Fractal

Διήγημα fractal: “Η επιστροφή”

Της Τζένης Μανάκη // 

 

d1

 

 

Κάθισα αποκαμωμένη στο νοτισμένο πεζούλι από τον αφρό των κυμάτων, με το βλέμμα στη θάλασσα. Μετέωρα πλάνα αφόρητης δυστυχίας με γυρόφερναν με το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων μου. Θα μπορούσα ποτέ να τα ξεριζώσω από μέσα μου; Μου ερχόταν συχνά στο νου ο στίχος του Έλιοτ, που διάβασα σε κάποιο παρατημένο βιβλίο στο νοσηλευτήριο του στρατοπέδου:

“Το έκανα αυτό, το ξέχασα, και το θυμάμαι!”. Ή μνήμη είναι ύπουλη, ξεφεύγει από εκεί που την καταχώνιασες και έρχεται με κάθε ελάχιστη αφορμή στο κάθε παρόν, να σου το καταστρέψει, στην δική μου περίπτωση. Η συγκεκριμένη ήταν δυνατή, συμπίεζε τις όμορφες προηγούμενες, δημιούργησε ένα αδιαπέραστο τείχος για εκείνες. Σπάνια τις επέτρεπε να ξεμυτίσουν στην επιφάνεια. Ούτε η θέα της θάλασσας βοηθούσε. Έμεναν ξέθωρες, θολές κι αδιάφορες στο κάλεσμά μου. Πως θα συνέχιζα έτσι την ζωή μου…

Έσβησε κι εκείνη η δειλή, αναποφάσιστη σπίθα ερωτικού σκιρτήματος που νόμισα ότι ένιωσα για τον ξένο συνταξιδιώτη στο τρένο της επιστροφής, καθώς τον είδα να χάνεται μέσα στα ρημαγμένα στενά της πόλης.

Κούνησα ρυθμικά τα πόδια κτυπώντας τα πάνω στο υγρό μπετόν σε μια προσπάθεια να ξεφύγω από τις σκέψεις μου. Άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στις χιονισμένες ακόμη βουνοκορφές του Ολύμπου, που σφράγιζαν τον ορίζοντα. Είχα συνηθίσει σε πολύ μικρότερους, κι ανύπαρκτους ακόμη. Οι ματαιώσεις και οι αναγκαστικές αναβολές του γυρισμού στην πόλη μου είχαν λειτουργήσει αντίστροφα, αντί για απογοητεύσεις με ξεγελούσαν με ψήγματα προσδοκιών, που από τον φόβο ότι δεν θα αναβίωνε τίποτα πια από το παρελθόν μου, χάθηκαν μέσα στο τρένο της επιστροφής.

Ένα ρίγος διαπέρασε την σπονδυλική μου στήλη κι έφθασε μέχρις τα πιο απάτητα σημεία του σώματός μου. Έβαλα τα χέρια μου στα μανίκια της ζακέτας μου. Ένιωσα το τρέμουλο των δακτύλων μου καθώς ανίχνευαν τον ανεξίτηλο αριθμό πάνω στο δέρμα μου. Έξη, επτά , τρία… σταμάτησα. Αρνιόμουν να αγγίξω ολόκληρο τον νούμερο που αντιπροσώπευε αυτό που υπήρξα κάποτε. Αυτό το ”κάποτε” προσπαθούσα, αν και ελεύθερη, κάποια χρόνια από το τώρα, μάταια να ξεχάσω. Ώρες -ώρες μου φαινόταν σαν θαύμα ότι ζούσα ακόμη. Αμέτρητες φορές εκεί, η θλίψη θόλωνε το μυαλό μου, η δυστυχία περίσσευε και προτιμούσα να πεθάνω, όμως τα θαύματα διατηρούν το δικαίωμα να επιβάλουν τους δικούς τους κανόνες. Επέζησα.

Έκλεισα τα μάτια. Προσπάθησα να ψηλαφίσω το αύριο να ξεπεράσω το χθες, να αγνοήσω τις ρωγμές, τα ναυάγια, όμως εκείνα αντιστέκονταν.

Σαν από μουσικό κουτί ήρθαν στ’ αυτιά μου, ήχοι του Βάγκνερ ανάμεικτοι με κραυγές πόνου, λυγμούς, αναφιλητά. Κάποια από αυτά δικά μου.

Πως θα μπορούσα να συνεχίσω να ζω με τόσες απουσίες, τόσες λύπες, να αποφεύγω τον διάλογο με αυτό το πικρό κομμάτι του παρελθόντος μου… Για πόσο ακόμη τα ματαιωμένα όνειρα της νιότης μου θα στοίχειωναν τις μέρες μου;

Είχα ξεστρατίσει από τον προορισμό μου, νόμιζα ότι η θάλασσα θα με παρηγορούσε. Ήθελα να επαναφέρω στη μνήμη μου εικόνες της εφηβείας μου, πριν το κακό. Η διαδρομή από τον σταθμό μέχρις εδώ, στο κράσπεδο της παραλίας, με γέμισε μαυρίλα. Ήταν εκείνο το πέρασμα ανάμεσα στα χάνια, η οσμή των ούρων των αλόγων, οι θλιβερές φιγούρες των ανθρώπων, που επανέφεραν ζωντανή τη μνήμη του στρατοπέδου. Η διάχυτη αίσθηση της δυστυχίας γύρω μου, πλημμύρισε το σώμα και την ψυχή μου.

Έκλεισα τα μάτια, έκανα μια βαθιά βουτιά μέσα μου να φέρω στο νου την εικόνα εκείνου του χαρούμενου κοριτσιού με τις πυρόξανθες κοτσίδες, το καθαρό βλέμμα και το κεφάλι γεμάτο ερωτηματικά, που υπήρξα κάποτε.

Παράξενο, το είδα! Μου χαμογέλασε. Έτρεχε μ’ ένα βιβλίο ασφαλισμένο κάτω από την μασχάλη να πιάσει θέση εδώ στα νοτισμένα σκαλιά που έγλυφε το κύμα. Κρατιόταν από το σκουριασμένο κάγκελο να μη γλιστρήσει κι ύστερα αδιάφορο για το καλοσιδερωμένο φόρεμα και τις φωνές της μάνας κάθισε και βούτηξε το βλέμμα του πρώτα στη θάλασσα κι ύστερα στις λέξεις του βιβλίου.

Είχα την αίσθηση ότι μ’ ακούμπησε καθώς κατέβαινε, δεν άνοιγα τα μάτια για να μη χαθεί η εικόνα. Ξαναζούσα εκείνη τη σκηνή!

”Γειά σου”, της είπα. ”να ‘μαι πάλι εδώ, χωρίς βιβλίο, το έχω μέσα στο κεφάλι μου, όμως δεν είναι ευχάριστο. Δεν θα σου διηγηθώ τον μύθο του, για να μη σου καταστρέψω το χαμόγελο.”

Γέλασε με την παραξενιά μου καθώς έπαιζε από αμηχανία με την κοτσίδα της. Όταν με κοίταξε κατάλαβε την θλίψη μου και το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της.

”Πως σε λένε?” ρώτησα.

”Τίλντα”, απάντησε, από το Ματθίλδη.

”Όμορφο όνομα, κι εμένα Τίλντα με λένε. Έρχομαι από μακριά… Θέλω να προσπαθήσω να ξαναβρώ την Τίλντα που ήμουν κάποτε, εσένα, γι αυτό μη φύγεις μη χαθείς… ”

”Δεν μπορώ να μείνω”, απάντησε.

Ένιωσα το σπρώξιμο της σκιάς που χάθηκε.

Ήταν η τελευταία μας συνάντηση.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top