Fractal

«Η εξωστρέφεια των φωνηέντων του κόσμου και η άμυνα του ποιητή»

Γράφει ο Κοσμάς Χαρπαντίδης //

 

«Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων» της Πολύνας Γ. Μπανά (εκδόσεις «Σαιξπηρικόν», 2017)

 

Γνωρίζω την Πολύνα Μπανά όχι μόνο ως πετυχημένη και εκλεκτή συνάδελφο δικηγόρο αλλά και ως βασικό συντελεστή του πολιτισμού της πόλη της, της Δράμας, μέσα από τις ποικίλες δράσεις και θέσεις που έχει αναλάβει κατά καιρούς, επιδεικνύοντας δυναμισμό, συνεχή παρουσία και πολιτιστική κατάθεση. Τα τελευταία δε, τέσσερα χρόνια είχαμε ήδη δημοσιευμένα δείγματα της ποιητικής της δουλειάς, αλλά μόνο μέσα στο 2017 ήρθε η ποιητική της συλλογή με τον τίτλο  «Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων», από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν της Θεσσαλονίκης, σε μία επιμελημένη έκδοση, διακοσμημένη μ’ έναν υπέροχο πίνακα του Φαίδωνα Πατρικαλάκι, ειδικά καμωμένο για το βιβλίο. Κι έτσι γνωρίσαμε τον ποιητικό της κόσμο. Έναν κόσμο ιδιαίτερο για  τους εξής λόγους:

 

 

 

 

(1) Γιατί είναι μία συλλογή ποιημάτων ωριμότητας.

Το βιβλίο αυτό απαρτίζεται από τριάντα πέντε ποιήματα, μίας ποίησης προσωπικής, ιδιαίτερης, επιμελημένης και καυστικής που σκιαγραφούν τον αγώνα και την πορεία μίας γυναίκας του σήμερα. Είναι ποιήματα αφηγήσεων και μικρών ιστοριών που επιμελημένα κρύβονται κάτω από τους στίχους και σκιαγραφούν την πορεία μέσα στο χρόνο της ποιήτριας ή της περσόνας της. Ταυτόχρονα, είναι και μία κατάδυση στην προσωπική της κόλαση, λιγότερο στον δικό της παράδεισο. Συχνά παλεύουν με την απώλεια. Ακόμη και των προσώπων. Θα μπορούσαν, κάλλιστα, να ειδωθούν και σαν εγγραφές ενός προσωπικού ημερολογίου που περιγράφουν την πορεία μιας ενήλικης, επαγγελματία-εργαζόμενης γυναίκας σήμερα, με  επιστροφές στο παρελθόν όσο κι αν διατείνεται ότι «δεν θυμάται τίποτα από τα παλιά.»

Σαφέστατα, η θέαση του παρελθόντος γίνεται από την σκοπιά του σήμερα, μέσα από τη ματιά της αφηγήτριας, μίας σαρανταεπτάχρονης γυναίκας που έχει καταφέρει να κατονομάσει το παρελθόν της, να  βρει τις αστοχίες του, να επισημάνει  τις ρωγμές  του, να το καταστήσει υπεύθυνο για τη μετέπειτα πορεία της. Παράλληλα, η θέαση του παρελθόντος δεν στερεί από την φωνή την επαφή με το παρόν και την εξέλιξη του υποκειμένου μέσα στο χρόνο, για να φτάσουμε μέχρι το παροντικό σήμερα που σώρευσε εμπειρία και γνώση για να θεάται το βιωμένο χρόνο, με σοφία και διάθεση απολογισμού.

Η πορεία της δημιουργού είναι εξασφαλισμένη, κτισμένη με επιμονή από την ίδια : «Δεν το’ βαλα στα πόδια, δεν επιτάχυνα καν το βήμα, παρά συνέχισα κι έφθασα στον αρχικό προορισμό μου», σημάδι που υποδεικνύει τη δημιουργική στόφα της ποιήτριας. Κι όλα αυτά, μάλιστα, σε ώριμη ηλικία, αφού τότε:

Μικρή ρωγμή, αίφνης,

εγκαταστάθηκε στο πρόσωπο,

εκχέουσα

σκέψεις κι αδήριτη αλήθεια,

κι η μέχρι πρότινος ενδεδυμένη αυτού μη-έκφραση

δεν είναι, πλέον, ικανή να τη στοκάρει (ή επουλώσει;).

 

 

(2) Γιατί ο υπαρξιακός πυρετός είναι τόσο αληθινός και ανυπόκριτος που ποιεί ήθος.

Από την «αδήριτη αλήθεια» ξεκινάει η Πολύνα Μπανά για να καταγράψει έναν υπαρξιακό κύκλο, με εναγώνια ερωτήματα και αμφιβολίες για τις πράξεις και το αποτέλεσμα των πράξεών μας, για τις απορρίψεις μιας ζωής, για το «πυρ αδιακρίτως και προς πάσα κατεύθυνση», για την «κρατημένη γλώσσα» και το «κλειστό στόμα», τις κοινωνικές συμβάσεις που μας ωθούν να μην είμαστε ο εαυτός μας.

Ίσως, όλη η ποίησή της είναι η αναζήτηση και η ερμηνεία ενός αυθεντικού εαυτού, ενός εαυτού που χάθηκε ανάμεσα στις συμπληγάδες της ζωής, τις απαιτήσεις μιας δύσκολης δουλειάς, την τύρβη του βιοπορισμού και της επαγγελματικής καταξίωσης, ενώ συχνά κατατρυχόταν από το ερώτημα «ποιά είναι η πιο πραγματική ζωή, αυτή που ζούσε στο μυαλό της ή αυτή που διεκπεραίωνε καθημερινά». Και στο ποίημα -αναφέρομαι στο ποίημα «Παιχνίδια αντίληψης»-, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα «ποιά είναι η πραγματική», υπονοώντας την πνευματική ζωή, καρπός της οποίας είναι αυτό το βιβλίο.

Αυτή η πνευματική ζωή, η οποία στη ζωή της Πολύνας συμβάδισε με αυτή της δουλειάς, της έντονης και απαιτητικής δικηγορίας, οδηγεί στην ποθητή αυτογνωσία και απεικονίζεται, τέλεια, στο μεστό και σύντομο ποίημα με τίτλο «Ναυτία» :

 

Έσκυψα τα κεφάλι

πάνω  από τα βιβλία της δουλειάς

 

κι όταν το σήκωσα,

είχαν περάσει είκοσι (και πλέον) χρόνια.

 

Το ξανα-έσκυψα γρήγορα,

γιατί, πλέον, δεν (ανα)γνώριζα

μήτε τον κόσμο

μήτε αυτούς που τον κατοικούν

 

κι όλο αυτό μου προκάλεσε, αίφνης,

μια ελαφρά ναυτία.

Θέλω, στο σημείο αυτό, να επισημάνω ότι η ματιά της Μπανά είναι άμεσα εξομολογητική και αυτοκριτική. Δεν χαρίζεται κυρίως στον εαυτό της. Κι αυτό είναι το μεγάλο χάρισμά της. Η βαθιά αυτοκριτική της ποιεί ήθος, ήθος ποιητικό που δίνει στα ποιήματά της ένα μεγαλείο και τα κάνει πιο αληθινά και πιο απτά. Μας μιλούν και μας αγγίζουν προσωπικά γιατί δεν κρύβουν, δεν ωραιοποιούν, δεν συγκαλύπτουν. Δεν κρύβονται για να μην αποκαλύψουν τη γύμνιά τους, στέκονται ανοιχτά και χαώδη και μας προκαλούν.

 

Πολύνα Γ. Μπανά

 

 

(3) Γιατί μέσα στην τραγωδία και το πόνο εισχωρεί το χιούμορ και η ειρωνική ανατροπή.

Με χιούμορ και  με ειρωνική αντιμετώπιση της καθημερινότητας, αλλά και του ίδιου του κόσμου που έχτισε ο εαυτός για να προστατευθεί, φιλοτεχνούνται μερικά από τα πιο ωραία ποιήματα της συλλογής, όπως  «Η σημασία της τεχνικής στο κλασικό μπαλέτο», «Αποστολή εξετελέσθη», ακόμη το «Επιστροφή στη μήτρα», «Περί ατελειών και ζωδίων ο λόγος». Η γυναίκα που στέκεται αμήχανη στο σταυροδρόμι της ζωής, τόσο ως τεχνοκράτισσα επιστήμων όσο και ως άδολη παιδούλα, επιστρέφει στο παρελθόν ψυχαναλυόμενη για να θεραπεύσει συμπτώματα αλλά και να συγκροτήσει τον πνευματικό εαυτό που θα τη διασώσει και θα τη δικαιώσει. Και στο σημείο αυτό μου θυμίζει το Νίκο Καζαντζάκη που ικετεύει λίγο χρόνο ακόμη -αναφέρομαι στο ποίημά της με τίτλο «Λίγο χρόνο ακόμη» :

 

Δώστε μου λίγο χρόνο ακόμη.

 

Εξάσκηση μου  χρειάζεται,

απλώς εξάσκηση,

 

και

θα κατακτήσω τους κρυφούς μηχανισμούς

της συνεπούς αλληλεπίδρασης με τους άλλους,

αποδίδοντας αριστοτεχνικά

τις καθημερινές αβρότητες και κοσμιότητες

Καλημέρα σας!», «Τι κάνετε;», «Πώς είστε;»)

χωρίς να σκύβω το κεφάλι ή να γυρνώ βιαστικά

απ΄την άλλη.

 

Τι κι αν έφτασα, αισίως, τα σαράντα επτά…

Θέλω, πάντα, τόσο πολύ να σας μοιάσω!

 

 

(4) Γιατί πρόκειται για μία ποίηση που δεν υποκρίνεται την υψιπετή, αλλά κάνει τη δουλειά της με σεμνά υλικά, παρμένα από τη γλώσσα της ζωής και μπολιασμένα με το λεξιλόγιο του επαγγέλματος.

Μιλώντας απλά και περνώντας τις λέξεις ξανά και ξανά, διαπιστώνεις ότι η Μπανά διαμόρφωσε μία δική της γλώσσα που δεν είναι ασκημένη στην ποίηση της αφαίρεσης και της αόριστης γενικολογίας αλλά είναι προσγειωμένη στο λεκτικό της καθημερινότητας, έχοντας τον αέρα της «μαγκιάς» αλλά και του επαγγελματικού-δικηγορικού στιλβώματος. Όλα εισχωρούν από παντού και κάνουν την ποίησή της ανοιχτή, αληθινή, ευέλικτη, αποκαλυπτική. «Διετέλεσα ικανή», «μικρή ρωγμή εκχέουσα», «πλήττεσαι απ’ την πραγματικότητα», «ελισσόμενη, με αενάως ρευστή χάρη», «την παντός καιρού ανθεκτικότητά μου», «η εφ’ όρου ζωής δυσανεξία», «υπήρξα θύμα τέτοιου νεύματος», «απολαμβάνοντας πλήρους ατιμωρησίας», «προτιμώ, αναφανδόν, τα φωνήεντα», «το υπερχειλίζον συμπαραστάσεως, χαμόγελό μου», «η συμπαρομαρτούσα σοφία που μου έταξαν». Μια ζωντάνια που εκχύεται από τους χυμούς μιας γλώσσας που δεν περιορίζεται μόνο στην καθημερινή τριβή της γλώσσας αλλά ενσωματώνει, οργανικά, και χυμούς από την επαγγελματική γλώσσα της ποιήτριας. Και η ένταξη αυτή γίνεται τόσο έξυπνα και λειτουργικά που δημιουργεί ένα ιδιότυπο κώδικα και προσδίδει τη διαφορετικότητα στην ποίηση της Πολύνας Μπανά.

Σίγουρα όσοι γνωρίζουν τη Μπανά μπορεί και να αναρωτηθούν γιατί αποφάσισε να αυτοβιογραφηθεί κι αν το ποίημα είναι ή δεν είναι ένα προσωπικό στριπτίζ, όπου όλα αποκαλύπτονται, ακόμη κι όσα οι ίδιοι θελήσαμε να κρατήσουμε κρυφά. Έχω την εντύπωση ότι η καλή ποίηση ξεκινά από την αυτοβιογραφία. Μπορεί και δεν πρέπει να καταλήγει ή να περιορίζεται εκεί. Όμως, ξεκινά από εκεί. Και σκαρώνει ένα παίγνιο με το άλλο. Και,  συχνά, το παίγνιον ήμαστε εμείς.

Όσοι προσέρχονται στην ποίηση οχυρωμένοι και ελάχιστα αθώοι, δεν μπορούν να γράψουν και μένουν στο μικρό, καλλιεπή μεν, αλλά αστάθμητο και ξεπερασμένο μέσο όρο. Για να πετάξει η ποίηση χρειάζεται εαυτός και, μάλιστα, τολμηρός. Όπως αυτός με τον οποίο η Μπανά περιέλουσε το βιβλίο της και, στη συνέχεια, του έδωσε φωτιά. Μια φωτιά που καίει και περνά σε όλους μας. Θέρμη και φωταψία μαζί, το αποτέλεσμά της. Και το αισθανόμαστε μόλις επικοινωνήσουμε με τα ποιήματά της.

Δώστε της, ναι δώστε της κι άλλο χρόνο ακόμη:  της χρειάζεται για να συνεχίσει να γράφει, να δώσει κι άλλα. Έχει τη διάθεση να αισθάνεται «ανάδελφη». Όμως, δεν πρέπει να μείνει ανάδελφη, τόσο αυτή, όσο και τα ποιήματά της.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top