Fractal

Διήγημα Fractal: “Η κατάκτηση του οχυρού”

Του Γιάννη Μαργέτη // *

 

 

Βρισκόμουν κρυμμένος πίσω από ένα θάμνο. Κρατούσα γερά το αυτόματο όπλο μου και καραδοκούσα τον εχθρό. Περίμενα να κάνει τη λάθος κίνηση και να ξεμυτίσει από την κρυψώνα του. Κοίταξα αριστερά και δεξιά μου και είδα τους συντρόφους μου καλυμμένους, τον έναν πίσω από μια στοίβα από πέτρες, οι οποίες κάποτε πρέπει να ήταν μέρος κάποιας μάντρας, τον άλλον πίσω από ένα δέντρο, το οποίο περιέργως είχε γλιτώσει από τη φωτιά της μάχης γύρω! Πίσω μου ήταν ο τέταρτος σύντροφός μου. Άκουγα την ανάσα του! Τι ανόητη ιδέα, σκεφτόμουν, να κρυβόμαστε δυο μαχητές πίσω από τον ίδιο θάμνο! Οπωσδήποτε ο εχθρός, αν ήξερε ότι πίσω από τον θάμνο είμαστε οι δυο από τους τέσσερις αντιπάλους του, θα συγκέντρωνε τη δύναμη πυρός του εδώ. Θα πετύχαινε μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Με το μισό κόπο θα αποδυνάμωνε κατά πενήντα τοις εκατό αυτήν τη μικρή ομάδα κρούσης. Τέλος πάντων, έκανα υπομονή, αφού δεν γινόταν αλλιώς.

 

Απέναντί μας, σ’ ένα μισογκρεμισμένο ή μισοτελειωμένο σπίτι, οι εχθροί μας, τέσσερις κι αυτοί στον αριθμό, είχαν ταμπουρωθεί και φαινόταν ότι έχουν το πλεονέκτημα. Το σπίτι ήταν διώροφο και σε ψηλότερο σημείο από τις δικές μας θέσεις κάλυψης. Σίγουρα αν έχουν χειροβομβίδες, σκεφτόμουν, δε γίνεται να μην έχουν, θα μας λιανίσουν σε μια ενδεχόμενη έφοδό μας. Ελπίζω ο αρχηγός, που είναι γονατιστός πίσω από τον όγκο με τις πέτρες, να μη διατάξει επίθεση. Όχι ακόμη τουλάχιστον! Ας περιμένει λίγο ακόμα. Αλλά τι να περιμένει; Δεν πρόκειται στη μάχη τούτη να υπάρξουν ενισχύσεις. Ή θα περιμένουμε εδώ μέχρι να βαρεθεί κάποιος και να σηκώσει λευκή σημαία ή από την πλήξη ν’ αρχίσει να πυροβολεί ακατάσχετα και προς κάθε κατεύθυνση.

Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και κάποιος μας πυροβολούσε. Από την οροφή του μισοτελειωμένου ή μισοκατεστραμμένου οικοδομήματος, ένας ελεύθερος σκοπευτής μας έριχνε τις στοχευμένες του βολές. Τότε ο αρχηγός μας συνειδητοποίησε ότι, αν δεν κάναμε έφοδο, θα γινόμασταν εύκολοι στόχοι για τους εχθρούς μας. Αν είναι να μας πετύχουν, ας τους δυσκολέψουμε λίγο, σκεφτήκαμε τόσο εγώ όσο και ο αρχηγός. Και οι άλλοι δυο σύντροφοί μας δεν έδειχναν να διαφωνούν πολύ στη σκέψη αυτή. Ο αρχηγός φώναξε πολύ δυνατά «ΕΦΟΔΟΣ!», για να δώσει και σ’ εμάς το σύνθημα, αλλά και για να ξαφνιάσει τους εχθρούς μας. Δυστυχώς δεν τρόμαξαν. Τι αφελής σκέψη… Σιγά μην τρόμαζαν με μια στριγκλιά! Την ώρα λοιπόν που κι εμείς μιμούμενοι τον αρχηγό μας φωνάζαμε «ΕΦΟΔΟΣ!», οι αντίπαλοί μας άνοιξαν πυρ εναντίον μας με κάθε όπλο που διέθεταν.

Πρώτος σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να τρέχει ο αρχηγός. Από πίσω του ακολουθήσαμε και οι υπόλοιποι. «Ανοιχτείτε! Γρήγορα! Μην κολλάτε μεταξύ σας, βρε ηλίθιοι!» μας φώναζε ο αρχηγός, βλέποντάς μας να τρέχουμε έχοντας κολλήσει ο ένας πίσω από τον άλλο. Ο ίδιος είχε ήδη καλυφθεί χρησιμοποιώντας τούτη τη φορά ως κάλυψη ένα λοφίσκο από άσπρη άμμο και χαλίκι. Εμείς, υπακούοντας στην εντολή του αρχηγού, διασπαστήκαμε και απλωθήκαμε. Εγώ βρήκα καταφύγιο πίσω από ένα ασθενικό ελαιόδεντρο, ενώ οι άλλοι δυο σύντροφοί μας χωθήκανε μέσα σ’ ένα λάκκο τον οποίο είχε σκάψει, υπέθετα, η πτώση κάποιας χειροβομβίδας. Τι κάνουν…, αναρωτήθηκα, εκεί που πήγαν αποτελούν εύκολη λεία για τους άλλους. Βέβαια, δεν τους κατηγόρησα κιόλας, διότι ήταν επιτακτική η ανάγκη να καλυφθούν κάπου και κάπως από τα πυρά του εχθρού. Μέχρι να διανύσουμε εκείνα τα δέκα περίπου μέτρα δεχτήκαμε δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες σφαίρες, ενώ έπεσαν και δυο τρεις χειροβομβίδες. Αν και οι σφαίρες σφύριζαν δίπλα μας, οι χειροβομβίδες ρίχνονταν στα τυφλά. Ήταν φανερό ότι αυτός που τις έριχνε δεν έκανε τον κόπο να σημαδέψει έστω στοιχειωδώς, αλλά ότι παρέμενε κρυμμένος πίσω από κάποιο παράθυρο και απλώς τις πέταγε προς τα εκεί που υπέθετε ότι βρισκόμασταν. Ευτυχώς για μας.

«Δεν μπορούμε να κάνουμε ξανά τέτοια έφοδο», είπα στον αρχηγό που δεν βρισκόταν πολύ μακριά μου. «Πρέπει ένας ένας με την κάλυψη των άλλων να προσπαθήσουμε να εισβάλουμε στο κτήριο», πρόσθεσα και συνέχισα, «έτσι πρέπει να κάνουμε».

Ο αρχηγός κούνησε καταφατικά το κεφάλι και φώναξε στους άλλους δυο, οι οποίοι προσπαθούσαν να στριμωχτούν σ’ εκείνη την τρύπα και ταυτόχρονα να μην είναι ορατοί από τους εχθρούς: «Βγείτε από ’κει και πλησιάστε το κτήριο από τ’ αριστερά. Θα σας καλύπτουμε. Πηγαίνετε ένας ένας».

Βγήκε ο πρώτος, ο ψηλότερος, και άρχισε να τρέχει προς τα εκεί που του είχε πει ο αρχηγός. Με το που ξεπροβόδισε από την κρυψώνα του, οι σφαίρες άρχισαν να πέφτουν βροχή. Όμως, τούτη τη φορά τους περιορίσαμε. Η δική μας κάλυψη λειτούργησε καλά. Με τα συνδυασμένα πυρά μας οι εχθροί μας μονάχα για λίγο μπόρεσαν να πυροβολήσουν όπως θα ήθελαν, και στη συνέχεια αναδιπλώθηκαν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα δικά μας πυρά κάλυψης. Εν τω μεταξύ, οι δικοί μας, ο ένας μετά τον άλλο, πρώτα ο ψηλότερος, μετά ο κοντύτερος για τον οποίο πρέπει να πω ότι είχε και λίγα κιλά παραπάνω πράγμα που τον εμπόδιζε να ασκήσει σωστά τα καθήκοντά του, προσέγγισαν το οίκημα από τα αριστερά. Κούρνιασαν κάτω από τον αριστερό τσιμεντένιο εξώστη του υπερυψωμένου ισογείου. Εκεί προστατεύονταν ικανοποιητικά από τα μάτια των πυροβολητών του εχθρού.

Τώρα ήταν η σειρά μας. Έπρεπε εγώ και ο αρχηγός, ο αρχηγός κι εγώ, να κάνουμε τη δική μας κίνηση. «Θα πάμε από ’κει», μου είπε δείχνοντάς μου με μια κίνηση του κεφαλιού του τη δεξιά πλευρά του σπιτιού.

Δεν κατάλαβα αν μου έδειχνε τον δεξιό εξώστη του υπερυψωμένου ισογείου ή ακόμη πιο πέρα. Τον ρώτησα κάνοντας το χαρακτηριστικό στρίψιμο της παλάμης, σμίγοντας τα φρύδια και ψιθυρίζοντας, «Πού;»  Μου φάνηκε σωστότερο τη στιγμή εκείνη να ψιθυρίσω, ενώ πρωτύτερα, δε λογάριαζα καθόλου την ένταση της φωνής μου. Ο αρχηγός έσμιξε τα φρύδια του από θυμό γιατί δεν τον κατάλαβα. Εκείνη τη στιγμή με παρασημοφόρησε με το παράσημο της ανοιχτής παλάμης και με το ίδιο χέρι (ήταν το αριστερό, με το δεξί εξακολουθούσε να κρατά το αυτόματο όπλο του), μου έδειξε προς τα πού εννοούσε. Εννοούσε την τσιμεντένια σκάλα, η οποία βρισκόταν στη δεξιά πλευρά της οικοδομής.

Ενδιάμεσα έπεσαν μερικοί πυροβολισμοί από τον πρώτο όροφο, νομίζω. Οι σφαίρες χτύπησαν πάνω στον λευκό αμμόλοφο και σήκωσαν ένα μικρό σύννεφο σκόνης. Μερικές καρφώθηκαν στον κορμό της ασθενικής ελιάς, πίσω από τον οποίο κάλυπτα το σώμα μου. Ευτυχώς για μένα δεν ήταν τόσο ασθενική και κατάφερε να συγκρατήσει τις σφαίρες μέσα της, στον κορμό της. Οι σύντροφοί μας από τη νέα τους θέση προσπάθησαν να ανταποδώσουν τα πυρά. Ήταν εντελώς άστοχοι, αλλά η ενέργειά τους αυτή μας έδωσε τον απαραίτητο χρόνο, ώστε να κινηθούμε.

Το κάναμε γρήγορα και αποφασιστικά. Πρώτα με μια στάση λίγων δευτερολέπτων κάτω από τον δεξιό εξώστη του υπερυψωμένου ισογείου και έπειτα κολλημένοι με την πλάτη στον τοίχο του άχαρου γκριζωπού κτηρίου. Κινηθήκαμε σαν φίδια και πολύ γρήγορα, ευνοημένοι και από τον ήλιο ο οποίος αγέρωχα στεκόταν εκεί ψηλά στον ουρανό πλήττοντας με τη λάμψη του το καλό οπτικό πεδίο των εχθρών μας, χωθήκαμε έρποντας κάτω από την πλαϊνή τσιμεντένια σκάλα του κτίσματος. Ο αρχηγός έσφιξε τη γροθιά του και σήκωσε τον αντίχειρά του για να μου δείξει ότι ήταν ικανοποιημένος από μένα. Ευχαριστήθηκα πολύ εκείνη τη μικρή και ασήμαντη επιβράβευση. Τώρα όμως η ολιγομελής ομάδα μας ήταν διασπασμένη, χωρισμένη στα δύο, και θα έπρεπε να δράσουμε αυτόνομα. Το χειρότερο ήταν ότι οι άλλοι δεν είχαν σαφές οδηγίες από τον αρχηγό σχετικά με το πώς έπρεπε να δράσουν. Ήξεραν μονάχα ότι έπρεπε να διεισδύσουν στο κτήριο από την αριστερή πλευρά, αλλά αυτή τη στιγμή ήταν βολεμένοι κάτω από την ασφάλεια του εξώστη και τη δροσιά της σκιάς του.

Πάνω από τα κεφάλια μας, στα σκαλοπάτια, αντιληφθήκαμε κίνηση. Κάποιος από τους εχθρούς μας ήταν εκεί. Φοβήθηκα ότι θα μας πετούσαν κάποια χειροβομβίδα. Ήμασταν πολύ εύκολος στόχος εκείνη τη στιγμή, έτσι χωμένοι κάτω από τη σκάλα. Με μια χειροβομβίδα θα μπορούσαν να μας εξολοθρεύσουν. Ένοιωσα σαν ποντίκι μες στην ποντικοπαγίδα, μόνο που εγώ ήξερα, αντιλαμβανόμουν, ότι από στιγμή σε στιγμή η φάκα θα κλείσει και θα παγιδευτώ μέσα. Έπρεπε να δράσουμε! Σπρώχνω τον αρχηγό από τον ώμο σε μια κίνηση που υποδήλωνε «Άντε, ξύπνα. Πρέπει κάτι να κάνουμε». Δεν σκέφτηκα ούτε καν να ψιθυρίσω, φοβούμενος ότι ακόμη και η αναπνοή μου μπορεί να ακουστεί. Εκείνος ξαφνιάστηκε από την κίνησή μου. Με φανερές τις συσπάσεις του εκνευρισμού στο πρόσωπό του, μου ανταπάντησε με μια κίνηση του χεριού, η οποία έμοιαζε με μαχαίρι που κόβει κάθετα τον αέρα και με την οποία ήταν σαν να μου έλεγε «Σκάσε. Ξέρω τι κάνω».

Αλήθεια, ξέρεις; αναρωτήθηκα και τότε ήταν η πρώτη φορά που αμφισβήτησα την ικανότητα του αρχηγού. Δε μίλησα, όμως. Εν τω μεταξύ από πάνω μας, στη σκάλα, και δεύτερη ανθρώπινη παρουσία έγινε αντιληπτή από τα βήματά της. Καταλάβαμε ότι κι αυτή, όπως και ο σύντροφός μας, ο οποίος μάλλον είχε φωλιάσει για τα καλά πλέον κάτω από τον αριστερό εξώστη, ήταν υπέρβαρος, διότι τα βήματά του μας φάνηκαν βαριά. Τελικά και οι εύσωμοι έχουν δικαίωμα να πολεμούν, σκέφτηκα. Και βέβαια! Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Στον πόλεμο δεν περισσεύει κανείς. Και τελικά πολεμάς με ό,τι μέσα διαθέτεις και με όποιους και όσους άνδρες διαθέτεις.

«Πού έχουν κρυφτεί;» ακούσαμε να λέει ο ένας από τους δυο. Δεν ακούσαμε την απάντηση του άλλου. Πιθανόν να του έκανε νόημα ότι είμαστε κάτω από τις σκάλες και να ετοιμάσει τις χειροβομβίδες του, ώστε να ρίξουν δυο τρεις, ίσως και περισσότερες, και μαζί με τη σκάλα να ανατινάξουν κι εμάς. Ίσως πάλι να μην ήξερε ο σύντροφός του τι να του απαντήσει και απλά να ανασήκωσε τους ώμους. Εμείς όμως παραμέναμε εγκλωβισμένοι κάτω από τα σκαλοπάτια, διότι και να θέλαμε να κινηθούμε, δεν θα μπορούσαμε. Είναι πιθανόν να αιφνιδιάζαμε τους εχθρούς, οι οποίοι στέκονταν ακριβώς από πάνω μας, αν εκείνοι δεν γνώριζαν πού είχαμε κρυφτεί και είχαν στρέψει αλλού τα νώτα τους ή είχαν χαλαρωμένη την προσοχή τους. Αλλά πόσο πιθανόν ήταν να συμβαίνει κάτι τέτοιο την ώρα τούτη; Μάλλον θα μας επιφύλασσαν μια πολύ θερμή υποδοχή, άμα αποφασίζαμε κάποια στιγμή να βγούμε από την τρύπα μας. Κι αν αργούσαμε πολύ να βγούμε; Ε, τότε θα μας περιλάβαιναν με τις χειροβομβίδες τους! Καλά, ο αρχηγός δεν ξέρει τι του γίνεται, σκεφτόμουν. Δεν ξέρω τι ήθελε να πετύχει ή τι νόμιζε ότι θα μπορούσε να πετύχει με το να μας χώσει εδώ κάτω, αλλά σίγουρα ό,τι και να ήταν αυτό που ήθελε, πια έχει γίνει σκόνη. Διότι από πάνω μας δυο εχθροί με άγνωστο οπλισμό μας περιμένουν υπομονετικά να εμφανιστούμε.

Μερικοί πυροβολισμοί τουφεκιού διέκοψαν την εκνευριστική ησυχία, η οποία σε στιγμές μεγάλου άγχους σ’ εξαναγκάζει ν’ ακούς την αναπνοή σου και τους χτύπους της καρδιάς σου. Εξάλλου δεν υπάρχει χειρότερη κατάσταση από την κατάσταση της ενεργούς αδράνειας ή της αδρανούς ενέργειας, όταν δηλαδή βρίσκεσαι στη μέση μιας πράξης κι ενώ έχεις επιστρατεύσει όλες σου τις δυνάμεις για να την ολοκληρώσεις, να φτάνεις σ’ ένα σημείο όπου λάθος επιλογές ή απλώς οι συγκυρίες σ’ εξαναγκάζουν να μένεις αδρανής, ενώ είσαι στη μέση της δράσης. Σε υποχρεώνουν να φρενάρεις απότομα ενώ τρέχεις με 150 χιλιόμετρα!

Πρέπει οι πυροβολισμοί να προήλθαν από την άλλη πλευρά του κτηρίου. Χτυπάνε το μπαλκόνι, υπέθεσα. Ελπίζω οι σύντροφοί μας να αμυνθούν καλά.

Ποδοβολητό ακούστηκε από πάνω μας και αμέσως φωνές και πυροβολισμοί. Υπήρχε ξανά επιτέλους δράση. Οι εχθροί μας, οι οποίοι φαίνεται ότι είχαν οργανωθεί από πάνω μας, αντιλαμβανόμενοι ότι τώρα που μας είχαν χάσει από το οπτικό τους πεδίο το πιθανότερο ήταν πως θα πραγματοποιούσαμε απόπειρα εισβολής στο «κάστρο» τους, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Εκείνο το οποίο τους υποχρέωσε σ’ αυτή την κίνηση, η οποία όπως θα αποδειχθεί ήταν και λανθασμένη, ήταν η εισβολή των συντρόφων μας από την άλλη πλευρά του σπιτιού! Είχαν καταφέρει, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, να φτάσουν ώς την πίσω σκάλα του σπιτιού η οποία βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του κτίσματος και να επιχειρήσουν εισβολή!

Ακολούθησε γενική σύρραξη. Εμείς αντιλαμβανόμενοι την εγκατάλειψη της θέσης τους από πάνω μας, βγήκαμε από την κρυψώνα μας και ανεβήκαμε με δυο δρασκελιές τα σκαλοπάτια. Την ώρα που οι σύντροφοί μας συγκρούονταν με τρεις από τους τέσσερις εχθρούς μας στο πίσω μέρος του σπιτιού, ταμπουρωμένοι πίσω από ένα παλιό σιδερένιο γραφείο, εμείς συναντιόμαστε για κακή του τύχη μ’ έναν εχθρό, ο οποίος έβγαινε εκείνη την ώρα από ένα δωμάτιο κατευθυνόμενος προφανώς στο σημείο όπου οι δικοί του σύντροφοι έδιναν τη μάχη για το οχυρό τους. Ξαφνιάστηκε τόσο πολύ με την απρόσμενη αυτή συνάντηση, που δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Του κολλήσαμε το όπλο στο πρόσωπο και τον διατάξαμε να πετάξει τον οπλισμό του και να παραδοθεί. Δε χρειάστηκε να επιχειρηματολογήσουμε περισσότερο. Τον αφήσαμε δεμένο σε μιαν άκρη για να επιστρέψουμε αργότερα να τον πάρουμε. Στον πόλεμο καλό είναι να έχεις αιχμαλώτους. Αποδεικνύονται πάντοτε χρήσιμοι.

Στρίψαμε στη γωνία και ετοιμαζόμαστε να εμπλακούμε κι εμείς στη μάχη που διεξάγεται μπροστά μας. Όχι! Δεν είμαστε έτοιμοι απλά να εμπλακούμε. Είμαστε έτοιμοι να πάρουμε τη νίκη και να καταλάβουμε το οχυρό, διότι βλέπαμε τα νώτα των εχθρών μας οι οποίοι είχαν ταμπουρωθεί πίσω από έναν βρόμικο καφέ καναπέ, απέναντι από το παλιό σιδερένιο γραφείο στο οποίο έβρισκαν κάλυψη οι σύντροφοί μας. Κι ένας εκφοβιστικός πυροβολισμός στον αέρα θα αρκούσε για να παραδοθούν.

Τότε μπήκε στην αυλή του σπιτιού, για την ακρίβεια ήταν κτήμα, το αυτοκίνητο του ιδιοκτήτη, στο χρώμα του κόκκινου σκούρου, σχεδόν μαύρου, κρασιού. Με το που τον είδαμε, τρομάξαμε όλοι μας. Πετάξαμε τα όπλα μας, καδρόνια μικρότερα και μεγαλύτερα που είχαμε βρει στο κτήμα, και το βάλαμε στα πόδια.

Δεν ανεχόταν να παίζουν παιδιά στο κτήμα του, ουκ ολίγες φορές μας είχε κατσαδιάσει άσχημα.

Αυτή τη φορά δεν μας έπιασε. Προλάβαμε και φύγαμε από το πίσω μέρος του κτήματος, υπερπηδώντας τη χτισμένη από τσιμεντόλιθους μάντρα. Η κατάκτηση του οχυρού αναβλήθηκε. Ίσως για την επομένη, ίσως για πάντα.

 

 

Ο Γιάννης Μαργέτης αποφοίτησε από το ΤΕΦΑΑ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ κατά τα σχολικά του χρόνια φοίτησε σε όλα τα σχολεία της γενέτειράς του, στα Σπάτα της Αττικής, όπου διαμένει μέχρι και σήμερα. Υπήρξε σταθερός συνεργάτης του περιοδικού «Ρεσάλτο» για το οποίο συνέγραψε πάνω από 30 άρθρα, ποικίλου περιεχομένου.

Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων:

«Σε ξένο κόσμο», Momentum, 2013

«Παράδοξη Περιπέτεια»,  Οσελότος, 2011

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top