Διήγημα Fractal: “Η επιθυμία”
Της Ελένης Κοφτερού // *
Τον ποθούσε. Το γνώριζε πολύ καλά αυτό, όχι μόνο από μέσα της ή κατά βάθος. Το αισθανόταν κυρίως στον κρύο ιδρώτα που την έλουζε κάθε φορά που τον συναντούσε. Τον ποθούσε μ’ έναν τρόπο που είχε ξεφύγει από τα σύνορα της επιθυμίας, είχε κατακτήσει τον ευγενή τίτλο της κατάστασης. Η κατάστασή της, σα να λέμε η πείνα της, η δίψα της, η ακατανίκητη νύστα της μπροστά στην τηλεόραση, η λαίμαργη ροπή προς τα τυριά με παράξενα ονόματα, ακόμη και η εμμονή της με την κλασική μουσική εμπεριείχε αυτόν τον πόθο. Μα όπως όλοι γνωρίζουμε έτσι και εδραιωθεί μια κατάσταση, δεν θέλει με τίποτα να σηκωθεί από την έδρα. Τις νύχτες ξαγρυπνούσε καθισμένη πάνω στην έδρα της που έμοιαζε με πουπουλένιο θρόνο. Από εκεί η Επιθυμία έδινε εντολές για την διαχείριση της κατάστασης φροντίζοντας ακόμη και για την παραμικρή λεπτομέρεια, ώστε να διατηρείται ροδαλή και αφράτη όπως τα κορίτσια που μεγαλώνουν στο πυκνό βουνίσιο οξυγόνο.
Αν σηκωνόταν η Επιθυμία, αν βάδιζε, αν έτρεχε στο δάσος, αν έγδερνε τα γόνατά της στις πυκνές λόχμες των θάμνων, αν έβρεχε τα χείλη της με τρεχούμενο νερό πηγής, θα έπαυε να είναι ίδια. Θα μετατρεπόταν σε κάτι άλλο. Θα γινόταν εξεγερμένη επιθυμία που δεν θα είχε καμία σχέση με την αισθητική μιας εφησυχασμένης, καθηλωμένης στον θρόνο της επιθυμίας.
Όταν εκείνος κάποτε αποπειράθηκε να την σηκώσει από την αρχοντικά σκαλισμένη μπρεζιέρα που συνοδευόταν από το υποπόδιο- ένα μικρό επιπλάκι βγαλμένο λες από τα σπλάχνα της μεγάλης πολυθρόνας μαμάς – όπου είχε μονίμως απλωμένα τα πόδια της, η αλήθεια είναι πως του έτεινε το λευκό τροφαντό της χέρι, έκανε και μια κίνηση που μαρτυρούσε την πρόθεση και την προσπάθειά της να σηκωθεί, κατεβάζοντας τα πόδια της από το υποπόδιο, έδωσε ώθηση στη λεκάνη της. Όμως την πρόδωσαν τα ισχνά της πόδια που ξεκίνησαν ένα επίμονο και ρυθμικό τρέμουλο, αποδιοργάνωσαν το κέντρο βάρους της, αχρήστεψαν την ώθηση της λεκάνης και την έσπρωξαν ξανά στον αναπαυτικό θρόνο λες και λειτούργησε άψογα ένας αόρατος μοχλός έκτακτης ανάγκης με μοναδικό σκοπό να την εμποδίσει να σηκωθεί. Εκείνος την κοίταξε σαστισμένος. Το χέρι του σαν έφηβος που απογαλακτίζεται και φεύγει μακριά, αποκόπηκε απ’ το σώμα του, απέκτησε δική του προσωπικότητα και της έδωσε μια γρήγορη και καθοριστική σπρωξιά προσφέροντας τη σαν σπάνιο έδεσμα στην αδηφάγα βελούδινη μπρεζιέρα.
Η Επιθυμία κουρασμένη και ράθυμη, έγειρε νωχελικά το κεφάλι της προς το παράθυρο, εκεί όπου μαβιά αποφόρια του ήλιου τρύπωναν από το σπασμένο κομμάτι του μονίμως κλειστού παντζουριού. Σαν ιαματική γάζα σκέπασαν τα πρησμένα βλέφαρά της χαρίζοντας της ένα ανείπωτο στιγμιαίο χάδι. Η μακαριότητα που την κατέκλυσε, η πρωτοφανής γλυκιά θαλπωρή, την οδήγησε σε ύπνο που έμελλε να κρατήσει πολλά – πολλά χρόνια αφού ο άντρας κάποτε προσπάθησε να την ξυπνήσει με φιλί, μα εκείνη κολυμπούσε ήδη στην επιφάνεια της λήθης και κάθε τόσο βυθιζόταν στον λήθαργο της αναβολής.
* Η Ελένη Κοφτερού είναι ποιήτρια. Η πρώτη της συλλογή «Γράμμα σε γενέθλια πόλη» τιμήθηκε με το βραβείο Μαρία Πολυδούρη 2013. Το 2014 κυκλοφόρησε η συλλογή της «Στο λάμδα των χελιδονιών». Ποιήματα και διηγήματά της βρίσκονται σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστότοπους.