Fractal

Χορός και Χορεύειν

Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

Paul Valery, «Η Φιλοσοφία του Χορού», μετάφραση Παναγιώτης Παπαδόπουλος, εκδόσεις Principia.

 

Το διασημότερο και ίσως σημαντικότερο δοκίμιο στην ιστορία του Χορού είναι η ομιλία του Γάλλου συμβολιστή ποιητή Πωλ Βαλερύ, η οποία έγινε στις 5 Μάρτιου του 1936 στο Πανεπιστήμιο Annales με αφορμή τις παραστάσεις της κορυφαίας χορεύτριας και χορογράφου του ισπανικού χορού Antonia Merce y Luque ή «La Argentina». Ο ίδιος ομολογεί ότι δεν είναι χορευτής και ότι για την ερμηνεία αυτής της παραστατικής τέχνης θα χρησιμοποιήσει την φιλοσοφία.

Στην Φιλοσοφία του Χορού ο Βαλερύ εξηγεί ότι ο άνθρωπος από τη φύση του έχει ζωική περίσσεια, δηλαδή παραπάνω ενέργεια απ’ ότι χρειάζεται για την καθημερινή του λειτουργία και επιβίωση. Συνεπώς πραγματοποιεί περισσότερες (άχρηστες) κινήσεις απ’ όσες είναι αναγκαίες για να ζήσει, ενώ ταυτόχρονα οι αισθήσεις λαμβάνουν πολύ περισσότερα ερεθίσματα απ’ όσα απαιτούνται για την αντιμετώπιση της καθημερινότητας.

Εδώ τίθενται τα ερωτήματα: όλη αυτή η περισσή ενέργεια  και οι εικόνες των αισθήσεων μπορούν να βρουν ένα ξεχωριστό τρόπο έκφρασης, δηλαδή μπορούν να γίνουν χορός; Από την άλλη τα ζώα φαίνεται ότι μπορούν και διασκεδάζουν, όπως η γάτα με το ποντίκι, οι πίθηκοι με την παντομίμα, κ.λπ. Μήπως αυτό είναι χορός;

 

Paul Valery

 

Η απάντηση στο ερώτημα Τι είναι χορός; αρχίζει με την διαπίστωση ότι ο άνθρωπος ως έλλογο ον που αντιλαμβάνεται τη ζωή και την αξία της προσπαθεί να δημιουργήσει «ένα είδος χρησιμότητας μέσα από το άχρηστο, ένα είδος αναγκαιότητας μέσα από το αυθαίρετο». Εδώ ο Βαλερύ δίνει τον ορισμό του χορού: «Ο Χορός είναι μια τέχνη που απορρέει από την ίδια τη ζωή», η οποία δημιουργεί ένα δικό της κόσμο σ’ ένα ξεχωριστό χώρο-χρόνο διαφορετικό από αυτόν της καθημερινής ζωής. Σε αυτόν τον ιδιαίτερο και  αυτοδημιουργούμενο από τον χορευτή χώρο-χρόνο γεννιέται η «κατάσταση του Χορεύειν», μια ρευστή διαλεκτική κατάσταση, ένας εσωτερικός μονόλογος με τις αισθήσεις του. Το σταθερό σημείο αναφοράς είναι η γη με την οποία έρχεται σε διαρκή σωματική επαφή το χορευτικό υποκείμενο δημιουργώντας ένα δίπολο με την «κατάσταση του Χορεύειν», δηλαδή χορός (γη, ύλη) και «κατάσταση του Χορεύειν» (έκσταση, πνεύμα). Με τον τρόπο αυτό, ο χορός διαρκώς μεταβάλλεται και εξελίσσεται από «θύελλα» κινήσεων σε παγωμένο «άγαλμα στολισμένο με αινιγματικό χαμόγελο».

Είναι φανερό ότι ο Χορός είναι μια «ενέργεια που απορρέει, μετά αποδεσμεύεται από τις συνηθισμένες και αναγκαίες ενέργειες και τελικά αντιτίθεται σ’ αυτές». Με άλλα λόγια, ο Χορός είναι «μια γενική ποίηση της πράξης των ζωντανών όντων». Αυτή η γλαφυρή ποιητική εικονοποιεία της μη λεκτικής τέχνης του χορού έλκει τις ρίζες της από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία και ιδιαίτερα από το βιβλίο Τάδε έφη Ζαρατούστρα, στο οποίο ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο χορός είναι ο αντίπαλος της νωθρότητας του πνεύματος. Η μεταφορική νιτσεϊκή ρήση, «Επειδή μισώ το πνεύμα της νωθρότητας απευθύνομαι στο πουλί» αποτελεί παραίνεση για τον στοχαστή να μεταμορφωθεί σε χορευτή.

Το παρόν δοκίμιο είναι ένας ύμνος στο ΧΟΡΟ, μια αριστουργηματική προσπάθεια αποτύπωσης σε γραπτό λόγο του συνόλου των κινήσεων με ρυθμό και μουσική που εκφράζουν τα ψυχικά συναισθήματα του ανθρώπου σ’ ένα δεδομένο χωρο-χρονικό παρόν.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top