Fractal

Η απεικόνιση των Εβραίων στην εφημερίδα «Μακεδονία» την περίοδο 1945 – 1948 [Μέρος ΣΤ΄]

Του Μίνωα-Αθανάσιου Καρυωτάκη //

 

[Πτυχιακή εργασία που εκπονήθηκε στο Τμήμα Δημοσιογραφίας & Μ.Μ.Ε. του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης // Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτρης Λυβάνιος]

 

Διαβάστε το Α΄ Μέρος >>  //  Διαβάστε το Β΄ Μέρος >>  //

Διαβάστε το Γ΄ Μέρος >>   //  Διαβάστε το Δ΄ Μέρος >>   //  Διαβάστε το Ε΄ Μέρος >>   //

 

ebraioi_sal

 

4.3 Δίκες – Συλλήψεις συνεργατών των κατακτητών

 

Εξίσου σημαίνουσας σημασίας αποδείχθηκε και το ζήτημα της απονομής της δικαιοσύνης στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Για να δικαστούν οι εγκληματίες πολέμου δημιουργήθηκαν διεθνείς συμβάσεις, που προέβλεπαν τη σύσταση ειδικών στρατοδικείων που εκδίκαζαν τα εγκλήματα πολέμου. Η Ελλάδα επικύρωσε αυτές τις συμβάσεις το 1945. Η ελληνική νομοθεσία προέβλεπε τα ακόλουθα αδικήματα: 1) Φόνοι πολιτών, 2) μεταγωγή πολιτών εκτός του ελληνικού εδάφους, 3) βιασμοί, 4) λεηλασία ή αρπαγή, 5) θανάτωση ομήρων, 6) συστηματική τρομοκράτηση πολιτών κ.α.[1]

Ουσιαστικά το ξεκίνημα των διώξεων των εγκληματιών πολέμου άρχισε με πρωτοβουλία της Αμερικής τον Μάιο του 1945, που κάλεσε όλες τις συμμαχικές χώρες να συμμετάσχουν σε διασυμμαχικό δικαστήριο. Στις 8 Αυγούστου του 1945 οι Η.Π.Α., Σοβιετική Ένωση, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία στο Λονδίνο συμφώνησαν και άνοιξαν τον δρόμο για τις δίκες της Νυρεμβέργης στο Διεθνές Στρατοδικείο. Την ίδια στιγμή η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στη σύσταση του «Εθνικού Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου», το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1959 και είχε σαν στόχο την εφαρμογή των προβλεπομένων συμφωνιών για την εκδίκαση των αρμόδιων υποθέσεων. «Στις αρχές Δεκεμβρίου 1945, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι είχε ολοκληρωθεί το θεσμικό πλάισιο και επίκειτο η σύσταση των αρμοδίων δικαστηρίων»[2]. Ταυτοχρόνως, είναι γνωστό ότι οι Εβραίοι μετά την απελευθέρωση στράφηκαν κατά των μελών της ΙΚΘ και του αρχιραβίνου, θεωρώντας τους υπεύθυνους εν μέρει για την καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, ενώ ο Κόρετς θεωρήθηκε από πολλούς συνεργάτης των Γερμανών.

Το Ειδικό Δικαστήριο συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη με βάση τη Συντακτική Πράξη 6/45, με αρμοδιότητα την εκδίκαση υποθέσεων που έλαβαν χώρα στην περιφέρεια αρμοδιότητάς του, κυρίως την περιοχή της κεντρικής Μακεδονίας. Η αποστολή του ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη, καθώς στην περιοχή της Μακεδονίας υπήρχαν ποικίλες μορφές δοσιλογισμού και πολλοί εξ των δοσίλογων δεν ήταν άτομα που απλώς είχαν συνεργαστεί περιστασιακά με τον εχθρό για να αποκομίσουν κάποια οφέλη. Οι δραστηριότητές τους μπορούσαν να απειλήσουν την εδαφική ακεραιότητα της περιοχής, με αφορμή την εμφάνιση στην ημερήσια ατζέντα των ζητημάτων των δίγλωσσων κατοίκων. Οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου ήταν μη εξαγοράσιμες και τελεσίδικες, ωστόσο, οι καταδικασμένοι μπορούσαν να προσφύγουν στο Συμβούλιο Χάριτος και να αιτηθούν την αλλαγή της ποινής τους ή να ζητήσουν χάρη. Αρκετοί καταδικασμένοι προσέφυγαν στο Συμβούλιο Χάριτος, αλλά λίγες ήταν οι περιπτώσεις, όπου η θανατική καταδίκη μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ υπάρχει και μία περίπτωση όπου ποινή δεκαετούς κάθειρξης μετατράπηκε σε τετραετή φυλάκιση[3].

Η σημασία του δοσιλογισμού κατά την περίοδο της κατοχής ήταν ιδιαιτέρως σημαντική για τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Έτσι, η εφημερίδα «Μακεδονία» θα ασχοληθεί καλύπτοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα όλα εκείνα τα γεγονότα, τα οποία συνδέονται άρρηκτα με τους δοσίλογους. Είναι χαρακτηριστικό ότι δημοσιεύει ειδήσεις σχετικά με το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων και συλληφθέντων ατόμων, που φαίνεται να είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά του εβραϊκού και χριστιανικού πληθυσμού την περίοδο της κατοχής. Η πρώτη σχετική είδηση εμφανίζεται στις 24 Μαΐου, του 1945, όταν ανακοινώνεται ότι θα προφυλακιστούν οι Ωρολογάς και Πολλάτος σύμφωνα με απόφαση του ειδικού επιτρόπου και του αρμόδιου ανακριτή. Ο Γ. Πολλάτος εντασσόταν στην κατηγορία των οικονομικών δοσίλογων. Αυτή η κατηγορία κατηγορούταν για επισύναψη οικονομικών σχέσεων με τις κατοχικές δυνάμεις και βρέθηκε αρκετές φορές στο προσκήνιο, επειδή λαμβάνονταν συχνά ευνοϊκότερες νομοθετικές ρυθμίσεις, με πρόσχημα την αποσυμφόρηση των φυλακών. Η ελληνική κυβέρνηση επεδίωκε περισσότερο να επέλθει χρηματική συμφωνία μεταξύ των οικονομικών δοσίλογων, διαφορετικά αν δεν καταβαλλόταν το απαιτούμενο ποσό στο δημόσιο, επακολουθούσε ο εκτοπισμός της οικογένειας του δοσίλογου. Αυτό το μέτρο βρήκε εφαρμογή στην περίπτωση του Γ. Πολλάτου, που είχε διατελέσει εκδότης της εφημερίδας «Νέα Ευρώπη»[4].

Επιπλέον, σύμφωνα με την εφημερίδα «Μακεδονία» στις 17 Ιουνίου του 1945 θα καταδικασθούνν «οι Θεσσαλονικείς Ισραηλίται Ρεκανάτι και Βενέτσια» σε θάνατο από το Ειδικό Δικαστήριο, ενώ στις 4 Ιουλίου του ίδιου έτους θα γίνει γνωστό ότι θα συλληφθεί ο «ΔΑΝ. ΧΑΓΟΥΕΛ ΕΒΡΑΙΟΣ ΔΗΜΙΟΣ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ».  Η είδηση αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο: «…Δανιέλ Χαγουέλ, όστις τελών εις την υπηρεσίαν του γνωστού οργάνου των Ες Ντε ομόθρησκου του Βιτάλ Χασόν, ωργίασε κυριολεκτικώς  εις βάρος επίσης ομόθρησκών του εις το γκέτο του βαρώνου Χίρς

Ο Χαγουέλ προσωπικώς εβασάνισε και εξετέλεσε πολλού ομόθρησκους του, οι οποίοι συλληφθέντες ηρνούντο ν’ αποκαλύψουν που είχον αποκρύψει το χρυσόν, τα κοσμήματά των κλπ.

Αναφορικώς με τον Χασόν υπάρχουν θετικαί πληροφορίαι καθ’ άς αναμένεται από στιγμής εις στιγμήν η σύλληψίς του εις Αθήνας, όπου κρύπτεται. Αφ’ ετέρου συνελήφθη η σύζυγός του επί του προ ημερών καταπλεύσαντος ατμοπλοίου «Κορινθία», προερχομένη εξ Αθηνών, εφ’ ής ανευρέθη και κατεσχέθη μεγάλη ποσότης χρυσών νομισμάτων και ξένων χαρτονομισμάτων». Την ίδια τύχη θα έχει λίγες μέρες αργότερα και  «Ο συνταγματάρχης Φρανσουά ντε λα Ρόκ, πρώην αρχηγός φασιστικής οργανώσεως, θα είνε ο πρώτος δημοσιογράφος που θα διωχθή συμφώνως τω νόμω περί των δημοσιογράφων συνεργασθέντων μετά των Γερμανών κατά την διάρκειαν της κατοχής. Η ημέρα της δίκης δεν ωρίσθη ακόμη»[5], ενώ τον Αύγουστο[6] έγινε στον Λαγκαδά η σύλληψη του γκεσταπίτη Λάζ. Χατζηδαυίδ, οποίος μεταξύ άλλων καταπίεζε τους κατοίκους του Δρακοιτού Λαγκαδά: «Συνελλήφθη υπό της αστυνομικής αρχής ο Λάζ. Χατζηδαυίδ, εκ Θεσσαλονίκης, κατηγορούμενος επί συνεργασία τον εχθρόν. Ούτος καταπίεζε τους κατοίκους Δρακοίτου Λαγκαδά και κατόπιν τους παρέδιδεν εις τους Γερμανούς με την κατηγορίαν της κατοχής όπλων και περιθάλψεως Άγγλων αιχμαλώτων. Επίσης κατηγορείται δια τη σύλληψιν του Χαρ. Αμπιριάδου και του υιού του Γεωργίου, τους οποίους παρέδωσε εις τους Γερμανούς». Τον ίδιο μήνα θα φτάσουν στο Σιδηρόκαστρο 30 Εβραίοι, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και τα μέλη του Συμβουλίου της Ισραηλίτικης Κοινότητας Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής:

«…Μεταξύ αυτών είνε και οι Σολ. Ουζιέλ, Εσρά Μπαρτζιλάι, Αλμπάλα μεθ’ ολοκλήρου της οικογενείας του, η σύζυγος του Έγδαρ Κούνιο, ο οποίος είχεν εσχάτως συλληφθή εις Αθήνας ως συνεργασθείς μετά των Γερμανών εις βάρος των Ισραηλιτών και αφέθη κατόπιν ελεύθερος και άλλοι. Σημειωτέον ότι ενταύθα είχον συλληφθή 34 μέλη του συμβουλίου της Κοινότητος, αλλ’ απέθανον εις το στρατόπεδον εκ τύφου ο Μπενίκο Σαλτιέλ και ο αρχιρραβίνος Κόρετς και έμειναν 32, επιστρέφουν δε 33, διότι εγέννησεν εις το στρατόπεδον η σύζυγος του Κούνιο. Εις βάρος των ανωτέρω καταγγέλλεται ότι έζων εις θάλαμον, οι δε Γερμανοί εφρόντισαν ώστε να καθίσταται η διαβίωσις των περισσότερον άνετος κατά το δυνατόν. Ούτω είχον δώσει εις αυτούς και υπηρέτας – άλλους Ισραηλίτας – οι οποίοι μετέφερον ξύλα δια την θερμάστραν των. Μεταξύ αυτών των τελευταίων ήτο και η κόρη του γνωστού εις την πόιν μας Ιατρού  Ματαλόν, η οποία επέστρεψεν εκ Γερμανίας και κατήγγειλλον εις τους ομόφυλους της την διαγωγήν των […] Εν τω μεταξύ σήμερον αναχωρεί επιτροπή δια Σιδηρόκαστρον, η οποία θα παρακαλέση την αρμοδίαν αρχήν όπως μη αφήση ελευθέρους τους ανωτέρω, αλλά τους αποστείλη εις το στρατόπεδον του Π. Μελά, προκειμένου ν’ ασκηθή διώξις υπό των επιζώντων Ισραηλιτών εναντίον των επί προδοσία[7]».  Την ίδια μέρα το Εβραϊκό Συμβούλιο της Κοινότητας της Θεσσαλονίκης είχε συνεδριάσει υπό την προεδρία του Χαΐμ Σαλτιέλ με αφορμή την επερχόμενη άφιξη 53 επιζώντων από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν – Μπέλσεν, οι οποίοι φέρεται να είχαν λάβει προνομιακή μεταχείριση από τους Γερμανούς το 1943. Σύμφωνα με το κοινό εβραϊκό αίσθημα ορισμένοι από αυτούς όφειλαν να δώσουν εξηγήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια των εκτοπισμών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ μερικοί κατηγορούνταν για συνεργασία με την επιτροπή Ρόζενμπεργκ. Το Συμβούλιο κατέληξε ότι 16 απ’ αυτούς έπρεπε να λογοδοτήσουν για τη συμπεριφορά τους. Μεταξύ των 16 ήταν οι Τσβη Κόρετς (δεν βρισκόταν πλέον εν ζωή), Σολομών Ουζιέλ, Αλμπάλα, Τυπούζ, Αλφόνς Λεβή κ.ο.κ.[8]

Ακριβώς μια εβδομάδα μετά θα υπάρξει άρθρο που θα αναφέρεται ξανά στο παραπάνω συμβάν και θα επεξηγεί ποιοι συνελήφθησαν στο Σιδηρόκαστρο και γιατί ενδεχομένως θα οδηγηθούν σε δίκη. Η κατηγορία είναι η συνεργασία με τους Γερμανούς. Τα ονόματα των συλληφθέντων είναι τα ακόλουθα: «1) Σολομων Ουζιέλ, 2) Ζάκ Αλμπάλα, 3) Βιτάλ Χασών, 4) Έδναρ Κούνιο, 5) Λέον Σιών ή Τιπούζ, 6) Αλμπέρτος Κάστρο, 7) Γιοέλ Γκρούφτερ και 8) Αλφόνσος Λεβή. Διώκονται δε οι αρχιρραβίνος Χίρς Κόρετς (δια τον οποίον υπάρχει η πληροφορία ότι απεβίωσεν εκ τύφου εις το στρατόπεδον) η σύζυγος τούτου Ζίτα Κόρετς και ο Σάν Μάξ[9]», ενώ στις 20 Σεπτεμβρίου του 1945 υπάρχει ξανά ενημέρωση για την παραπάνω υπόθεση. Οι κατηγορούμενοι οδηγούνται στον ανακριτή του Δ΄ τμήματος, «κ. Βαρβέρην», για να απολογηθούν: «…Μετά την απολογίαν των κατηγορουμένων προεφυλακίσθηκαν εξ’ αυτών οι Ζάκ Αμπάλα, Λέον Σιών Τιπούζ, Σάχ Μάξ, Αλμπέρτο Κάστρο, Γιοέλ Μάλφρεντ και Αλφόνσος Λεβή. Η σύζυγος του αρχιρραβίνου Κόρετς, Καζίτα Κόρετς και ο Ουζιέλ, αφέθησαν ελεύθεροι, αποδειχθείσης αστηρίκτου της κατ’ αυτών κατηγορίας». Επιπροσθέτως, την ίδια μέρα υπάρχει ανακοίνωση σχετικά με τη δίκη των δοσίλογων Χρ. Αναστασιάδη, Βάϊο Δημούλη και Φώτιου Φιλίππου. Ο πρώτος κατηγορείται για συνεργασία με τους Γερμανούς και για την αγορά χωρίς δημοπρασία των επίπλων των Ισραηλιτών της πόλης, ενώ οι άλλοι δύο για συνεργασία με τους Βούλγαρους.

Οι δοσίλογοι εκείνοι που αντιμετώπιζαν κατηγορίες για συνεργασία με τους Βούλγαρους ήταν η πολυπληθέστερη κατηγορία. Μεταξύ των 959 ατόμων που φέρονταν να έχουν συνεργαστεί με τους Βούλγαρους, υπήρχαν 663 κατηγορούμενοι, εκ των οποίων αθωώθηκαν οι 253, ενώ 410 κρίθηκαν ένοχοι. Οι 78 εξ αυτών  καταδικάσθηκαν σε θάνατο και οι 65 σε ισόβια κάθειρξη, ενώ ορισμένοι αντιμετώπισαν μικρότερες ποινές[10]: «Κατά τη χθεσινήν δικάσιμον του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων εξεδικάσθη η πρώτις υπόθεσις του Λαζ. Τσαλακανίδη κατηγορουμένου δια συνεργασίαν μετά των Βουλγάρων κατά την διάρκειαν της κατοχής. Ο κατηγορούμενος εκηρύχθη ένοχος εθνικής αναξιότητος και κατεδικάσθη εις φυλάκισιν 18 μηνών, μετά των στερήσεων της Σ. Π. 6)45…[11]». Επιπρόσθετα, μια άλλη γνωστή κατηγορία δοσίλογων ήταν οι δημοσιογράφοι που εργάστηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής στις εφημερίδες «Απογευματινή» και «Νέα Ευρώπη». Η δίκη προσέλκυσε το έντονο ενδιαφέρον του κοινού και του δημοσιογραφικού κλάδου, που ζητούσαν παραδειγματική καταδίκη για όσους συνεργάστηκαν με τις γερμανικές δυνάμεις. Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν ήταν συνεργασία με τον εχθρό και άσκηση προπαγάνδας. Τελικά από τους 138 ενόχους, 98 καταδικάστηκαν σε πρόσκαιρα δεσμά, 12 σε θανατική καταδίκη και 16 σε ισόβια κάθειρξη[12].

Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της διεξαγωγής της δίκης της Νυρεμβέργης το κεντρικό συμβούλιο Ισραηλιτών της Ελλάδας θα στείλει τηλεγράφημα, με το οποίο ζητεί να δεχτούν και Έλληνες Εβραίους ως μάρτυρες: «Το κεντρικόν συμβουλίον των ισραηλιτικών κοινοτήτων της Ελλάδος εζήτησε δια τηλεγραφήματος από τον Αμερικανόν δημόσιον κατήγορον της δίκης της Νυρεμβέργης, όπως επιτράπη εις τους εκπροσώπους των Ελλήνων Ισραηλιτών να παραστούν κατά την διαδικασίαν, ίνα καταθέσουν εις βάρος των δικαζομένων εγκληματιών πολέμου»[13] και στις 10 Ιανουαρίου του 1946 θα εκδοθούν «εντάλματα συλλήψεως κατά της συζύγου του Πούλου Μαστιχούλας και του υιού του Δημητρίου. Η πρώτη κατηγορείται ότι εστρατολόγει άνδρας εις τον σώμα του ανδρός της. Ο υιός Πούλος, πλην άλλων κατηγοριών, κατηγορείται δια τη σύλληψιν και κακοποίησιν του υιού του δικηγόρου κ. Τσιτσεκλή».

Τέλος, μια ακόμα πολυπληθής κατηγορία δοσίλογων ήταν εκείνη των καταδοτών, οι οποίοι κατέδιδαν συστηματικά στις γερμανικές αρχές μέλη της Αντίστασης, πολίτες λόγω της εβραϊκής τους καταγωγής και όσους φιλοξενούσαν Άγγλους αξιωματικούς. Η κατάδοση γινόταν με απώτερο σκοπό την αποκόμιση οικονομικών οφελών. Στην ίδια κατηγορία συμπεριλαμβάνονταν κι όσοι είχαν συμμετάσχει στα περίφημα Τάγματα Ασφαλείας. Τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας χαρακτηρίζονταν για τη βάναυση συμπεριφορά τους. Ένας γνωστός «ταγματασφαλίτης» ήταν ο Γεώργιος Πούλος, που συμμετείχε στη σφαγή των Γιαννιτσών και σε πολλές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των ναζιστικών δυνάμεων. Πολλοί ταγματασφαλίτες κατάφεραν να ξεφύγουν από τα Ειδικά Δικαστήρια και να εκμεταλλευτούν την κοινωνική αστάθεια για να ενταχθούν ξανά στον κοινωνικό ιστό. Την περίοδο 1945 – 1946 δικάστηκαν μόλις 27 μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας[14]. Εξίσου διαβόητος δοσίλογος, όπως ο Πούλος ήταν και ο Περ. Νικολαΐδης, ο οποίος θα βρεθεί ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου: «…θα διεξαχθή σήμερον η αναθεώρησις της δίκης των Λουτράδη και Βοσνάκη, οι οποίοι, ως γνωστόν, κατεδικάσθησαν ερήμην είς θάνατον διότι ως όργανα του διαβόητου πράκτορος της Γκεστάπο Περ. Νικολαΐδη έδρασαν προδοτικώς εις βάρος πολλών Ελλήνων πατριωτών τους οποίους παρέδωσαν εις τους Γερμανούς και γενικώς συνεργάσθησαν μετά του εχθρού δια την επιτυχίαν της πολεμικής προσπάθειάς  του. Επίσης ενώπιον του αυτού δικαστηρίου δοσιλόγων θα εκδικασθούν αι υποθέσεις των Δ. Κεραντζή και Μεγκιρδίτς Χασμανίαν κατηγορουμένων δια συνεργασίαν μετά του εχθρού»[15].

Στις 2 Ιουλίου του 1946 ξεκινάει στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων η δίκη δεκατριών Εβραίων κατηγορούμενων[16]: «Σήμερον εισάγονται εις δίκην ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων οι Εβραίοι δήμιοι και βασανισταί του στρατοπέδου Βαρώνου Χίρς.

– Εις την Εισαγγελίαν Δοσιλόγων ελήφθη τηλεγράφημα της Ενώσεως Εβραίων της Γαλλίας, δια του οποίου ζητείται η παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων, εκφράζεται δε η εμπιστοσύνη της Ενώσεως προς την ελληνικήν Δικαιοσύνην.

Η δίκη, παρά τας προσπάθειας των κατηγορουμένων όπως επιτύχουν αναβολήν αυτής, προβλέπεται ότι θα διεξαχθή. Χθες παρουσιάσθηκαν αρμοδίως 40 μάρτυρες κατηγορίας, οίτινες εδήλωσαν ότι είνε παρόντες και επιθυμούν την διεξαγωγίν της δίκης[17]».

Με τον τίτλο: «ΗΡΧΙΣΕΝ ΧΘΕΣ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΕΙΟΔΙΚΕΙΟΝ Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΔΗΜΙΩΝ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ» η «Μακεδονία» αρχίζει την αναλυτική ενημέρωση σχετικά με τη δίκη των Εβραίων, που συνεργάζονταν, σύμφωνα με το λαϊκό αίσθημα, με τους Γερμανούς στην κατοχή. Το άρθρο βρίσκεται στο εξώφυλλο της εφημερίδας και συνοδεύεται από δύο φωτογραφίες. Η μία απεικονίζει τη «συγκατηγορουμένη σύζυγο του Βιτάλ Χασών Ρετζίνα» και η άλλη τους «Κούνιο, Αλμπάλα και Χασών (με άσπρα) εις το εδώλιον». Το άρθρο περιγράφει με λεπτομέρεια όλα όσα έλαβαν χώρα, χρησιμοποιώντας και εκτενή πρακτικά της δίκης. Καταλαμβάνει τον μισό περίπου χώρο του πρώτου και σχεδόν όλο τον χώρο του τρίτου φύλλου. Η «Μακεδονία» τάσσεται με το μέρος των επιζώντων και κατά των «δήμιων των εβραίων[18]»:

«…ΖΕΓΚΙΝΗΣ (Επίτρ.). – Μπορούσε ο Χασσών να μην εκτελέση τας διαταγάς των Γερμανών;

Μ. – Ο Χασσών ήτο απόλυτος κύριος της περιουσίας των κρατουμένων και είχε από τα Ες – Ες απόλυτον δικαιοδοσίαν. Οι Γερμανοί ελάμβανον από από αυτόν οδηγίας…

ΕΠΙΤΡ. – Δια την προηγουμένην του ζωήν τι γνωρίζετε;

Μ. – Εις την Παλαιστίνην, όπως έμαθα, εσκότωσε μίαν γυναίκα δια να της πάρη το πορτοφόλι. Όταν έγινε πανίσχυρος λοχαγός, έκανε δουλειές ύποπτες και επιζητούσε εύκολα κέρδη. Εκτός της της εκβιάσεως των Γκατένιο και Σαλτιέλ, συνεταίρων του πατρός μου, των πιέσεων και των βασανιστηρίων, ελεηλάτισε και το κατάστημά των…»[19]. Η εφημερίδα συνεχίζει το εκτενές ρεπορτάζ σχετικά με τη δίκη και στο φύλλο της στις 4 Ιουλίου και χρησιμοποιεί ξανά μέρος των πρακτικών. Παρουσιάζει τόσο την πρωινή όσο και την απογευματινή συνεδρίαση. Η «Μακεδονία» επιλέγει, μάλιστα, να βάλει σε ξεχωριστό πλαίσιο με τίτλο: «Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ» την οριστική απόφαση για τη δίκη των Εβραίων κατηγορούμενων: «Την 2αν πρωϊνήν αι αγορεύσεις των συνηγόρων και την 3.30 το δικαστήριον εξέδωσε την απόφασιν του δι’ ης απηλλάγησαντής κατηγορίας οι Ζάκ Μάξ, Ααρών Χασών, Δανιέλ Χαγουέλ, Αβράαμ Άμστερ, Ρετζίνα Χασών, Ζουλή Σαρφατή, και Αλίκη Αμώρα. Εις τους λοιπούς, κηρυχθέν τας ενόχους, υπεβλήθησαν αι κάτωθι ποιναί: Αβραάμ ή Βιτάλ Χασών, Αγκόπ Μουντουριάν, και Μπουριάν εις θάνατον, Λεόν Μεναμέχ Σιών ή Τυπούζ ισόβια δεσμά, Ζάκ Αλμπάλα πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών και Έγκυταρ Κούνιο ειρκτή 8 ετών. Οι δύο Αρμένιοι κατεδικάσθησαν ερήμην. Εις όλους τους κατεδικασθέντας επεβλήθη η δήμευσις του ημίσεως της περιουσίας των και η στέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων των. Αι απαιτήσεις της πολιτικής αγωγής απερρίφθησαν άπασαι[20]».

Οι κατηγορίες που ακούστηκαν στην παραπάνω δίκη αφορούσαν την ανάληψη υπηρεσίας από τις κατοχικές αρχές, καταδόσεις, πράξεις βίας και διευκόλυνση των διώξεων των Εβραίων. Στη δίκη παραστήθηκαν εκατοντάδες Εβραίοι, οι οποίοι αναζητούσαν δικαίωση. Ο τύπος της χώρας κάλυψε το γεγονός ανάλογα με την πολιτική του θέση και παρατηρήθηκαν και αντισημιτικά σχόλια. Παράλληλα, μέσα από τις καταθέσεις φάνηκε ότι οι Εβραίοι δεν είχαν αντιληφθεί ακόμα με ακρίβεια τι είχε συμβεί. Στην κατάθεσή του ο Χαΐμ Σαλτιέλ κατηγόρησε τα υπόλοιπα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου ότι έστειλαν πολύ νωρίς τα μέλη της ΙΚΘ στην Πολωνία, ενώ ο Κούνιο ανέφερε ότι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν – Μπέλσεν οι κρατούμενοι ζούσαν υπό καλύτερες συνθήκες, κάτι το οποίο δεν ίσχυε. Επίσης, ο Αλμπάλα κατέθεσε ότι ανέλαβε την Πολιτοφυλακή για να βοηθήσει τον εβραϊκό πληθυσμό, ενώ ο Ουζιέλ στην απολογία του αποσαφηνίζει τις πράξεις του Συμβουλίου της Κοινότητας και δίνει μια συνολικότερη εικόνα των διαπραγματεύσεων με τις γερμανικές αρχές. Θα αναφέρει και την ύστατη προσπάθεια του αρχιραβίνου της Κοινότητας, ο οποίος μία εβδομάδα προτού ξεκινήσει η πρώτη αποστολή, βρήκε τον Μέρτεν και του προσέφερε το 50% της κινητής και ακίνητης περιουσίας της ΙΚΘ με υποθήκη στην Τράπεζα της Ελλάδος[21].

Από τις 2 Οκτωβρίου του 1946 η «Μακεδονία» ξεκινάει μια σειρά εκτενών άρθρων με αφορμή την οριστική απόφαση της δίκης της Νυρεμβέργης: «…Έξι λεπτά προ της 13ης ώρας Γκρήνουϊτς προσήχθη εις την αίθουσαν του δικαστηρίου ο κατηγορούμενος Γκαίρινγκ. Μόλις ο κ. Λώρενς ήρχισε την ανάγνωσιν της αποφάσεως ο πρώην στρατάρχης του Ράιχ εκίνησε τον βραχίονά του δια να δείξη ότι δεν ηδύνατο να ακούση. Αμέσως τότε του έφεραν ένα νέον ζεύγος ακουστικών.

– Δύνασθε τώρα να ακούσητε; Ηρώτησεν ο πρόεδρος του δικαστηρίου.

Και ο Γκαίρινγκ ένευσε καταφατικώς. Ούτος παρέμεινεν όρθιως καθ’ όλον το χρονικόν διάστημα καθ’ ό ανεγιγνώσκετο το μέρος της αποφάσεως, δι’ ού εκρίνετο η τύχη του:

– Κατηγορούμενε Χέρμαν Βίλχεμ Γκαίρινγκ, ως προς τα σημεία του κατηγορητηρίου, δια τα οποία εκηρύχθης ένοχος, το Διεθνές Δικαστήριον σε καταδικάζει εις τον δι’ αγχόνης θάνατον».  Μια μέρα μετά θα δημοσιευτεί ένα άρθρο μικρότερου μεγέθους, που συνεχίζει το ρεπορτάζ για τη δίκη και καταγράφει τις αντιδράσεις της Σοβιετικής Ρωσίας, η οποία διαμαρτύρεται εντόνως για την αθώωση του Φραντς φον Πάπεν. Επιπλέον, το άρθρο περιέχει μία εικόνα προσώπου για τους «ΦΟΝ ΝΟΥΡΑΤ, ΝΤΑΙΝΙΤΣ, ΣΙΡΑΧ, ΣΠΕΡ, ΦΟΥΝΚ, ΕΣΣ, ΡΑΙΝΤΕΡ»: «Τα μέλη της γερμανικής Κυβερνήσεως της Μείζονος Έσσης συνήλθον χθες δια να εξετάσουν αν αι περιπτώσεις Σάχτ, φόν Πάπεν και Φρίτσε δύνανται να επανεξετασθούν εις γερμανικά δικαστήρια επί τη βάσει των γερμανικών νόμων. Ο δόκτωρ Μπρίλ εδήλωσεν ότι η Κυβέρνησις της Μείζονος Έσσης δεν θα λάβη μόνη αποφάσεις επί του αν το Δικαστήριον της Έσσης είνε αρμόδιον να αποφανθή εις της ως άνω περιπτώσεως. Οπωσδήποτε αν διαπιστωθή η αρμοδιότης των γερμανικών δικαστηρίων, ο υπουργός της Δικαιοσύνης της Μείζονος Έσσης θα προβή της τας καταλλήλους ενέργειας»[22]. Επιπλέον, στις 10 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, υπό τον τίτλο «ΤΙ ΛΕΓΟΥΝ ΟΙ “ΗΓΕΤΑΙ ΤΟΥ Γ. ΡΑΪΧ” ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΙΝ ΤΗΣ ΝΥΡΕΜΒΕΡΓΗΣ», η «Μακεδονία» επικεντρώνεται στις αντιδράσεις των εκδικασθέντων προσώπων: «Ο Σάχτ εδέχθη σήμερον εις τας φυλακάς της Στουτγάρτης την επίσκεψιν της συζύγου του, η οποία βραδύτερον επεσκέφθη τον συνταγματάρχην Ντώσον, διοικητήν της στρατιωτικής διοικήσεως της περιοχής Βυρτεμβέργης – Μπάντεν, προς τον οποίον, ως εγνώσθη, έκαμεν έκκλησιν δια την απελευθέρωσιν του συζύγου της μέχρι της διεξαγωγής της δίκης του. Πάν ό,τι επιθυμεί ο Σάχτ, είνε να ζήση ησύχως με έναν παλαιόν φίλον και να προετοιμασθή δια την δίκην του…».

Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει θα αναφερθεί ότι η Νυρεμβέργη της Γερμανίας επελέγη ως ο τόπος για τις δίκες που διεξήχθησαν το 1945 και το 1946 από τους δικαστές των συμμαχικών δυνάμεων, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Σοβιετική Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι δίκες που πραγματοποιήθηκαν αφορούσαν είκοσι δύο σημαντικούς Ναζί εγκληματίες πολέμου, εκ των οποίων στους 12 επιβλήθηκε θανατική καταδίκη, τρεις καταδικάσθηκαν σε ισόβια κάθειρξη και τέσσερα άτομα καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης μεταξύ 10 έως 20 ετών, ενώ τρεις αθωώθηκαν. Μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν οι «Χέρμαν Γκέριγκ (το άτομο που ο Χίτλερ είχε επιλέξει ως διάδοχο), Ρούντολφ Ες (δεύτερος τη τάξει του ναζιστικού κόμματος), Γιοαχίμ φον Ρίμπεντροπ (υπουργός εξωτερικών),  Βίλχελμ Κάιτελ (επικεφαλής των ένοπλων δυνάμεων), Βίλελμ Φρικ (υπουργός εσωτερικών), Ερνστ Καλτενμπρούνερ (επικεφαλής των σωμάτων ασφαλείας), Χανς Φρανκ (γενικός κυβερνήτης της κατεχόμενης Πολωνίας), Κόνσταντιν φον Νόιρατ (κυβερνήτης της Βοημίας και της Μοραβίας), Έριχ Ρέντερ (αρχηγός του πολεμικού ναυτικού), Καρλ Ντένιτς (ο διάδοχος του Ρέντερ), Άλφρεντ Γιόντλ (διοικητής των ένοπλων δυνάμεων), Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ (υπουργός για τις κατεχόμενες ανατολικές περιοχές), ο Μπαλντούρ φον Σιράχ (επικεφαλής της Χιτλερικής Νεολαίας), Τζούλιους Στρέιχερ (εκδότης, ακραίος αντισημίτης και ναζιστής), Φρίτς Ζάουκελ (υπεύθυνος για την κατανομή εργατικού δυναμικού για καταναγκαστικά έργα), Άλμπερτ Σπέερ (υπουργός εξοπλισμών) και Άρτουρ Ζάις-Ίνκαρτ (επίτροπος για την κατεχόμενη Ολλανδία), ενώ ο Μάρτιν Μπόρμαν (ο υπασπιστής του Χίτλερ) δικάστηκε ερήμην»[23].

Στις 16 Δεκεμβρίου του 1947 η εφημερίδα δημοσιεύει ξανά ένα άρθρο σχετικά με τη δίκη αξιωματούχων των Ες Ες: «Εξ ανακριταί του ανωτέρου πολωνικού εθνικού δικαστηρίου υπό την ηγεσίαν του κ. Τράντεουες Σύπριαν ήρχισαν την εξέτασιν μαρτύρων εναντίον τεσσαράκοντα αξιωματικών των Ες Ες, κατηγορουμένων δι’ ομαδικώς εκτελέσεις αιχμαλώτων πολέμου εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως του Άουσβιτς […] Αι ενδείξεις πείθουν ότι τουλάχιστον 4.500.000 αιχμαλώτων οδηγήθησαν εκ Γαλλίας, Ιταλίας, Ολλανδίας, Τσεχοσλοβακίας, Γιουγκοσλαβίας, Ρωσσίας, Πολωνίας, Ουγγαρίας και άλλων χωρών εις το Άουσβιτς…», ενώ προς τα τέλη του Ιουνίου του 1948 κυκλοφορεί η παρακάτω είδηση, που σχετίζεται με τον γνωστό ναζί Ντίτερ Βισλιτσένι και τις προσπάθειες εκδίκασής του από την ελληνική πολιτεία: «Το ελληνικόν Γραφείον Εγκληματιών Πολέμου είχε συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία τα αφορώντα τον Ντιτέερ Βισλιτσένυ, αρχηγόν της γερμανικής αστυνομίας της Θεσσαλονίκης κατά την κατοχήν και ειδικώς εντεταλμένον εις την σύλληψιν και εκτόπισιν των Ισραηλιτών, εξ ών μυριάδες εύρον τον θάνατον εις τα εν Γερμανία στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Τα στοιχεία ταύτα διεβιβάσθησαν εγκαίρως εις το Βρατισλάβα της Τσεχοσλοβακίας Γραφείον Εγκληματιών Πολέμου, το οποίον δι’ εγγράφου προς το ελληνικόν γραφείον εγνώρισεν εις αυτό ότι ο Βισλιτσένυ, δικασθείς και καταδικασθείς εις θάνατον, ήσκησεν έφεσιν.

Ήδη, το ελληνικόν Γραφείον Εγκληματιών Πολέμου συγκεντρώνει νέα στοιχεία περί της δράσεως του Βισλιτσένυ, ίνα χρησιμοποιηθούν κατά την εκδίκασιν της εφέσεώς του»[24].

Εν ολίγοις, η «Μακεδονία» φαίνεται πράγματι να ασχολείται με τις υποθέσεις των δοσίλογων, ακολουθώντας όμως τον τρόπο κάλυψης που παρατηρείται συλλήβδην στον τύπο της εποχής. Την περίοδο του 1945, που επικρατεί η χαρά και ο ενθουσιασμός της απελευθέρωσης, παρατηρείται μια πιο ουσιαστική καταγραφή των σχετικών γεγονότων. Ωστόσο, όσο η χώρα βαδίζει προς τον εμφύλιο, αναδεικνύεται η τάση για την εκτενέστερη κάλυψη των κακουργιοδικείων και τη χρήση μικρών άρθρων, που απλώς ενημερώνουν το κοινό για την ανακοίνωση των δικαστικών αποφάσεων. Η ταύτιση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με τις πολιτικές παρατάξεις την περίοδο του εμφυλίου, η πολιτική αστάθεια, οι λάθος κυβερνητικοί χειρισμοί, οι υπόνοιες για διαφθορά του κρατικού μηχανισμού και η μη καταδίκη κορυφαίων δοσίλογων όξυναν και οξύνουν μέχρι σήμερα την πολιτική αντιπαράθεση[25].

 

___________________________________
[1] Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου, «Ο Μαξιμιλιανός Μέρτεν στην παράδοση των Θεσσαλονικέων (1942 – 1959)», Το Ολοκαύτωμα στα Βαλκάνια, (εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011), σελ. 382.

[2] Στο ίδιο, σελ. 383 – 384.

[3] Ελένη Χαϊδιά, «Δωσίλογοι: Από την Κατοχή στην Απελευθέρωση», Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα 1943 – 1960, (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004), σελ. 55 – 56.

[4] Στο ίδιο, σελ. 60 – 61.

[5] «Μακεδονία», 10/07/1945.

[6] «Μακεδονία», 15/08/1945.

[7] «Μακεδονία», 11/09/1945.

[8] Ρίκα Μπενβενίστε, Αυτοί που επέζησαν: Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940, (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2014), σελ. 329 – 330.

[9] «Μακεδονία», 18/09/1945.

[10] Χαϊδιά, ό.π., σελ. 58 – 60.

[11] «Μακεδονία», 1/05/1946.

[12] Χαϊδιά, ό.π., σελ. 62 – 63.

[13] «Μακεδονία», 8/12/1945.

[14] Χαϊδιά, ό.π., σελ. 61 – 62.

[15] «Μακεδονία», 9/05/1946.

[16] Μπενβενίστε, ό.π., σελ. 330 – 331.

[17] «Μακεδονία», 2/07/1946.

[18] «Μακεδονία», 4/07/1946.

[19] «Μακεδονία», 3/07/1946.

[20] «Μακεδονία», 4/07/1946.

[21] Μπενβενίστε, ό.π., σελ. 331 – 335.

[22] «Μακεδονία», 3/10/1946.

[23] «Οι δίκες της Νυρεμβέργης», (Προσπελάστηκε στις 7/05/2016), Το Ολοκαύτωμα: Τόπος μάθησης, United States Holocaust Memorial Museum, ανακτήθηκε από: https://www.ushmm.org/outreach/el/article.php?ModuleId=10007722 .

[24] «Μακεδονία», 20/06/1948.

[25] Χαϊδιά, ό.π., σελ. 65.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top