Fractal

Διήγημα Fractal: “Η κατάρα του θεού – O Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα”

Γράφει ο Δημήτρης Βαρβαρήγος // *

 

 

f23

 

Όταν πέρασε η εποχή του λίθου οι άνθρωποι είχαν αποκτήσει κάποια γνώση για τη χρήση εργαλείων, αξίνες, πριόνια, αιχμές δοράτων εγχειρίδια.

Όργανα, από κοιτάσματα οψιανού, μια ηφαιστειογενή πέτρα, που διευκόλυνε το ευ του βίου τους, δηλαδή, την ποιότητα της ζωής τους.

Κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού ο ανθρώπινος πολιτισμός αναπτύχθηκε ραγδαία. Αυτό οφειλόταν στο ήπιο κλίμα και στο εύφορο έδαφος που ευνοούσε τις καλλιέργειες, την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και την αλιεία. Με την κατασκευή πλοίων αναπτύχθηκε και η εξόρυξη των μαρμάρων από λατομεία και του χαλκού από μεταλλεία, μεγαλώνοντας το εμπόριο και καθιστώντας τους ανθρώπους αυτάρκεις στα βασικά είδη διατροφής.

Με τη συγκέντρωση κόσμου σε τέτοιους τόπους, που πρόσφεραν δουλειά και τροφή, δημιουργήθηκαν συνοικισμοί.

Τα σπίτια ήταν μικρά συνήθως δύο δωματίων, χτισμένα από πηλό και πέτρα, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο. Με το πέρασμα του χρόνου εξελίσσονταν με αποτέλεσμα να χτίζουν και οχυρωματικά έργα, για να εξασφαλίζουν το βιος τους και να σώζουν τις ζωές τους από ληστρικές, αιματηρές επιθέσεις.

Αυτή η εξασφάλιση πλούτου και αγαθών, όπως συνήθως συμβαίνει τις εποχές που μια πόλη ευημερεί, άρχισε να διαφθείρει τις ψυχές και την αγνότητα των ανθρώπων.

Οι πρώτες ενδείξεις που εμφανίστηκαν ήταν, η αλαζονεία, η υπεροψία και γενικώς η ξιπασιά. Άρχισαν οι άνθρωποι να ζουν μέσα στην ατιμία και πρώτο τους μέλημα ήταν η απόκτηση κέρδους έστω και με παρανομία.

Τα σημαντικότερα ιδεώδη που στηρίζουν τον άνθρωπο, ο σεβασμός, ηθική, η πίστη απέναντι στους Θεούς και η ευσπλαχνία στον συνάνθρωπο, χάθηκαν.

Τίποτα δεν υπολόγιζαν, όσο σημαντικό κι αν ήταν, μπροστά στην υλιστική ικανοποίηση και ματαιόδοξη φιλοχρηματία τους.

Αυτή η αλαζονική συμπεριφορά των ανθρώπων άρχισε να απασχολεί τους Θεούς του ολοζώντανου Ολύμπου, που κατά καιρούς έστελναν διάφορα σημάδια. Κάποιον σεισμό, κάποια δυνατή νεροποντή, για να τους αποδείξουν πόσο μικροί κι ευάλωτοι είναι μέσα στο σύμπαν. Ήθελαν να τους φοβίσουν μήπως και για λίγο διάστημα συνετιστούν.

Μα αυτά τα μηνύματα, πραγματικά, κρατούσανε λίγο. Γιατί μόλις περνούσε ο καιρός ξεχνούσαν το φόβο τους κι άρχιζαν πάλι να συμπεριφέρονται όπως πριν, άπληστα, κυνικά και κακόβουλα.

Εκείνα τα χρόνια, της ηθικής κατάπτωσης και της ασέβειας προς τους Θεούς, βασίλευε την Αρκαδία, ο γιος του Πελασγού, ο Λυκάων. Ένας αυταρχικός, άκρως φιλόδοξος, αρκετά πεισματάρης και ματαιόδοξος άντρας. Ο Λυκάωνας, απέκτησε χρήματα, ισχύ και, γλωσσοπλάστης καθώς ήτανε, κατάφερε με επιτηδευμένη διπλωματικότητα, όχι και ιδιαίτερα δύσκολα, με όσα έταξε στο λαό, να κατακτήσει και το θρόνο.

 

Η κατάκτηση της εξουσίας επιβάρυνε τον κυνικό χαρακτήρα του γεμίζοντάς τον με άμετρες δόσεις αλαζονείας και αυθάδειας.

Γινόταν εκμεταλλευτής των πάντων και τίποτα ιερό και όσιο δεν σεβόταν, καθώς οι πράξεις του εμπράκτως το αποδείκνυαν. Δεν είχε σταματήσει μόνο να κάνει θυσίες στους θεούς, αλλά τους περιγελούσε και τους πρόσβαλε αποκαλώντας τους, ανίκανους, προκατειλημμένους και εγωιστές.

«Η αγάπη των θεών δεν εξαργυρώνεται με τις θυσίες, ούτε κι αν ακόμη επιδεικνύεις την πίστη σου θ αποκτήσεις τη θεϊκή φροντίδα», έλεγε και γελούσε με μια περήφανη όσο και περιφρονητική στάση.

Οργισμένος, ο Δίας, από τα καμώματα του αποφασίζει να του δώσει ένα μάθημα και να τον τιμωρήσει για την απιστία, την αναίδεια και την κακοήθεια του.

Πάνω στο κατάλευκο άρμα του, καλυμμένος από ένα πυκνό σύννεφο κατέβηκε σαν τον άνεμο από τον φωτεινό Όλυμπο στη γη.

Μεταμορφωμένος σε ζητιάνο σαν απλός θνητός ανακατεύτηκε ανάμεσα στο πλήθος της αγοράς και παρακολουθούσε τις αντιδράσεις και τα σχόλιά τους για όλα τα θέματα και τα προβλήματα που απασχολούσαν τους ανθρώπους.

Πολλές φορές ήθελε να εκδικηθεί κάποιον αυθάδη θνητό που έβριζε ή χλεύαζε τους θεούς, αλλά πάντα έδινε τόπο στην οργή του περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να παρουσιαστεί μέσα από κάποιο φυσικό φαινόμενο που θα έκανε πολλούς από τους άπιστους θνητούς να φοβηθούν και να σεβαστούν την θεϊκή υπόσταση του.

Μέσα στην αγορά, ανάμεσα στις κάθε λογιών πραμάτειες, κάτω από ένα κιόσκι που χάριζε τη σκιά του, τους δροσερούς καρπούς του Εκατομβαιών {μήνας Ιούλιος} και κούπες με νερωμένο δροσερό κρασί στους περιπατητές αγοραστές ή στους εμπόρους στάθηκε ο Δίας και ζήτησε ελεημοσύνη από κάποιους άρχοντες, που με ικανοποίηση απολάμβαναν τα καλά της ζωής. Γελούσαν και μιλούσαν δυνατά για όλους και για όλα, χωρίς σεβασμό, διάκριση και ενδοιασμό.

Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία στο ζητιάνο, μα όταν εκείνος επίμονα παρακαλούσε, να τον λυπηθούν και να τον φιλέψουν κάτι ή να του προσφέρουν έναν οβολό, εκείνοι αντέδρασαν βίαια.

 

Ο γλυκόπιοτος οίνος είχε αποχαλινώσει τα ανθρώπινα ένστικτά τους, όταν ο ένας του πέταξε στο πρόσωπο το υπόλειμμα του κρασιού που είχε η κούπα του, ενώ ο άλλος, ο βασιλιάς Λυκάωνας, τον κλώτσησε ξεστομίζοντας βρισιές.

«Φύγε μακριά μου, γεροψωριάρη, αναιδή, που τολμάς να πλησιάζεις έναν βασιλιά».

Τα γέλια τους ακούστηκαν δυνατά τραβώντας την προσοχή του πλήθους.

Ο γέροντας με την λευκόπυκνη γενειάδα σηκώθηκε από το χώμα, στερεώθηκε με κόπο στο μπαστούνι του και τους κοίταξε με μια πύρινη ένταση που τους ανάγκασε να σταματήσουν το γέλιο και να τον κοιτάξουν με μια προσοχή που δεν

έκρυβε την έκπληξη, και σίγουρα έναν αδιόρατο φόβο που τους γεννούσε η επιμονή θάρρους που φάνταζε στο βλέμμα του.

 

Ωστόσο, πλήθος είχε μαζευτεί γύρω τους να παρακολουθήσει το συμβάν, όταν κάποιος άντρας, ναυτικός ξένος, που δεν γνώριζε πώς ανάμεσα στους άρχοντες ήταν και ο βασιλιάς της Αρκαδίας, ρώτησε με θάρρος, γιατί τα βάζουν με έναν ανίκανο γέροντα.

Εκείνοι, κοιτάχτηκαν και του απάντησαν να κοιτάζει τη δουλειά του για να μη βρεθεί κι αυτός, όπως ο γέρος, κλωτσημένος στο χώμα.

«Άρχοντες είστε και δεν μου πρέπει να τα βάλω μαζί σας γιατί σέβομαι τα αξιώματα σας, όμως θέλω να ρωτήσω, δεν νιώθετε τύψεις όταν σκεφτόσαστε τις πράξεις σας;.. Δεν φοβάστε τους θεούς μην σας τιμωρήσουν για την κακοήθη περηφάνια σας;.. Δεν νιώθετε το φόβο της αιώνιας καταδίκης που εύκολα οι θεοί μπορούν να σας χαρίσουν;»

Η κουβέντα του άντρα απόσπασε την προσοχή τους από τον γέροντα με το έντονο βλέμμα και του απάντησαν.

«Ποιος είσαι εσύ που τολμάς να κάνεις τέτοιες ερωτήσεις;», αντέδρασε αμέσως με άγρια φωνή ο Λυκάωνας, ενώ ευθύς όρθωσε το ανάστημα του απειλητικά, έτοιμος να του επιτεθεί.

Ο υπασπιστής του αμέσως φώναξε.

«Τι θαρρείς, πώς με το λόγο σου γίνεσαι χρήσιμος απέναντι σε τούτο τ’ ανθρωπάκι; Σώπασε λοιπόν κι εξαφανίσου από μπροστά μας, γιατί τα νεύρα μου άλλο δεν θα καταφέρω να συγκρατήσω»… του πρόσταξε και κινήθηκε απειλητικά ένα βήμα μπροστά από εκεί που στεκόταν.

«Εγώ δεν είμαι κανένας σπουδαίος ή επώνυμος άντρας, ούτε δύναμη κατέχω άλλη από τη γλώσσα γι’ αυτό επιμένω να μιλώ μήπως και λίγη γνώση η κουβέντα μου σας χαρίσει».

Οι δύο άντρες γελούν και επαναλαμβάνουν και οι δύο μαζί.

«Γνώση!».

Ο Λυκάωνας αμέσως παίρνει το λόγο.

«Μα ποιος είσαι εσύ που μπορείς αντίθετο λόγο να φέρεις στο βασιλιά;», φώναξε ο υπασπιστής.

«Ένας απλός υπηρέτης του λόγου είμαι που ψάχνει μέσα από αυτόν να βρίσκει πάντα την αλήθεια».

«Ανόητε, του συρμού ψευτοφιλόσοφε, τι αξία έχει η γνώση μπροστά στον πλούτο; Πως μπορεί να σε θρέψει όταν πεινάς; Μόνο με τα λόγια, πως θ’ αγοράσεις ένα σπίτι; Δείξε μου κάποιον που πληρώνει το καρβέλι και το κρασί του μόνο με τις τρελές ιδέες και τις περιαυτολογίες του;»

 

Τα σχόλια του κόσμου σήκωσαν αντάρα που άρχισαν να συνομιλούν μεταξύ τους. Όλοι συμφωνούσαν με αυτή τη λογική που άλλωστε ήταν και ο τρόπος ζωής τους, μα κρέμονταν από τα χείλη αυτού του άντρα καθώς περίμεναν ν’ ακούσουν μια έξυπνη απάντηση.

-Ναι γνώση. Γιατί η γνώση πλουτίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και δεν έχει ανάγκη να προβάλει το σώμα του. Εξάλλου, ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί πως η μετάνοια δεν είναι γνώση; Για να φτάσεις ως εκεί πρέπει τους Θεούς να παρακαλέσεις για να σε συγχωρήσουν. Κι αν αποδείξεις ότι δεν είσαι αχάριστος ίσως και να σε ευεργετήσουν.

-Για ποιους Θεούς μιλάς; Μήπως γι’ αυτούς που δεν υπάρχουν ή νομίζεις πώς εγώ τους φοβάμαι; Ανόητε, έχω τόσα πλούτια που δεν έχω την ανάγκη

τους. Εγώ είμαι τρανότερος τους και οι άνθρωποι με σέβονται περισσότερο κι από αυτούς… Να δούμε τώρα εσένα που τα λόγια σου δείχνουν να πιστεύεις, ποιος θεός θα βρεθεί να σε σώσει, του τόνισε βάζοντας τα γέλια.

Δεν πρόλαβε ούτε να καταλάβει τι εννοούσε με το γέλιο του, ούτε να ανταπαντήσει, ο άντρας που ήθελε να υπερασπιστεί τον αδύναμο γέροντα και ρίχτηκαν επάνω του δύο άντρες από τη φρουρά του Λυκάωνα, όταν τους έκανε με τη ματιά του νόημα, κι άρχισαν να τον χτυπούν με δύναμη φωνάζοντας, πώς αυτά παθαίνει όποιος θρασύς θέλει να τα βάλει με το βασιλιά του.

 

Τότε, ο γέροντας που στεκόταν δίπλα τους, κοίταξε τον άντρα που θέλησε να τον υπερασπιστεί και συγκατάνευσε με τη ματιά του στο λόγο του και του χαμογέλασε χαρίζοντάς του κουράγιο και μια δύναμη που ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόσο δυνατός ώστε να μην πονάει το κορμί του στα βάναυσα χτυπήματα των στρατιωτών.

Κατόπιν, ο γέροντας για να δείξει στους άπιστους, ότι πρέπει να σέβονται τους Θεούς, όρθωσε το ανάστημά του και μέσα από την πυκνή γενειάδα του γράφτηκαν αδρά τα χαρακτηριστικά του μειλίχιου Δία.

Αμέσως έγινε αντιληπτή η σεμνότητα ενός άντρα ανώτερου με σοβαρή σκέψη, απαλλαγμένη από κάθε χυδαία και αδιάντροπη συμπεριφορά, όπου δεν ήταν ικανά ούτε το μειδίαμα ούτε ο εκνευρισμός να του αλλοιώσουν την έκφραση.

Η ευφράδεια και ο χαμηλός μα στεντόρειος τόνος της φωνής του επέβαλε το θαυμασμό όλων. Όπως ήταν το βλέμμα του αγέρωχο, ήταν και ο χαρακτήρας του επιβλητικός χωρίς την προσποίηση της καλής διαγωγής και χωρίς την υπεροψία του μεγαλονοήμονα.

 

Ο κόσμος σαν τον είδε χούγιαξε από δέος και τρομαγμένος γονάτισε μπροστά στη μορφή του.

Μόνο ο Λυκάωνας στάθηκε ορθός ενώ άρχισε να περιγελά το πλήθος και να το περιπαίζει, που προσκυνούσε ένα γέροντα που μόνο στο μυαλό τους είχε πάρει την όψη του θεού.

Τότε ο Δίας του απάντησε.

-Η ευγένεια, η μετριοφροσύνη και η πίστη δεν είναι ενδείξεις αδυναμίας. Αντίθετα είναι μια πληρότητα που κάνει όποιον την κατέχει μεγάλο άντρα με Αρετές και γί αυτό καταφέρνει να γίνεται απ’ όλους εύκολα αρεστός… Και όταν εννοώ όλους, εννοώ και τους Θεούς!

-Όσο λιγότερο μπλέκεις με τις θρησκείες, όσο λιγότερο θρησκόληπτος και θεοφοβούμενος τόσο περισσότερο είσαι ανεξάρτητος και ελεύθερος, του απάντησε ο Λυκάωνας γεμάτος έπαρση.

-Η περηφάνια είναι φτηνό υποκατάστατο της νοημοσύνης όταν αυτή πηγάζει από άκρατο εγωισμό σαν το δικό σου… Καθόλου δεν με έπεισες ότι σκέφτεσαι σαν βασιλιάς, όταν επιδιώκεις να προσβάλεις και να ταπεινώσεις τους θεούς, που αιώνες τώρα συντρέχουν το ανθρώπινο γένος και αυτοί, οι άνθρωποι, τους πιστεύουν.

-Λένε, πώς ότι θυμάσαι δεν γερνά, γι’ αυτό και οι θεοί ζουν αιώνια, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Είναι ένα τίποτα, ζουν σαν άυλες φιγούρες στις καρδιές των άμυαλων ανθρώπων. Και πιστεύουν μόνο και μόνο από φόβο μπροστά στο άγνωστο μέλλον τους, γιατί είναι αδύναμοι κι ευάλωτοι τόσο πολύ που έχουν ανάγκη κάπου να στηρίξουν τις δύσκολες στιγμές τους και τίποτα άλλο…

-Όταν κάποιος νομίσει ότι έχει αποκτήσει δύναμη μεγάλη και δεν συμβιβάζεται προς την ισότητα που απαιτεί η ελευθερία… Όταν η αρρωστημένη του εγωπάθεια καταστρέφει κάθε τι φυσιολογικό που τον περιβάλλει τότε πρέπει να καταπολεμείται και να διώκεται, του απάντησε με έμφαση ο γέροντας.

-Η τυχαία συναναστροφή είναι ικανή να σου μειώσει όλο το κύρος. Με την οικειότητα που αναπτύσσεται σε αυτή, δύσκολα μπορεί να κρατηθεί κανείς μέσα στα όρια που χρειάζεται για να φαίνεται σοβαρός. Γι αυτό δεν συναναστρέφομαι ανθρώπους σαν και του λόγου σου, μήτε και στους θεούς πιστεύω γιατί θα χάσω μέρος από την προσωπικότητα μου.

-Η περιφρόνηση είναι το άλλο άκρο της εγωπάθειας. Στο τέλος και τα δύο καταλήγουν στην απομόνωση και στην απελπισία… Πρέπει πρώτα να αγαπήσεις τον εαυτό σου για να αγαπήσεις και τον διπλανό σου. Αλήθεια Λυκάωνα, πες μου, δεν φοβάσαι το θάνατο;

-Όχι δεν τον φοβάμαι. Πεθαίνοντας περήφανος θα τον εκμηδενίσω.

-Οι άνθρωποι προκαλούν το θάνατο όσο αισθάνονται δυνατοί, μα δεν γνωρίζουν πόσο πολύ κοντά τους βρίσκεται έτοιμος και χαιρέκακος. Είναι σαν τη σκιά που μας ακολουθεί πάντοτε. Λυκάωνα, η δύναμη της ψυχής σε άλλον μιλάει για αγάπη και σε άλλον για θάνατο. Προτιμότερο να ακολουθήσεις το πρώτο… Πίστεψε με, θα νιώσεις καλύτερα.

Ο Λυκάωνας γέλασε με εκείνο το γέλιο που μόνον κάποιος που κατέχει δύναμη μπορεί να εκφράσει. Έπειτα κοίταξε το Δία που η μεταμόρφωσή του είχε ολοκληρωθεί και του είπε.

-Σε προσκαλώ στο παλάτι μου να σου κάνω το τραπέζι κι αν μου αποδείξεις ότι είσαι οντότητα θεϊκή τότε θα πιστέψω και θα σε τιμήσω.

Για να γνωρίσει, ο Λυκάωνας, αν ο Δίας κατείχε πραγματικά εκείνα τα στοιχεία που τον καθιστούσαν Θεό του κόσμου, το αρρωστημένο μυαλό του σκάρωσε ένα ανόσιο σχέδιο, που ούτε η πλέον νοσηρή φαντασία ενός θνητού δεν θα μπορούσε να συλλάβει.

Μόλις πήγε στο παλάτι του θανάτωσε έναν σκλάβο του, τον τεμάχισε και μαγείρεψε τα κομμάτια του, τα οποία πρόσφερε στο γεύμα που ήταν προσκεκλημένος ο Δίας.

Εκείνος αμέσως κατάλαβε τι του είχε σκαρώσει ο Λυκάωνας για να τον εξευτελίσει και θύμωσε τόσο πολύ που η οργή του δεν σταμάτησε μπροστά στη λύπη, ούτε μπροστά στη λογική. Κι αυτό γιατί, ο βροντορίχτης Δίας, δεν οργίστηκε μόνο για την απιστία του στο πρόσωπό του, αλλά και για το γεγονός, ότι αυτός άπιστος βασιλιάς, θυσίαζε ανθρώπους για να καλύψει τη ματαιοδοξία του, κι αυτό καθόλου δεν το ανεχόταν. Έτσι, μόλις εμφανίστηκε ο Λυκάωνας του βροντοφώναξε.

-Αγαπάμε τον εαυτό μας γιατί δεν τον γνωρίζουμε. Αν γνώριζες το δικό σου θα ήσουν άνθρωπος συνετός και δεν θα φερόσουνα απάνθρωπα και βίαια. Λυκάωνα, απόψε θα τιμωρηθείς για όλες τις ανόσιες πράξεις σου. Σε καταδικάζω να ζεις μια ζωή κυνηγημένος από τους ανθρώπους κι από τα άγρια θεριά μέσα στα δάση των ψηλών βουνών και να βασανίζεσαι για να βρεις τροφή.

Σήκωσε τα χέρια του ο τρανοδύναμος Θεός και ευθύς ο Λυκάωνας, μπροστά στα μάτια των έκπληκτων συνδαιτυμόνων, μεταμορφώθηκε σε λύκο. Κατόπιν ένα σύννεφο κάλυψε το Δία και τον σήκωσε ψηλά στον ουρανό όπου από εκεί άρχισε να πετά αστροπελέκια, ώσπου ισοπέδωσε το παλάτι του κακότροπου βασιλιά.

Έπειτα από αυτό το σοβαρό γεγονός, οι άνθρωποι και πάλι δεν ησύχασαν και ιδιαίτερα εκείνοι που με την εξαφάνιση του Λυκάωνα, ελευθερώθηκαν από την επιβουλή του και ακολούθησαν ανεμπόδιστα την ίδια στείρα συμπεριφορά του, παρ’ όλο που γνώριζαν πώς για τους άλλους ήταν έντονα καταπιεστική και για τους ίδιους άκρως επικίνδυνη. Δηλαδή, να πληρώσουν το τίμημα της αλαζονείας με τη ζωή τους, όπως εκείνος.

Βλέποντας ο Δίας ότι οι άνθρωποι δεν σκιάχτηκαν και πολύ από τη μεταμόρφωση του βασιλιά τους, ούτε και από τη κακή τύχη που έτυχε το βασίλειό του, θύμωσε πολύ και πήρε την απόφαση να αφανίσει τους θνητούς από το πρόσωπο της γης. Νύχτες πολλές συλλογιζόταν, με ποιο τρόπο θα τους γδικιόταν, μέχρι που αποφάσισε να ρίξει δυνατές μπόρες και να την πλημμυρίσει.

Αμέσως πρόσταξε τον Αίολο, το Θεό των ανέμων να αφήσει λεύτερους τους νότιους ανέμους και το Βορέα να φυσήξει λυσσασμένα για να γεμίσουν τον ουρανό με μολυβένια σύννεφα, κουβαλώντας μέσα τους την αντάρα.

Δεν άργησαν αυτά να φανούν και καθώς ήταν γεμάτα βροχή, χαμήλωσαν από το βάρος και ξάπλωσαν πάνω σε βουνά και χαμηλά στις πεδιάδες. Μόλις ο Δίας είδε από τον αψηλόκορφο Όλυμπο τη γη να έχει σκεπαστεί με το μαύρο πέπλο της βροχής, άρχισε να ρίχνει αστροπελέκια και βροντές σκίζοντας τα σύννεφα, που ευθύς άρχισαν να βρέχουν ασταμάτητα σαν καταρράκτες.

Τέτοιον κατακλυσμό, τέτοια αντάρα, τόση μανία για καταστροφή, οι άνθρωποι, δεν είχαν ξαναζήσει καθώς όλα πλημμύριζαν και οι πρώτοι ορμητικοί χείμαρροι που δημιουργήθηκαν άρχισαν να παρασέρνουν ότι έβρισκαν στο πέρασμά τους.

 

Σοδιές ολάκερες, σπιτικά φτωχικά και πλούσια παλάτια με υποστατικά, πύργοι ψηλοί με πύλες άπαρτες και άνθρωποι άμοιροι χάνονταν κάτω από τα νερά.

Η θάλασσα άφριζε και φούσκωνε, ανέβαζε τη στάθμη της και κατάπινε χαιρέκακα στο βυθό της κάθε τι γήινο. Οι άνθρωποι έτρεχαν αλλόφρονοι προς τα βουνά, αλλά δεν κατάφερναν να φτάσουν ως εκεί καθώς η βροχή όλο και πιο πολύ δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα κι έκανε ολόκληρες χωμάτινες πλαγιές να ξεκολλούν, μαζί με δέντρα, θάμνους και βράχους, να σκεπάζουν τις πεδιάδες δημιουργώντας έναν εφιάλτη καθώς μέσα στην άργιλο θάβονταν ολάκερες πολιτείες γεμάτες από κόσμο.

Ικανοποιημένος ο Δίας, καθόταν στο θρόνο του και γελούσε που έβλεπε να σκορπίζεται το άπιστο ανθρώπινο γένος και όλο και περισσότερο πετούσε αστροπελέκια και κεραυνούς για να καταποντιστούν όλα επάνω στη γη.

 

Mετά τις πρώτες μέρες η στάθμη του νερού ανέβηκε τόσο πολύ που η μια πολιτεία μετά την άλλη χανόταν ολοσχερώς. Μονάχα οι ψηλές κορφές του Ολύμπου και της Όσσας έμεναν άθικτες από τη θεϊκή μάνητα.

Εννέα μερόνυχτα ασταμάτητης βροχής ήταν αρκετά για να αφανίσουν εντελώς τον κόσμο και τα ανθρώπινα έργα της χάλκινης εποχής, εκτός από δύο άτομα, το γιο του Τιτάνα Προμηθέα, Δευκαλίωνα και τη γυναίκα του Πύρρα.

Με την καθοδήγηση του ίδιου του Τιτάνα είχε φτιάξει, ο Δευκαλίωνας, μια ξύλινη λάρνακα και την είχε γεμίσει με αρκετές τροφές για να ζήσει μέχρι την ώρα που τα νερά της πλημμύρας θα υποχωρούσαν και η γη πάλι θα εμφανιζόταν καθαρμένη από ανομίες ανθρώπινες.

Σαν κόπασαν οι μπόρες και το ουράνιο τόξο χαράχτηκε πολύχρωμο στον ουρανό πάλι απ’ τις αχτίδες του ήλιου, μια νέα πνοή γεμάτη αισιοδοξία γέμισε τα σωθικά του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.

Όλα γύρω τους εμφανίστηκαν πρωτόγνωρα σαν να βρίσκονταν σε νέους τόπους. Μόλις συνήθισαν από τις πρώτες εικόνες και μόλις άκουσαν τα πρώτα κελαηδίσματα πουλιών, σημάδι ζωής, αμέσως έστησαν βωμό κι έκαναν θυσία, τιμώντας τους Θεούς για τη σωτηρία τους.

 

Όσο οι μέρες περνούσαν και τα νερά αποτραβιόνταν άφηναν πίσω τους μια νεκρή φύση. Όλα ήταν χωμένα μέσα σε ένα πέπλο από λάσπη, τίποτα άλλο δεν ξεχώριζε εκτός από ερημιά.

Τότε αντιλήφθηκαν πόσο μόνοι ήσαν και μια θλιβερή μοναξιά που όμοιά της δεν είχαν ξανανιώσει τους πλάκωνε την καρδιά και τους έκανε να αναρωτιούνται, πώς θα μπορέσουν να ζήσουν μόνοι; Τι αξία έχει που γλίτωσαν από μια ολοκληρωτική καταστροφή αφού όλοι γύρω τους ήσαν νεκροί; Που είναι οι φίλοι και οι συγγενείς τους; Τι αξία είχε να ζουν σε έναν κόσμο εξαφανισμένο;

Μέρες πολλές ο Δευκαλίωνας με τη γυναίκα του κάθονταν άπρακτοι και μοιρολογούσαν την ατυχία τους, που μπόρεσαν να σωθούν.

-Κάλιο να είχαμε χαθεί κι εμείς. Δεν έχει καμιά αξία η ζωή να τη ζήσουμε μόνοι μας, έλεγε η Πύρρα μέσα σε έντονες δόσεις οδύνης.

-Τίποτα δεν αξίζει στη ζωή, αν δεν μπορείς να την μοιραστείς με συνανθρώπους, συμπλήρωνε ο Δευκαλίωνας με μια έκφραση απελπισίας.

Ο Δίας που όλα τα βλέπει και τα ακούει αναρωτήθηκε πως ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα δεν ήταν χαρούμενοι που γλίτωσαν το χαμό κι ευθύς έστειλε τον φτεροπόδαρο Ερμή για να μάθει τι τους συμβαίνει.

Σαν ο Ερμής επέστρεψε στον Όλυμπο, εξήγησε στον παντοκράτορα Δία, τον πόνο των δύο θνητών για το χαμό του ανθρώπινου γένους και τη μοναξιά που τρωει τα σωθικά τους.

Αμέσως τους συμπόνεσε, εκείνος, αλλά και τους συμπάθησε για την ταπεινοφροσύνη που έδειξαν και τους ειδοποιεί μέσω του Ερμή να του απαντήσουν τι χάρη θέλουν να τους κάνει, για να ελαφρώσει ο πόνος τους.

Εκείνοι απαντούν να χαρίσει ο παντοδύναμος Δίας τη χαρά στη γη γεμίζοντάς την πάλι με ανθρώπους.

Ο Ερμής ευχαριστημένος από την επιθυμία του Δευκαλίωνα, επιστρέφει σαν μια πνοή στον Όλυμπο και αναφέρει στο Δία την επιθυμία που εξέφρασε ο Δευκαλίωνας. Η επιθυμία του Δευκαλίωνα έτσι κι αλλιώς δεν ήταν αντίθετη από τα σχέδια του Δία, που είχε καταστρέψει έναν σαθρό γένος για να φτιάξει από την αρχή ένα καινούριο. Ένα καλύτερο από το προηγούμενο.

Τότε, πήρε την απόφαση ο ίδιος ο τρανός θεός και παρουσιάστηκε μπροστά στο Δευκαλίωνα και στην Πύρρα και τους συμβούλεψε για να γεμίσει πάλι η γη με ανθρώπους όπως επιθυμούσαν, να διαβαίνουν τους λασπωμένους κάμπους πετώντας πίσω τους πέτρες χωρίς όμως να γυρίσουν να κοιτάξουν, ούτε για μια στιγμή.

Οι δύο θνητοί αφού ευχαρίστησαν τον Θεό, υπάκουσαν κι ακολουθώντας τις συμβουλές του άρχισαν αμέσως να πετούν πέτρες.

Από τις πέτρες που πετούσε ο Δευκαλίωνας γεννιόνταν άντρες και από τις πέτρες που πετούσε η Πύρρα γεννιόνταν γυναίκες.

Οι Πρώτοι αυτοί άνθρωποι ονομάστηκαν Λέλεγες. Τα παιδιά του Δευκαλίωνα και της Πύρρας ήταν, ο Έλληνας, ο Αμφικτύωνας, η Πρωτογένεια, η Πανδώρα και η Μελανθώ.

Τώρα, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα ήταν πολύ ευτυχισμένοι, που η γη γέμιζε πάλι με ανθρώπους και μπορούσαν να μοιραστούν μαζί τους τις ομορφιές και τις πίκρες της ζωής.

 

 

* Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, γεννήθηκε στην Αθήνα. αποφοιτά από αγγλική σχολή λογοτεχνίας «awarded by the writing school» και γράφει σήριαλ για την τηλεόραση, θέατρο και λογοτεχνία. Το βιβλίο «Υπατία» παρουσιάστηκε στην κεντρική αίθουσα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο το 2007, γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο «Agora» και θεατρικό έργο από την θεατρική ομάδα «Ανάδρασις».

Έχει εκδώσει συνολικά 14 μυθιστορήματα ενηλίκων και 7 παιδικά βιβλία και οκτώ θεατρικά έργα. Το βιβλίο «Λιπεσάνορες, τα χρόνια του φιδιού», μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μπατσιούλας – Momentum».

Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, είναι: Πολιτιστικός εκπρόσωπος της Unesco λόγου, τεχνών κι επιστημών για την Πετρούπολη. Μέλος των «Ιστορικών συγγραφέων». Στη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού «Ρωγμές». Συντάκτης της εφημερίδας «Μορφωτικός της Πετρούπολης». Μέλος στο Διεθνές Πολιτιστικό Φόρουμ «Ανάδρασις». Οργανωτής Λογοτεχνικών εκδηλώσεων. Έχει συμμετάσχει ως εκπαιδευτής σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής στους Δήμους Πετρούπολης, Αμοργού, Πάρου, Αταλάντης, Στον Μορφωτικό Όμιλο Πετρούπολης, στους εκδοτικούς οίκους Άγκυρα και Έναστρον και στη σχολή Tabula Rasa.

www.dvarvarigos.gr | http://dimitrisbarbarigos.blogspot.gr/

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top