Fractal

Στα γρανάζια του καφκικού λαβύρινθου

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Patricia Highsmith, Η κραυγή της κουκουβάγιας. Μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης. Εκδόσεις Άγρα. 2017

 

Η Αμερικανίδα συγγραφέας, Πατρίσια Χάισμιθ πέθανε το 1995, και άφησε πίσω της ένα αξιοσέβαστο έργο, τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα. Η συγγραφέας είναι περισσότερο γνωστή για τα ψυχολογικά θρίλερ της, οπότε ίσως και να μην αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλά από τα μυθιστορήματά της προσαρμόστηκαν για να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη, συμπεριλαμβανομένων των ‘Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ’, ‘Το παιχνίδι του Ρίπλεϋ’, ‘Ο Ρίπλεϋ κάτω απ’ το χώμα’, ‘Η κραυγή της κουκουβάγιας’ και άλλα.

‘Η φωνή της κουκουβάγιας’ (The Cry of the Owl) διαδραματίζεται σε μια μικρή πόλη της Πενσυλβάνια και η ιστορία ξεκινάει με έναν ήσυχο, εσωστρεφή μηχανικό, τον Ρόμπερτ Φόρεστερ ο οποίος φεύγει από την εργασία του ένα απόγευμα. Ψυχικό ράκος από ένα πρόσφατο κακό διαζύγιο, λόγω του οποίου  αισθάνεται μοναξιά, λυπημένος και καταθλιπτικός, ο Φόρεστερ έχει αναπτύξει μια συνήθεια να σταματά σε μια απομονωμένη εξοχική κατοικία και να παρακολουθεί μια όμορφη νεαρή γυναίκα καθώς κινείται μέσα από τα καθημερινά οικεία της καθήκοντα. Πάντως, παρά την περίεργη αυτή συνήθεια του, δεν ενδιαφέρεται να παρατηρήσει το κορίτσι γυμνό ή ακόμα και να το παρακολουθήσει όταν βρίσκεται εκεί μαζί με τον αρραβωνιαστικό της, Γκρέγκ. Αντ’ αυτού, βλέποντας το κορίτσι είναι σαν να αναζητάει εναγωνίως κάποια διαβεβαίωση ότι η ευπρέπεια και η κανονικότητα υπάρχουν κάπου μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Για να έχει όμως ακριβέστερη θέα των διαδραματιζόμενων γεγονότων, δεν διστάζει να αφήσει το αυτοκίνητό του κάπου μακρύτερα, να σκαρφαλώσει μέχρι το σπίτι, ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθήσει το κορίτσι αθέατος μέσα στο σκοτάδι. Κάθε φορά υπόσχεται στον εαυτό του ότι θα είναι η τελευταία του φορά που προβαίνει σε αυτή την ενέργεια, αλλά πάντα επιστρέφει, ανεξήγητα, στην εικόνα της εσωτερικής απλότητας και αρμονίας του εσωτερικού του σπιτιού της.

Ίσως τελικά να ήταν αναπόφευκτο. Ίσως, βέβαια, και ο ίδιος ο Φόρεστερ να το εξανάγκασε να συμβεί. Μια νύχτα, η κοπέλα, ο ταμίας της τράπεζας, Τζέννυ  Τήρολφ, ενώ ήταν μόνη, χωρίς την παρουσία του αρραβωνιαστικού της, Γκρέγκ Ουάινκουπ, τον εντοπίζει μέσα στο σκοτάδι. Θα περίμενε κανείς ότι θα  αντιδράσει, θα φωνάξει, θα προσπαθήσει να τρέξει μακριά και να καλέσει την αστυνομία. Αλλά για κάποιο περίεργο λόγο, δεν το κάνει. Αντ’ αυτού προσκαλεί τον Φόρεστερ στο σπιτικό της:

 

‘…Την κοιτούσε και δεν το πίστευε. Τα απαλά μαλλιά της τόσο κοντά του τώρα, μόλις δύο μέτρα μακριά, τα γκρίζα μάτια της είχαν γαλάζιες πιτσιλιές. Και οι λευκές κουρτίνες που την έβλεπε να τις κρεμάει, ήταν τόσο κοντά του που μπορούσε να τις αγγίξει. Και η πόρτα του φούρνου που τόσες φορές την είχε δει να την ανοίγει. Κάτι άλλο του έκανε εντύπωση: η απόλαυση ή η ικανοποίησή του που την έβλεπε τώρα από τόσο κοντά, δεν ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι όταν την κοιτούσε απ’ το παράθυρο, και συνειδητοποίησε πως γνωρίζοντάς την έστω και ελάχιστα, θα μείωνε ότι αντιπροσώπευε για εκείνον ως τώρα. Την ευτυχία, τη γαλήνη και την απουσία κάθε είδους έντασης…’.

 

Patricia Highsmith

 

Από αυτό το σημείο και μετά, μια φοβερή ατμόσφαιρα αυξανόμενης απειλής παραμονεύει πάνω από την ιστορία, καθώς οι κατεστραμμένοι και συναισθηματικά διαταραγμένοι χαρακτήρες αλληλοεπιδρούν και προκαλούν βασανιστικές, έμμονες και επικίνδυνες σχέσεις ανάμεσά τους. Αμέσως μετά η ονειρική, κακόκεφη και δύστροπη Τζέννυ εισέρχεται στη ζωή του Φόρεστερ, αλλά κι η πρώην σύζυγός του, η Νίκυ, μπαίνει σε ένα περίεργο παιχνίδι με ενοχλητικές τηλεφωνικές κλήσεις. Παλιότερα όμως, είχαν προηγηθεί κάποιες συζητήσεις μεταξύ τους, για τις οποίες όμως τώρα ο Ρόμπερτ είχε μετανιώσει πικρά, ειδικά όταν της είχε εκμυστηρευτεί για την πνευματική του υγεία. ‘…Είχε πετάξει απρόσεκτα σε μια από τις συνομιλίες τους τα περί κατάθλιψης, ότι μπορεί να σε βασανίζει τόσο ώστε να χάσεις τα λογικά σου και η Νίκυ είχε εκφράσει την κατανόησή της και του είχε πει να πάει σε έναν ψυχοθεραπευτή, πράγμα και το  οποίο έκανε.  Έπειτα από μερικές μέρες χρησιμοποίησε τα λόγια του εναντίον του, λέγοντας ότι είχε παραδεχτεί ο ίδιος ότι ήταν τρελός, και ότι φοβόταν να μείνει στο ίδιο σπίτι μαζί του, και πως είναι δυνατόν να αγαπάει ή να εμπιστεύεται κάποιος έναν τρελό…’;

Ο φίλος της Τζέννυ, ο Γκρέγκ, ένας φαρμακοποιός με διαλυμένες σχέσεις στο παρελθόν του, δεν εκτιμά την παρουσία του Ρόμπερτ Φόρεστερ στη ζωή της αρραβωνιαστικιάς του και αυτοί οι τέσσερις χαρακτήρες, δηλαδή η Τζέννυ, ο Γκρέγκ, η Νίκυ και ο Ρόμπερτ βρίσκονται συναισθηματικά μπερδεμένοι σε μια πορεία σύγκρουσης με φόντο δυστυχώς το θάνατο. Υπάρχει η αίσθηση ότι τα γεγονότα που συμβαίνουν είναι μοναδικά και θα μπορούσαν να συμβούν μόνο σε αυτό το θανατηφόρο κοκτέιλ, που αναδεύεται από μια εμμονή με το θάνατο, με τις εξαρτώμενες προσωπικότητες των ηρώων και το οποίο τροφοδοτείται προφανώς από βίαιη ζήλια. ‘Η φωνή της κουκουβάγιας’ οδεύει με εξειδικευμένη ακρίβεια στο εκπληκτικό της συμπέρασμα, ακόμα και αν εξερευνά τους κινδύνους που ενυπάρχουν στη διέλευση των συνόρων μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας, της καταπιεστικής φρίκης που εμπεριέχει η ζωή σε μια μικρή πόλη στην οποία όλοι γνωρίζουν όλους, και της τερατώδους   συλλογικής κρίσης της συγκεκριμένης κοινωνίας.

Ο Ρόμπερτ Φόρεστερ είναι ένας άνδρας είκοσι εννέα ετών που ζει στο Λάνγκλεϋ, και εργάζεται στην εκεί Αεροναυπηγική Εταιρεία. Προφανώς μετακόμισε στην Πενσυλβάνια επειδή ήταν καταθλιπτικός. Ήθελε να αλλάξει περιβάλλον, γι’ αυτό εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη και εγκαταστάθηκε στο μικρότερο και πιο ήσυχο Λάνγκλεϋ. Η Τζέννυ, είναι ένα 23χρονο κορίτσι που ζει επίσης εκεί,    κοντά στον Ρόμπερτ, με ομαλό πρόσωπο, μεγάλο στόμα και μικρά μάτια. Ζει μόνη της σε ένα παλιό σπίτι που κάνει πολλούς τρομακτικούς θορύβους, και είναι μάλλον συντηρητική στις αρχές της. Πάσχει αναμφίβολα και αυτή από κατάθλιψη. Ο φίλος της, Γκρέγκ, που είναι πωλητής φαρμακευτικών προϊόντων είναι μεγαλύτερος από αυτή και μάλλον ζηλότυπος και αρκετά επιθετικός στη συμπεριφορά του. Η Νίκυ, είναι η υστερική πρώην σύζυγος του Ρόμπερτ Φόρεστερ που ζει ακόμα στη Νέα Υόρκη με τον νέο φίλο της, Ραλφ Γιούργκεν. Στην πραγματικότητα μισεί τον Ρόμπερτ και είναι πολύ χαρούμενη που ήρθαν έτσι τα πράγματα και χώρισαν. Σε ένα δείπνο τους, ο Ρόμπερτ εκμυστηρεύτηκε στη Τζέννυ, ότι ο πατέρας του αυτοκτόνησε, η μητέρα του παντρεύτηκε ξανά και αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους είχε αισθανθεί και βιώσει επώδυνα ένα είδος κατάθλιψης. Λόγω του γεγονότος ότι η Τζένη και ο Ρόμπερτ συζήτησαν εκεί στο εστιατόριο ανοιχτά, η Τζέννυ εκείνη τη νύχτα συνειδητοποιεί ότι τελικά δεν θα παντρευτεί, όπως υπολόγιζε, τον αρραβωνιαστικό της, Γκρεγκ. Ο Ρόμπερτ λέει κάποια στιγμή ότι σκοπεύει να μετακομίσει στη Φιλαδέλφεια, και η Τζέννυ αισθάνεται άρρωστη όταν σκέφτεται ότι εκείνος θα είναι μακριά από αυτήν. Ο Ρόμπερτ της δείχνει με τον τρόπο του ότι δεν ξέρει αν την αγαπά και δεν θέλει να κάνει υποσχέσεις που ίσως δεν μπορέσει μελλοντικά να τηρήσει. Ο Γκρέγκ, πηγαίνει στην Αεροναυπηγική Εταιρεία στην οποία εργάζεται ο  Ρόμπερτ και τον απειλεί ότι θα τον σκοτώσει αν δεν αφήσει ήσυχη τη Τζέννυ.

Και το χάος ανάμεσά τους συνεχίζεται ακάθεκτα! Η Τζέννυ προσκαλεί τον Ρόμπερτ να έρθει στο δείπνο μαζί με κάποιους γείτονές της, στους οποίους όμως ο Γκρέγκ είχε ήδη πληροφορήσει όσα εκείνος ήθελε για τον Ρόμπερτ. Ο Ρόμπερτ και η Τζέννυ αισθάνονται άβολα, κι εκείνος τώρα θέλει σίγουρα να μετακομίσει στη Φιλαδέλφεια, γιατί αν ζει μακριά από τη Τζένη, δεν θα βλέπουν ο ένας τον άλλο τόσο συχνά και ίσως αυτό να ήταν καλύτερο και για τους δύο.  Ο Ρόμπερτ πακετάρει τα πράγματα για να μετακομίσει στη Φιλαδέλφεια και οδηγεί, αλλά τον ακολουθεί κατά πόδας ο Γκρεγκ. Η συμπλοκή μεταξύ τους φαντάζει αναπόφευκτη. Ο Γκρεγκ θέλει να δολοφονήσει τον Ρόμπερτ αλλά ο Ρόμπερτ τον χτυπάει από πίσω και ο Γκρεγκ πέφτει στον ποταμό. Τελικά τον τραβάει, τον βγάζει έξω από τον ποταμό και τον βάζει στο χορτάρι, σίγουρος ότι είναι ακόμα ζωντανός.

Οι μέρες που ακολουθούν είναι γεμάτες αγωνία και ένταση. Ο Γκρεγκ λείπει από το προσκήνιο. Ο Ρόμπερτ έχει την αίσθηση ότι πρέπει να μιλήσει και καλεί την αστυνομία. Η Τζέννυ φοβάται ότι θα εμπλακεί σε ένα πρόβλημα χωρίς τη θέλησή της. Η αστυνομία θα ερευνήσει το όλο περιστατικό. Κάθε φορά, όμως,  που κάποιος ρωτά πώς συναντήθηκαν η Τζένη και ο Ρόμπερτ, εκείνοι δυσκολεύονται να απαντήσουν και πάντα λένε μια διαφορετική ουρανοκατέβατη ιστορία. Η ανεύρεση του Γκρέγκ γίνεται αγώνας της αστυνομίας, αλλά εκεί διαδραματίζονται πολλά. Όλοι βρίσκονται μπλεγμένοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και όλοι αγωνιούν για όλους. Τουλάχιστον φαινομενικά!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top