Fractal

Βαθιά συμβολική και αλληγορική ποίηση

Γράφει η Μαρία Πολίτου // *

 

Εύα Μοδινού, “Η ηλικία της πέτρας”, Γκοβόστης, 2017

 

«Η ηλικία της πέτρας» απροσδιόριστη. Ανθεκτική και διαχρονική, όπως η ποίηση και οι ποιητές εν γένει.

Η συλλογή  απαρτίζεται από πέντε ενότητες: Ι. Το ποτάμι ΙΙ. Ο έρωτας ΙΙΙ. Η πέτρα ΙV. H έλξη της βαρύτητας V. Ένα ελαφρύ βήμα. Τα τέσσερα πρώτα οικοδομήματα ανοίγουν με την ίδια πόρτα: «Πανσέληνος»( Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV). H τελευταία ενότητα κλείνει με αυτήν («Πανσέληνος V»), υπονοώντας το τέλος της διαδρομής, την κατάληξη:

 

Τόσο αίμα τόσος μόχθος

Μονάχα για μιαν ασημένια προσωπίδα

Σαν όψη φεγγαριού πάνω στο τραύμα

 

Και η σφυρηλατημένη χρυσοποίκιλτη ηχώ

βαθιά στη μνήμη[1]

 

Αρχιτέκτονας στο επάγγελμα η Εύα Μοδινού, αποτυπώνει αυτή την ιδιότητά της στη σύνθεση της συλλογής.

Ξεκινάει και τελειώνει με τα ποιήματα «Ποίηση Ι» και «Ποίηση ΙΙ» αντίστοιχα, κλείνοντας τα πάντα μέσα στον βάσανο ή βάλσαμο κλοιό της ποίησης, προβαίνοντας έτσι σε ένα προκαταβολικό σχόλιο-δήλωση για την σχέση της δημιουργού με την τέχνη της αλλά και της τελευταίας με τη ζωή:

 

Η Ποίηση […]

Γίνεται αρράγιστο ραβδί καθώς βαδίζεις

 στης ύπαρξης το μάγμα το ρευστό

Σκάβει του χρόνου τον κρατήρα

Ξεθάβει τα χνάρια του μεγάλου κυνηγού

Στην απεραντοσύνη ψηλαφεί

με αδιάσειστα στοιχεία τη ζωή

 

Προτείνει στη γυμνή ψυχή ένα σώμα∙

μια κιβωτό του ονείρου στη θέση εκείνου

του περιπαθούς του δοξασμένου που

 

Τώρα στο λίγο χώμα του χωνεύεται αργά-

λίπασμα μνήμης[2]

 

Το βιβλίο τούτο αφιερώνεται “σε αυτούς που φεύγουν «περίλυποι έως θανάτου» και σ’ εκείνους που μένουν….”, σε όλους εμάς δηλαδή. Περίλυποι, όπως ο Χριστός δηλώνει στους μαθητές του στο Κατά Ματθαίον 26, 38: προδομένος και απογοητευμένος από την αθλιότητα και την αχαριστία, κουβαλώντας τον Σταυρό της οδύνης όλου του κόσμου, πορευόμενος προς το σκότος του Άδη. Μετριάζει άραγε η θρησκευτική πίστη την απελπισία του ανθρώπου μπροστά στην αναπόφευκτη και ξαφνική έλευση του θανάτου, όταν ο ίδιος ο Θεάνθρωπος ορρωδεί μπροστά του;

 

Δεν μπορείς να ψηλαφήσεις το ακατάληπτο

 ούτε κι αν καείς στη φωτιά

 

Ο Θεός σε κοιτάζει μέσα από τη διαύγεια του Αιώνιου

 μα εσύ γυρεύεις μια εξήγηση να μην σε πληγώνει[3]

 

Από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα ακόμη, ο  Οβίδιος, ποιητής κι αυτός, δήλωνε: Est deus in nobis.  Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας την ποίηση της Εύας Μοδινού επιβεβαιώνω συνεχώς αυτή τη διαπίστωση, καθώς η ίδια βιώνει το Θαύμα της Ποίησης και το κάνει κοινωνήσιμο και στον αναγνώστη. «Ψηλαφεί το ακατάληπτο», αλλά για να το καταφέρει αυτό «καίγεται στη φωτιά».[4] Αν και τα ποιήματά της είναι προσεκτικά και επιμελώς διαρθρωμένα, αισθάνεται κανείς ότι η ποιήτρια βρίσκεται σε μια κατάσταση έκστασης, «ένθεης μανίας», θεοληψίας. Πρόκειται, κατά τον Frye, για το «ενορατικό λειτούργημα του ποιητή να ανακαλεί επί γης το θεό που εκπροσωπεί». Μια ποίηση αυθόρμητη, δραματική, βαθύτατα υπαρξιακή, που καταδύεται στα πιο βαθιά σκοτάδια για να βρει τον εαυτό, τον Άλλο τον πραγματικό, και να αναδυθεί ξανά – δύσκολος άθλος – στο ΦΩΣ.

 

Θέλει να ανακαλύψει την πραγματικότητα «από μιαν οπτική που να περιλαμβάνει όλο το χρόνο και το χώρο, σαν την οπτική ενός αγγέλου, που είναι τυφλός και κοιτάζει μέσα του», κατά τον Rilke.[5]

Η ποίηση της Εύας Μοδινού είναι αρχετυπική. Με τον όρο «αρχέτυπο» εννοούμε την «τυπική ή επαναλαμβανόμενη εικόνα», «το σύμβολο που συνδέει το ένα ποίημα με το άλλο και μας βοηθά, έτσι, να ενοποιήσουμε και να συγκροτήσουμε τη λογοτεχνική μας εμπειρία. Έτσι, το νερό, η φωτιά, το φίδι, τα πουλιά, τα σπασμένα φτερά, το χώμα, το φεγγάρι, το φως και το σκοτάδι αποτελούν σύμβολα-αρχέτυπα που λειτουργούν κι εδώ ως «συνειρμικά συμπλέγματα», χωρίς ωστόσο να υπάρχει κανένας υποχρεωτικός συνειρμός. Υπάρχουν μοτίβα, όπως τα παραπάνω, στην ποίηση της Εύας Μοδινού που είναι σταθερά και επαναλαμβάνονται παραλλαγμένα, δίνοντας στο έργο της μια δική της ξεχωριστή τονικότητα, που την κάνει αναγνωρίσιμη.  Κάθε ποιητής, άλλωστε, έχει το δικό του χαρακτηριστικό φάσμα εικονισμού. Όσο πιο οργανικά δεμένα είναι αυτά τα μοτίβα με το σώμα των ποιημάτων, τόσο πιο διαυγής και ξεκάθαρη συνίσταται η ποιητική ταυτότητα.

 

Θα παραθέσω  ένα απόσπασμα από το βιβλίο Ανατομία της κριτικής του Northrop Frye:

 

Στην αρχετυπική φάση το ποίημα μιμείται τη φύση όχι σα δομή ή ως σύστημα, αλλά σαν κυκλική διαδικασία. Οι τελετουργίες συσπειρώνονται γύρω από την κυκλική κίνηση του ήλιου, της σελήνης, των εποχών και της ανθρώπινης ζωής. Κάθε κρίσιμη περιοδικότητα της εμπειρίας (η αυγή, το ηλιοβασίλεμα, οι φάσεις της σελήνης, η σπορά, η συγκομιδή, οι ισημερίες και τα ηλιοστάσια, η γέννηση, η μύηση, ο γάμος, ο θάνατος) συνδέεται με μια τελετουργία.[…] [6]

 

Στο «Τραγούδι του Νάρκισσου» αισθητοποιείται η κυκλική τροχιά της ζωής, το αέναο κύλισμα του χρόνου, η αδιάκοπη εναλλαγή των εποχών στον ανθρώπινο βίο από την άνοιξη και το καλοκαίρι του σώματος και της ψυχής προς το φθινόπωρο και τον ανελέητο  χειμώνα. Έρχεται και παρέρχεται ο άνθρωπος, «σκιάς  όναρ»:

 

Στο είδωλό μου μέσα χρυσόψαρα κυλούν

χωρίς να με κοιτούν διασχίζουν την ψυχή μου

μα δεν βλέπουν

 

Κι εγώ στο θαυμαστό μωσαϊκό των ανακλάσεων

Ξεχνώ πως είμαι ένα ποτάμι σκοτεινό

Το βάρος τ’ ουρανού πάνω μου λησμονώ

 τα λέπια τα θαμβωτικά του χρόνου μου

 

Αιώνες έπειτα θα ’ρθεί εδώ που καθρεφτίζομαι

ένα παιδί θα δει κι αυτό στο είδωλό του ψάρια

χρυσά να κολυμπούν χωρίς να το κοιτούν

 

Ο δρόμος του σπαρμένος άστρα θα είναι αρχικά

μα έπειτα ίσως γίνει κι αυτό ένα ποτάμι σκοτεινό[7]

 

 

Στο κέντρο όλων τούτων των επαναλήψεων, [συνεχίζει ο Frye], ωστόσο, βρίσκεται ο κεντρικός επαναλαμβανόμενος κύκλος του ύπνου και της εγρήγορσης, η καθημερινή απογοήτευση του εγώ, η νυχτερινή αφύπνιση ενός τιτάνιου υποσυνείδητου.[…][8]

 

  Η ποιήτρια «τις νύχτες διψασμένη για ζωή και για θάνατο» παλεύει να βρει «ποια είναι» και καταλήγει:

 

Δεν είμαι ούτε παιδί ούτε νέα ούτε γριά

‘Έχω την ηλικία της πέτρας

 

Μη μπορώντας να αντισταθεί στην «έλξη της βαρύτητας» που την έλκει προς το σκοτεινά βάθη, καταδύεται για να βρει «τις συντεταγμένες της αβύσσου» ή για ελευθερώσει «τη βία των αισθήσεων- τα φιμωμένα ορμέμφυτα», παρασυρμένη ίσως από τον «αρχαίο όφιν», και ανακαλύπτει ότι  «ο βασιλιάς των Τρόμων δεν είναι παρά το άδειο πρόσωπο του χρόνου-το Κενό». «Μέσα σου συναντάς τον άγνωστο Άλλον» κι ακόμη κι ο Μάκμπεθ μετανιώνει για τη γνωριμία μαζί του, καθώς «Αυτό που υπάρχει μέσα σου μπορεί/ να σε κατασπαράξει ξαφνικά να γίνει/Εσύ». «Κι η μανία της επιθυμίας είναι μια μέγγενη».[9]

 

Εύα Μοδινού

 

Και η ποίηση, όμως, ως τμήμα της συνολικής ανθρώπινης μίμησης της φύσης, υποκινείται από την επιθυμία και της δίνει μορφή έκφρασης, ένα ρούχο να ντυθεί, να γίνει ορατή, να αισθητοποιηθεί. Προσδιορίζει όμως και τα εμπόδια προς την εκπλήρωση της επιθυμίας. «Παράλληλη διαλεκτική υπάρχει και στο όνειρο, αφού από τη μια έχουμε το όνειρο του ευσεβούς πόθου κι από την άλλη την αγωνία ή τον εφιάλτη της αποστροφής».[10]

Όνειρα ή εφιάλτες, ευσεβείς πόθοι ή ανεκπλήρωτες επιθυμίες είναι και τα ποιήματα της Εύας Μοδινού. Βλέπουμε μέσα τους ένα μίγμα φανερού και κρυφού περιεχομένου. Το φανερό είναι οι λέξεις με την πρώτη τους έννοια, η μορφή, η αρχιτεκτονική∙ το κρυφό είναι το πραγματικό περιεχόμενο του ποιήματος, η σκέψη, οι ιδέες, «η διάνοια». Ο προσωπικός συμβολισμός ανάγεται σε καθολικό, οι ατομικές υπαρξιακές αγωνίες και τα αναπάντητα ερωτήματα κοινωνούνται στον αγνό στην ψυχή και αφοσιωμένο στην τέχνη της ποιήσεως αναγνώστη μέσω της μεταφοράς και των αποκαλυψιακών εικόνων που η ποιήτρια ζωγραφίζει με το μολύβι της. Η πολυπλοκότητα συχνά των ονειρικών, άλλοτε γήινων άλλοτε υπερβατικών εικόνων, δεν έχει στόχο να μεταμφιέσει το μύθο, αλλά να μας τον αποκαλύψει. Γιατί πώς να αποκαλυφθεί η αλήθεια της ύπαρξης γυμνή; Υπάρχει ανάγκη για λόγο μεταφορικό, μεταφυσικό, πνευματικό, οικείο στη βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας αλλά και όλου του ανθρώπινου γένους για το μυστήριο της ζωής, για την εξοικείωση με το άπειρο, με το Κενό:

 

«Το Κενό»

 

Ακροβατούσαμε στο χαρμόσυνο φως

πάνω σε δίχτυα κόκκινα σμαράγδινα νερά

 και φτιάχναμε μικρές φωλιές μες στ’ αρμυρίκια

για τα τζιτζίκια που ενορχήστρωναν τον ήλιο

 

Οι φωνές μας γυαλιστερές στο ακρόγκρεμνο

λαμποκοπούσαν ξενερίζοντας μάχες όρκους φιλιά

 

Δεν γνωρίζαμε τίποτα για την υψικάμινο του Χάρου

 

Ώσπου βράδιασε∙ ένα φεγγάρι ολόγιομο υψώθηκε

σαν Χίμαιρα ασημοκάρφωτη στην ερημιά[11]

 

Πρωταρχικό ρόλο στην ποίηση της Εύας Μοδινού, λοιπόν, έχει η «διάνοια», η ιδέα, η ποιητική σκέψη: τι θέλει να μας πει ο ποιητής; Βαθιά συμβολική και αλληγορική η ποίηση στην «Ηλικία της πέτρας» προσπαθεί να συλλάβει την άχρονη πορεία του ανθρώπου μέσα στις απειροελάχιστες εκλάμψεις των ποιητικών στιγμών.  Ο άνθρωπος δεσμώτης της μνήμης και του πεπρωμένου του.

Η άμεση δήλωση αποφεύγεται, ακολουθώντας τον Mallarme και άλλους συμβολιστές, ενώ μια συναστρία εικόνων οδηγεί σε υποθετικές πάντα λογοτεχνικές προσεγγίσεις. Ο νους και οι αισθήσεις παραδίνονται στην απαράμιλλη ζωγραφική της πένας της, που συγκινεί με στίχους φιλοσοφικού λυρισμού και  ευαισθησίας:

 

«Οφηλία»

 

Οι καλαμιές στον άνεμο λικνίζονται

φορτωμένες ψυχές τα χαράματα

Πάχνη των θρήνων τις σκεπάζει

το αιώνιο γιατί των θυμάτων

η στερνή κραυγή σαν στιγμή καρφωμένη

Και πώς να την ξεκαρφώσω από τα σπλάχνα

αυτό το ηλιόλουστο πρωινό;

 

Στα μαλλιά της Οφηλίας μικρά πουλιά

τραγουδούν ακόμη κι εκείνη στολισμένη

ρείκια πορτοκαλάνθια ασφοδίλια ταξιδεύει

στο ποτάμι τη σιωπηλή της έκσταση[12]

 

 

Ο έρωτας και ο θάνατος, κομβικά σημεία της ανθρώπινης ύπαρξης, συμπλέκονται αξεδιάλυτα σε όλο το εύρος της συλλογής και κυρίως στη δεύτερη ενότητα, όπου αποτελούν το βασικό θέμα. Από την αρχή ακόμη, από το εισαγωγικό ποίημα της ενότητας (Πανσέληνος ΙΙ), προμηνύεται το σφιχταγκάλιασμά τους, καθώς «η σκοτεινιά» «στ’ αρμυρίκι»

 

Στα μεσιανά κλαριά

κρεμά τους όρκους τ’ άσπρα στέφανα

του έρωτα τα πανώρια τα φτερά

 

Στο πιο ψηλό κλαδί  κρεμά

το αυγουστιάτικο φεγγάρι

κόκκινο κόκκινο σαν αίμα∙

 

της κρεμασμένης τ’ όνειρο

 

Η «κρεμασμένη» επανέρχεται ξανά σε επόμενα ποιήματα της συλλογής και μας θυμίζει την «Κρεμασμένη» (1984) της Ζέφης Δαράκη

 

Και το κεφάλι της στο πλάι

Και τα μαλλιά της νωπά από τη νύχτα

 να τα φυσάει το φεγγάρι

Τόσο διψούσαν ακόμη για ζωή

 

 

και την κρεμασμένη Αντέλα «Στο σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα.

 

Ακολουθεί με φυσική συνέπεια «Το τραγούδι της νύφης»,[13]  όπου με ιδιαίτερη δραματικότητα και θεατρικότητα, αξιοποιείται μορφικά η δημοτική μας παράδοση, για να ακούσουμε από το στόμα της νεκρής την τραγικότητά μας. Σαν όραμα, σαν όνειρο, η αφηγήτρια καλεί τη νύφη να γυρίσει πίσω στον κόσμο των ζωντανών:

 

΄-Έλα καλή, έλα χρυσή στο σπίτι στη γενιά σου

 στον ποταμό έλα να λουστείς τ’ αστέρια να φορέσεις

να σε γνωρίσει η μάνα σου κι η ακριβή σου αγάπη

 

-Σύρε να πεις στη μάνα μου πως διακονώ τον Χάρο

Στο χώμα στρώνω τα προικιά το νυφικό κρεβάτι

Κάθε που’ ναι Πανσέληνος το παγωμένο ασήμι

Με λούζει και χτενίζει με ξεπλέκει τα μαλλιά μου

 

Και αποκαλύπτει, ως σκιά πια που δεν της προσφέρονται χοές, «αίμα κελαινεφές», για να πιει, ότι η ανελέητη και αναπόδραστη μοίρα που μας περιμένει είναι η έλευση της απόλυτης λήθης και της πέτρινης σιωπής:

 

Ούτε καθρέφτη έχουν οι σκιές να θυμηθούνε

την ομορφιά τους πού ’λαμπε στα νιάτα στην αγάπη

Της πέτρας της σιωπής φορούν μονάχα και διαβαίνουν

Φύλλα ξερά στον ποταμό τυφλά πουλιά του ανέμου

 

Στο σημείο αυτό – με αφορμή την κρεμασμένη νύφη – θα κάνω μια παρέκβαση, παρατηρώντας ότι η ποιήτριά μας έχει δεχτεί πολύτροπα δημιουργική επίδραση από το έργο του Ισπανού ποιητή, Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Οι δυνάμεις της φύσης και ο διάχυτος μυστικισμός, οι εξαίσιες ποιητικές εικόνες, ρεαλιστικές, συμβολιστικές και ενίοτε υπερρεαλιστικές, η σύνθεση του επικού με το λυρικό, ο έρωτας κι ο θάνατος στο φεγγαρόφωτο, αλλά και η αριστοτεχνική χρήση της γλώσσας είναι στοιχεία που σχεδόν δεν μας αφήνουν καμιά αμφιβολία για την μύησή της στον αγνό αλλά και παθιασμένο κόσμο του αδικοχαμένου ποιητή.

Σημειώνω επίσης ότι, και κατά τον Northrop Frye, είναι πλάνη και αλαζονεία να δεχτούμε την κριτική αντίληψη που συγχέει την πρωτοτυπία με τη δημιουργία ex nihilo, καθώς κάθε νέο ποίημα φέρνει στο φως κάτι που ήταν ήδη κρυμμένο στη λεκτική τάξη. Η ποίηση πλάθεται από άλλα ποιήματα, τα μυθιστορήματα από άλλα μυθιστορήματα. Απλά ο ποιητής που πρωτοτυπεί μιμείται βαθύτερα από αυτόν που απλά μιμείται. Αυτό έκανε και ο μεγάλος Eliot, ο Pound και άλλοι ποιητές∙ αυτό επιτυγχάνει και η  Εύα Μοδινού, καθώς ενσωματώνει και αφομοιώνει στο έργο της ποικίλες επιδράσεις από τα διαβάσματά της, ξεκινώντας από την αρχαιοελληνική γραμματεία και τα θρησκευτικά μας κείμενα και φτάνοντας ως τη σύγχρονη ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία.

Ξαναγυρνώντας στον έρωτα, αυτός με μάτια «εξαίσια πράσινα σφαγμένου παγωνιού», ήτανε «χείμαρρος φωτιάς και τώρα μνήμη νωθρή χρόνο το χρόνο ξεθωριάζει», «σύρθηκε στο χώμα μόνο και μόνο για να ανακαλύψει το χνάρι ενός ταριχευμένου χαδιού», «έχασε ως και τον εαυτό του», χωρίς να μπορέσει «να δει τον βυθό της ψυχής του» και κατέληξε σαν το κυπαρίσσι, «μια οξυκόρυφη σιωπή στον ουρανό»[14].

Και η αγάπη; Τι γίνεται με την αγάπη;  Η ποιήτρια μας παροτρύνει οπωσδήποτε να μην την διώχνουμε, όπως και να τη συναντάμε. Άλλοτε είναι «η τραγουδιστή ανάσα που κεντά μια χίμαιρα στον φλόκο της ψυχής», άλλοτε «λευκή αστραπή στα μαύρα βράχια», μα «Για  να γίνει αγάπη πρέπει πρώτα να θρυμματιστεί από τη φυγόκεντρο της ορμής της» κι «ίσως τότε να επιστέψει στην ξερή κοίτη της καρδιάς το ποτάμι».

 

Η αγάπη είναι μέσα στην καρδιά μας, όπως και η ποίηση∙ κι είναι, καθώς φαίνεται μόνο αυτή η ελπίδα:

 

«Ένα ελαφρύ βήμα»

 

[…] Μήπως είναι Εκείνος;

 

Η αγάπη σαν ένας Άγγελος με μεγάλα φτερά

είναι πολύ μακριά πολύ κοντά∙ ίσως μέσα μας

 

Όπως και ο θάνατος∙

αυτή η γύμνια της ψυχής πριν την Ανάσταση[15]

  

 

 

* Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Εύας Μοδινού στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης στις 14 Μαΐου 2017.

 

_____________________

[1] Εύα Μοδινού, Η ηλικία της πέτρας, εκδ. ΓΚΟΒΟΣΤΗ, 2017, σελ. 92.

[2] ό.π. Εύα Μοδινού, σελ. 98.

[3]  ό.π., σελ. 88.

[4] ό.π.

[5] Northrop Frye, H ανατομία της κριτικής, Τέσσερα δοκίμια, Αθήνα, Gutenberg, 1996, σελ. 117.

[6] ό.π, Frye, σελ.99.

[7] ό.π., Μοδινού, σελ.29.

[8] ό.π. Frye, σελ. 99.

[9] ό.π., σελ.72-76.

[10] ό.π., σελ. 100.

[11] ό.π., Μοδινού, σελ. 16.

[12] ό.π., σελ. 32.

[13] ό.π, σελ.38-39.

[14] ό.π., σελ. 42/46.

[15] ό.π., σελ. 89.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top