Fractal

Η δόλια συνωμοσία της μνήμης

Γράφει ο Ανδρέας Μήτσου //

 

 

«Το δέντρο που ανατέλλει», Δάφνη Νικήτα , εκδ. Καστανιώτη, σελ. 80

 

Μια δόλια συνωμοσία της μνήμης, ξεσκεπάζει η συλλογή διηγημάτων «Το δέντρο που ανατέλλει» της Δάφνης Νικήτα.

Μικρές λεπτομέρειες, αυτής της συνωμοσίας, επιμελώς κατατίθενται, λαμπερές εικόνες φωτίζονται, θραύσματα μιας μνήμης τυραννικής περισυλλέγονται. Γιατί, «Vivit sub pectore vulnus», όπως το πιστοποιεί χρόνια τώρα, ο Βιργίλιος. «Ανοικτή μένει πάντα η πληγή, κάτω από το στήθος».

Το δέντρο, είναι μνήμη. Και πόνος, επομένως. Μνήμη, η οποία όλο και απλώνεται, διαχέεται αδιάλειπτα μέσα στο σώμα, θερεύει και του κάνει κατοχή. Κατατρώει την ύπαρξη.

Η ποιητική persona, ό,τι προσδοκά, να την αποτινάξει και να απαλλαγεί από αυτήν, η, έστω, να την μοιραστεί με τους άλλους. Για τούτο ανασύρει εκ βαθέων σπαράγματα, ίχνη και τεκμήρια αυτής της συνωμοσίας η οποία εκτυλίσσεται έσωθεν, ώστε να την αποκαλύψει, να βγάλει από το φίδι το δηλητήριο, και να την ακυρώσει με τις λέξεις της.

«Φύτρωσε δέντρος (δρυς) μέσα μου», ανακαλώ μια λαϊκή έκφραση, υπονοώντας ο λαός, την αργή διεργασία σωματοποίησης του πόνου, και την τερατώδη, συν τω χρόνω, επικυραρχία του πάνω μας.

«Τη νύχτα/στα κρυφά/το δέντρο της αυλής/ανεβαίνει στο δωμάτιό μου/κάθεται απέναντί μου/μου μιλά/… όλα συνωμοτούν/για ένα ψέμα/που όλο μεγαλώνει» (σελ. 9), αποκαλύπτει μεταξύ άλλων, στο πρώτο, το ομότιτλο ποίημα της συλλογής, όπου ενυπάρχουν ήδη, οι περισσότερες λέξεις-ίχνη, οι οποίες δεσπόζουν σ’ όλο το σώμα του βιβλίου.

Επιλέγω, δέκα χαρακτηριστικές λέξεις κλειδιά: 1) Νύχτα-ήλιος, 2) κρυφά, μυστικά, 3) βροχή-άνεμος, 4) θαύματα, 5) σιωπή, 6) έρωτας, 7) σπίτι δωμάτιο, 8) αλήθεια-ψέμα, 9) λέξεις, 10 δέντρο.

Και είναι πράγματι, οι ίδιες αυτές λέξεις που επανέρχονται στα περισσότερα ποιήματα.

Η ποιήτρια, ακροβατεί, ταλαντεύεται διαρκώς, μεταξύ αλήθειας και ψέμματος, χωρίς να μπορεί να αποφασίσει τι να διαλέξει. Εξάλλου η αλήθεια, ετυμολογικά από το άλφα (στερητικό) και τη λήθη, σύγκειται. Είναι, δηλαδή, αυτό που δεν μπορεί να ξεχαστεί. Ωστόσο, μια απορία διαχέεται στη συλλογή: Εάν αυτή η αλήθεια, είναι αποκύημα του νου, γεγονός πραγματικό, που όντως, έλαβε χώρα (σε κάποιο χρόνο, σε κάποιον τόπο, σε κάποια γυναίκα), η οποία θα μπορούσε να ήταν και η ίδια, η ποιητική persona, εννοώ, ή πρόκειται για φαντασιώματα και δολοπλοκίες του νου.

«Έχω υπάρξει μια άλλη –η ξένη- κάποια βαρετά απογεύματα/στη δική μου πόλη/στο δικό μου σπίτι/στο δικό μου σώμα/μια άλλη/που δε γνώρισα/και δεν θα γνωρίσω/ποτέ» ομολογεί στο ποίημα «Τα απογεύματα μιας ξένης».

Εναγώνια η επιθυμία, ο πόθος «συνάντησης» του αυθεντικού εγώ, «του πρώτου εαυτού», μέσα από τα βαθιά σκοτάδια της. Έτσι όπως το λέει ο Άγγελος Σικελιανός. «Πιο βαθιά και απ’ το πηχτό τ’ αστρόφως/κρυμμένος σαν αετός με περιμένει/εκεί όπου ο θείος αρχίζει ζόφως/ο πρώτος μου εαυτός».

Πριν βάλω κάτω τις λέξεις της Δ.Ν., ως οδηγούς μου, σ’ αυτήν την περιδιάβαση-ανίχνευση, και με τούτες επιχειρήσω την αναψηλάφηση του ποιητικού σώματος, θέλω να σας αποκαλύψω πως κι εγώ, ο αφηγητής μου, εν πάσει περιπτώσει, στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων μου, «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας», βάζω φωτιά και καίω ένα δέντρο, μια βασιλική συκιά, εκεί όπου ένας ηλικιωμένος άντρας, έβρισκε καταφύγιο από την βροχή, περιμένοντας μέχρι νάρθει η νεαρή ερωμένη, που αργούσε πάντα στο ραντεβού. Το ’καψε το δέντρο, ο αφηγητής μου, ώστε να αποσβεστεί αυτή η θύμηση, πολλά χρόνια αργότερα, όταν έτυχε να περάσει από εκείνο το μέρος. Και στο τελευταίο ακόμα διήγημα, της αμέσως προηγούμενης συλλογής διηγημάτων μου, «η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια», η οποία έλαβε μάλιστα, ως τραγική ειρωνεία για τον αφηγητή, και το κρατικό βραβείο διηγήματος του 2014, το ακροτελεύτιο διήγημα, έχει τον τίτλο «Ο δίχρωμος λύκος», και είναι ο ίδιος, πιστεύω, λύκος της Δάφνης Νικήτα.

«Μην μ’ ακούτε, όταν πέφτει το σκοτάδι/γίνομαι λύκος που ουρλιάζει/στα κρύα δάση της αιώνιας πόλης/σαν χρησμός» δηλώνει η Δάφνη. Λέω εγώ στο διήγημά μου: «Μισός λευκός, άσπιλος, μισός εμποτισμένος στο μελάνι. Έτσι βγαίνω από τον ύπνο, και έτσι κυκλοφορώ στο δρόμο. Ινδιάνος πολεμιστής βαμμένος για τη μάχη. Το όνομά μου; Ο δίχρωμος λύκος.. Εκείνη τη μέρα,είμαι επικίνδυνος, και πρέπει να φυλάγεται όποιος με συναντά. Να κόβει δρόμο από μακριά».

Έτσι τελειώνει και το βιβλίο μου. Θέλω να επισημάνω, δηλαδή, μια «συγγένεια», μια κοινή στάση με την Δ.Ν., για να νομιμοποιήσω ετούτην την εμπλοκή μου, και για να δικαιολογηθώ, αν τυχόν πω, κάτι άστοχο, και το μισό μόνο να μου καταλογισθεί, ως ομοιοπαθή.

Περισυλλέγω, επομένως, μερικές κυρίαρχες λέξεις της συλλογής. «Το δέντρο που ανατέλλει», ως φανοστάτες, για να περιδιαβούμε μαζί στα σκοτάδια της. Μ’ αυτές θα αποπειραθώ να «τρυπώσω», σ’ όσα επιμελώς η ποιήτρια αποκρύβει, ή, δόλια υπαινίσσεται, επιχειρώντας να αποπλανήσει και να ξεφύγει και να μας κρυφτεί, ακόμα πιο πολύ. Όπως κάνει άλλωστε, κάθε σοβαρός καλλιτέχνης. Γιατί εναπόκειται στην διορατικότητα του αναγνώστη και στο βάθος του, να αντλήσει τα άδηλα και τα κεκρυμμένα, τους υπαινιγμούς και τις σιωπές του δημιουργού.

Η μνήμη, δεσπόζει και στο δεύτερο ποίημα «Την Άνοιξη οι φίλες».

«Οι φίλες την άνοιξη/δεν έχουν μυστικά/να μοιραστούν/ούτε έρωτες κρυφούς/να ομολογήσουν./Μόνο κλειστά άνθη/να βγαίνουν/απ’ τα ανοιγμένα δάχτυλα.

Ανάμνηση, εδώ, στιγμών ηδονικών, συμπεραίνω εγώ. Αλλά οι παλιές χαρές, πάντα πονάνε, είναι οδυνηρές. «Είμαστε η ερμηνεία μας» έτσι δεν έλεγε ο Σεφέρης; Ο οποίος περνάει σαν σκιά μέσα από πολλά ποιήματα της Δ.Ν., όπως και το τρίτο κατά σειρά, με τίτλο «Το μπλουζ του Νότου».

«Ένα δέντρο από τα κατάβαθα της άγριας γης/ξεπρόβαλε σαν ήρωας/με φουντωτά κλαδιά, και γέμισε το σπίτι από παντού/χώθηκε μες στην ψυχή/,αποσπώ τον επίλογο. Στο ίδιο ποίημα, το «μείναμε μόνοι», επαναλαμβάνεται (δις). Η μνήμη πλέον απειλητική. Ό,τι και να κάνεις, δύσκολα να ξεφύγεις, όσο και μάταιο. «Πέταξε όλα τα γράμματα στο ποτάμι/ήθελε να τους πνίξει όλους-για πάντα»- παραδέχεται στη σελίδα 72.

 

Δάφνη Νικήτα

 

 

«Υπάρχω εκεί όπου τα δέντρα. Έτσι αρχίζει το 4ο ποίημα με τίτλο «Αναγέννηση».

«Όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές/να περάσω/μόνη/, «επανέρχεται στην πικρή διαπίστωση. Με το φως, και τ’ αστέρια, και τα ψηλά δωμάτια, να γεμίζουν το ποίημα. Ωστόσο, η κυρίαρχη λέξη-έννοια, παράλληλη με τα δέντρα, είναι αυτή του θαύματος, σε τούτο το ποίημα, και όχι μόνο εδώ. Το «θαύμα», επικαλύπτει, σχεδόν, καθένα στίχο της, θα λεγα.

«Υπάρχουν εκείνοι που βλέπουν τον κόσμο ως θαύμα, και όσοι δεν τον βλέπουν έτσι». Με τέτοιο τρόπο κατέτασσε τους ανθρώπους ο Αϊνστάιν. Κι όλα τα θαύματα «μετά από την μεγάλη βροχή»… «Ο εσταυρωμένος να κείτεται με τον κόσμο όλο να τον κοιτάει για ένα μόνο θαύμα, μετά τη μεγάλη βροχή», αποσπώ.

Νάτη κι η τρίτη λέξη κλειδί: Βροχή. «Το θαύμα που γεννιέται μέσα σε θεόρατο κλουβί που δεν ανοίγει ποτέ», έτσι κλείνει το 4ο ποίημα. Με τις λέξεις θαύμα και κρυφά. «Γυρνάει από πόλη σε πόλη/για να μιλήσει για τα πιο κρυφά».

«Το θαύμα συμβαίνει σ’ αυτούς/που μπορούν να δουν/μέσα από τα θαμπά/παγωμένα παράθυρα ενός παλιού βαγονιού/τη ζεστή ανάσα/και τα χέρια/που συναντιούνται» εξηγεί η ποιήτρια στο ποίημα «Μια τυχαία συνάντηση».

«Μια αληθινή ιστορία που δεν συνέβηκε ποτέ», αυτός είναι ο τίτλος του πέμπτου ποιήματος της συλλογής της. Και εδώ η αλήθεια, και παρακάτω, πάλι η μνήμη.

«Ποτέ δεν σταματάει ο άνεμος σ’ αυτό το απόμακρο μέρος./Τίποτε δεν μένει όρθιο/όλα γίνονται πέτρες και χώμα/τίποτε δεν μένει να θυμάσαι». Και λίγο πιο κάτω,η σοφή δήλωση: «Η επαλήθευση γεννιέται στην επανάληψη».

Βαθιά βιωματικός ο στίχος-διαπίστωση, όπως και το σύνολο της ποίησης της Δ.Ν. Η ενδοσκόπηση συντείνει στην ουσιαστική βίωση, την ανάκληση γεγονότων, τα οποία ίσως είχαν, υποσυνείδητα ταφεί, και μια χαιρέκακη στιγμή επανέρχονται, συνήθως με νέα μορφή, καθώς νεκρανασταίνονται και ξεχώνονται, και βρυκολακιάζουν, επιτρέψτε μου τη λέξη, και απαιτούν τώρα εξηγήσεις και θέλουν ξεκαθάρισμα λογαριασμών, μια καινούργια τακτοποίηση. «Όμως η αλήθεια πρέπει να αποκαλυφθεί» αστόχαστα επιμένει η αφηγήτρια στο ποίημα «Το πανδοχείο των ξένων». Και στα «επτά ρολόγια του Σεπτέμβρη», διαβάζω, «όταν οι ευχές νικούσαν την στεγνή αλήθεια/που είχε χωθεί/σε χρυσό λυχνάρι/κι έφερε πίσω το παλιό παραμύθι/….

Ό,τι πονάει/δίνει νόημα/χαμόγελο στη σιωπή/αποσπώ από τα «περιπέτεια για δύο πρόσωπα».

Η σιωπή, διαποτίζει τον ποιητικό λόγο, όσο κι αν η ποιήτρια μιλάει ακατάπαυστα. Όμως, «Η πιο μεγάλη μοναξιά κρύβεται στην πολυλογία» θυμίζω τον Σόριεν Κιρκέγκωρ.

Επιλέγω ένα στίχο από τη «Σιωπή της πεταλούδας»: «Η πεταλούδα πεθαίνει πάνω σ’ ένα παλιό ημερολόγιο». Η μνήμη πάντα αιμοβόρα. Ακούστε πώς τελειώνει το ίδιο ποίημα: «η γυναίκα κάθετα στην πολυθρόνα/καπνίζει «Καρέλια»/διαβάζει δυνατά αυτό το ποίημα/στο τέλος/με δάκρυα στα μάτια/διαλέγει τη σιωπή.

Και οι λέξεις βέβαια, για πρώτη φορά ονομάζονται «Ανασαίνω εκεί όπου ζωντανεύουν οι λέξεις». Και το φως και τα σκοτάδια, στο ίδιο ποίημα, «Περιπέτεια για δύο πρόσωπα».

Γιατί ο έρωτας είναι, που περιδιαβαίνει, δρεπανοφόρος, μέσα στο κάθε φωτεινό ή σκοτεινό ποίημα, παρόλο που δεν καταδεικνύεται. «Στο χέρι μου μένει το σαρδόνιο χαμόγελο/κλείνω τα δάχτυλα/ανοίγω την πόρτα/και το πετάω μακριά». Αυτό είναι το τέλος του ποιήματος. Και στην σελίδα 32, «Ένα σώμα γεμάτο λέξεις», στο ομώνυμο ποίημα: «Σώμα με λέξεις».

«Οι λέξεις, το ξέρω, κάποια μέρα/ή και νύχτα/θα μ’ εκδικηθούν σκληρά/απόλυτα/θα μ’ εγκαταλείψουν όλες/» προβλέπει έντρομη στο ποίημα «Η εκδίκηση ανήκει στις λέξεις».

Η Δ.Ν. αρχίζει πλέον να συνειδητοποιεί την απειλή. Αν θα «σωθεί», όταν τις τελειώσουν οι λέξεις, και φτάσει στη σιωπή, ή τότε είναι που θα καταστραφεί, ποιος άραγε μπορεί να το πει μετά βεβαιότητος; Η επαλήθευση πάντοτε, εκ των υστέρων, γίνεται, θυμίζω τα λόγια της.

Εξ άλλου, «κάθε φορά που σε βλέπω/σε ξεχνώ πιο πολύ/όπως επισημαίνει στο «ραντεβού». Πώς το λέει ο Σαββόπουλος;

«Από την έρμη την απόσταση, παίρνει υπόσταση/κάθε γιορτή μου».

«Κι οι λέξεις/που δεν ειπώθηκαν/ακίνητες/για πάντα/μέσα στις βρεγμένες παλάμες/» παραδέχεται στο ποίημα «Το ναυάγιο».

Κι ο έρωτας πανταχού παρών, κι όλο να ξεφεύγει σαν σκιά μέσα στη νύχτα: Για να μην ξεχνιόμαστε γιατί πράγμα μιλάμε:

«Μ’ αυτούς που αγαπάς/δεν έχει τέλος το ταξίδι/Και μόνο βέβαια, «Όταν έχεις ιστορία/έχεις θέα/» όπως δηλώνει στο ποίημα «Παρελθόν».

Ακούστε ένα ωραίο ερωτικό ποίημα: «Βόλτα για δύο ποδήλατα»

Μαζί δεμένα/τα δύο/με αλυσίδα/έτοιμα για τη βόλτα/μιας συνάντησης/μοναδικής και μοιραίας/τα δύο ποδήλατα/ξεκινούν παρέα/για τα καλύτερα/αυτά που έρχονται/στη ζωή/μόνο/σε ζευγάρια».

Ακούστε όμως τώρα και το άλλο.

«Μέσα στα εργαστήρια/μόνο ερωτεύονται/οι δημιουργοί/». Αυτό είναι το οδυνηρό τέλος από το μακροσκελές ποίημα «Η ηρωίδα να μη θυμίζει καλοκαίρι».

Έτσι συμβαίνει δυστυχώς, όπως ακριβώς το βιώνει η ποιήτρια, στο ακροτελευταίο ποίημα της συλλογής, ξορκίζοντας μάλλον αυτή την αναθεματισμένη ιδιότητα του ποιητή. Το κουσούρι της. «Ω θεέ, Ω Αφροδίτη, Ω Ερμή, προστάτες των κλεφτών/δανείστε μου ένα μικρό καπνοπωλείο/ή στρώστε με σ’ ένα οποιοδήποτε επάγγελμα/εκτός από αυτό το καταραμένο επάγγελμα του λογοτέχνη/που χρειάζεται να χεις το νου σου όλη την ώρα/,θυμίζω τον Έζρα Πάουντ και το τέλος του ποιήματος «Το λιμναίο νησί».

 

 

«Το καρναβάλι πήρε τέλος/Η φημισμένη πλατεία γέμισε μάσκες παντού/… η μυρωδιά της βροχής σαν παλιά μούχλα/… το σπίτι αυτό έχει την πόρτα ανοιχτή/τα βήματα ανεβαίνουν στα σκαλοπάτια/…

«Να στέκεται ο άνθρωπος όρθιος μ’ όλες τις αισθήσεις να ξυπνούν μέσα του/Καθώς βρέχονται ασταμάτητα/διώχνουν την παλιά μελαγχολία/και αυτή κυλάει/για να πνιγεί/μόνη/στο πάτωμα/του βροχερού σπιτιού/μιας ιστορίας που όλοι θα ζήσουμε».

Έτσι κλείνει η συλλογή. Αυτό είναι το επιμύθιό της. Ένα θέατρο επομένως; Ένα καρναβάλι; Κι εμείς μασκαράδες; Σαλτιμπάγκοι ενός γελοίου θεάτρου;

Μια συλλογή στην οποία υπερχειλίζει, πιθανώς, ο συναισθηματισμός, ενίοτε ανεξέλεγκτος, καταδηλώνεται η μελαγχολία. Μια εύοσμη πάντως ελαφρότητα-ελαφράδα.

Γιατί, φοβάται, εύλογα, να βουτήξει η ποιήτρια, ολόκληρη, μες στο μαύρο πηγάδι. Και επειδή δεν το θέλει. Στα λαμπερά σπαράγματα των στίχων, καταθέτει τον οίστρο της. Δεν επιλέγει να πνιγεί. Είναι μάχιμη, οι στίχοι της δεν είναι κατ’ ανάγκην πεισθανάτιοι. Τολμά να κάνει όνειρα, μεγαλύτερα πιθανώς από το μπόι της, όσο κι αν αυτό διαπιστώνεται αργότερα. «και κάναμε όνειρα μεγαλύτερα από το μπόι μας», παραδέχεται στο ποίημα «Το παλτό, που μιλάει για έρωτα».

«Μετά το δείπνο το κεντημένο ύφασμα αλλάζει, γίνεται πράσινο».

Έναν αναστεναγμό, εισπράττω εγώ, από αυτόν τον στίχο, εντοπίζοντας ταυτόχρονα την χρωματική διάσταση στην ποίηση της ΔΝ, η οποία αποτελεί σημαντική παράμετρο του ύφους της και χρήζει ιδιαίτερης επισήμανσης.

Η γυναικεία οπτική, η αμφιταλαντευόμενη μεταξύ «παράδοσης» και «αντίστασης», φανερή. Να ενδώσει, ή να παραμένει αδιάβροχη;

«Γράφω μόνο για να νιώθω πως ίσως να υπάρχω στην καρδιά ενός ποιήματος», εξομολογείται στο ποίημα «Ύπαρξη», αποζητώντας την παρηγοριά μέσα στις λέξεις.

Οι οποίες όμως, είναι «ενστικτώδεις κινήσεις προφυλάξεως, κάποιου τρομαγμένου ζαρκαδιού», αν πιστέψουμε τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο.

Πάντως βρέχει ασταμάτητα, μέσα σ’ όλα σχεδόν τα ποιήματα της Δ.Ν. Ίσως γι’ αυτό, «ξεχειλίζει το ποτάμι από μέσα της», όπως δηλώνει στο «Ηχων ποτάμι». «Κι όταν βρέχει το λάθος έρχεται /για να κρυφτεί/ανάμεσα στους δυό μας/ ομολογεί στο «Η βροχή ανάμεσα».

Εγώ, τελειώνοντας θάθελα, να της θυμίσω τους αγαπημένους σε μένα στίχους του Οδυσσέα Ελύτη, ως ευχή, και ως έκφραση ακόμη, συγνώμης, αφού όποιος μπαίνει στα ποιήματα του άλλου και επιχειρεί να τα ερμηνεύσει, δεν μπορεί παρά, να επιζητεί να τα οικειοποιηθεί, να τα κάνει δικά του, και αναπόφευκτα, ασυνείδητα πιθανώς, ασελγεί πάνω τους και τα δηώνει.

Πρόκειται για στίχους από «Το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου».

«Ακόμα βρέχει. Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Και αιωνίως θα κυκλοφορώ με μιαν ομπρέλα/ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ/γεμάτη ωραία/υπαίθρια/ ζαχαροπλαστεία».

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top