Fractal

Πόλκα, ροκ, ταραντέλα, και μπλουζ.

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

koiliaΜάνια Διαμαντή “Η κοιλιά της πέτρας”, Μυθιστόρημα, Εκδ. Γαβριηλίδης, 2016, σελ. 185

 

1.

«Ο σβέρκος σου Ζώη είναι πέτρα». (σελ. 58)

«Εύα»; Πλησιάζει το κεφάλι του στο κεφάλι της και μετά σκεπάζει τα αυτιά του για να προφυλαχτεί από το βουητό, εξόρυξη έχουμε σήμερα και το ξέχασα; αναρωτιέται και κοιτάει για λίγο έξω την κοιλιά του βουνού που χάσκει παραδομένη, ολόγυμνη». (Η κοιλιά της πέτρας, σελ. 158)

Λέμε: Αυτός είναι σκληρός σαν πέτρα, αρραγής και συμπαγής σαν πέτρα, αυτός έχει μυαλό από πέτρα, ή καρδιά από πέτρα, ή αυτός είναι στούρνος, δηλαδή χωρίς καθόλου μυαλό ή με μυαλό που δεν μπορεί να πάρει στροφές, μυαλό που δεν έχει ευελιξία, λέμε άνθρωπος από πέτρα και εννοούμε τον άνθρωπο χωρίς συναισθήματα, τον αρράγιστο, τον αδιαφανή, τον άκαμπτο και ανελαστικό, αφού η πέτρα από την ίδια της τη σύσταση εμπεριέχει αυτή τη σκληρότητα, αυτήν την απόλυτη ακαμψία, σε αντίθεση με την ανθρώπινη φύση και υπόσταση (πνευματική αλλά και υλική), που είναι κατ’ εξοχήν μαλακή, ευαίσθητη, προσαρμόσιμη και κατ’ επέκταση ευμετάβλητη, σε αντίθεση με το ανθρώπινο σώμα που, σε ένα τεράστιο ποσοστό, αποτελείται από νερό, και του οποίου τα πιο βασικά όργανα όπως η καρδιά ο εγκέφαλος τα σπλάχνα η κοιλιά το στομάχι είναι εξαιρετικά μαλακά και απολύτως εξαρτώμενα από το οξυγόνο (αέρας) αλλά και το αίμα (φωτιά, θερμότητα, υδαρότητα) που κυκλοφορεί αδιάκοπα στις αρτηρίες και τις φλέβες.

Τι γίνεται, όμως, όταν μια πέτρα αποκτά ανθρώπινες ιδιότητες σε αντίθεση με έναν άνθρωπο που όλο και περισσότερο γίνεται πέτρα;

 

2.

Στο εξώφυλλο: νυχτερινό τοπίο, πίνακας του Edvard Munch. Τίτλος του πίνακα: Starry Night. Θέμα του: σκοτεινός βράχος, σκοτεινό έναστρο στερέωμα. Στο κέντρο του στερεώματος και κέντρο του πίνακα: ξέθωρο ξέφωτο γαλαξιακής γαλήνης. Ο ουρανός σε τόνους του βαθυκύανου, του σκούρου καφέ, του σκοτωμένου λιλά, ή του μοβ. Ο βράχος κι αυτός βαθυκύανος, σε τόνους του μαύρου και του μολυβή,  χρωματισμούς πολύ πιο σκοτεινούς από του αιθέρα, φωτοσκιάσεις που αναδεικνύουν ή υποδηλώνουν την στέρεα, πυκνή, γεώδη και συμπαγή σύσταση της πέτρας. Ωστόσο, στον πίνακα, αυτός ο τόσο σκοτεινός και στέρεος βράχος στεφανώνεται και ταυτόχρονα ρηγματώνεται από μια ασημογάλαζη πινελιά∙ μια φωτεινή τομή σαν από αόρατο γιαταγάνι ή αστρικό δάκρυ∙ ένα κάθετο σχίσιμο σαν από αόρατη εκκωφαντική κραυγή ή γαλαξιακό ρυάκι∙ μια σχισμή που, με το πέρασμα του χρόνου, διαλύοντάς τον στα εξ ων συνετέθη, θα τον μετατρέψει σε αδύναμα βοτσαλάκια, μικρούς και απειροελάχιστους κόκκους άμμου.

Ανιχνεύοντας τα σημαίνοντα του πίνακα σε συνάρτηση με τον τίτλο του βιβλίου αναρωτιέσαι:

1ον : Γιατί, Η κοιλιά της πέτρας, και όχι,  το πιο οικείο και πρόδηλο: Η Κραυγή (της),  που, άμεσα και συνειδητά, ή, έστω, έμμεσα και συνειρμικά, θα συνομιλούσε και με το ομώνυμο και πιο φημισμένο έργο του Νορβηγού ζωγράφου, Κραυγή;

2ον: Γιατί αυτός ο ιδιότυπος, αδόκιμος και ακατάληπτος συνδυασμός κτητικής αντωνυμίας (της), ουσιαστικού (κοιλιά), και ουσιαστικού (πέτρα),  και όχι ένας συνηθέστερος, όπως, ας πούμε: «Κοιλιά από πέτρα»;

3ον: Τι θα μπορούσε να σημαίνει μια τόσο παράδοξη φράση; Ένας τίτλος  τόσο έκκεντρος και αινιγματικός;  Ποια αντιφατικά λεκτικά σχήματα προ-οικονομεί και ποιες κοινότοπες λογικές σχεδιάζει να υποσκάψει; Ποιες πλάνες, δοξασίες ή και φαιδρότητες επιθυμεί διακαώς να αποσαθρώσει; Για ποιες υποθέσεις, αφηγήσεις ή καταστάσεις, ποια πλοκή, γεγονότα, γλώσσα, επιχειρεί να προϊδεάσει τον αναγνώστη; Σε τι σόι ρήξεις και χάσματα προτίθεται να τον εισαγάγει; Ποια μυστήρια (ατομικά ή συλλογικά) υπαινίσσεται και τι είδους αλλοπρόσαλλα δεινά σκοπεύει να του εκθέσει, εκθέτοντάς τον ταυτόχρονα και θέτοντάς τον ενώπιόν τους;

 

Μαρία Διαμαντή

Μαρία Διαμαντή

 

3.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια, με τους επιμέρους τίτλους: Πόλκα, ροκ, ταραντέλα και μπλουζ, να προσομοιάζουν ενώ ταυτόχρονα αλληλο-υποσκάπτονται, θυμίζοντάς μας τα τέσσερα κεφάλαια με τους τίτλους: φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, στο πρώτο μυθιστόρημα της χαρισματικής συγγραφέως Χριστίνας Καράμπελα (Καιροί τέσσερεις, εκδ. Πόλις, 2014). Ωστόσο εδώ, Στην Κοιλιά της πέτρας, η πρωτοεμφανιζόμενη και εξίσου χαρισματική Μάνια Διαμαντή, αντί για τη δύναμη του μαγικού ρεαλισμού, για να «σώσει» τους ήρωές της, ή, ενδεχομένως, να τους αφήσει έρμαια στα όποια κοινωνικά βάρη ή υπαρξιακά τους κενά, θα προτιμήσει την ίδια τη μαγεία της αφήγησης και το παιχνίδι της γλώσσας.

Κεφάλαιο Πρώτο, Τίτλος: ΠΟΛΚΑ.

Πόλκα: {«Εύθυμος, ζωντανός χορός με καταγωγή από την κεντρική Ευρώπη του 19ου αιώνα  (…) Το όνομα Πόλκα προέρχεται από την τσεχική λέξη půlka— που σημαίνει μικρό μισό, κάτι που αναφέρεται στα μικρά μισά βήματα του χορού. Από τις γνωστότερες πόλκες είναι οι συνθέσεις του Γιόχαν Στράους (πατέρα και γιου). (Βικιπαίδεια)}.

Κεφάλαιο Δεύτερο, Τίτλος: ΡΟΚ.

{Η μουσική Ροκ αποτελεί είδος δημοφιλούς μουσικής που χαρακτηρίζεται συνήθως από έντονο ρυθμό… (…) ηλεκτρικές κιθάρες, ηλεκτρικό μπάσο, ντραμς, συνθεσάιζερ. (…)Τη δεκαετία του 1980, γίνεται δημοφιλές το χαρντ ροκ και το εναλλακτικό ροκ (alternative rock) κάνει τα πρώτα του βήματα. (Βικιπαίδεια)}

 Κεφάλαιο Τρίτο. Τίτλος: Ταραντέλα.

{Ο χορός της ταραντέλας, και το «φαινόμενο του ταραντισμού» αναφέρεται σε μια κρίση μανίας που θεωρείτο ότι οφειλόταν στο τσίμπημα (pizzica) ενός είδους αράχνης, η οποία αφθονεί στην περιοχή του Τάραντα, απ’ όπου προέκυψε και το όνομα tarantella.  (…)Ο παραδοσιακός χορός ταραντέλα πίτσικα χορεύεται καθώς τα ζευγάρια αγκαλιάζονται. Σήμερα είναι πιο συχνό να βλέπεις δύο γυναίκες να χορεύουν μαζί, παρά άντρες. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση που δύο άνδρες προσποιούνται να συμμετέχουν σε μια μονομαχία χορεύοντας.(Βικιπαίδεια)}

Κεφάλαιο Τέταρτο. Τίτλος: Μπλουζ.

{Μπλουζ (αγγλικά: blues) είναι το φωνητικό και οργανικό μουσικό ιδίωμα που εκφράζεται με «μπλου» νότες (blue notes ή πεσμένες νότες).  (…) Η λέξη blue στα αγγλικά, εκτός από το μπλε χρώμα, σημαίνει την κακή ψυχική διάθεση. Γεννήθηκε στις αφροαμερικανικές κοινότητες των Η.Π.Α ως ανάμειξη στοιχείων με αφρικανικές ρίζες, εκκλησιαστική μουσική, ύμνους του εμφυλίου πολέμου κ.ά. μουσικά ιδιώματα. (Βικιπαίδεια)}

 

4.

Αρχές της δεκαετίας του 80, o Ζώης, με τόπο καταγωγής του την Πάρο και πτυχίο από κάποια ναυτική σχολή, κάτω από το βάρος των οικογενειακών του υποχρεώσεων απέναντι στις δυο μικρότερες αδερφές του, τη Γεωργία και την Φωτεινή, αναγκάζεται να παραμείνει στον τόπο του και να διευθύνει το κληροδοτημένο λατομείο του εκλιπόντα πατέρα. Η αρραβωνιαστικιά του Εύα, κάτοικος Αθήνας, είναι καθηγήτρια Αγγλικών με θέση μεταφράστριας σε υπουργείο.

«Τι αέρας κι εκείνος ο χθεσινοβραδινός, σαν το θηρίο, να τρυπώνει από τις χαραμάδες και να ξεσηκώνει χαρτιά και σταχτοδοχεία. Η τελευταία του νύχτα στο νησί, ατέλειωτη, άυπνη και θορυβώδης, μεντεσέδες που έτριζαν, καρέκλες έξω που αναποδογύριζαν, ο Ζώης μέσα σε ένα κουκούλι καπνού από τα πολλά τα τσιγάρα αφουγκραζόταν τη θεϊκή οργή, ξυνόταν και μετά έτρεχε στο μπάνιο για να ανακουφίσει με νερό τις πληγές του. Στο είδωλό του στον καθρέφτη, τη μονοτονία του γκρίζου την έσπαγε η κόκκινη πεταλούδα με τα λέπια στο μέτωπο κι ο πορφυρός χάρτης με τα σπιθουράκια στην πλάτη και τους μηρούς, η στάμπα της αυτοτιμωρίας του, όλος μια γρατζουνιά». (σελ. 15)

Ο Ζώης  ονειρεύεται θάλασσες και ταξίδια υπερπόντια, ενώ η Εύα, μέσα από το γάμο της με τον Ζώη κατατρύχεται από την επιθυμία  μιας μετανάστευσης που θα την απάλλασσε τόσο από την άχαρη εργασία της όσο και από το δικό της βαρύ οικογενειακό κληροδότημα: δυο καταπιεστικές πάλαι ποτέ αρχοντικής καταγωγής θείες και μια ανοϊκή μάνα κλεισμένη από χρόνια σε κλινική. Στον αντίποδα του ζευγαριού, ο Βιτάλι Κελένκο που είναι τώρα τακτικός στο μπαλέτο του Κρατικού Θεάτρου Κιέβου ετοιμάζεται για ένα ταξίδι στην Ελλάδα, με αφορμή μια παράσταση στην Αθήνα. Αράμ Χασατουριάν, «Σπάρτακος». Είναι μόνο εικοσιτριών χρονών, θέλει να είναι πουλί ελεύθερο, και «νιώθει να μην τον καταλαβαίνει ούτε η ίδια του η μάνα που του φέρνει συνεχώς προξενιά». Χορεύει πόλκες αλλά ονειρεύεται ροκ. «Το όνειρό του Βιτάλι αυτή τη στιγμή είναι να γίνει χορογράφος, τι γάμοι και κουραφέξαλα» (σελ. 18).

 «Το δωμάτιο άδειο, όπως και το βλέμμα του, που ψάχνει κάτω απ’ το κρεβάτι ή τη μισάνοιχτη ντουλάπα μήπως ξέχασε κάτι γιατί είναι κανόνας του: όχι κι άλλα αποτυπώματα, αρκούν αυτά στους τοίχους και τα πόμολα, όταν αποχωρίζεσαι ή σε αποχωρίζεται ένα μέρος καλύτερα να σβήνεις τα ίχνη σου. Μέσα Οκτώβρη αλλά ο καιρός ψυχρός, μια ψύχρα ως το μεδούλι, ο Ζώης τρίβει τα χέρια του, που είναι παγωμένα, και μετά ανοίγει χωρίς να βιάζεται ένα ένα τα συρτάρια του γραφείου, και γλιστράει μέσα τις παλάμες∙ μόνο χνούδια και σκόνη, και κάπου στο βάθος μια γυάλινη σφαίρα, το δώρο του πατέρα όταν πήγε στο Γυμνάσιο. Βρε για δες πού είχε τρυπώσει και την έψαχνα, είναι η μπάλα του, μια μπάλα από χοντρό γαλάζιο γυαλί γεμάτο φυσαλίδες, που παριστάνει τη θάλασσα, και στη βάση–βυθό της, πάνω σε βρύα και φύκια από καφεπράσινο χαρτί, ένα γερμένο πλοίο, ένα καραβάκι που σε κάθε κίνηση της σφαίρας προσπαθεί να ξεκολλήσει από τον πάτο αλλά δεν τα καταφέρνει.

Ο Ζώης αναποδογυρίζει τη σφαίρα, την κουνάει, πάει, διαλύθηκε, μονολογεί μεταξύ δυσπιστίας και έκπληξης, κάποτε μια έτσι έκανες και το καραβάκι ανέβαινε στην επιφάνεια, την τραντάζει, και πάλι τίποτα, ώσπου απογοητευμένος σωριάζεται σε μια καρέκλα∙ ξαφνικά το σώμα του ελεφαντένιο αλλά κι άδειο, σαν κάποιος να στράγγιξε το αίμα και έμειναν μόνο κόκαλα.

Ο Ζώης μένει για λίγο ασάλευτος και μετά παίρνει αμήχανα τη σφαίρα και με τεταμένο χέρι την κεντρώνει ανάμεσα στα μάτια του, μπροστά στο παράθυρο που ανοίγεται στη θάλασσα∙ μάτια, σφαίρα, παράθυρο στην ίδια ευθεία. Το αδύναμο φως από τις κουρτίνες δίνει στο γυαλί μια απόχρωση μελανή, μπλε σκούρο το φως που αντανακλάται στις κόρες των ματιών του, μπλε σκούρο και το δωμάτιο. Όλα μπλαβιά και παραμορφωμένα. Όπως ακριβώς και τα πρόσωπα της Γεωργίας και της Φωτεινής χθες, όταν τους μίλησε για την Εύα.

 «Πότε πρόλαβε και σε έδεσε η ξεβράκωτη η Αθηναία, πότε;»

Ένα μερόνυχτο κουδούνιζαν τα γυαλικά στο αμάζευτο τραπέζι απ’ τις φωνές, ενώ ο Ζώης κλειδωμένος στο δωμάτιό του έφτιαχνε τη βαλίτσα του και τακτοποιούσε εκκρεμότητες. Η διεύθυνση του λατομείου στη Γεωργία και στον αρραβωνιαστικό της τον Ηλία, συν ένα μισθό. Οι καταθέσεις στην τράπεζα κι οι μετοχές διά τρία, και τα λεφτά για τη Φωτεινή που θέλει να σπουδάσει μαμή σε χωριστό βιβλιάριο. Όλα κατά τη βούληση του πατέρα με πληρεξούσια σε συμβολαιογράφο, πράγματα παστρικά κι όχι λόγια του αέρα.

«Λεφτά, ταυτότητα, διαβατήριο. Τώρα που κοιμούνται. (…) Δεν χρωστώ, δεν μου χρωστάνε. (…) Born to touch your feelings, σφυρίζει ο Ζώης» (Η κοιλιά της πέτρας, σελ. 15-16).

Στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο Κάραβελ, ο Ζώης και η Εύα, νιόπαντροι πλέον, θα γνωριστούν με τον Βιτάλι που βρίσκεται εκεί ως χορευτής των μπαλέτων του Κιέβου. Το ζευγάρι, με έτοιμα τα χαρτιά της μετανάστευσης, ετοιμάζεται να ταξιδέψει στην Αγγλία για μια μόνιμη εγκατάσταση στο Λίβερπουλ. Ωστόσο, από ένα  αιφνιδιαστικό ψυχικό πισωγύρισμα του Ζώη το ταξίδι θα ακυρωθεί.

 

5.

«Η αληθινή ουσία του χορευτή έγκειται σ’ αυτήν ακριβώς τη μονομανία να βλέπει την ίδια του τη ζωή σαν έργο τέχνης∙ (…) είναι ερωτευμένος με τη ζωή του όπως ένας γλύπτης με το άγαλμα που σμιλεύει», γράφει ο Κούντερα στην Βραδύτητα (Σελ. 27, μετ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Εστία, 1997)

«Όποιος αισθάνεται αποστροφή για τους χορευτές και θέλει να τους δυσφημίσει, θα σκοντάψει πάνω σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: στην εντιμότητά τους∙ διότι ο χορευτής, με το να εκτίθεται μονίμως στο κοινό, καταδικάζει τον εαυτό του να είναι ανεπίληπτος∙ δεν κάνει συμβόλαιο με τον Διάβολο, όπως ο Φάουστ, κάνει συμβόλαιο με τον Άγγελο∙ (Κούντερα,  σελ 27, οπ. πρ.)

«Πολύ γλυκιά η φωνή του δάσκαλου, κρούστα στα αυτιά του, την άκουγε όλη νύχτα στον ύπνο του, ευτυχώς την ακούει και τώρα. Ίσιο το στέρνο, ψηλά το πιγούνι. Μπράβο. Σε λίγο ζευγάρια… Με τέμπο, σταθερά κι ανάλαφρα, έτσι τους δίδαξε. Συγκεντρώσου, μισό βήμα, δύο τέταρτα, γερό πάτημα. Ναι, πρέπει να είναι απόλυτα συγκεντρωμένος κι αλάνθαστος, πρέπει οπωσδήποτε να ξανακούσει τα μπράβο. Και πρέπει να συνεχιστεί η χθεσινή η χαρά του, τότε που ο δάσκαλος, μόλις τέλειωσε η γενική η πρόβα, είπε μπροστά σε όλους πως αυτός, ο Βιτάλι Κελένκο, είναι ο καλύτερος. Μάλιστα, ο καλύτερος.

Προσοχή μη χαθεί το βήμα, κράτει στο νεύρο, ο Ντβόρζακ δεν θέλει υπερβολές. Μπράβο Βιτάλι, μπράβο αγόρι μου, μπράβο. Λίγο ακόμη, λίγο, ο Βιτάλι βάζει τα δυνατά του: σήμερα το ντεμπούτο, άρα ο δάσκαλος, η Νατάλια, η πρίμα μπαλαρίνα, κι όλοι αυτοί από κάτω πρέπει να βγουν ασπροπρόσωποι.

Και ένα και δύο. Και να τον χειροκροτήσουν αληθινά. Και ένα και δύο, μισή στροφή. Με την καρδιά τους.

Ο Βιτάλι, εστιασμένος στα βήματα, κοιτάζει μόνο μπροστά. Κι αισθάνεται πως πετά. Πουλί σε κάνει ο Ντβόρζακ. Στροφή, και ένα και δύο, ζευγάρια, απαλά. Μια στροφή ακόμη, να τη κι η τελευταία.

Συγκεντρώσου, μισό βήμα, δύο τέταρτα, γερό πάτημα. Ναι, πρέπει να είναι απόλυτα συγκεντρωμένος κι αλάνθαστος, πρέπει οπωσδήποτε να ξανακούσει τα μπράβο. Και πρέπει να συνεχιστεί η χθεσινή η χαρά του, τότε που ο δάσκαλος, μόλις τέλειωσε η γενική η πρόβα, είπε μπροστά σε όλους πως αυτός, ο Βιτάλι Κελένκο, είναι ο καλύτερος. Μάλιστα, ο καλύτερος». (Η κοιλιά της πέτρας, σελ. 18)

 

Αλλά η Ελλάδα, μέλι και ζάχαρη. «Δεν υπάρχει δάσκαλος που να μαλώνει. Που να σε χορεύει στο ταψί. (…) Δεν υπάρχει κλουβί, δεν υπάρχει αυγό. Πάει, έσπασε, το πουλί ετοιμάζεται να πετάξει». (Η κοιλιά της πέτρας, σελ. 80)

Τέλη της δεκαετίας του 80, εποχή μοιραίων και αναπόδραστων πολιτικών αλλαγών, ραγδαίων και αναπόδραστων πολιτισμικών ανατροπών. Κατάρρευση ντόμινο. Η καθολική πολιτική και κοινωνική διάλυση ξεκινώντας από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με πρώτη και καλύτερη τη μαμά Ρωσία θα επηρέαζε καθοριστικά και τις υπόλοιπες, συμπεριλαμβανομένων και των Βαλκανικών. Από την θεμελίωση του Μαρξισμού και της Ψυχανάλυσης (Μάρξ, Λούξεμπουργκ, Φρόιντ), στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου , μέχρι την ωρίμανση, μετεξέλιξη ή αναθεώρησή τους από διανοούμενους όπως ο Σάρτρ, ο Γκαροντί, ο Λακάν, και άλλοι, από την εξέγερση στην Πράγα και  τον Μάη του 68 στο Παρίσι,  και αργότερα, το γκρέμισμα, εν μια νυκτί, του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο προηγούμενος αιώνας θα έκλεινε με  ραγδαίες αναθεωρήσεις, κοσμοϊστορικές αλλαγές και σαρωτικές ανακατατάξεις, όχι μόνο σε θεμελιώδεις κοινωνικές δομές, δομές που έμοιαζαν μέχρι τότε παντελώς  άκαμπτες και αδιαφανείς, αλλά και σε βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες που, όχι μόνο τις συντηρούσαν, αλλά και τις στήριζαν λυσσαλέα.

 «Πρόσφυγας. Αποδείξεις. Πολιτικός πρόσφυγας».(Η κοιλιά της πέτρας, σελ. 80)

 Ο Βιτάλι, από προπάππο Έλληνα πρόσφυγα από το Πόντο, παίρνοντας διαζύγιο από τον Ντβόρζακ και τις καθημερινές επικρίσεις του δάσκαλου, και απεκδυόμενος μια μελλοντική φωτεινή καριέρα ως χορευτής, θα παλέψει και θα τα καταφέρει να «επαναπατριστεί» στην Ελλάδα. Μαζί με την Εύα και τον Ζώη θα εγκατασταθούν όλοι στην Πάρο, με τον Ζώη να γυρνά πίσω στις αδερφές του και το πατρογονικό λατομείο∙ την Εύα και τον ίδιο να τον ακολουθούν. Αλλά: Στην Πάρο, για κανέναν από τους τρεις, Τίποτα, Πλέον, δεν θα είναι το ίδιο. Τίποτα δεν θα είναι όπως το φανταζόντουσαν ή το είχαν ονειρευτεί. Μπροστά στο κοινό αδιέξοδο, ο Ζώης θα  τους προτείνει ένα μεγάλο ταξίδι.

 

koilia_cover

 

6.

«Η εποχή μας, γράφει ο Κούντερα (οπ. πρ. σελ. 140) παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας και γι αυτό ξεχνάει τόσο εύκολα τον εαυτό της. Εγώ λοιπόν προτιμώ να αντιστρέψω αυτόν τον ισχυρισμό και να πω: η εποχή μας έχει κυριευτεί από την επιθυμία για λήθη και παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας ακριβώς για να εκπληρώσει αυτήν την επιθυμία∙ επιταχύνει το βήμα της επειδή θέλει να καταλάβουμε ότι επιθυμεί να μην τη σκεφτόμαστε πια∙ ότι έχει βαρεθεί τον εαυτό της∙ έχει σιχαθεί τον εαυτό της∙»

Ανάγκη φυγής από τα ίχνη του παρελθόντος ή απαλλαγή και δραπέτευση από τα βάρη του εαυτού σε μια προσπάθεια γενικής και καθολικής λήθης; Θα μπορέσουν οι τρεις πρωταγωνιστές,  στην Πάρο, ή καθ’ οδό προς το μεγάλο ταξίδι που τους έχει προτείνει ο Ζώης, ή όπου αλλού (μαζί, ή ο καθένας με μόνο υπεύθυνο τον εαυτό του) να κερδίσουν τελικά ένα δικό τους ιδιωτικό χορό; Ένα δικό τους προσωπικό σημείο; Και άραγε, υπάρχει ένα τέτοιο σημείο;

Οι σκέψεις του Ζώη:

«Η Εύα δεν είναι πια η Εύα. Γιατί η Εύα σ’ αποφεύγει, πάρ’ το είδηση. Όλο ότι πονάει η κοιλιά της. Ή το κεφάλι της. Όπως χθες βράδυ. Που πήγες να την αγγίξεις και είπε: «Τι θέλεις πάλι, έχω πονοκέφαλο». Τον τελευταίο μήνα μόνο μια φορά, κι αυτό στον ύπνο της. Κοιμισμένη. Για να σε κοιτάζει μετά λες και τη σκότωσες και να το παίζει μουγγή. Το ίδιο μουγγή όταν παράκουσες τις εντολές της και έκοψες το ψάρι με λάθος μαχαίρι. (…) Η Εύα δεν είναι πια η Εύα, σε τρεις ώρες και σαράντα οκτώ λεπτά θα είσαι Πάρο. Αν βρεις να νοικιάσεις ένα ταχύπλοο όμοιο με του Θόδωρου. Η Εύα είναι μια άλλη Εύα. (…) Σε τρεις ώρες και σαράντα οκτώ λεπτά πρέπει να είσαι Πάρο. Γρήγορα ένα ταξί. Τώρα, που η Εύα κοιμάται. Τώρα.

 

Οι σκέψεις της Εύας:

«Σχολή χορού χωρίς πιάνο. Και χειμώνες χωρίς σινεμά. Χωρίς θέατρο. Με πανηγύρια και τσαμπούνες. Κι οικογενειακά τραπέζια τις Κυριακές. Κατσικάκι στον φούρνο και ρεβιθάδα στο πήλινο. Κι ένας αέρας που απ’ τον πολύ τον ήλιο εξαερώνεται και ποτέ δεν μυρίζει. Όπως χθες μοσχοβολούσαν στο μπαλκονάκι της Ερμιόνης στη Δροσοπούλου οι βασιλικοί. Όπως μοσχομύριζε στο δωμάτιό σου το παπλωματάκι με τα αρκουδάκια. Που κουκουλώθηκες μέσα του κι ας είχε ζέστη και κοιμήθηκες σαν το πουλάκι. Και ξύπνησες νιώθοντας το σώμα σου γερό κατάγερο όταν ήρθε και σε χάιδεψε η Ερμιόνη. Με τη madame Rochas της και τη δροσερή τη λεμονάδα της. Που ούτε ο Ζώης αλλά ούτε κι ο Βιτάλι σου έχουν φτιάξει ποτέ. Κι ας τους είπες πόσο σου αρέσει. Κι ας τους έδειξες πώς φτιάχνεται. Γιατί κι οι δυο τους είναι άλλοι. Από σένα».

 

Οι σκέψεις του Βιτάλι:

«Στη Σόφια και μετά πίσω στη Μόσχα. Που είναι μια άλλη Μόσχα. Και μπορείς ακόμη και μαγαζί να ανοίξεις. Ή να σπουδάσεις. Απ’ την αρχή. Χορογράφος, ας πούμε, ή δάσκαλος μπαλέτου. Κανονικός όμως, της σχολής. Της σχολής που σε περιμένει εκεί στο τέρμα της λεωφόρου με τα ψηλά δέντρα. Τι δέντρα είναι άραγε εκείνα τα δέντρα; Σημύδες σαν τις σημύδες που δεν σε άφησε ο Ζώης αλλά ούτε κι η Εύα να ζωγραφίσεις στον γδαρμένο τοίχο εκείνου του σκοτεινού υπόγειου, ή ακακίες;»

 

«Όλα είναι κίνηση, και όλα είναι όπως εγώ, ένα σταθερό σημείο» γράφει ο Αντόνιο Πόρτσια στις Φωνές, απόφθεγμα που πολύ εύστοχα αλλά και αινιγματικά χρησιμοποιεί η συγγραφέας, ως προμετωπίδα.

 

7.

Η Κοιλιά της πέτρας, πρώτο μυθιστόρημα της Μάνιας Διαμαντή, μόνο πρωτόλειο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Με ύφος προσωπικό και γραφή ζωντανή και στακάτη, πλοκή ανατρεπτική και αφήγηση γλαφυρή και ατμοσφαιρική, το ολοκληρωμένο αυτό λογοτεχνικό πόνημα δεν συγκροτεί μονάχα ένα εμβριθές ψυχογράφημα αλλά και μια ενδιαφέρουσα  τοιχογραφία εποχής.

Η Μάνια Διαμαντή, σαν έτοιμη από καιρό, με έναν άριστα δομημένο λόγο, στην  πρώτη της αυτή αναμέτρηση με το μοντέρνο και απαιτητικό αυτό είδος, αποδεικνύει ότι μπορεί επάξια να συναγωνιστεί σε συνέπεια και αρτιότητα αντίστοιχα έργα καλών σύγχρονων συγγραφέων.

Η Μάνια Διαμαντή γεννήθηκε στην Κομοτηνή και είναι τοπογράφος μηχανικός.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top