Fractal

Μια «επιστροφή» χρόνια μετά

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

«Η καραβάνα στον βυθό της θάλασσας» του Πάολο Τσιάμπι, εκδόσεις Χρυσή Τομή και εκδόσεις ΑΩ

 

Μονόλογος για τα θύματα του ατμόπλοιου ORIA(12-2-1944) στο νησί του Πατρόκλου

[70 χρόνια μετά 4.000+ ψυχές στην επιφάνεια της μνήμης]

 

Ένα βιβλίο αφιερωμένο στην τραγική απώλεια των «άλλων», των «εχθρών», όπως αυτοί οι «άλλοι» κατασκευάστηκαν «εχθροί» από έναν πόλεμο που στάθηκε σκληρός για όλους – νικητές και ηττημένους. Αλλά και μια καταγραφή ενός γεγονότος που, χαμένο για πολλά χρόνια στη λήθη των λαών, περίμενε την ώρα του για να φέρει στο φως το δικό του δράμα. Στις 12 Φεβρουαρίου 1944, στην περιοχή του Σουνίου κοντά στο νησί του Πατρόκλου, συνέβη η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία της Μεσογείου. Το επιταγμένο από τους Γερμανούς Νορβηγικό ατμόπλοιο ORIA, που μετέφερε πάνω από 4000 Ιταλούς αιχμαλώτους από τη Λέρο και τη Ρόδο με προορισμό τον Πειραιά και από εκεί τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, προσάραξε κοντά στη νησίδα οδηγώντας στον θάνατο σχεδόν όλους τους επιβαίνοντες. Ένα τραγικό, ασύλληπτου μεγέθους, γεγονός που το σκέπαζε η σιωπή και η άγνοια.

Συχνά όμως αρκεί η ατομική πρωτοβουλία (η ανακάλυψη του ναυαγίου από τον δύτη Αριστοτέλη Ζερβούδη), και ένα εύρημα με την πολυσημία του για να κινητοποιηθεί η μνήμη και η ευαισθησία, κι έτσι να γίνει πλέον κτήμα της ανθρώπινης ιστορίας το συγκλονιστικό γεγονός.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου το τραγικό εύρημα βρίσκει τη θέση του. Μια καραβάνα με χαραγμένα πάνω της στα ιταλικά τα αρχικά Μ.D. και την ακόλουθη φράση:

Mama rtitornero, perche ti voglio bene

Μαμά, θα γυρίσω, γιατί σ’ αγαπώ.

Η καραβάνα ανήκε στον στρατιώτη Μενικάτσι Ντίνο, ένα από τα αγνοούμενα θύματα του ναυαγίου, από την πόλη Βαϊάνο. Ένας από όλους αυτούς τους νεαρούς στρατιώτες που αποτελούσαν τη φρουρά της Λέρου και της Ρόδου και αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς. Ένας απ’ αυτούς που δεν είχαν να ελπίσουν πλέον σε τίποτα παρά μόνο σε ένα γρήγορο τέλος του πολέμου, που θα τους επέτρεπε να γυρίσουν σώοι στην  πατρίδα. Αμφίβολη η ελπίδα, έτσι κι αλλιώς, αλλά και το απρόσμενο τέλος τους τόσο κοντά. Τα νούμερα, ψυχρά πάντοτε, μεταφέρουν το δράμα:

Το πλοίο μετέφερε 4.046 Ιταλούς στρατιώτες, αιχμάλωτους των Γερμανών, 50 Γερμανούς στρατιώτες και 5 Έλληνες, μέλη του πληρώματος. Σώθηκαν μόλις 12 Ιταλοί, 6 Γερμανοί και ένας Έλληνας.

Το βιβλίο (σύμπραξη των εκδόσεων Χρυσή Τομή και των Εκδόσεων ΑΩ) αποτελεί από μόνο του μνημείο (κατάθεση στη μνήμη) για τα θύματα του ναυαγίου και μια υπόμνηση ότι ο πόλεμος έχει απώλειες που δεν μετρώνται στο πεδίο της μάχης αλλά που (παρά το μέγεθός τους) καμιά φορά μένουν στη λήθη. Το βιβλίο αυτό αποτελείται από τρία μέρη:

 

Μέρος πρώτο:

Προλεγόμενα της ελληνικής έκδοσης (άρθρο του επιμελητή της έκδοσης Γιώργου Π. Ιατρού και άρθρο του Γιάννη Ράγκου με στοιχεία για την ιστορία του μοιραίου ατμόπλοιου).

 

Μέρος δεύτερο:

Τέσσερα άρθρα μεταφρασμένα από τα ιταλικά, που καταδεικνύουν τη μέριμνα από την πλευρά των Ιταλών για την αποκάλυψη της αλήθειας.

 

Μέρος τρίτο:

Το κατ’ εξοχήν βιβλίο, δηλαδή το κείμενο με τον τίτλο «Η καραβάνα στον βυθό της θάλασσας (μονόλογος)» του δημοσιογράφου και συγγραφέα Πάολο Τσιάμπι (η μετάφραση της Κατερίνας Κυρανάκου). Πρόκειται για ένα κείμενο γραμμένο με συγκίνηση, με συναίσθηση του μεγέθους του γεγονότος για το οποίο μιλάει, με ήθος πάνω απ’ όλα. Εκφράζει τον απόηχο όχι μόνο του γεγονότος (τόσα χρόνια μετά) αλλά και την ευθύνη του γράφοντος να καταθέσει τη δική του φωνή προκειμένου να μείνει ζωντανή η μνήμη των θυμάτων – υπευθυνότητα που δεν έδειξαν τότε που έπρεπε οι αρμόδιοι με κίνδυνο να ταφούν στη λήθη για δεύτερη φορά όσοι τάφηκαν πρόχειρα στην παραλία του Χάρακα, μέσα σ’ ένα χαντάκι-ομαδικό τάφο μήκους 10 και πλάτους 2 μέτρων. Μέσα από το όνομα του Ιταλού στρατιώτη ο Πάολο Τσιάμπι ανασυνθέτει την ιστορία των χιλιάδων συντρόφων του που χάθηκαν μαζί του. Γιατί καμιά φορά χρειάζεται να έχουν όνομα -έστω και ένα όλοι μαζί συμβολικά- προκειμένου να αποκτήσει πρόσωπο η ανώνυμη τραγωδία:

Τον χρειάζομαι, κόντρα στους ψεύτικους αριθμούς των καταστροφών, κόντρα στους αριθμούς που μας κυνηγούν, ένα μηδενικό πίσω από ένα άλλο. Πείτε μου, εσείς, πώς  μετριούνται πάνω από 4.000 ζωές; Σε τι αντιστοιχούν; Ψεύτικα νούμερα, αδιανόητα. Δεν υπάρχει ζωή που να μπορεί ν’ αθροιστεί με άλλες ζωές. Δεν αθροίζεται ό,τι είναι μοναδικό κι ανεπανάληπτο.

Γι’ αυτό τον χρειάζομαι, ένα όνομα στον κατάλογο των ονομάτων. Και που τελικά είναι ό,τι απομένει ή θα ’πρεπε ν’ απομένει μετά τις τραγωδίες ή τα εγκλήματα της ιστορίας.

 

Ένα όνομα, λοιπόν, ένα αντικείμενο, μια φράση υποσχετική. Η αφορμή για μια γραφή, ένα μονόλογο για τη θάλασσα του θανάτου. Αλλά και η ενοχή της σιωπής:

Δεν ενδιαφέρει αν ο κυβερνήτης έκανε ό,τι μπορούσε ή αν μπορούσε ν’ αποφευχθεί ο βράχος. Αλλά η σιωπή, όλη αυτή η σιωπή. Αυτή η σιωπή που ίσως εξυπηρετεί κάποιους, φοβάμαι πως ναι, αυτή η σιωπή που σίγουρα είναι ντροπή μας.

 

Έτσι λιτά και τόσο απλά ο Τσιάμπι καταθέτει το προσωπικό του ήθος με το κείμενό του. Και μαζί με τα υπόλοιπα (υποστηρικτικά) κείμενα του βιβλίου φέρνει στο προσκήνιο το γεγονός, τα πρόσωπα και την ιστορία τους. Τόσα χρόνια σιωπής, και τώρα αναφορές μνήμης, ανέγερση μνημείων. Είναι, άραγε, δικαίωση αυτή; Ο Τσιάμπι αναλογίζεται τον Ugo Foscolo και την ερώτηση των «Τάφων» του:

Στη σκιά των κυπαρισσιών και μέσα στις λάρνακες

που παρηγορούνται με το κλάμα, είναι ίσως

ο ύπνος του θανάτου λιγότερο σκληρός;

 

Paolo Ciampi

 

Τίποτα δεν παρηγορεί τις ψυχές που χάθηκαν. Αλλάζει όμως το τοπίο για μας τους υπόλοιπους. Δική μας είναι η διαχείριση της μνήμης·  βιβλία, όπως αυτό, βοηθούν να αναπαράγεται η εικόνα μέσα μας, με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας από μας να νιώθει το βάρος της. Όπως, για παράδειγμα, ο ποιητής Μιχάλης Μελετίου που αφιερώνει τον ποιητικό του στοχασμό στο γεγονός αυτό:

[…]

Και σήμερα, τις μέρες της παράνοιας,

ο Πάτροκλος αυτός συν τα πέριξ ακρογιάλια

που κάποτε μαρτύρησαν τον πόνο

και την αρρώστια του ανθρωπίνου γένους,

είναι μόνο προορισμός αναψυχής βουβός.

Τι κι αν ο παφλασμός του αιωνίου σε γαληνεύει.

Κρύβει παγίδες άπειρες ο παφλασμός. Συσκοτίζει…

 

Καμιά φορά, η φρίκη του παρελθόντος,

η μισητή αυτή ουρά της Λήθης,

σαν βλέπει το θέρος να εγγίζει,

καταδύεται στον Πάτροκλο

φτάνοντας μέχρι τον βυθό.

Καρφώνει εκεί το σάπιο βλέμμα της

σε κάτι καραβάνες χαραγμένες που αναμένουν

φορώντας ένα χαμόγελο αγαλλίασης.

 

Ξέρει ότι οι καιροί θα την ταΐσουν ξανά.

Καγχάζει αυτάρεσκα και πρόστυχα.

Οι κραυγές των σκοτωμένων

δεν έφτασαν ποτέ στ’ αυτιά των λουομένων…

 

(απόσπασμα από το ποίημα- αναφορά στο γεγονός «12-2-44» του Μιχάλη Μελετίου, Ένα κενό γεμάτο, εκδόσεις ΑΩ)

 

Το ξεχασμένο για πολλά χρόνια ναυάγιο θα βρίσκει τη θέση του στη μνήμη, κάθε φορά που κάποιος θα ευαισθητοποιείται και θα ανασύρει από τον «βυθό» κομμάτια κι αποσπάσματα της ιστορίας αυτής. Και ίσως τότε ο στρατιώτης με τα αρχικά M.D. (ο Ντίνο Μενικάτσι) να βρίσκει τον δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα. Κι ας μην υπάρχει πια κανείς να τον υποδεχθεί, αυτόν τον αγνοούμενο ενός πολέμου, γιατί όλο λειψές και ασαφείς πληροφορίες έπαιρνε για χρόνια και κάποτε απόκαμε να περιμένει. Το βιβλίο αυτό δεν είναι μόνο μια τεκμηριωμένη αφήγηση της τραγικής αυτής ιστορίας αλλά αποτελεί και ένα μνημείο «επιστροφής».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top