Fractal

Το μπονζάι που ανθεί

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Η ιδιωτική ζωή των δέντρων» του Αλεχάντρο Σάμπρα, μτφ: Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 96, Εκδ. Ίκαρος

 

Στην πρώτη μυθοπλαστική του απόπειρα, ο Αλεχάντρο Σάμπρα φανέρωσε μια ιδιαίτερη ζέση για τις διηγήσεις βραχείας διάρκειας, αλλά μακράς πνοής. Το «Μπονζάι» (εκδ. Πατάκης) ήταν αυτό που δήλωνε και κάτι παραπάνω. Μια ολιγοσέλιδη νουβέλα, μια σπείρα, ένα ανάπτυγμα. Εντέλει, ένα πρωτοποριακό εγχείρημα όπου από τις πρώτες γραμμές γνωρίζουμε το τέλος του. Έτσι που η κατακλείδα του, ως άλλος ουροβόρος όφις, μασάει την αρχή της. Τυπικά πρόκειται για μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο φοιτητές, τον Χούλιο και την Εμίλια. Μόνο που από την πρώτη παράγραφο η Εμίλια πεθαίνει και ο Χούλιο παλεύει να μετεγγράψει μια νουβέλα που έχει τον δηλωτικό τίτλο «Μπονζάι». Φαίνεται πως τούτη η λεπταίσθητη μικρογραφία δέντρου, όπως ακριβώς είναι ένα μπονζάι, λειτουργεί στον Σάμπρα ως σύμβολο. Στην «Ιδιωτική ζωή των δέντρων», επανέρχεται η εικόνα του μικροσκοπικού φυτού λαμβάνοντας οργανική θέση στην αφήγηση μιας ακόμη νουβέλας που διατηρεί τη δυαδικότητα του χαρακτήρα της: είναι πεζό που έχει ποιητικά στοιχεία ή ποίηση που χρησιμοποιεί τις τεχνικές ανάπτυξης ενός πεζογραφήματος. Εξαρχής δηλωμένο: δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν ακόμα ατυχή προσπάθεια πεζολογίας, αλλά με μια δραστική πρόθεση του συγγραφέα να μιλήσει τόσο για τα πρόσωπα του κειμένου, αλλά και για την εντελή πράξη της γραφής. Η γραμμή που χωρίζει τον ρεαλισμό από τη λογοτεχνία είναι λεπτή και όχι πάντα ευδιάκριτη.

Στην «Ιδιωτική ζωή των δέντρων», ο Χουλιάν (μια άλλη εκδοχή του ίδιου ονόματος) σκαρώνει ιστορίες για να κοιμηθεί η θετή του κόρη, Ντανιέλα. Όταν τελικά κοιμάται, έρχεται η στιγμή να φτιάξει τις δικές του εμπύρετες ιστορίες στις οποίες το παρελθόν παίζει καθοριστικό ρόλο. Μα, μήπως και το παρόν δεν έχει μια δεσμευτική παρουσία στη ζωή του; Η γυναίκα του, Βερόνικα, δεν έχει επιστρέψει ακόμη σπίτι με αποτέλεσμα να βάζει διάφορά στο μυαλό του. Έμεινε από λάστιχο; Παραδόθηκε σε άλλον άνδρα; Τι θα συμβεί αν τελικά δεν επιστρέψει; Ο καθηγητής Λογοτεχνίας (αυτό είναι το επάγγελμά του) ταξιδεύει μέσα στο χρόνο δημιουργώντας μια νέα ιστορία, ενώ παράλληλα, κάθε Κυριακή –και μόνο τότε-, αποπειράται να γράψει ένα βιβλίο που ποτέ δεν ολοκληρώνεται, αλλά και που αρνείται να παρατήσει. Οι 98 σελίδες της νουβέλας έχουν τη διάρκεια ενός ταραγμένου απογεύματος, όμως, ας μην ρωτήσει κανείς αν αυτό είναι ταγμένο στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον. Ο μυθιστορηματικός χρόνος στον Σάμπρα έχει την υφή υδραργύρου. Ρέει ανεμπόδιστος, όπως το μυαλό του Χουλιάν που δεν περιορίζεται στο πώς γνώρισε την Βερόνικα (η μια παραγγελία τούρτας έφερε την άλλη και τελικά ενώθηκαν), αλλά φτάνει μέχρι την προηγούμενη ατυχή σχέση του με την Kάρλα, η οποία με τη σειρά της τον εγκατέλειψε για να αναζητήσει μια άλλη γυναίκα (η μητέρα της;).

 

Alejandro Zambra

 

Εν μέσω απουσιών και παραμυθίας, ο Χουλιάν αναζητεί τον δικό του εαυτό και τη σχέση του με τον χρόνο, τη μνήμη και τη δημιουργικότητα. Μα, αυτός φαίνεται να είναι και ο τρόπος που έγραψε τη νουβέλα ο Σάμπρα. Σαν ένα είδος «μετά-αφήγησης» όπου ο ήρωας-συγγραφέας προσπαθεί να γράψει τη δική του νουβέλα και αφήνει να εννοηθεί ότι αυτό που διαβάζει ο αναγνώστης είναι δικό του δημιούργημα και όχι του συγγραφέα, του Σάμπρα, που τον έπλασε. Ακόμη κι αυτή η νουβέλα, ως άλλη σχεδία, πλέει στο μέλλον όταν ο 20χρονη πλέον Ντανιέλα θα φτιάξει τη δική της ζωή και παρεμπιπτόντως θα διαβάσει το βιβλίο του θετού πατέρα της. Όλα τελούν υπό την αίρεση του αδιαίρετου χρόνου και της σχέσης ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα. Όταν τον παράτησε η προηγούμενη γυναίκα του, ο Χουλιάν άφησε το μπονζάι που είχε στο σπίτι να μαραθεί. Τώρα, στην απευκταία περίπτωση να μην γυρίσει ποτέ η Βερόνικα, θα πρέπει να διατηρήσει τους χυμούς της θετής του κόρης και να την βοηθήσει να ανθίσει.  Ωστόσο, δεν είναι ούτε η ευθύνη της πατρότητας που κυριαρχεί στη νουβέλα – παρά τον ισχυρό δεσμό ανάμεσα στον Χουλιάν και την Ντανιέλα. Δεν είναι καν οι κυματισμοί των σχέσεων που άλλοτε βυθίζονται από μεγαλύτερα κύματα κι άλλοτε φτάνουν ως την άκρη της ακτής και ρουφιούνται από την άμμο. Αυτό που φαίνεται να κινητοποιεί τα βιβλία του Σάμπρα είναι η εδραία πίστη του στην αφήγηση, στο ξεδίπλωμα των ιστοριών. Κάθε λέξη έχει, όντως, τη στίλβη της ακτίνας ποδηλάτου. Εμπεριέχει ένα προχώρημα μακριά από τη φθορά, την απουσία, την απώλεια. Στους «Τρόπους να γυρίζεις σπίτι», ο μικρός πρωταγωνιστής ψάχνει πώς θα γυρίσει στην οικογενειακή εστία, στο «Μπονζάι» έχουμε την απώλεια του ενός μέλους της σχέσης, στην «Ιδιωτική ζωή των δέντρων» το ανθρώπινο κενό καλύπτεται από τη μυθοπλασία, το παραμύθι, την κειμενική ανάγνωση της καθημερινότητας. Ο Σάμπρα είναι κάτι ιερουργός. Η ποιητική του σκευή είναι προφανής, άλλωστε στο ενεργητικό του έχει και ποιητικές συλλογές. Ωστόσο, πέραν της φόρμας (ποίηση ή πεζογραφία) αυτό που τον φλέγει ως δημιουργό είναι η σχέση εξάρτησης (ή αλληλεξάρτησης) της πραγματικής πραγματικότητας με το μυθοπλαστικό της ντύμα (ή το ανάποδο). Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη είναι επαινετή για έναν (ακόμη) καίριο ρόλο. Αν και δεν είναι ποιητής (όπως δηλώνει ο ίδιος), δεν έχει αφήσει ανεκμετάλλευτο ούτε ψίχουλο ποιητικότητας να πέσει από το τραπέζι. Το αποτέλεσμα είναι μια φαντασμαγορία.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top