Fractal

Διήγημα: “Η διάγνωση”

Της Τζένης Μανάκη //

 

 

f19

 

Έμεινε ακίνητη με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στις λίγες λέξεις που έφερναν τα πάνω, κάτω, στο μέλλον της. Η ιατρική γνωμάτευση τής έπεσε από τα χέρια. Στεκόταν αναποφάσιστη αν έπρεπε να σκύψει να τη μαζέψει. Γέλασε μ’ ένα πικρό χαμόγελο, στη σκέψη ότι έτσι κι αλλιώς η ζωή της ήταν ανάστατη.

Πόσο περισσότερο άγχος και πόνο χωρούσε η ψυχή της; Ένιωσε ίλιγγο, κι ύστερα μία συναισθηματική πτώση θαρρείς από απροσμέτρητο ύψος. Δεν την κρατούσαν τα πόδια της. Κάθισε, έσκυψε με κόπο και μάζεψε το χαρτί – αγγελτήριο του δικού της θανάτου. Το βλέμμα της καρφώθηκε και πάλι στις λέξεις . Τις διάβασε δυνατά, ξανά και ξανά. Την έμαθε απέξω την καταδίκη της. Τσαλάκωσε το χαρτί και το έσφιξε στη χούφτα της ενώ συνέχιζε να απαγγέλλει τη γνωμάτευση σαν ποίημα, ώσπου ένα χαμόγελο καρφώθηκε στο στόμα της, σαν απόρροια μιας απρόσμενης λύσης σ’ ένα άλυτο πρόβλημα. Ένιωσε μια περίεργη χαρά, λες και η καλπάζουσα αυτή καταστροφή θα τη γλίτωνε από τα βασανιστικά προβλήματα της ζωής της.

Ποτέ δεν υπήρξε ευτυχισμένη πριν από εκείνον. Στο πρόσωπό της είχαν αποτυπωθεί τα σημάδια από όλες τις ατελέσφορες ευκαιρίες, τις πίκρες, τις απογοητεύσεις, τις ήττες , που είχε υποστεί. Τα έβλεπε στον καθρέφτη να χάνονται σταδιακά από εκείνη την ημέρα που άφησε ελεύθερα τα αισθήματά της να εκφραστούν. Από τότε που ενέδωσε σ’ εκείνον τον παράλογο έρωτα, που της χάρισε τις μόνες αληθινές στιγμές ευτυχίας. Υπέκυψε, αν και ήξερε ότι δεν έπρεπε, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, την έπνιγαν τα καταπιεσμένα αισθήματα αξόδευτης αγάπης, χρεωστούμενων στον εαυτό της οργασμών, ταραγμένων ύπνων σε ατσαλάκωτα από έρωτα σεντόνια.

Το ήξερε ότι κάποτε θα το πλήρωνε αυτό και ίσως όχι μόνο με έναν τρόπο. Το ένιωθε μέρα τη μέρα ότι η καταστροφή πλησίαζε. Οι ευτυχισμένες στιγμές φτερούγιζαν μακριά της κάτω από το άγχος , την αγωνία της αποκάλυψης. Έπρεπε να πάρει την απόφαση μιας ηρωικής συμφιλίωσης με τις προσωπικές της αλήθειες να απαρνηθεί το αναπάντεχο δώρο που της έφερε η ζωή, να ενδώσει και πάλι σ’ αυτό που της συνέβαινε πάντα. Ευκαιρίες χωρίς καμία θετική κατάληξη.

Έφερνε στο νου της εκείνο το πρώτο άγγιγμα των χεριών τους πάνω από τα ασπρόμαυρα πλήκτρα του πιάνου, « Όχι έτσι, αλύγιστοι οι καρποί σε ευθεία με τα δάκτυλα», τα δικά του υπέροχα μακριά δάκτυλα, που παρήγαγαν εκείνες τις αρχικά διστακτικές νότες, απόλυτα συνταιριασμένες με τα διστακτικά δικά της αισθήματα.

Έφταιξε ο Σοπέν, μ’ εκείνη την γλυκιά μελαγχολία της μουσικής του, από την οποία δεν ήθελες να αποδράσεις, ήθελες να τη μοιραστείς , «Κάθισε πιο εκεί να σου δείξω πως εντείνεται αυτό το αίσθημα», είπε, κι εκείνος μετακινήθηκε πάνω στο σκαμπό, έτσι που το αριστερό της χέρι είχε κολλήσει πάνω στο δεξί δικό του και του μετέδιδε τους παλμούς της καρδιάς της. Μισόκλεισε τα μάτια και η μελαγχολική μελωδία της αγαπημένης της μαζούρκας την έκανε να χάσει την αίσθηση του τόπου και του χρόνου, ένιωσε τα χέρια του να εφάπτονται πάνω στα δικά της. Τα δάκτυλά του ν’ ακολουθούν απαλά τις κινήσεις των δακτύλων της, μάθημα εξ επαφής, που έγινε πιεστική στις καταληκτικές νότες. Ξαναβρέθηκε στο φυσικό περιβάλλον, γύρισε και τον κοίταξε, δεν πρόλαβε να δει την έκφραση των ματιών του, εκείνος την αγκάλιασε με τον ενθουσιασμό του μαθητή για τον μέντορά του κι εκείνη αφέθηκε στην αγκαλιά του σαν υποταγμένη ερωμένη. Η ζεστασιά του κορμιού του έγινε φωλιά του μοναχικού δικού της. Της χάιδεψε τα μαλλιά και με τις κινήσεις του έδιωξε την παγωνιά της ψυχής της με την ίδια δύναμη που το κατόρθωνε ο Σοπέν με τις νότες του.

Έτσι άρχισε ο έρωτάς τους. Εκείνη δασκάλα κι εκείνος μαθητής, γιος μιας μακρινής ξαδέλφης .Όταν έφευγε, βασανιζόταν από μία κλιμακούμενη απελπισία που κατέληγε σε αδημονία για την επόμενη συνάντηση. Όταν ερχόταν, άλλαζε το φως γύρω της, η υποδόρια αγωνία της για τα «πρέπει» δεν κατόρθωνε να αλλοιώσει τη λάμψη του. Ο χρόνος, αυτή η αδυσώπητη μάστιγα που μάχεται τη ζωή και τον έρωτα δεν πρόλαβε να συντελέσει το δικό του καταστροφικό έργο. Η αποκάλυψη δεν άργησε. Ο παρατεταμένος χρόνος των «μαθημάτων» ξύπνησε υποψίες στο περιβάλλον. Εκείνος υποστήριξε τον έρωτά του, που η οικογένειά καταδίκασε μαζί με την δασκάλα.

Εκείνη αποφάσισε τον χωρισμό. Το όφειλε στην κοινωνία και στο μέλλον εκείνου, που ένιωθε ότι τού το έκλεβε. Είχε σωματοποιήσει τον ψυχικό της πόνο και τις απελπισίες της. Και τώρα, μπροστά στο τσαλακωμένο χαρτί που διέγραφε την ανυπαρξία του μέλλοντός της.

Απάγγειλε τη διάγνωση πάλι, και η φωνή της ακούστηκε σαν πένθιμη καμπάνα.

Κάθισε στο πιάνο να την μελοποιήσει σαν να ήταν το κύκνειο άσμα της. Έστρωσε με τα χέρια της το χαρτί και το απόθεσε πάνω σε μία παρτιτούρα. Έτοιμη για τις πρώτες πένθιμες νότες. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο όνομα του «ασθενούς». Δεν ήταν το δικό της! Το ξανακοίταξε με προσοχή, όχι… δεν ονειρευόταν. Ήταν σίγουρη. Η θανατική καταδίκη δεν της ανήκε.

Οι πρώτες νότες της, ήταν από το ρόντο αλλά τούρκα του Μότσαρτ.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top