Fractal

Διήγημα: “Η Γυναίκα πλάι στη Θάλασσα”

Του Λευτέρη Αχμέτη //

 

 

 

Πες μου λοιπόν, πως βρέθηκε στα χέρια σου;

-Ήμουν στην λεωφόρο Συγγρού. Αυτό το βράδυ δεν έμοιαζε με τ’ άλλα. Ο ουρανός ήταν πιο σκοτεινός από κάθε άλλη φορά. Όσο περπατούσα βάρυναν τα σύννεφα. Καθώς η ώρα περνούσε και δεν έβρισκα πελάτη, τόσο πιο τρομακτικός φαινόταν κι έτοιμος να με καταπιεί. Αυτή η νύχτα, θα μας έβαζε μια ώρα μέσα. Ο Μάρτης είχε φτάσει είκοσι εφτά μέρες. Σάββατο ξημερώνοντας Κυριακή άλλαζε η ώρα. Θα χάναμε μια ώρα νύχτα. Άρα μια ώρα δουλειάς!

Υπήρχε τόση ησυχία που μαζί με το σκούρο του ουρανού πάνω από το κεφάλι μου, που προετοιμαζόταν για βροχή, η καρδιά μου ακολουθούσε το γρήγορο ρυθμό των βημάτων μου. Ξαφνικά, ενώ κατηφόριζα άρχιζε να ψιχαλίζει. Αφού δεν στάθηκα μπροστά στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που πάντα το έκανα ˙ στεκόμουν και φανταζόμουν τον εαυτό μου μέσα εκεί να εκθέτει τα έργα του και γύρω μου να κρέμονται παλιά μπουκάλια μπύρας. Ξεχασμένα από μίαν άλλη εποχή.

Έτρεξα με τα τακούνια πάνω στις πλάκες για τους τυφλούς, για να μην γλιστρήσω, αν και ήταν επικίνδυνο και πάλι. Κάτω από τα υπόστεγα, πήγαινα προς το γνωστό σημείο που συνήθως έκανα πιάτσα. Η κάθε μια μας είχε το πόστο της. Ο Φάνης ήξερε που μας έβαζε για δουλειά! Εκείνο το μέρος πάντα μου έδινε ψωμί, και του Φάνη βέβαια.

Η βροχή όμως δυνάμωνε και έτρεξα προς ένα καρτοτηλέφωνο, που ήταν κάτω από μια κολόνα της ΔΕΗ. Μόλις που είδα ότι έφευγε ένας μεγαλόσωμος κύριος. Φορούσε μια μαύρη καμπαρτίνα και ένα καπέλο στο ίδιο χρώμα. Άνοιξε μια ομπρέλα ίσα με το μπόι του και χάθηκε σ’ ένα στενό σκοτεινό δρομάκι που βγάζει στην Αμφιθέας.

Όταν βρέθηκα μπροστά στο καρτοτηλέφωνο, είδα το ακουστικό πεσμένο, κρεμασμένο από το καλώδιο που ακουμπούσε σχεδόν το πεζοδρόμιο. Δεν ακουγόταν φωνή. Σιωπή.

Στο μικρό περβάζι που έχουν τα καρτοτηλέφωνα, δεν ξέρω γιατί.. Ανακάλυψα ένα κόκκινο βιβλίο. Το πήρα στα χέρια μου προσεκτικά, διάβασα : «Γιάννης Ρίτσος, η γυναίκα πλάι στην θάλασσα». Σκεφτόμουν χαμογελαστή, πως , αν κάποια στιγμή διάβαζα ποίηση, δεν θα ασχολούμουν με τον Ρίτσο για κάποιο λόγο!

Μα ναι! Μου είχε μιλήσει ο πατέρας μου για εκείνον. Του άρεσε! Αλλά δεν άφηνε να πάρω στα χέρια μου τα βιβλία του. Όταν κρυφό κοιτούσα τις ώρες που διόρθωνε διαγωνίσματα ή κάτι διάβαζε, σηκωνόταν από την μεγάλη δερμάτινη καρέκλα του και με τα δυο του πελώρια χέρια έκλεινε μαζί με την συρόμενη πόρτα και την σχισμή που θα με οδηγούσε στην λογοτεχνία. «Ποτέ μην διαβάσεις ονειροπόλους συγγραφείς» μου έλεγε, « έχουν ξοδευτεί και καταστραφεί οι πιο πολλοί».

Ίσως επειδή είχα αντισταθεί στον πατέρα μου, ίσως γι’ αυτό δεν ήθελα να διαβάσω Ρίτσο.

Κράτησα ευλαβικά το βιβλίο, ύστερα το ξεφύλλιζα κι όσο η βροχή δυνάμωνε, τόσο διάβαζα και διάβαζα, κι έκλαιγα και θυμόμουν..

Και τα πόδια μου μέσα στο νερό μούλιαζαν. Η βροχή σταμάτησε και ξεκινούσα να σταματάω να θυμώνω, με τον πατέρα μου.

– Θα πάρεις πρωινό ;

– Ναι

– Ωραία.

Πλήρωσα την σερβιτόρα και την Ελένη για όσο την κράτησα. Πάντα με ρωτούσε,

– Θέλεις να γαμηθούμε κιόλας ;

Όλο ιστορίες σου λέω! Δεν παραπονιέσαι, πληρώνεις καλά. Και να σου πω και κάτι ; Με βοηθάει που σου μιλάω! Ψυχολογικά. Ένα τσιμπούκι ; θα ‘σε ευχαριστούσε, όσο να ‘ναι!

Ποτέ δεν ζήτησα κάτι παραπάνω από αυτό που απλόχερα μου έδινε. Ατόφιες ιστορίες, παρθένες, που δεν τις είχε αγγίξει ξένο χέρι.

Ανηφόρησα την λεωφόρο Συγγρού στο ύψος της Πανεπιστημίου κοντοστάθηκα, η ώρα είχε φτάσει έξι κιόλας. Ξημέρωνε άνοιξη! Το άκουγες από τις πρώτες μελωδίες των πουλιών. Τον φρέσκο αέρα που χάιδευε τα φύλλα των δέντρων και των λιγοστών λουλουδιών στα μπαλκόνια. Ο ουρανός μπλέδιζε σιγά σιγά και άνοιγε το χρώμα του.

Περπάτησα μέχρι το σπίτι και κάθισα πάνω από το χαρτί και το μολύβι.

Στο πρώτο φως της ημέρας, έστειλα στην εφημερίδα το διήγημα και έπεσα στο κρεβάτι.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top