είσαι τόσο όμορφη, το πρόσωπό σου, τα μάτια σου, το δέρμα σου, τα χέρια σου, τα περνάω όλα σαν έφηβος που δεν χορταίνει να κοιτάζει τον έρωτά του στο απέναντι θρανίο, αλλά δεν θέλει να τον καταλάβει κανείς ότι το κάνει.

Κάτι λέω. Δεν θυμάμαι καν τι, κι ας έχουν περάσει μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Γελάς. Δεν χαμογελάς, γελάς. Είναι δυνατόν; Δεν μπορεί να ήταν και τόσο καλό αν κρίνω από το πόσο αμήχανα εξακολουθώ να νιώθω. Πιέζομαι πολύ, όχι άλλη μία χαμένη βραδιά λέω από μέσα μου στον εαυτό μου. Κάτι πρέπει να σκεφτώ. Τώρα.

Την ετοίμασες; Πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενα; Ή εμένα μου φάνηκε. Όχι. Δεν μπορώ να φύγω έτσι. Πρέπει να κρατηθώ από κάτι. Κάθομαι απέναντι στο τραπεζάκι χωρίς

να αποφασίζω να φάω ή να φύγω. Απλώς κάθομαι. Πέρασαν λίγες στιγμές, έχεις πάει μέσα, πίσω. Παγωτό! Ένα χωνάκι παγωτό. Ποτέ δεν τρώω χωνάκι παγωτό, αλλά τη βρήκα τη διέξοδό μου. Μοιάζει τέλεια στο μυαλό μου. Ή ίσως έχω πολύ λίγο χρόνο για να βρω το ψεγάδι στο σχέδιό μου. Πού είσαι; Έξω είναι μόνο ένας τύπος που κάθεται, εκείνος που σου είπε πριν ότι ήρθα. Το αφεντικό σου; Αν σηκωθεί εκείνος; Τι να το κάνω μετά το χωνάκι; Πρέπει να το φέρω αλλιώς. Θα τον ρωτήσω πού είσαι, γιατί θέλω και λίγο παγωτό, για να τον ανεβάσω ότι τον θεωρώ πολύ σπουδαίο για να μου βάλει εκείνος. Σε φωνάζει. Εντάξει, κέρδισα. Τον χειρίστηκα.

«Με συγχωρείς, θέλω και ένα χωνάκι παγωτό» σου λέω. Μου βάζεις το παγωτό, απλώνεις το χέρι για να μου το δώσεις, αγγίζουν τα δάχτυλά σου τα δικά μου, τόσο όσο χρειαζόταν για να χτίσουν την αυτοπεποίθησή μου. Με μία επίτηδες αδέξια κίνηση, μόλις παίρνω το χωνάκι στα χέρια μου, το ρίχνω πάνω στο τζιν μου και βγάζω μια ψεύτικη φωνή έκπληξης και θυμού με την απροσεξία μου.

Τραντάζεσαι, σκέφτεσαι αν φταις εσύ, γελάω. Καταλαβαίνεις ότι όχι. Ηρεμείς. Καλά πάμε ως εδώ, σκέφτομαι. Ξεκινάω για την τουαλέτα να το καθαρίσω. Μπαίνω, περιμένω 5 δευτερόλεπτα, αρκετά είναι, δεν φαίνεται στημένο, άλλωστε σε μένα αυτά τα 5 δευτερόλεπτα μοιάζουν με αιώνα. Βγαίνω μισό βήμα έξω από την πόρτα και σε κοιτάζω, σε φωνάζω. «Μπορείς να μου δώσεις ένα πανί; Το χαρτί θα διαλυθεί σε κομματάκια στο παντελόνι μου», λέω και μπαίνω αμέσως πάλι ένα βήμα μέσα. Αν ήταν να μου έδινες το πανί έξω, σκουπιζόμουν και με χαρτί, σκέφτομαι.

Έρχεσαι αμέσως, με διάθεση, σα να το περίμενες. Κρατάς ήδη το πανί στο χέρι. Με το που περνάς την πόρτα του μπάνιου χαμογελάω. Σου λέω την αλήθεια. Ότι όλο αυτό ήταν στημένο. Ότι το έκανα μόνο και μόνο για να σε δω έστω και για ελάχιστα μόνη σου, χωρίς πελάτες και αφεντικά δίπλα.

Ότι θα με παχύνουν οι κρέπες μέχρι να με φιλήσεις αν δεν με φιλήσεις τώρα. Ότι αδιαφορώ για το παντελόνι και το πανί. Ότι κάπως θα έπρεπε να ξεπληρώσεις το λάθος σου να με εμπιστευτείς με το χωνάκι στα χέρια, είναι επικίνδυνα πράγματα αυτά. Το νιώθω, αρχίζω να φλυαρώ. Θα το χάσω το παιχνίδι. Πες κάτι. Έχω ήδη πει πάρα πολλά εγώ. Δεν μπορώ να προχωρήσω εγώ από εδώ. Σειρά σου.

Δεν κάνω κίνηση. Σε κοιτάζω στα μάτια όπως σου μιλάω. Ακουμπάω την πλάτη μου στον τοίχο. Ορίστε, εδώ είμαι. Ξαφνικά μου έρχεται. Έχει περάσει αρκετός χρόνος. Θα είχες φύγει αν ήταν. Δεν φοβάμαι πια. Χαλαρώνω.

Με κοιτάς. Χαμογελάς. Μου φαίνεται ότι λάμπεις, ότι κι εσύ νιώθεις πως η στιγμή πάγωσε και είμαστε μόνο οι δυο μας. Κάνεις δυο βήματα προς το μέρος μου. Αυτό είναι! Περιμένω να δω τα χείλη σου να με πλησιάζουν λίγο ακόμα για να σε αρπάξω στα χέρια μου, να σε ακουμπήσω στον τοίχο και να σε φιλήσω. Απλώνω το χέρι μου αναζητώντας το δικό σου… μου δίνεις το πανί. Όχι; Δεν είχε τελικά περάσει αρκετός χρόνος; Μα χαμογελάς. Τόσο λάθος έκανα; Είναι δυνατόν;

Πριν προλάβω να σκοτεινιάσω λες, «έλα κι αύριο, πώς θα ακουμπήσω πάνω σου όταν με φιλάς αν έχεις παγωτό σε όλο το παντελόνι;». Με πειράζεις; Εντάξει. Μπορώ να περιμένω άλλες 24 ώρες. Εξάλλου τώρα ξέρω, όλη μέρα αύριο εμένα θα σκέφτεσαι.

 

 

 

ΕΚΕΙΝΗ:

Κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Το βλέμμα μου κινείται με ταχύτητα από πάνω ως κάτω. Ένα σκέτο χάλι. Τα μαλλιά μου κιόλας λάδωσαν, τα νύχια μου ξεφτίζουν, στο πρόσωπό μου εντοπίζω και νέο σπυράκι, κατακόκκινο, απειλεί να σκάσει και να με κάνει να φαίνομαι ακόμη έφηβη. Η κατάσταση των ρούχων μου χειρότερη, λάδια πάνω στην ποδιά μου, το παντελόνι κρέμεται πάνω μου – μα είναι δυνατόν να έχασα και άλλα κιλά; – από τα παπούτσια μου κοντεύουν να ξεκολλήσουν οι πάτοι, απορώ μεγαλόφωνα με το αφεντικό μου: «ακόμη με κρατάς στο μαγαζί σου;».

Υπόσχομαι νοερά να διορθωθεί η κατάσταση άμεσα. Αύριο κιόλας θα εμφανιστώ κοκέτα. Περιποιημένη. Η κούραση με έχει καταβάλει. Δεν πρέπει να χάσω τη δουλειά όμως. Ο πατέρας μου άνεργος. Οι ανάγκες τρέχουν. Δε θα πάω το πρωί για μάθημα. Το Πανεπιστήμιο μπορεί να περιμένει. Δε φεύγει από τη θέση του. Με το σχόλασμα θα πάω κατευθείαν σπίτι, να κάνω ένα ζεστό αφρόλουτρο, να περιποιηθώ τον εαυτό μου και να κοιμηθώ. Πόσο καιρό έχω να κοιμηθώ 8 ώρες σερί; Αύριο ήρθε η μέρα αυτή. Θα με κακομάθω. Βαθιά ανάσα, νιώθω ήρεμη, βγαίνω στον κυρίως χώρο του μαγαζιού.

Νύχτωσε για τα καλά. Άλλη μια νύχτα πίσω από το ταμείο. Αλλά απόψε ο Δημήτρης υποσχέθηκε να με αφήσει να φτιάξω εγώ κρέπες. Και την επόμενη εβδομάδα και σάντουιτς. Επιτέλους. Βαριέμαι την αδράνεια. Δεν περνάει η βάρδια. Ανακατεύω αφηρημένη τη ζύμη για τις κρέπες. Σκέφτομαι το αφρόλουτρο που θα απολαύσω σε λίγες ώρες. Άραγε έχει νόημα να μετράω αντίστροφα το χρόνο; Ή μήπως θα αγωνιώ παραπάνω;

Την προσοχή μου αποσπά ξαφνικά ένας νεαρός που στέκεται ακριβώς μπροστά μου και έχει στυλώσει το βλέμμα του πάνω μου. Μα πόση ώρα στέκεται εκεί; Γιατί δεν τον είδα; Με πιάνει πανικός, ιδρώνω ολόκληρη, τα χέρια μου κάνουν άγαρμπες κινήσεις. Που είναι ο Δημήτρης; Τον εντοπίζω με την άκρη του ματιού μου στη γωνία, στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χαμογελάει και με παρατηρεί. Με επιπλήττει μεγαλόφωνα – πάντα χαριτωμένα, έχει τον τρόπο του – πρέπει να εξυπηρετήσω άμεσα τον πελάτη. «Συγγνώμη», καταφέρνω να ψελλίσω, σχεδόν τραυλίζω. Έλεος, σκέφτομαι, τι σε έχει πιάσει κορίτσι μου, φέρσου επαγγελματικά, τη χρειάζεσαι αυτή τη δουλειά. Στρώνω την ποδιά μου, ισιώνω την πλάτη, φοράω τα γάντια και τον κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια. Είμαι έτοιμη. Είμαι;

Προσπαθώ να μιλήσω και δε βγαίνει φωνή, τα γόνατά μου έτοιμα να λυγίσουν, νιώθω ζαλάδα. Μπροστά μου στέκεται ο ίδιος νεαρός που ήρθε και χτες και προχτές. Αυτός είναι. Αυτός που ονειρευόμουν στις λιγοστές ώρες που κοιμήθηκα. Δεν μπορεί να κάνω τόσο λάθος. Φοράει τζιν και φούτερ, όχι εκείνο το όμορφο κοστούμι με το κατάλευκο πουκάμισο που φόραγε χτες το βράδυ, αλλά η μυρωδιά του, τα μάτια του… Δείχνει μικρότερος απόψε, προσιτός, θνητός. Τον κοιτάζω σιωπηλή και χαμογελάω διστακτικά. «Τι θα θέλατε;» τον ρωτάω σιγανά. Ωραία αρχή, στον πληθυντικό. Σίγουρα θα με βλέπει κ αυτός σαν κοριτσάκι έφηβο… «Δεν είμαι τόσο μικρή!!», σκέφτομαι με πάθος μέσα μου και νιώθω τα μάγουλά μου να φουντώνουν.

Κάπου αμυδρά στο βάθος τον ακούω να παραγγέλνει κρέπα. Κρύος ιδρώτας με λούζει ολόκληρη. Και πάλι. Μα κρέπα; Δε θες έναν καφέ; Μία τυρόπιτα; Κάτι πιο εύκολο; Ο πρώτος πελάτης που θα φάει κρέπα από τα χέρια μου θα είναι αυτός; Ωραίο παιχνίδι μου σκάρωσε η τύχη. Όχι ότι είχα να ελπίζω σε κάτι καλύτερο, πάντα ήμουν άτυχη. Βαθιά ανάσα και πάλι. Μπορώ, τα πάντα τα μπορώ, κόντρα στους οιωνούς. Ετοιμάζω με αργές και σταθερές κινήσεις την κρέπα, αφοσιώνομαι στο έργο μου, θα τα καταφέρω. Τον ακούω να σχολιάζει κάτι, άραγε τι, ήμουν τόσο απορροφημένη που δεν άκουσα, γελάω χαζά όμως, γελάει και εκείνος, μάλλον κάποιο αστείο θα είπε. Του δίνω την κρέπα και καταφέρνω να χαμογελάσω.

Τα κατάφερα, νιώθω ήρεμη πια. Τον χαζεύω που απομακρύνεται και κάθεται στο τραπεζάκι. Παρατηρώ κάθε του γκριμάτσα καθώς τη δοκιμάζει, δεν πρέπει να είναι και πολύ καλή τελικά αν κρίνω από τις αντιδράσεις, μήπως έβαλα πολλή μαγιονέζα; Αν ναι, θα στάξει πάνω του και θα λερωθεί. Δε θα ξανάρθει, σκέφτομαι με απογοήτευση και εξαφανίζομαι στο πίσω δωμάτιο με σκυμμένο το κεφάλι. Ακούω τον Δημήτρη να με φωνάζει επιτακτικά, πόση ώρα λείπω; Λες όντως να έσταξε η μαγιονέζα; Βγαίνω τρέχοντας σχεδόν και πέφτω πάνω στο Δημήτρη που με κοιτάζει με σταθερό ύφος – σίγουρα με μαλώνει σιωπηλά, θα ακολουθήσει κατσάδα – και μου λέει ότι ο κύριος θέλει ένα χωνάκι παγωτό. Είναι εκείνος! Και είναι ακόμη εδώ. Χαμογελάω ειλικρινά και βγαίνω από την μπάρα. Είναι η πρώτη φορά που θα σταθώ δίπλα του. Η καρδιά μου χοροπηδάει στο στήθος από χαρά. Κάνω ένα βήμα και παγώνω. Ωχ όχι!! Θυμήθηκα την εικόνα μου στον καθρέφτη… Έχω τα χάλια μου σήμερα… Γιατί σήμερα; Έλα αύριο για παγωτό, αύριο που θα έρθω κοκέτα στη δουλειά, αφού το υποσχέθηκα… Η τύχη δεν είναι με το μέρος μου.

Του δίνω το παγωτό και τον κοιτάζω σαν μαγεμένη, είναι τόσο όμορφος, μυρίζει τόσο γλυκά από κοντά, τον χαζεύω από τόσο κοντά, το πρόσωπό του, τα μαλλιά του… ακούω φωνές, τι έγινε αναρωτιέμαι, κοιτάζω το χέρι του, μα που είναι το παγωτό; Α να το…! Στο παντελόνι του. Εγώ φταίω; Όχι; Εσύ φταις; Σίγουρα; Εντάξει εσύ. Το προτιμώ άλλωστε και ας το λέει απλά από ευγένεια. Του δείχνω που είναι η τουαλέτα για να πάει να καθαριστεί. Τρέχω, παίρνω ένα πανί καθαρό, το βρέχω, το στύβω, πρέπει να του το δώσω, αν χρησιμοποιήσει χαρτί θα διαλυθεί πάνω στο παντελόνι. Όχι δεν πρέπει. Θα νομίσει ότι τον φλερτάρω. Τι να κάνω; Τον ακούω να με φωνάζει από την πόρτα της τουαλέτας. Θέλει ένα βρεγμένο πανί. Ναι! Εδώ το έχω! Έτοιμη! Πηγαίνω με σταθερό βήμα κοντά του. Με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια, με διαβάζει ήδη, τον ακούω να μου λέει ότι ήθελε να με δει για ελάχιστα μόνη μου, ότι έρχεται για μένα στο μαγαζί. Έχω μείνει άφωνη. Μόνο τον κοιτάζω.

Μου φαίνεται σαν παραμύθι. Μου λέει και άλλα, αλλά δεν ακούω τίποτα πια. Μόνο μια φωνή μέσα μου να φωνάζει από χαρά…

Νιώθω την ένταση ανάμεσά μας. Θέλω να τον φιλήσω. Και αυτός νομίζω. Κάτι όμως με κρατάει. Δεν πρέπει, όχι εδώ, όχι έτσι, όχι τώρα, δεν έχω πλύνει καν τα δόντια μου! Τον πλησιάζω. Του δίνω το πανί και του λέω χαριτωμένα «Έλα κι αύριο, πώς θα ακουμπήσω πάνω σου όταν με φιλάς αν έχεις παγωτό σε όλο το παντελόνι;». Μπράβο μου. Καλή ατάκα. Σημειώνω νοερά να θυμηθώ να βάλω στην τσάντα μου οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα για αύριο. Ελπίζω να ξανάρθει…

 

 

 

 

*  Η Βέλη Σαμέρα και ο Νίκος Κουσούλης θα γράφουν καθισμένοι σε αντικριστά γραφεία σε ένα αίθριο μπροστά από κάποια μαγευτική λίμνη. Ως τότε ζουν στην Αθήνα και σχεδιάζουν την απόδρασή τους μαζί με όσους αγαπούν.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top