Fractal

Στα ίχνη του παιδιού που εξαφανίστηκε

Γράφει ο Γιάννης Πλαχούρης // *

 

Σπύρος Κατσίμης: «Η Κούκλα», ποίηση και ζωγραφική, για τα παιδιά που πρόλαβαν, μας τράβηξαν από το κύμα.

 

Η καινούργια συλλογή του Σπύρου Κατσίμη, με τίτλο η Κούκλα, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, είναι ένα απάνθισμα 34 παλιών και νέων ποιημάτων με ισάριθμους για κάθε ποίημα χωριστά ζωγραφικά έργα του.  Πρόκειται για μια πολλαπλώς ενδιαφέρουσα κατάθεση, τόσο για το τι συμβαίνει αισθητικά όταν  δυο μέσα έκφρασης  (λόγος και χρώμα) μεταχειρίζονται από τον ίδιο καλλιτέχνη πάνω στο ίδιο στο ίδιο θέμα, αλλά κυρίως για την επικαιρότητα και τρόπο που διαπραγματεύεται διαχρονικές υπαρξιακές πληγές.

Ο Σπύρος Κατσίμης (γεννήθηκε το 1933 στην Κέρκυρα, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δημοσιογράφος, συνεργάτης πολλών ιστορικών περιοδικών Τέχνης)  έρχεται από εποχές που δοκίμασαν σκληρά τις αντοχές και την ποιότητα κάθε ανθρώπου: Κατοχή, Εμφύλιος, εκτελέσεις – εξορίες, Ελλάδα των πιστοποιητικών νομιμοφροσύνης, Πολυτεχνείο, Μεταπολίτευση, κρίσεις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές, που απλώνονται σαν ομίχλες πάνω σε βάλτους κάνοντας τις ανάσες αναγκαίες όσο ποτέ. Και στέκεται περήφανα όρθιος, διδακτικός, ευγενής, ανυποχώρητος σε αρχές και αξίες, ένας από τους παλαιούς συναδέλφους που τίμησαν τον χώρο, εφημερίδες, περιοδικά και στην ΕΡΤ.

Είναι, όπως τον γνώρισα σε στιγμές που συνοδοιπορήσαμε σε διάφορα σημεία της ζωής, ο σεμνός συνάδελφος, ο έντιμος απέναντι στους συναδέλφους και στους αναγνώστες του. Ηθικός και συνεπής.  Ήρεμος, ευφυής, διακριτικός, εργατικός, χαμηλών τόνων, έτοιμος όμως να συγκρουστεί αν χρειαστεί, και να το κάνει με θανάσιμη γαλήνη κι επικίνδυνη για τον άλλο ηρεμία. Ακριβής στον λόγο του, εύστροφος στην επιλογή των θεμάτων, σαφής στα κείμενα – στις σχέσεις- στους σκοπούς του, με βαθύ νόημα. Ψυχή που σμιλεύτηκε στα Επτάνησα, αυτή την ιδιότυπη πύλη με τις αντίστοιχες Σχολές στους ανθρώπινους χαρακτήρες και στις Τέχνες. Με κοινά χαρακτηριστικά και των δύο τον λυρισμό, τη μουσικότητα, την ευρηματικότητα, τη λαϊκή γλώσσα, την εύστοχη σε όλες τις μορφές κριτική, ως το επίπεδο της σάτιρας για θεσμούς και συνήθειες.

Ο Βύρων Λεοντάρης παρατηρεί σωστά ότι η ποίηση είναι προσωπική απάντηση του κοινωνικού ατόμου στο προσωπικό του πρόβλημα,. Θα το επέκτεινα και για τη δημοσιογραφία. Και οι δύο Τέχνες αντέχουν στον  χρόνο. Χαράσσονται στη μνήμη, δεν γερνάνε, δεν πεθαίνουν ούτε και στους πιο άρρωστους καιρούς. Πολλοί δημοσιογράφοι ζήτησαν και ζητάνε εξήγηση για τις συνθήκες της ατομικής και συλλογικής ζωής, και αρκετοί συμπληρώνουν με ποίηση το κενό ανάμεσα στα όσα συμβαίνουν και στην ψυχική τους στάση. Αυτό επαρκεί να τους γλιτώσει αρκεί να μην αντιγράφουν, αλλά να εκφράζουν.

Ο κ. Κατσίμης ξεπροβάλλει αυθεντικός. Κύρια πηγή της έμπνευσής του είναι η δημοσιογραφία, όπου κατακαίγεται με θέματα-ιδέες-συγκρούσεις από τον κόσμο της καθημερινότητας, επουλώνει όμως την πληγή της έμπνευσής του με το βάλσαμο -και βάσανο αν το θέλετε-  της ποίησης, όπου πια οφείλει να εξομολογηθεί δημόσια για ένα κόσμο πιο πολύπτυχο, πιο περίπλοκο, πιο μυστήριο από αυτόν που έχει ήδη περιγράψει με τη δημοσιογραφία. Ουσιαστικά ανοίγει μια ξεχωριστή πόρτα στην πραγματικότητα για να χωρέσει σε αυτήν όσο γίνεται περισσότερους κόσμους. Καταλαβαίνει τη σημασία της Τέχνης σε παρόμοια διεργασία. Δεν την αγαπά επειδή τον φυγαδεύει, αλλά επειδή οδυνηρά τον επιστρέφει στους αγώνες για την ανθρωπιά, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία. Όχι αόριστα όπως τις διατυπώνω. Πολύ συγκεκριμένα και βασανιστικά. Το επιχειρεί με ειλικρίνεια και απλότητα, θάρρος και αποφασιστικότητα και στους δυο ρόλους του, τρεις πια με τη προσθήκη της ζωγραφικής τα τελευταία χρόνια. Με τρόπο που ο ένας ρόλος συνεχίζει, επεκτείνει, αναβαθμίζει τον άλλο. Ο Τάσος Βουρνάς είχε επισημαίνει έγκαιρα στην Αυγή ότι «στην περίπτωση του Σπύρου συμβαίνει μια ολόκληρη μετουσίωση της πραγματικότητας σε Τέχνη».

 

Σπύρος Κατσίμης

 

Ο δημοσιογράφος Σπύρος Κατσίμης για πρώτη φορά πριν περίπου πενήντα χρόνια σε Δελτίο Ειδήσεων στο ραδιόφωνο ανακοινώνει πολιτιστικές ειδήσεις μ’ εκδηλώσεις και νέα καλλιτεχνών, παρά τις τότε αντιδράσεις. Σήμερα αποτελούν κομβικά στοιχεία ενημέρωσης. Μας έφερε στο σπίτι μας, μέσω τηλεόρασης, με την πολύχρονη εκπομπή «Τέχνη και Πολιτισμός» την ευκαιρία μια αυθεντικής καλλιτεχνικής συγκίνησης στον τηλεθεατή, όταν καλλιτέχνες μιλάνε για το έργο τους, όπως οι Ρίτσος και Θεοδωράκης που κοινωνούν μυστικές στιγμές της συνεργασίας τους για τον Επιτάφιο, ανεπανάληπτη σε αξία αισθητική σκηνή. Έκρηξη στο βόλεμα του σαλονιού, ειδοποίηση σε όσους παρακολουθούν από τον καναπέ πως υπάρχει και κάτι σημαντικότερο.

Ο ποιητής Κατσίμης μεταχειρίζεται μια γλώσσα καθημερινή, ζεστή, οικεία, λαϊκή και συνεπώς δημοσιογραφική γλώσσα, που αποδεικνύει στα χέρια του πως είναι μουσική, ορθοφωνητική, εύηχη, ξέρει να κυριολεκτεί γιατί σημαίνει. Γι΄ αυτό, περισσότερο σαν συμβολική κίνηση, επιμένει στην πολυτονική γραφή της. Ακόμα, εξιστορεί χωρίς κενά, λακωνικά, εύληπτα (επιγραφοποιό της ποιητικής ιδέας τον χαρακτήρισε ο Ανδρέας Καραντώνης). Αναζητά αιτίες για να ενισχύσει τη γνώση μας, αποδέχεται τη δυνατότητα η ομορφιά να συγκινεί και άρα μπορεί να εξελίσσει κάθε ψυχή, και το συμπέρασμά του το ψιθυρίζει γλυκά και σιγανά (λυρικά) όπως ταιριάζει στους ερωτευμένους μαζί της. Διαμαρτύρεται για τους βιασμούς και την απουσία της ομορφιάς χωρίς κραυγές κι εξαλλοσύνη, λεκτικούς αφορισμούς ή μεγαλόστομα κηρύγματα δείχνοντάς μας παλιούς φίλους, έρωτες, πρόσφυγες, γδαρμένα όνειρα, απαλές εξοχές και τραχιές πολιτείες, Πολυτεχνείο, Βιετνάμ, δημαγωγούς, και σαν αντιστάθμισμα κυρίως παιδιά, παιδιά, παιδιά για την αγνότητα, το πάθος, την προοπτική τους, παιδιά, παιδιά που αν δεν τα είχαμε όλοι μέσα μας δεν θα μπορούσαμε να διασχίσουμε την Κόλαση όπου περπατούμε.

Οι μύθοι του είναι απόλυτα δομημένοι, σαν ρεπορτάζ με συγκινησιακά στοιχεία, εικόνες κι αναφορές που ξαφνιάζουν, χωρίς να προκαλούν, ίσα-ίσα για να κρατούν το ενδιαφέρον της ανάγνωσης ζωντανό, εφαρμόζοντας με την υπακοή καλού μαθητή τη Σεφερική διδαχή να «πούμε τα λιγοστά μας λόγια απλά», όπου όμοια με κύριο τίτλο στις εφημερίδες και με την τεχνική της αχιβάδας κυριαρχεί στο ποίημα ένας στίχος, συνήθως τοποθετημένος στο τέλος του, που διαστέλλεται προκαλώντας έκρηξη, για να δούμε, όσοι δούμε, την διαφορετική πραγματικότητα σε αξίες, αρχές και διεκδικήσεις. Είναι ό,τι ο Γιώργος Ματζουράνης εντοπίζει ως ακριβολογία και συντομία, τονίζοντας επίσης πως «τα τρίστιχα και τετράστιχα ποιήματά του είναι σημαντικά και θα παραμείνουν στην ελληνική Ποίηση».

Σαν απόδειξη των παραπάνω: Από τους Ρήτορες (1984) το ποίημα:

 

ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ

Ό,τι απομένει ακόμη να πράξω

για να κυλίσει το αίμα όλο στις φλέβες σου

να υπάρχεις για με θαρραλέα νεότητα

είναι να καώ

τόσο γέρος, μέσα στην παγωμένη νύχτα.

Ήρθε η ώρα να λάμψω φλογισμένος.

 

Νομίζω αυτό το ποίημα είναι και μια απάντηση στο δίλημμα που είχε η δεύτερη γενιά της ήττας, εκεί ανήκει χρονολογικά και θεματικά ο ποιητής Κατσίμης για το πού θα βρει την ευκαιρία που βρήκε η πρώτη γενιά στην Κατοχή και στον Εμφύλιο για να καεί ή όχι, συγκρουόμενη ή υπογράφοντας, εκτέλεση ή αναμόρφωση ή δήλωση μετάνοιας, καθένας το καμίνι που ο ίδιος επέλεγε. Η ευκαιρία όμως είναι διαρκής αρκεί να μην μείνει θεωρία. Ο δημοσιογράφος και ο ποιητής οφείλουν να αφουγκράζονται την κοινωνία δεν πρέπει να κρύβονται ούτε από τον κόσμο ούτε από τον εαυτό τους.

 

Ο δημοσιογράφος Κατσίμης έφερε στη δημοσιογραφία μια διαφορετική αντίληψη για την λειτουργία της, γνωρίζοντας πως, όταν αναδεικνύεις την Τέχνη και τους δημιουργούς της με την Ενημέρωση, ουσιαστικά ανασταίνεις την Πολιτεία περνώντας την ανάσα σου ανάσα της ψυχής της. Επίσης θεωρώ για τους λόγους που προανέφερα πως είναι μια ιδιότυπη ποιητική φωνή, ανθρωποκεντρική, χρονικά πρώιμη σε σχέση με άλλους ποιητές της γενιάς του, πολιτικός για μένα ποιητής από αυτούς που δεν απλώνουν σαν ρούχα μπουγάδας τα όποια ιδεολογήματα ανάμεσα στον ποιητή και στα πράγματα, ότι έχει τον χώρο και την αναγνώρισή του. Ο Αλέξης Ζήρας επεσήμανε πολύ εμπεριστατωμένα την αυθεντικότητα και τον λυρικό του λόγο.

Η κούκλα δίνει τη δυνατότητα μιας διαφορετικής προσέγγισης στο έργο του. Περιγράφει με χρώμα όσα έχει απεικονίσει ήδη με τις λέξεις. Αρκετοί ποιητές ήταν και ζωγράφοι, λιγότεροι όμως έδωσαν τη ζωγραφική εκδοχή κάποιου ποιήματός τους,  ελάχιστοι  τόσο συστηματικά στο εύρος που το κάνει ο κ. Κατσίμης.

Μου αρέσει το φως που κυριαρχεί σε διάφορες εντάσεις και τρόπους σε κάθε πίνακα χωριστά. Το ίδιο φως που επίσης πηγάζει και χωριστά σε κάθε του ποίημα, που καταφέρνει να συνομιλεί μαζί μας.

Σε αυτό το φως -δανείζομαι ένα στίχο από την Εξαφάνιση σελ 73 κι έναν από Το παιχνίδι σελ 51- «βρήκαμε τα ίχνη του παιδιού που εξαφανίστηκε». Σ’ αυτό το φως βρήκαμε «τα παιδιά που πρόλαβαν και μας πήραν από το άγριο κύμα».

 

 

* Ο Γιάννης Πλαχούρης είναι δημοσιογράφος. Γράφει ποίηση, παραμύθια και βιβλιοκριτικές προσεγγίσεις

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top