Fractal

Ολοκληρώνοντας τ’ ανολοκλήρωτα  

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

   

«Η γυναίκα στη σκάλα», Bernhard Schlink, Μετάφραση: Α. Στραγαλινός, εκδ. Κριτική

 

«Οι μεγάλες ήττες που έρχονται νωρίς, επηρεάζουν την πορεία της ζωής μας. Οι μικρές, αντιθέτως, μπορεί να μη μας αλλάζουν, αλλά μας κατατρέχουν, μας ταλαιπωρούν σαν μικρές ακίδες που δεν φεύγουν ποτέ».

 

«Πιθανώς θα πρέπει να κρατάμε το στόμα μας κλειστό όταν το ”σ’ αγαπώ ” ακούγεται λάθος».Πότε συνειδητοποιεί κανείς ότι ακόμη δεν είναι αργά για μία αναθεώρηση της μέχρι κάποιου σημείου ζωής του; Αξίζει μία ζωή χωρίς πάθος, πάθος για μια ιδέα, πάθος για τον έρωτα, πάθος για ανατροπή  βεβαιοτήτων ενός τακτικού, αποστειρωμένου, ”πετυχημένου”, χωρίς βαθιά ενσυναίσθηση modus vivendi; Πότε και γιατί αποφασίζει κανείς να πατήσει το τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας της ζωής, σταθεροποιώντας το μετέωρο βήμα του; Τι είναι κανείς για τους άλλους, ένας ρόλος για ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών τους; Αξίζει να ζεις, έτσι, με κάποιον, όταν θέλεις να ανήκεις και να σου ανήκουν ολοκληρωτικά;

Αυτά τα ερωτήματα, με υποβόσκον υπόβαθρο την ενοχή της πατρίδας του,  πραγματεύεται μεταξύ άλλων στο βιβλίο του ο Γερμανός συγγραφέας Μπέρνχαρντ Σλινκ «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗ ΣΚΑΛΑ», με γραφή απλή, κατανοητή, χωρίς να της λείπει το βάθος. Η ιστορία του ξετυλίγεται σε μικρά, κοφτά κεφάλαια και σε τρία μέρη ”ενηλικίωσης” των ηρώων.

Τον είχαμε γνωρίσει με το έξοχο, πολύ γνωστό έργο του «Διαβάζοντας τη Χάννα», που είχε συγκινήσει πολλούς αναγνώστες και στη συνέχεια εκατομμύρια θεατές, στην ομολογουμένως εξαιρετική κινηματογραφική απόδοσή του.

Οι ήρωές των δύο έργων του έχουν αρκετές συμπεριφορικές ομοιότητες, λες ο συγγραφέας επαναλαμβάνει τον εαυτό του σε διάφορες εκδοχές και πάντα με αγάπη προς τη γυναίκα.

Κατά τον ίδιο, η έμπνευσή του εκπορεύεται από έναν πίνακα του Γκέρχαρτ Ρίχτερ ”Έμα – Γυμνό στη σκάλα”. Ο ζωγράφος ήρωάς του Καρλ Σβιντ είναι πρόσωπο μυθοπλασίας, όπως και ο πίνακας της Ιρένε.

Η ιστορία του εκτυλίσσεται στην Αυστραλία, όταν ο ένας διαπρεπής Γερμανός δικηγόρος, μεταβαίνει εκεί για διευθέτηση εξαγοράς – συγχώνευσης επιχειρήσεων.

Κατά τη διαμονή του στο Σύδνευ επισκέπτεται ένα μουσείο, όπου εκτίθεται ο πίνακας του Καρλ Σβιντ ”Η Γυναίκα στη σκάλα”, που αναπαριστά την Ιρένε στα νιάτα της, γυναίκα του εκατομμυριούχου Γκούντλαχ και ερωμένη του ζωγράφου. Ο πίνακας ανήκε στον σύζυγο, που προδομένος από την Ιρένε, του προκαλούσε φθορές, με αποτέλεσμα να απασχολεί τον ζωγράφο για την συνεχή αποκατάστασή τους. Ο ζωγράφος με βάση κάποιους νόμους σχετικούς με την ιδιοκτησία εικαστικών έργων, ζητά την συνδρομή του δικηγόρου, που επισκέπτεται μαζί με την Ιρένε, για επανάκτηση του έργου του.

Η Ιρένε αντιλαμβάνεται ότι και για τους δύο άντρες δεν είναι παρά ένας ρόλος. Για τον σύζυγο το τρόπαιό του και για τον εραστή της η μούσα.

«Θέλω να ξέρω τι έμεινε απ’ όλα αυτά. Και εντέλει έπειτα από τόσα χρόνια… τι σήμαινα εγώ γι’ αυτούς. Ήμουν μόνο τρόπαιο και μούσα; Τι σήμαιναν αυτοί για μένα; Νομίζω ότι αγάπησα εκείνο το απόλυτο μέσα τους, εκείνο το ”άνευ όρων” το πως ο Πέτερ χωρίς κανέναν δισταγμό γινόταν όλο και πλουσιότερος, όλο και ισχυρότερος, το πώς ο Καρλ πάσχιζε να ζωγραφίσει τον τέλειο πίνακα. Ήταν δυο παθιασμένοι άντρες κι εγώ έψαχνα κάποιον που θα του ανήκα ολοκληρωτικά».

Όταν αντιλαμβάνεται ότι ο δικηγόρος την έχει ερωτευθεί, και ότι γι’ αυτόν θα παίζει τον ρόλο της πριγκιπέσσας του, τον βάζει μέσα στο πλάνο της, για ν’ απαλλαγεί από όλους παίρνοντας μαζί της τον πίνακα.

Τα ίχνη της εξαφανίζονται από την Ανατολική πλευρά του Βερολίνου, με το πέσιμο του τείχους. Μένει μόνο μία θολή εικόνα της ως τρομοκράτισσας με σκυμμένο πρόσωπο, γυαλιά ηλίου και βαμμένα μαλλιά. Ο αφηγητής – δικηγόρος μένει με την αίσθηση του ανολοκλήρωτου έρωτα, μια ήττα στην πολύ τακτοποιημένη ζωή του, παρά την απώλεια από δυστύχημα της γυναίκας του. Τα τρία παιδιά του ζουν στην Αγγλία.

Καθώς περιεργάζεται τον πίνακα στο μουσείο του Σύδνευ, ζωντανεύει η παλιά του επιθυμία για την Ιρένε.

«Ένιωθα πως θα γινόμουν πάλι εκείνος ο άντρας  που ήμουν παλιά, αν καθόμουν δίπλα της πάλι σε ένα παγκάκι.

 Αυτό συμβαίνει με τις ιστορίες που μένουν ανολοκλήρωτες; Αλλά οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ, αν εμείς δεν γράψουμε τον επίλογό τους», γι’ αυτό αποφασίζει να την αναζητήσει. Την βρίσκει γερασμένη και άρρωστη σε μια απομονωμένη ακτή κοντά στο Ροκ Χάρμπορ, έξω από το Σύδνευ, όπου αφιέρωσε τη ζωή της στην περίθαλψη νέων παιδιών χωρίς οικογένεια, με διάφορες εξαρτήσεις.

Προσπαθώντας ο αφηγητής αρχικά να αμυνθεί για τον τρόπο της μέχρι τότε ζωής του διατείνεται:

«Δεν χρωστάω τίποτα σε κανέναν. Δεν οφείλω ευγνωμοσύνη σε κανέναν. Αν πάρω κάτι, το ξεπληρώνω. Αν κάποιος μου φερθεί με γενναιοδωρία, του το ανταποδίδω διπλά και τριπλά. Μπορώ να ισχυρισθώ πως οι σχέσεις μου με τους φίλους και τους γνωστούς μου είναι απολύτως ισότιμες. Στον επαγγελματικό τομέα τα πράγματα είναι αλλιώς. Η  επιτυχία δεν οφείλεται στη γενναιοδωρία των άλλων, αλλά στην προσωπική αξιοσύνη».

Και όμως γιατί νιώθει ότι  κάποιες αβελτηρίες ουσιαστικής συμμετοχής, κάποιες προφάσεις για αποχή από τα βάσανα του άλλου, γίνονται μικρές ακίδες που  πληγώνουν και δεν καταφέρνει η βελόνα της συνείδησης να ανασκαλέψει και να τις βγάλει έξω από την ψυχή του;

Δικαιοσύνη και αδικία υπάρχουν και στις συγχωνεύσεις -εξαγορές επιχειρήσεων, επιμένει, καθώς η Ιρένε τον θέτει μπροστά στο ερώτημα :

«Ποτέ δεν ονειρεύτηκες κάτι παραπάνω από αυτό; Δικαιοσύνη για όσους τους εκμεταλλεύονται, για τους ταπεινωμένους; Πες ότι δεν ήσουν πάντα έτσι!»

Η πίστη στην μέχρι τότε ζωή του κλονίζεται.

«Από το παρελθόν δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τίποτα πια. Αυτό το’ χω αποδεχθεί προ πολλού.»

Έχει όμως αποφασίσει ότι μπορεί να διαχειριστεί αλλιώς τη ζωή του κοντά της. Η αφοσίωση, η αγάπη, η ενσυναίσθηση τον κυριεύουν.

Ωστόσο, ο πίνακας αποτελεί τελικά πόλο έλξης για τους άλλους δύο επίδοξους ιδιοκτήτες. Γκούντλαχ και Σβιντ καταφθάνουν στην ακτή. Ήταν η ίδια η Ιρένε που ήθελε να τους δει μια τελευταία φορά, να ξεκαθαρίσει μέσα της τι ένιωσε γι αυτούς και πόσο τελικά εκείνοι την αγάπησαν, αν την αγάπησαν, πέρα από τους ρόλους που έπαιζε για τις καριέρες τους. «Θα ήμουν χαρούμενη αν μπορούσα να τους αναγνωρίσω .Αν μπορούσα να βρω μέσα μου τον λόγο για τον οποίο τους εγκατέλειψα».

Τρεις άνδρες και μια μοιραία γυναίκα, περασμένης ηλικίας όλοι, ανασκοπούν τον συναισθηματικό τους κόσμο, με φόντο έναν πίνακα αξίας  είκοσι εκατομμυρίων δολαρίων. Θα υπάρξει νικητής;

Ποιός ήταν ο πραγματικός για τον καθένα λόγος αυτής της συνάντησης; Ο

Γκούντλαχ απέβλεπε στον πίνακα και τα λεφτά. Όμως και σε κάτι άλλο. Η απώλεια της γυναίκας του της Ιρένε ήταν η προσωπική ήττα της ζωής του. Είχε χάσει, και το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει το αίμα του πίσω.

 

 

 

Ο Σβιντ, ήθελε περισσότερο τον πίνακα από το μοντέλο. Η τέχνη του είχε πλέον γίνει σαν τον κόσμο μας, προβλέψιμη, χωρίς νέα πνοή. Ακόμη και η επινόηση ενός σκανδάλου δεν θα άλλαζε τη στασιμότητά της.

Ο Σλινκ μέσα από τους ήρωές του σχολιάζει την έλλειψη έμπνευσης, την απουσία εναλλακτικής στη ζωή. Ο Σβιντ αναπολεί τα τέλη της δεκαετίας του  60, το ξεκίνημα του 70 την ελπίδα για μια νέα αρχή. Θυμόταν τις νέες γυναίκες  της καλής κοινωνίας που εντάχθηκαν στην αριστερά γιατί έτσι ένιωθαν ότι βρίσκονταν στην πρωτοπορία. Θαρρούσες  τότε ότι συζητιόταν το μέλλον της ανθρωπότητας.

Απογοητευμένοι τέως σύζυγος και εραστής εγκαταλείπουν την έρημη ακτή και το πρώην αντικείμενο του πόθου τους.

«Πόσο θαρραλέα έζησε και πόσο φοβικά εγώ! Πόσο περισσότερη αγάπη έδωσε στα παιδιά που βοηθούσε απ’ ό,τι εγώ στα δικά μου! Πόσο με συγκινούσε το κουρασμένο της κορμί! Η συγκίνηση και ο πόθος είναι τόσο κοντά!»
Ο δικηγόρος μένει ανακαλύπτοντας κρυμμένες πτυχές του εαυτού του. Θαυμάζει την Ιρένε για τις επιλογές της. Της παραστέκεται στην αρρώστια της. Της αφηγείται ιστορίες για το πως θα ζούσαν, αν ήταν μαζί. Νιώθει ότι η αγάπη του για την γερασμένη Ιρένε είναι βαθύτερη από εκείνη των νιάτων του.

Δεν ήξερε πως θα ζήσει στη συνέχεια χωρίς όλα αυτά που του είχε μάθει.

 

 

O Mπέρνχαρντ Σλινκ γεννήθηκε το 1944 στο Mπίλεφελντ της Γερμανίας και μεγάλωσε στη Χαϊδελβέργη και στο Μάνχαϊμ. Είναι νομικός, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, ζει στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη. Πετυχημένος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων -έχει ήδη βραβευθεί για δύο βιβλία του, «O γόρδιος φιόγκος» και «H εξαπάτηση του Zελμπ»- ο Σλινκ εξέπληξε κριτικούς και αναγνώστες και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές για το «Διαβάζοντας στη Xάννα», που αποτέλεσε το μεγαλύτερο εκδοτικό γεγονός του 1995 όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά και για τα παγκόσμια γράμματα, αφού μεταφράστηκε σε 28 γλώσσες και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία του Stephen Daldry με τίτλο «Σφραγισμένα χείλη» (The Reader) και κέρδισε το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Kate Winslet. 
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 50 γλώσσες. Το Μάιο του 2002 ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας απέδωσε στον Μπ. Σλινκ τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top