Fractal

Η δική μου Δάφνη

Κείμενο και φωτογραφίες: Βερίνα Χωρεάνθη //

 

 

Δεν είναι πολλά αυτά που θα ήθελα πραγματικά να θυμάμαι από τα χρόνια του σχολείου στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, ωστόσο εκείνο που μάλλον δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ είναι το ίδιο το σχολικό κτίριο – ένα αχανές και φουτουριστικό για την εποχή του συγκρότημα χτισμένο στο λόφο κάτω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ακριβώς στα σύνορα Δάφνης και Νέου Κόσμου.

 

Το τεράστιο αυτό κτιριακό συγκρότημα, που όλοι το ήξεραν τότε σαν ‘τα σχολεία της Δάφνης’ ακριβώς γιατί ήταν πάνω στα σύνορα των δήμων, ήταν σχεδιασμένο με ευρωπαϊκές προδιαγραφές και στέγαζε τότε τρία σχολεία. Ένα απ’ αυτά ήταν και το δικό μου, το 43ο Γυμνάσιο-Λύκειο Αθηνών, η είσοδος του οποίου βρισκόταν στην κορυφή σχεδόν της ανηφόρας η οποία οδηγούσε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και που έφερε τη μυθιστορηματική ονομασία ‘οδός Ασπρογέρακα’ – το καθημερινό ανέβασμα αυτής της ανηφόρας μάς φαινόταν κανονικός Γολγοθάς.

 

Χτισμένο στη θέση ενός γηπέδου που ανήκε στις ομάδες Φοίβος και Θρίαμβος του Νέου Κόσμου, ήταν αρχικά Γυμνάσιο Θηλέων προτού μετατραπεί σε Ενιαίο Λύκειο με την κατάργηση του διαχωρισμού των σχολείων σε αρρένων και θηλέων στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Είχε μια εξαιρετικά περίπλοκη και δαιδαλώδη αρχιτεκτονική –  γεμάτο διαδρόμους και σκάλες που οδηγούσαν σε άλλες πτέρυγες, στις περισσότερες από τις οποίες η είσοδος φραζόταν αποθαρρυντικά με κάτι πανύψηλες καγκελόπορτες πίσω από τις οποίες έβλεπες σκάλες που κατέβαιναν σε άγνωστα υπόγεια, άλλους διαδρόμους που έβγαζαν σε αίθουσες που δεν χρησιμοποιούνταν ποτέ. Υπήρχε και μία τέτοια πόρτα που συνέδεε το δικό μας σχολείο με ένα από τα άλλα δύο, το 3ο Γυμνάσιο Δάφνης, και άνοιγε ένα Σαββατοκύριακο το χρόνο, ώστε να έχουμε κι εμείς πρόσβαση στην αίθουσα εκδηλώσεων του άλλου σχολείου όπου παραδοσιακά γινόταν το ετήσιο Πολιτιστικό Διήμερο – συνήθως μια θεατρική παράσταση την πρώτη μέρα, και μουσιοκοχορευτική εκδήλωση τη δεύτερη.

 

 

Ήταν κατασκευασμένο σε διάφορα επίπεδα τα οποία συχνά διασταυρώνονταν μεταξύ τους. Για να πας σε ορισμένες αίθουσες έπρεπε να κατεβείς μία και δύο σκάλες, κι ενώ τυπικά κατέβαινες στο υπόγειο, στην ουσία ήταν κάτι σαν δεύτερο ισόγειο, αφού δίπλα ακριβώς από τις αίθουσες υπήρχε ένας διάδρομος με κάγκελο αντί για τοίχο κι ένα στενόμακρο παρτέρι κατά μήκος του απ’ έξω, στην οδό Γράμμου, τον δρόμο που κατέβαινε από την πάνω πλευρά. Οι υπόλοιπες αίθουσες ήταν μοιρασμένες σε ορόφους με μπαλκόνια, ενώ πέρα από τις άπειρες πτέρυγες του συνόλου του συγκροτήματος, το δικό μας σχολείο είχε κι αυτό δύο πτέρυγες: η κάτω πτέρυγα στέγαζε το Λύκειο και μέρος του Γυμνασίου και η πάνω το υπόλοιπο Γυμνάσιο. Οι πτέρυγες αυτές ενώνονταν μεταξύ τους με ένα είδος γαλαρίας πάνω στην οποία ήταν το γραφείο των καθηγητών, το Χημείο (για την ακρίβεια, η αίθουσα που χρησιμοποιούνταν σαν Χημείο, γιατί το πραγματικό Χημείο, η πραγματική αίθουσα δηλαδή που προοριζόταν για Χημείο με βάση τα κατασκευαστικά σχέδια του κτιρίου, παρέμενε κλειστή) και μία-δύο αίθουσες ακόμα. Η κάθε αυλή (τις οποίες λέγαμε ‘η πάνω’ και ‘η κάτω’ αυλή) είχε το δικό της γυμναστήριο –  ήταν δύο μεγάλες αίθουσες με διαλυμένα στρώματα και ξεχαρβαλωμένα όργανα γυμναστικής, ενώ και στις δύο υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε σε μια σκάλα η οποία με τη σειρά της οδηγούσε σε μία κλειδωμένη πόρτα – λογικά πίσω απ’ αυτή την πόρτα ήταν το κανονικό αποδυτήριο, αλλά εμείς χρησιμοποιούσαμε γι’ αυτή τη δουλειά τις ίδιες τις σκάλες.

 

Από ένα σημείο των μπαλκονιών της κάτω πτέρυγας φαινόταν μια τρίτη αυλή που δεν έμοιαζε με τις άλλες δύο, καθώς είχε γύρω γύρω σκαλοπάτια που κατέβαιναν σε χαμηλότερο επίπεδο. Αν και υπήρχαν  αίθουσες και διάδρομοι που έβλεπαν σ’ αυτήν, δεν υπήρχε πρόσβαση καθώς κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα συναντούσες μια καγκελόπορτα που θα σου έκλεινε το δρόμο. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για αυλή, αλλά πισίνα, εξ ου και τα σκαλιά –  είπαμε… το κτίριο είχε ευρωπαϊκές προδιαγραφές… Φυσικά δεν είχε ποτέ την τύχη να τη γεμίσουν με νερό κι ευτυχώς δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ως πισίνα.

 

Υπήρχε και μια μεγάλη δίφυλλη πόρτα κοντά στην είσοδο του κτιρίου η οποία αποτελούσε ένα από τα πάμπολλα άλυτα μυστήρια της εποχής, ως τη στιγμή που ένας καθηγητής μας ανακοίνωσε πως θα μας πήγαινε στις ‘Σεϋχέλλες’ και άνοιξε αυτή ακριβώς την πόρτα για να μας δείξει τι κρυβόταν από πίσω – όχι φυσικά κάποιος τροπικός παράδεισος με φοινικόδεντρα, αλλά ένα σκονισμένο και ημισκότεινο χάος από σακιά γεμάτα παλιά διαγωνίσματα και εκθέσεις, κιβώτια με άλλα χαρτιά, παλιές καρέκλες και θρανία, μικρότερες πόρτες και άλλους διαδρόμους. Από τότε η ονομασία ‘Σεϋχέλλες’ ακολουθούσε αυτό το κομμάτι του κτιρίου μέχρι που η δική μου τάξη τέλειωσε το Λύκειο και ακολούθησε άλλους δρόμους, λιγότερο ή περισσότερο συναρπαστικούς από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του σχολικού συγκροτήματος.

 

 

Για καιρό η Δάφνη ήταν συνυφασμένη στο μυαλό μου με τα χρόνια του σχολείου, και μάλλον εξαιτίας αυτής της ταύτισης δεν ενδιαφέρθηκα περισσότερο γι’ αυτή την περιοχή, κι ακόμα λιγότερο όταν βρέθηκα στα Νότια προάστια, φαινομενικά αρκετά μακριά από κει. Για καμιά δεκαετία περίπου συνέχισε να είναι συνδεδεμένη αποκλειστικά μ’ αυτό το κομμάτι, ώσπου κάποια στιγμή μπήκε ξανά στη ζωή μου, αυτή τη φορά με το τρένο – για την ακρίβεια με το μετρό, αφού ήταν ο πιο κοντινός σταθμός στην περιοχή μου, και άρχισε ν’ αποτελεί αν όχι απαραίτητο, τουλάχιστον σημαντικό σημείο αναφοράς στις διαδρομές μου προς το κέντρο.

 

Το γκρίζο, άχαρο και πολλές φορές μελαγχολικό της τοπίο, που τα μεσημέρια του καλοκαιριού έβραζε από τη ζέστη και τα χειμωνιάτικα απογεύματα έμοιαζε με ασπρόμαυρη βουβή ταινία, είναι τώρα γεμάτο ζωή, χρώμα και έντονες εικόνες. Ο σταθμός της Δάφνης, με την αποβάθρα του κάτω από την πλατεία Καλογήρων, συγκεντρώνει έναν πολύ μεγάλο όγκο επιβατών καθημερινά, ενώ τα τελευταία χρόνια αποτελεί το τέρμα δώδεκα με δεκαπέντε λεωφορειακών γραμμών και διερχόμενο σταθμό πολλών ακόμα. Η πλατεία, χωρισμένη σε δύο τμήματα, δεξιά κι αριστερά της κεντρικής οδού, είναι ένα από τα πιο κεντρικά σημεία των νοτίων προαστίων, ένα μεγάλο σταυροδρόμι όπου συναντιούνται λεωφόροι, δρόμοι και παράδρομοι από όλες τις κοντινές περιοχές. Σε πολύ κοντινή απόσταση, ο Υμηττός επιβάλλει την παρουσία του στην περιοχή, χαρίζοντάς της παράλληλα λίγη από τη δροσιά του τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες.

 

Το όνομα της πλατείας προήλθε από την ομώνυμη περιοχή στην οποία ανήκει, αλλά δεν έχει σχέση, όπως ίσως φαντάζεται κανείς με μοναστήρι. Στην περιοχή ζούσαν τέσσερα αδέλφια με μεγάλη περιουσία – τους ανήκε μια αρκετά μεγάλη έκταση – αλλά παρά την οικονομική τους επιφάνεια, έμειναν ανύπαντροι ως το τέλος της ζωής τους, απομονωμένοι σ’ ένα μοναχικό σπίτι, αφού τότε η περιοχή ήταν πολύ αραιοκατοικημένη, σχεδόν ερημική. Οι κάτοικοι του Μπραχαμίου που τους ήξεραν, τους έλεγαν ‘οι καλόγεροι’.

 

 

Ο σταθμός, παρ’ όλο που μέχρι και πριν από λίγα χρόνια ήταν ο τερματικός της γραμμής, είναι σχετικά μικρός – ωστόσο κρύβει μια πολύ ιδιαίτερη πτυχή. Στο πρώτο επίπεδο, μια εκτενής μακέτα προστατευμένη με τζάμι και μια βιτρίνα που καλύπτει σχεδόν έναν τοίχο προβάλλουν τα ευρήματα της ανασκαφής που έγινε κατά την κατασκευή του σταθμού, και τα οποία όχι μόνο μαρτυρούν την παρουσία ανθρώπων εκεί από τα αρχαία χρόνια, αλλά και την ιστορική απόδειξη ότι η Δάφνη είναι από τους πιο αρχαίους κατοικημένους δήμους της Αττικής: τα πιο παλιά ευρήματα χρονολογούνται στα προϊστορικά ακόμα χρόνια. Τμήματα από αγροικίες, τείχη, πηγάδια, αγγεία, μικροαντικείμενα καθημερινής οικιακής χρήσης και η βόρεια πλευρά της κοίτης ενός ρέματος αποτελούν τα πιο σημαντικά ευρήματα της ανασκαφής.

 

Στη θέση που βρίσκεται η Δάφνη, πάνω σε τμήμα της αρχαίας οδού Αθηνών – Σουνίου, βρισκόταν ο αρχαίος δήμος Αλωπεκής, τόπος καταγωγής του Σωκράτη και του Αριστείδη του Δίκαιου. Η περιοχή είναι περιτριγυρισμένη από τους λόφους του Αγίου Ιωάννη του Κυνηγού, του Αγίου Γεωργίου και της Ζωοδόχου Πηγής, έχοντας άνοιγμα προς τη θάλασσα από τη μεριά του Φαλήρου, στα νότια. Μέχρι τη δεκαετία του ’50, οπότε πήρε το σημερινό όνομά της πιθανότατα εμπνευσμένο από τις δάφνες που υπήρχαν τότε στην περιοχή, ονομαζόταν Κατσιπόδι – μια ονομασία για την οποία δίνονται διάφορες ερμηνείες. Οι πιο τυπικές κάνουν λόγο για μεσαιωνική τοπωνυμία που παραπέμπει είτε στα κτήματα της οικογένειας Κατσιπόδη ή στον Κατσίμπεη, διοικητή της περιοχής την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ωστόσο λαϊκές μαρτυρίες δίνουν μια διαφορετική εκδοχή: επειδή οι βοσκοί πήγαιναν εκεί τα ζώα τους για να πιουν νερό στα πηγάδια της περιοχής, οι κάτοικοι έβρισκαν συχνά πατήματα κυρίως από κατσίκες, κι έλεγαν ‘της κατσίκας το πόδι’ κι έτσι προέκυψε το όνομα Κατσιπόδι. Όπως για τις περισσότερες ονομασίες περιοχών της Αθήνας που συνδέονται με κάτι, μπορεί να ισχύουν όλα τα παραπάνω ή κανένα απ’ αυτά. Αυτή άλλωστε είναι και η μαγεία της πόλης – όλα αυτά τα μυστικά που κρύβει και που θέλει ή δεν θέλει να ανακαλύψεις.

 

Μια διαδρομή που κάνω συχνά είναι αυτή από τα νότια προς την περιοχή κοντά στον Άγιο Ιωάννη στη Βουλιαγμένης, που λέγεται Πυριτιδαποθήκη του Μετς – προφανώς κατάλοιπο και ανάμνηση πολεμικών εποχών. Η διαδρομή αυτή, αποκλειστικά πάνω σε λεωφόρους, καλύπτει ένα χαρακτηριστικό μέρος του Μπραχαμίου και της Δάφνης και, παρά τη σχετικά μικρή έκτασή της, περιλαμβάνει εναλλαγές τοπίων που συνήθως συναντά κανείς σε εθνικές οδούς: μια χαράδρα με το ρέμα, σπίτια χτισμένα ακριβώς πάνω στην κοίτη, παλιές σκάλες και δρομάκια, τμήματα με γιαπιά και παλιές πολυκατοικίες στο βάθος, σχολεία, πάρκα, πυκνοχτισμένα κομμάτια, στενούς παράδρομους που σου επιτρέπουν να ρίξεις μια κλεφτή ματιά σε αυλές άλλων εποχών, μια ψαραγορά πάνω σε κατηφορικό πλακόστρωτο που λες και βγήκε από παλιά γκραβούρα, νεότερα κτίρια στη σειρά, και φτάνοντας κάπου στον τελικό προορισμό μου, ο Άγιος Ιωάννης με το μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Πλανά.

 

 

Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη είναι χτισμένη πάνω στην πλατεία όπου τώρα βρίσκεται και ο σταθμός του μετρό. Ακριβώς απέναντι από την είσοδό της βρίσκεται ένας σχεδόν κατακόρυφος λόφος με πολύ και πυκνό πράσινο, που τόσο το κόψιμο όσο και το μέγεθός του δημιουργεί την εντύπωση ότι δε βρίσκεται στην καρδιά της πόλης αλλά κάπου μακριά στην εξοχή. Η αρχική εκκλησία, που ανήκε στο μετόχι της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Κυνηγού Υμηττού, χτίστηκε τον 15ο αιώνα, μια εποχή κατά την οποία όλη η γύρω περιοχή ήταν ακατοίκητη και γύρω από τον ναό υπήρχαν μόνο εκτάσεις με χωράφια. Γι’ αυτό και ο ναός ονομαζόταν Άγιος Ιωάννης του Αγρού, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή κατά την οποία βρισκόταν εκεί κοντά ένα καφενείο όπου συγκεντρώνονταν οι κυνηγοί που σύχναζαν στην περιοχή, και το έλεγαν ‘Καφενείο των Κυνηγών’. Από κει πήρε το νέο προσωνύμιό του ο ναός και λέγεται μέχρι σήμερα Άγιος Ιωάννης Κυνηγός.

 

Γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα, η αύξηση του πληθυσμού που είχε ήδη ξεκινήσει με την έλευση των προσφύγων από τη Μικρασία αλλά και τη γενικότερη ανάπτυξη της περιοχής, επέτειναν την ανάγκη για την καλύτερη οικοδόμηση της περιοχής και την ύπαρξη μεγαλύτερης εκκλησίας. Ξεκίνησε τότε η κατασκευή της νέας εκκλησίας και ο σχεδιασμός της λεωφόρου Βουλιαγμένης.  Λέγεται μάλιστα ότι τα σκαπτικά μηχανήματα που άνοιγαν το δρόμο, πάθαιναν ζημιά ή έσβηναν όποτε επιχειρούσαν να κατεδαφίσουν τον παλιό ναό, από τον οποίο διασώθηκε τελικά μόνο το Άγιο Βήμα που θεωρείται πλέον επίσημα βυζαντινό μνημείο και φυλάσσεται αυτούσιο σε ειδική κρύπτη πίσω από την εκκλησία, πάνω στη λεωφόρο Βουλιαγμένης και δίπλα στην προτομή του Αγίου Νικολάου του Πλανά, ο οποίος ήταν ο πρώτος εφημέριος τον καιρό που ο ναός έγινε ενοριακός.

 

 

ΠΗΓΕΣ:

  • Αττικό Μετρό
  • 43ο Γυμνάσιο Αθηνών
  • Δήμος Δάφνης
  • Γιάννης Καιροφύλας: “Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων”, Εκδόσεις Φιλιππότη 1995

   

* Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2013 των Εκδόσεων Φιλιππότη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top