Fractal

Διήγημα: «Η γλάστρα»

Της Κικής Παπαδάτου // *

 

glastra

 

Πάντα την ήθελε καλοποτισμένη τη γλάστρα του. Ήθελε και να είναι τοποθετημένη σε ηλιόλουστο μέρος, αλλά αυτό δεν ήταν πάντα μπορετό, γιατί η μικρή εσωτερική αυλίτσα του, ήταν περικυκλωμένη από ψηλότερα σπίτια που της στερούσαν τον πολύ ήλιο. Δοκίμασε να παρακαλέσει έναν γείτονα να του την φιλοξενήσει για δύο τρείς μήνες, τους ανοιξιάτικους, έτσι ώστε το φυτό να πάρει το επάνω του και να φουντώσει περισσότερο. Να φουντώσει η «φούντα»!! Σκέφτηκε την έκφραση και του φάνηκε αστεία. Έβαλε μόνος του τα γέλια και δυνάμωσε τον ήχο στο μαγνητόφωνο, να ακούσει το μάγκικο ρεμπέτικο δυνατά, να μερακλώσει. Δοκίμασε το γείτονα λοιπόν. Αλλά αυτός του βγήκε φοβητσιάρης και «καθώς πρέπει» και δεν δέχτηκε να κρατήσει τη γλάστρα του. Έτσι, αποφάσισε να την περιποιείται μόνος του, όσα καλύτερα μπορούσε. Κάθε που έπεφτε μια αχτίδα ήλιου στην αυλή του, αυτός την κυνήγαγε με την γλάστρα του. Και ήρθε το «χόρτο» του και φούντωσε κι έγινε καταπράσινο και ψηλό. Να χαίρεσαι να το βλέπεις και να το λιμπίζεσαι.

Όχι ότι δε φούμαρε παλιότερα. Φούμαρε αρειμανίως, για αυτό εξάλλου και πάσχιζε να κάνει δεντράκι το παράνομο φυτό του. Όμως το θαύμαζε τόσο, έτσι που το είχε μεγαλώσει, που λυπόταν να το πετσοκόψει για να το απολαύσει. Και περίμενε. Αυτή η πεθυμιά, μια ομορφιά ήταν πια στη στεγνή ζωή του. Δεν έκοβε να φουμάρει, καμάρωνε και προετοιμαζόταν. Όλο αυτό το διάστημα που ζούσε αυτή την κατάσταση, ήταν καλά και στα κέφια του. Δεν δούλευε βέβαια, όχι δεν είχε φτάσει και σε τέτοιο σημείο, να το πούμε αυτό. Ζούσε με εκείνη την ψωροσυνταξούλα την ψευτοαναπηρική, που είχε πασχίσει σε άλλες πιο πρόσφορες εποχές, να του βγάλει η φουκαριάρα η αδερφή του, σαν είδε ότι έχει να κάνει με ένα «χαμένο κορμί». Είπαμε λοιπόν, δε δούλευε. Όμως περπατούσε πολύ. Διέσχιζε σχεδόν όλη την Αθήνα. Έφτανε περπατώντας από την Κυψέλη που ήταν η έδρα του, στο Φάληρο. Με τα πόδια. Ναι. Είχε βρει τρόπους, να κόβει δρόμο από κρυφά δρομάκια. Τον προκαλούσε στη ζωή του, το «κρυφό». Πήγαινε, αυτό που λέγαν στο χωριό του, «περικοπά». Και το φχαριστιόταν το περπάτημα.

Βάδιζε και στη σκέψη του κυριαρχούσε η γλάστρα του, με το ωραίο πράσινο φύλλωμά της που κάποια στιγμή, θα τόλμαγε να γευτεί.

Για αυτή τη γλυκιά μαστούρα που περίμενε, είχε βελτιώσει άθελά του, την καθημερινότητά του.

Το περπάτημα του είχε κάνει καλό. Πάντα ήταν λιανός τον σωματότυπο. Ψηλέας και στεγνός. Τώρα όμως, είχε αποκτήσει αντοχές καλύτερες. Είχαν σφίξει τα πόδια του. Οι μύες. Εξηντάρης κόντευε, αλλά μυαλό δεν είχε βάλει. Του το έλεγε η Μίνα η αδελφή του, που του έφερνε κάνα πιάτο φαγητό τα μεσημέρια. Ευτυχώς έμενε σχετικά κοντά του. Μυαλό σίγουρα δεν είχε βάλει. Το μυαλό που ήθελαν οι άλλοι, η κοινωνία. Είχε πάρει το δρόμο του άσωτου, του ξεφτιλισμένου. Όμως, τώρα τελευταία, κάπως είχε στρώσει μ’αυτήν την αναμονή. Σίγουρα αυτό έφταιγε. Η αναμονή. Μπανιαριζόταν πιο συχνά, έπλενε τα ρούχα του, τα σιδέρωνε. Χτένιζε τη μαλλούρα του σε κοτσίδα, έφτιαχνε που και που και χωρίστρα. Μίλαγε και στους γείτονες, που πριν ούτε να τους φτύσει, όχι ότι κι αυτοί τον εκτιμούσαν. Αμοιβαία ήταν αυτά. Όμως τώρα, τους έλεγε την καλημέρα του. Και περίμενε. Περίμενε, τη στιγμή που θα κόψει τα μαγικά φύλλα του θαυματουργού φυτού του, να τα κάνει τσιγάρο, να φουμάρει. Ξέροντας, ότι μόλις άρχιζε το χασίσωμα και έπεφτε στη μαστούρα, θα έχανε τον έλεγχο και θα καταντούσε πάλι, ένας «σερνόμενος γαιοσκώληκας». Μα δεν τον ένοιαζε τι θα πει ο κόσμος. Έτσι ήταν φτιαγμένος αυτός. Και σε όποιον άρεσε. Δηλαδή, σε κανέναν.

Απόψε γύρισε από τη βόλτα στο Φάληρο αποκαμωμένος από τον ποδαρόδρομο και θεονήστικος. Ευτυχώς, κρεμασμένη στην εξώπορτα, βρήκε μια νάιλον σακούλα που μέσα είχε το τάπερ με το φαγητό που του άφησε η Μίνα.

Άνοιξε, άφησε τη σακούλα στο τραπέζι και κατευθύνθηκε στην αυλή να ποτίσει τη γλάστρα του και να τη θαυμάσει.

Δεν πίστευε στα μάτια του με αυτό που είδε. Τα γούρλωσε και τα έτριβε για να μπορέσει να συνειδητοποιήσει το θέαμα. Να φτάσει το μήνυμα στον εγκέφαλό του, ότι πάει! Το φυτό του, το ιαματικό, το πολύτιμο, πάει!

«Στο διάολο τα κωλόγατα! Θα τα ξεσκίσω άμα τα πιάσω στα χέρια μου. Θα τα ταΐσω φόλα, να ξεράσουν τα άντερά τους. Στο διάολο!»

Μάζεψε τα συντρίμμια της γλάστρας κλαίγοντας.

Μεγάλος άνθρωπος, γέρος σχεδόν, να κλαίει σα μωρό.

Είχαν μείνει μερικά εύρωστα κλαδάκια απείραχτα. Τα μάζεψε, τα πήγε στην κουζίνα. Ό,τι απόμεινε. Ό,τι απόμεινε από τον κόπο και το όνειρο τόσων μηνών.

Έμεινε με αυτά, να’χει τουλάχιστον για μια τζούρα.

 

2017-03-03

 

* Η Κική Παπαδάτου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Προγραμματισμό και Ανάλυση Η/Υ. Εργάστηκε στο αντικείμενο των σπουδών της για 34 χρόνια. Πρόσφατα κυκλοφόρησε βιβλίο με διηγήματά της από τις εκδόσεις ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ-Δ.ΒΙΤΣΟΣ, με τίτλο «Μικρές στιγμές.. μικρές ζωές». Φανατική αναγνώστρια, λατρεύει τη Λογοτεχνία. Ασχολείται επίσης με ζωγραφική, decoupage, κόσμημα, πλέξιμο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top