Fractal

Η απεικόνιση των Εβραίων στην εφημερίδα «Μακεδονία» την περίοδο 1945 – 1948 [Μέρος Γ΄]

Του Μίνωα-Αθανάσιου Καρυωτάκη //

 

[Πτυχιακή εργασία που εκπονήθηκε στο Τμήμα Δημοσιογραφίας & Μ.Μ.Ε. του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης // Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτρης Λυβάνιος]

Διαβάστε το Α΄ Μέρος >>  //  Διαβάστε το Β΄ Μέρος >>

 

Μνημείο στην Πλατεία Ελευθερίας για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που εξοντώθηκαν στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης

Μνημείο στην Πλατεία Ελευθερίας για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που εξοντώθηκαν στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης

 

 

Από τον «Ερμή» στη «Μακεδονία» του 1945

Η παράδοση της εβραϊκής τυπογραφίας στη Θεσσαλονίκη, που συνδεόταν άρρηκτα με τα ειδικά προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στην Εβραϊκή Κοινότητα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οδήγησε στη δημιουργία πολλών εφημερίδων και στην άνθηση του δημοσιογραφικού κλάδου. Το πρώτο εβραϊκό περιοδικό, που θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο του 1864, θα φέρει το όνομα «Ελ Λουνάρ». Ωστόσο, το «Ελ Λουνάρ» δεν θεωρείται δημοσιογραφικό έντυπο. Αποτελούσε ουσιαστικά εγκυκλοπαιδική συλλογή με θέματα ιστορίας, εμπορίου, λαογραφίας κτλ., καθώς αναδημοσίευε μεταφρασμένα κείμενα από περιοδικά και εφημερίδες και δημοσίευε πρωτότυπα άρθρα κυρίως του εκδότη και των συνεργατών του, που ήταν καθηγητές και μαθητές της «Alliance Israelite Universille». Ο εκδότης του ήταν ο Γιουδά Νεχαμά (1826 – 1899) και τυπογράφος ο Σααδή Λεβή. Το «Ελ Λουνάρ» κυκλοφόρησε σε τρία μηνιαία τεύχη κατά τον Ι. Νεχαμά[1], είχε διαστάσεις 14×20 εκ., 38 σελίδες γραφόταν στα ισπανοεβραϊκά (λαντίνο) με χαρακτήρες «ρασί»[2].

 Η πρώτη καθαρά ειδησεογραφική εφημερίδα θεωρείται ότι ήταν η «Λα Εποκα», που εκδότης της ήταν ο πρωτοπόρος δημοσιογράφος Σααδή Μπεσαλέλ α-Λεβή ( ή Σααδή Λεβή, 1820–1903), που άφησε το στίγμα του στην ιστορία της πόλης και κατέγραψε τη μετάβαση της Θεσσαλονίκης στη νεωτερικότητα. Όπως, αναφέρει ο ίδιος:

«Ο στόχος μου είναι να γράψω μια ιστορία, που θα ενημερώνει τις νέες γενιές σχετικά με το τι αλλαγές έχει επιφέρει ο καιρός μέσα σε μισό αιώνα. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τα τωρινά μας έθιμα! Από τα ρούχα που φορούν οι άνδρες και οι γυναίκες, μέχρι τα έπιπλα των σπιτιών, ακόμα και με την αρχιτεκτονική τους, ενώ είναι περιττό να αναφέρω τα φαγητά και τα ποτά. Όλα έχουν υποστεί ραγδαίες αλλαγές…»[3].

Η εβραϊκή «Λα Εποκα» («Εποχή») κυκλοφόρησε για πρώτη φορά την 1η Νοεμβρίου του 1875. Ο στόχος της ήταν να ενημερώσει το κοινό της για τα γεγονότα της πολιτικής σκηνής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και στον εβραϊσμό της διασποράς. Η μαχητική της αρθρογραφία, η έντονη κριτική στο σιωνιστικό κίνημα και η υποστήριξη ρηξικέλευθων θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων προκάλεσε τον αφορισμό του εκδότη της[4]. Σύμφωνα με τον Σολομών Ρουμπέν η «Λα Εποκα» θα συνεχίσει να εκδίδεται μέχρι ο 1911 και φέρεται, σύμφωνα με τους Κανδυλάκη και Ναρ, να είχε διαστάσεις 32×23 εκ. και να γραφόταν σε ρασί. Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι γιοι του Σααδή Λεβή, Νταούτ και Σαμουέλ, εξέδωσαν το 1895[5], την πρώτη γαλλόφωνη εφημερίδα της πόλης, ενώ ταυτοχρόνως εξέδιδαν και την «Λα Εποκα». Η «Ζουρνάλ ντε Σαλονίκ», σύμφωνα με τον γαλλόγλωσσο «Οδηγό της Θεσσαλονίκης» του 1915, εκδιδόταν και στα τουρκικά. Ο Φεζλή Νετζήπ ήταν ο αρχισυντάκτης και ο διευθυντής της τούρκικης έκδοσης, ενώ η άδεια είχε εκδοθεί στο όνομα του Αβδουραχμάν Ναζίφ[6].

Αντίπαλο δέος της θεωρείται η εφημερίδα «Ελ Αβενίρ» («Το μέλλον»), η οποία εκδόθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1897, με αρχισυντάκτη τον σιωνιστή Δαβίδ Φλωρεντίν και διευθυντή τον ραβίνο Μοσέ Μαλάχ. Η εμφάνιση της συγκεκριμένης εφημερίδας ουσιαστικά βοήθησε στη διεύρυνση των διαφορετικών ιδεολογικών απόψεων, αναδεικνύοντας τον ιδεολογικό πόλεμο που είχε ξεσπάσει εκείνη την περίοδο μεταξύ των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Πάντως, εκείνα τα χρόνια ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη η δημόσια υποστήριξη του σιωνιστικού κινήματος, καθώς  και η Παλαιστίνη βρισκόταν τότε υπό τον τουρκικό ζυγό. Η «Ελ Αβενίρ» θα αναγκαστεί να διακόψει την κυκλοφορία της το 1911 με το πρόσχημα ότι ασκούσε αντιτουρκική πολιτική. Θα επανακυκλοφορήσει μετά την απελευθέρωση της πόλης μέχρι και το 1916[7].

Μεταξύ των ξενόγλωσσων εφημερίδων (εβραιόφωνες, τουρκόφωνες, αρμενόγλωσσες, ρουμανόγλωσσες κτλ.) ιδιαιτέρως σημαντική ήταν η «Selanik» («Θεσσαλονίκη»), η οποία κυκλοφόρησε το 1869 και ήταν η πρώτη επίσημη οθωμανική εφημερίδα στη Θεσσαλονίκη. Ο στόχος της ήταν να ενημερώσει τον τοπικό πληθυσμό, καθώς απαγορευόταν ουσιαστικά να κυκλοφορούν ιδιωτικές εφημερίδες. Ήταν τετράγλωσση (ελληνική, βουλγαρική, εβραϊκή και τουρκική). Ωστόσο, η βουλγαρική και η εβραϊκή έκδοση θα σταματήσουν μετά από κάποιο διάστημα λόγω της έλλειψης αναγνωστών[8].

Η απουσία του ελληνικού στοιχείου από τον τυπογραφικό κλάδο σχετιζόταν με το γεγονός ότι πληθυσμός ήταν μικρός και αναλφάβητος κατά ένα μεγάλο ποσοστό. Η ουσιαστική ελευθερία του τύπου  έγινε στο πλαίσιο του «Τανζιμάτ» με το σύνταγμα του 1876, το οποίο όμως ανεστάλη και τέθηκε σε ισχύ το 1908. Η Επανάσταση των Νεότουρκων, που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του 1908, επιβεβαίωσε τους φόβους της άρχουσας τάξης, που ήθελαν τη Θεσσαλονίκη να έχει εξέχουσα σημασία για τη διάδοση επαναστατικών και ριζοσπαστικών ιδεών στις παραμεθόριες περιοχές και την αφύπνιση του ανήσυχου ελληνικού στοιχείου. Άλλωστε, όταν εφαρμόστηκε το σύνταγμα, επιχειρήθηκε η έκδοση δεκάδων ξενόγλωσσων και ελληνόφωνων εφημερίδων, που προωθούσαν το εθνικό φρόνημα, καθώς η Αυτοκρατορία εξασθενούσε [9].

Η πρώιμη εμφάνιση του «Ερμή» θα οδηγήσει τους υπόδουλους Έλληνες της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας στο να ανατρέχουν στις σελίδες του για να ενημερωθούν τόσο για τα τοπικά ζητήματα όσο και για εκείνα που αφορούν το εξωτερικό[10]. Η εφημερίδα θα εμφανιστεί το 1875, μετά από μια «συναλλαγή» της ελληνικής κοινότητας με τον Τούρκο γενικό διοικητή. Η θετική αναφορά του «Ερμή» προς το πρόσωπό του συνέβαλλε στην προώθηση του αιτήματος έκδοσης εφημερίδας από έλληνα υπήκοο. Ο εκδότης της ήταν ο Σοφοκλής Γκαρπολάς, Έλληνας τυπογράφος με βλάχικη καταγωγή[11] από την Κρανιά Ολύμπου. Ο πατέρας του εκδότη του «Ερμή» εργαζόταν για χρόνια ως βιβλιοπώλης στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, μέχρι τελικά να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Ο γιος του, Μιλτιάδης, μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη κι άνοιξε το 1850 το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο, το οποίο δύο χρόνια μετά θα πουλήσει στο Κυριάκο Δαρζηλοβίτη (ή Δαρζηδέν)[12]. Τη σκυτάλη θα παραλάβει ο Σοφοκλής Γκαρπολάς, που θα κυκλοφορήσει την Τρίτη 13 Μαΐου του 1875 το πρώτο φύλλο του «Ερμή», που  κυκλοφορούσε τα απογεύματα κάθε Τρίτη και Παρασκευή και είχε σχήμα περιοδικού (22×23 εκ.[13]), ήταν τετρασέλιδος με δύο πλατειές στήλες (των 9 εκ.)[14]. «Η ετήσια «προπληρωτέα» συνδρομή είναι 3 «αργυρά μετζήτια» για τους εντός της πόλης συνδρομητές της, 4 για τους «εν ταις επαρχίαις» και 6 για τους «εν τη αλλοδαπή». Παράλληλα, προπληρωτέες είναι και οι καταχωρήσεις με τιμή ένα γρόσι «τον στίχον» και «δι’ εκάστην γνωστοποίησιν κατ’ αποκοπήν». Στην αρχή δεν αναγράφεται τιμή φύλλου, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απευθυνόταν μόνο σε συνδρομητές, ήδη όμως στα τέλη του 1877 βλέπουμε και τιμή φύλλου που είναι, επίσης, ένα γρόσι[15]».

Ο «Ερμής» προωθούσε τον εκσυγχρονισμό. Υποστήριζε τη δημιουργία και τη λειτουργία μιας αποτελεσματικής δημοτικής αρχής, που θα βελτιώσει τις αστικές δομές της Θεσσαλονίκης. Για χάρη του συγκεκριμένου σκοπού δημοσίευε συχνά μαχητική αρθρογραφία για την τοπική αυτοδιοίκηση και φρόντιζε να καλύπτει τα γεγονότα σχετικής θεματολογίας. Επίσης, τασσόταν συστηματικά υπέρ των φτωχών και των καταπιεσμένων και υπήρχαν και περιπτώσεις που είχε υποστηρίξει θερμά Ισραηλίτες της πόλης, καθώς το σύστημα της  ετήσιας μίσθωσης οδηγούσε τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα της εβραϊκής κοινότητας σε μαζικές εξώσεις.  Παράλληλα, στόχευε στην ανάδειξη μοντέλων νεοτερικών συμπεριφορών και διαπολιτισμικής συμβίωσης μέσω της προβολής επιστημονικών εκδηλώσεων, εκδόσεων βιβλίων, παρασημοφορήσεις αλλόθρησκων κ.α. Τέλος, δημοσιοποιούσε παράπονα, άδικες και αναχρονιστικές πρακτικές και γενικότερα όλα εκείνα τα γεγονότα που δεν συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της πόλης[16].

Το 1881 η εφημερίδα θα μετονομαστεί σε «Φάρος της Μακεδονίας» και θα σταματήσει την κυκλοφορία της στις 4 Μαΐου του 1895. Δεν έχει γίνει γνωστός μέχρι σήμερα ο λόγος που ο εκδότης του «Ερμή» εξαναγκάστηκε να αλλάξει το όνομα του εντύπου του και να υιοθετήσει έναν τίτλο με ξεκάθαρο γεωγραφικό προσδιορισμό,  σε μια περίοδο που το κλίμα ήταν ιδιαίτερα τεταμένο για το ελληνικό στοιχείο, καθώς είχε φουντώσει ξανά η προπαγάνδα λόγω των περιπλοκών του Μακεδονικού Ζητήματος. Η εφημερίδα ουσιαστικά θα  καταστεί σημαντικό όργανο του Μακεδονικού Ελληνισμού. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το 1888 ο «Φάρος της Μακεδονίας» θα καταφέρει να πάρει ενίσχυση 500 δραχμών ετησίως από την αρμόδια επιτροπή για την ενίσχυση της ελληνικής παιδείας και εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, παρά τις τουρκικές πιέσεις, η εφημερίδα θα παρέχει στο κοινό της διαρκώς ρεπορτάζ για τα δρώμενα του Αγώνα[17].

Το 1903 θα κάνει την εμφάνισή της η εφημερίδα «Αλήθεια». Διευθυντής θα είναι ο Ι. Κούσκουρας και αρχισυντάκτης ο Ι. Μπήτος. Θα είναι τρισεβδομαδιαία, σχεδόν πάντα τετρασέλιδη (υπήρχαν και φορές που ήταν εξασέλιδη ή δισέλιδη), και θα μεταφέρει τον εθνικό παλμό στα κείμενά της. Η άδεια δίνεται στην εφημερίδα κατόπιν ανταλλάγματος με την τούρκικη διοίκηση, όπως είχε γίνει και στην περίπτωση του «Ερμή». Στην προμετωπίδα της έγγραφε «εφημερίς πολιτική, εμπορική, φιλολογική ήταν όμως προ παντός ελληνική», αλλά το 1909  η επιγραφή άλλαξε και αναγραφόταν «εθνική εφημερίς καθημερινή». Το σχήμα της αρχικά ήταν μικρό (33×51 εκ.[18]) και οι στήλες της είχαν πλάτος 7 εκ., αλλά από τις 21 Ιουλίου του 1908 μειώθηκε σε 6,5 εκ.  Η εκτύπωσή της θα είναι άρτια για τα δεδομένα της εποχής και θα έχει πλούσια ύλη. Η «Αλήθεια» κυκλοφορούσε μεταξύ συνδρομητών και απαιτούνταν η προπληρωμή.: 4 μετζήτια ή 80 γρόσια για την πόλη, 5 μετζήτια για τις επαρχίες και 25 χρυσά φράγκα για το εξωτερικό. Το 1909 η «Αλήθεια» θα μετονομαστεί σε «Νέα Αλήθεια» και θα συνεχίσει κανονικά την κυκλοφορία της μέχρι τον Οκτώβρη του 1911. Στη συνέχεια θα επανακυκλοφορήσει μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη και θα παύσει οριστικά τη λειτουργία της το 1971.

Η «Νέα Αλήθεια» θα είναι καθημερινή εφημερίδα, τετρασέλιδη, με διαστάσεις 42×56 εκ. και κόστιζε 10 παράδες. Στην αρχή δεν είχε γραφεία και μετά από έναν μήνα από την κυκλοφορία της εγκαταστάθηκε στον Φραγκομαχαλά. Με τη συμπλήρωση τριών χρόνων, 1912, η εφημερίδα θα προσθέσει στην αρίθμησή της τα 989 φύλλα της «Αλήθειας» και θα αλλάξει διαστάσεις (40×62 εκ.). Η «Νέα Αλήθεια» συνεχίζει τον αγώνα της υπέρ του μακεδονικού ελληνισμού και κατά των Νεότουρκων, αποκαλύπτοντας συχνά τα σχέδιά τους εναντίον του ελληνικού πληθυσμού. Αυτή η πολιτική θα τη φέρει αντιμέτωπη με τις τουρκικές αρχές. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που δημοσιεύει η ίδια την 1η Ιουνίου του 1928 και αναφέρει ότι οι Νεότουρκοι μπορεί να είχαν καταργήσει τη λογοκρισία, αλλά η «Νέα Αλήθεια» καλούταν τακτικά στις δικαστικές αίθουσες για εξύβριση ή συκοφαντία κατά των αρχών. Επιπλέον, λίγους μήνες την κυκλοφορία της «Μακεδονίας» ξεκίνησε να χρησιμοποιεί επιθετική σχολιογραφία εναντίον της, καθώς θεωρούσε ότι η εφημερίδα του Κωνσταντίνου Βελλίδη, έκλεβε τα τηλεγραφήματά της[19].

Πάντως, αξίζει να αναφερθεί ότι η «Νέα Αλήθεια» κατάφερε να συμβάλλει κι αυτή σημαντικά στην αλλαγή του δημοσιογραφικού κλάδου της πόλης, καθώς είχε αρκετές επιτυχίες. Μία εξ αυτών ήταν ότι ο Ι. Μπήτος κατάφερε το 1915 να γίνει ο πρώτος δημοσιογράφος που είδε από τον αέρα τη Θεσσαλονίκη, ενώ ένα χρόνο αργότερα θα εκλεγεί παμψηφεί πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Συντακτών Θεσσαλονίκης[20] κατόπιν της παραίτησης του Μίνωα Λαγουδάκη. Ωστόσο, μετά από δύο μέρες θα οδηγηθεί κι αυτός σε παραίτηση[21].

Την ίδια περίοδο θα εμφανιστούν αρκετά έντυπα, που θα έχουν σύντομη παρουσία, καθώς θα εκμεταλλευτούν τη θέσπιση του καινούριου και πιο ευνοϊκού τουρκικού συντάγματος. Ενδεικτικά αναφέρονται τα: «Αστήρ», «Κουνούπι», «Έθνος» και «Πολιτικά Νέα». Ουσιαστικά, ο Ιούλιος του 1911 θα αποτελέσει σταθμό για την ιστορία του δημοσιογραφικού κλάδου της Θεσσαλονίκης, καθώς θα εκδοθεί στις 10 Ιουλίου η μακροβιότερη, παλαιότερη και ειδησεογραφικά πληρέστερη εφημερίδα της Βορείου Ελλάδος, η «Μακεδονία»[22]. Προτού δημιουργήσει την εφημερίδα, ο Κωνσταντίνος Βελλίδης εργαζόταν σαν πλασιέ, βιβλιοπώλης και ανταποκριτής των εφημερίδων «Αλήθεια» και «Νέα Αλήθεια». Ο πρώτος αρχισυντάκτης της θα είναι ο 22χρονος Β. Μεσολογγίτης, που κατείχε το αντίστοιχο πόστο στον «Φάρο της Θεσσαλονίκης». Βοηθός του θα οριστεί ο Κώστας Ποιμενίδης, ενώ τα πρώτα γραφεία της εφημερίδας θα είναι στο Τοπ Χανέ, δίπλα από τη βιομηχανία της καπνοβιομηχανίας Ρεζή. Η εφημερίδα θα είναι τετρασέλιδη, εξάστηλη, διαστάσεων 56×40 εκ., σε λευκό χαρτί. Η αρτιότητα της σελιδοποίησης, η κατανομή της ύλης, όπου στην τέταρτη σελίδα της υπήρχε χώρος για διαφημίσεις και δύο στήλες για τηλεγραφήματα, καθώς και οι τυπογραφικές τις εγκαταστάσεις, συνέβαλλαν στο να βελτιωθεί σημαντικά ο τύπος κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας[23]. Με τη δημιουργία της εφημερίδας ο Βελλίδης είχε σαν στόχο να προσφέρει στη Βόρειο Ελλάδα ένα όργανο για να ενώσει τους Έλληνες, να τους παρηγορεί, να τους πληροφορεί και να «…τους καθοδηγή εις τους αγώνας των και να επιταχύνη την ανατολήν του ηλίου εις το γλυκοχάραγμα της ελευθερίας…»[24]. Το προγραμματικό άρθρο της «Μακεδονίας», που κυκλοφόρησε στις 10 Ιουλίου του 1911 στην πρώτη σελίδα, ανέφερε τα εξής:

«Αποφασίσαντες την έκδοσιν της Μακεδονίας δεν απεβλέψαμεν ή εις την ενίσχυσιν της φάλαγγος των ευγενών τούτων και γενναίων προμάχων διά της κατά το ενόν συμβολής ημών εις τον ιερόν και πατριωτικόν αυτών αγώνα. Οποία θα είναι η συμβολή ημών αύτη, κατά πόσον δηλονότι έσται λυσιτελής, τούτο θέλει αποδείξει ο χρόνος, ο αλάθητος ούτος και αδέκαστος κριτής. Ημείς εν τη εκπληρώσει του όπερ αναλαμβάνομεν καθήκοντος θέλομεν αφιερώσει πάσας τας δυνάμεις και τας προσπαθείας ημών, μη φειδόμενοι κόπων και θυσιών και μη δειλιώντες και αποκαρτερούντες προ των πολλών και ποικίλων δυσχερειών, ας δεν αγνοούμεν ότι θέλομεν συναντήσει. Τοιούτος ο σκοπός ημών. Το δε πρόγραμμα ημών περιλαμβάνει: α) Την επισταμένην εξέτασιν όλων των ζητημάτων, των αναγομένων εις τε τον πολιτικόν και τον κοινωνικόν ημών βίον, γενικών τε και τοπικών. β) Τον έλεγχον της πολιτείας εκείνων, εις ους είνε εκάστοτε εμπεπιστευμέναι αι τύχαι της κοινής ημών πατρίδος. γ) Την υποστήριξιν της ενότητος του οθωμανισμού διά του υπό των εκάστοτε κυβερνώντων οφειλομένου σεβασμού προς τα δίκαια των διαφόρων εθνοτήτων και διά της αυστηράς εφαρμογής υπ’ αυτών της συνταγματικής ισονομίας και ισοπολιτείας. δ) Την υπεράσπισιν των εθνικών και θρησκευτικών ημών δικαίων και προνομίων, οσάκις ίδωμεν ταύτα παραβιαζόμενα είτε εξ εσφαλμένης των πραγμάτων και των περιστάσεων αντιλήψεως, είτε εκ σωβινισμού και εθνικιστικών ιδεών. ε) Τον έλεγχον της πολιτείας των εθνικών και θρησκευτικών ημών ταγών. στ) Την μετάδοσιν ειδήσεων αληθών και εξηκριβωμένων και την τήρησιν του δημοσίου ενημέρου πάσης της γενικής και τοπικής πολιτικής και κοινωνικής κινήσεως. Γνωρίζοντες την δύναμιν του τύπου και την επιρροήν, ην ούτος εξασκεί επί του δημοσίου φρονήματος, μη λησμονούντες δε την ιερότητα και το ύψος της αποστολής του, θέλομεν προσπαθήσει να τηρήσωμεν υψηλά την σημαίαν του αγώνος, απέχοντες πάσης εμπαθούς συζητήσεως, πάσης κομματικής διαπάλης και παντός ιδιοτελούς και συμφεροντολογικού υπολογισμού, ελέγχοντες και επικρίνοντες αυστηρώς μεν αλλ’ αμερολήπτως, απονέμοντες ενί εκάστω ακριβοδικαίως και απροσωπολήπτως το προσήκον»[25].

Πράγματι, τα πρώτα χρόνια της χαρακτηρίστηκαν από θαρραλέα αρθρογραφία, που καλλιέργησε ο νεαρός Β. Μεσολογγίτης, ο οποίος υπέγραφε συχνά τα συγκεκριμένα άρθρα. Η «Μακεδονία» τολμούσε και δημοσίευε και ειδήσεις κατά των τουρκικών αρχών. Ήταν μάλιστα η πρώτη εφημερίδα που καθιέρωσε πρωτοσέλιδη σχολιογραφία με σχόλια για ζητήματα τοπικού κι όχι μόνο ενδιαφέροντος, ενώ ήταν η πρώτη που αφιέρωσε στην τέταρτη και τελευταία της σελίδα, δύο στήλες αποκλειστικά για τηλεγραφήματα και διαφημίσεις (η καινοτομία αυτή θα διατηρηθεί μοναχά για λίγες εβδομάδες). Όμως, αυτή η μαχητική πολιτική της ήταν κι ένας από τους λόγους που τις ασκήθηκαν διώξεις κι έντονη κριτική ήδη από τις πρώτες μέρες κυκλοφορίας της. Επιπλέον,  η «Νέα Αλήθεια» την κατηγόρησε  ότι οικειοποιείται τα τηλεγραφήματα των ανταποκριτών της. Δεν ήταν, πάντως, λίγες οι φορές που οι δύο εφημερίδες ήρθαν μεταξύ τους σε ρήξη.  Στις 9 Αυγούστου του 1912 το τούρκικο στρατοδικείο αποφάσισε την οριστική της παύση επ’ αόριστον λόγω της «εμπρηστικής ειδησεογραφία της για την δυναμιτιστική απόπειρα στα Κότσανα της Στρώμνιτσας»[26].

Η «Μακεδονία» θα επαναλειτουργήσει στις 27 Οκτωβρίου του 1912, την ημέρα που μπήκε στη Θεσσαλονίκη ο Ερυθρός Σταυρός. Στο πανηγυρικό φύλλο της επανακυκλοφορίας της, όπως συνηθιζόταν, υπήρχε η ημερομηνία 28 Οκτωβρίου, ενώ σταμάτησε η κυκλοφορία της «Παμμακεδονικής», που εξέδιδε ο Βελλίδης από τις 8 Αυγούστου, όταν οι τουρκικές αρχές είχαν παύσει την επίσημη κυκλοφορία της «Μακεδονίας». Η δυναμική της εφημερίδας με την πάροδο του χρόνου, προκάλεσε το μένος των ανταγωνιστών. Ο «Ταχυδρόμος της Βορείου Ελλάδος» θα ισχυριστεί το 1915 περίπου ότι η «Μακεδονία» κι άλλες βενιζελικές εφημερίδες, λάμβαναν επιχορήγηση 1.000 δραχμών για να στηρίξουν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι εκείνη την εποχή είχε εγκριθεί μηνιαίο επίδομα 2.000 δραχμών για πέντε εφημερίδες, μεταξύ αυτών η «Νέα Αλήθεια» και η «Μακεδονία», με την οποία υποχρεούνταν να στέλνουν 500 φύλλα ημερησίως για να διανέμονται δωρεάν στις στρατιωτικές μονάδες της χώρας. Το επίδομα διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι τον Ιανουάριο του 1918[27].

Το πάθος του ιδρυτή της εφημερίδας ήταν τόσο ισχυρό, που ο Β. Μεσολογγίτης είχε δηλώσει κάποτε ότι: «Ο Βελλίδης είχε ακράδαντον την πεποίθησιν, την οποίαν διετήρησε μέχρι τέλους της ζωής του και οι διάδοχοί του την εκληρονόμησαν ότι αυτός μόνον μετεκλήθη εκ Θεού από τα Χάσια δια να εκδίδει εφημερίδα «πρωινήν»  εν Θεσσαλονίκη, πας δε άλλος τολμών να εμφανίση εφημερίδα κατεπάτει τα θεία δικαιώματά του…»[28].

Παρά το μαχητικό παρελθόν της, η εφημερίδα κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ξεκίνησε να στηρίζει συγκεκριμένους πολιτικούς και κόμματα. Από το 1915 θα σταθεί στο πλευρό του Ελευθερίου Βενιζέλου και του φιλελεύθερου πολιτικού χώρου και θα παραμείνει σταθερή σ’ αυτή τη θέση ακόμη και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς δεν θα ταχθεί ανοιχτά στο πλευρό κάποιου κόμματος. Θα ακολουθήσει μια πιο ανεξάρτητη γραμμή[29]. Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο του μεσοπολέμου θα παραμείνει στον κεντρώο πολιτικό χώρο και θα στηρίξει τον  Νίκο Πλαστήρα, του Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Γεώργιο Καφαντάρη και τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Την περίοδο των διδακτοριών του Παγκάλου και του Μεταξά θα συνεχίσει να εκδίδεται, αλλά θα γνωρίσει τρεις παύσεις, συλλήψεις των ηγετικών της στελεχών και δύο εξορίες του εκδότη της. Εκείνο το διάστημα ο ανιψιός του Κωνστ. Βελλίδη, Ιωάννης Βελλίδης, που έχει αναλάβει τα ηνία της εφημερίδας, θα επενδύσει στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων, με αποτέλεσμα η «Μακεδονία» να έχει φτάσει σε σημείο να ανταγωνίζεται τον αθηναϊκό τύπο. Αυτή η επιτυχία θα οδηγήσει στο να ξεκινήσει να γράφει το 1936 πάνω από το τίτλο της ότι «η Μακεδονία έχει τόσην κυκλοφορίαν όσην έχουν όλα τα άλλα φύλλα μαζί»[30].

Το ίδιο χρονικό διάστημα η «Μακεδονία» θα προχωρήσει σε ακόμα μία καινοτομία, τη δημιουργία ραδιοφωνικού σταθμού. Στα τέλη του 1935 ο Νίκος Τσιγγιρίδης θα κατορθώσει να πάρει μόνιμη άδεια λειτουργίας και να ξεφύγει από τον περιορισμένο χώρο της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, το έγγραφο υπ’ αριθμ. 378543 στις 21.12.1935 από το υπουργείο Συγκοινωνιών προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, επιτρέπει την εκφώνηση ειδήσεων εφόσον δεν έχουν οικονομικό και πολιτικό χαρακτήρα. Οι καλές σχέσεις του Τσιγγιρίδη με τον Βελλίδη θα φέρουν πιέσεις στη Γενική Διοίκηση, ώστε να μπορούν οι εφημερίδες της πόλης να εκφωνούν ειδήσεις από τον πομπό του Τσιγγιρίδη. Έτσι, στις  27 Δεκεμβρίου η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας θα κάνει δεκτό το αίτημα της «Μακεδονίας» και η εφημερίδα θα ξεκινήσει να ενημερώνει τον κόσμο μέσω του πομπού. Αν και μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα λόγω μιας είδησης, θα αναθεωρηθεί η προαναφερθείσα απόφαση[31].

Πολύ σημαντική για τον δημοσιογραφικό κλάδο εκείνης της περιόδου  ήταν και η εφημερίδα «Το Φως». Το πρώτο φύλλο του «Φωτός» κυκλοφόρησε στις 5.3.1914, ξεκαθαρίζοντας ότι οι στόχοι του εντύπου ήταν η εξυπηρέτηση του έθνους και η αντιμετώπιση των προβλημάτων της Βορείου Ελλάδος. Εκδότης του ήταν ο Δημοσθένης Ρίζος. Τα πρώτα γραφεία του «Φωτός» ήταν στο Χάνι Καλλιδοπούλου, ενώ το 1915 θα μεταφερθεί στην οδό Τσιμισκή. Το 1920 τα γραφεία θα μεταφερθούν στη Στοά του Αγίου Μηνά. Από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας η κυκλοφορία του θα είναι αξιοπρόσεκτη. Το 1917 θα φτάνει ημερησίως τα 2.500 φύλλα, ενώ το 1919, αν και υποστήριζε την αντιπολίτευση, θα φτάσει τον αριθμό των 9.000 φύλλων. Το 1921 υπολογίζεται ότι έφτανε τα 10 – 12.000 φύλλα. Αρχικά, «Το Φως» θα ταχθεί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και στη συνέχεια, το 1926, θα υποστηρίξει το «Λαϊκόν Κόμμα», ενώ από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και μετά θα γίνει πιο συντηρητικό και θα σταθεί στο πλευρό του Βασιλιά.  Η ύπαρξη σχολιογραφίας συνέβαλλε κατά καιρούς σε έντονες αντιπαραθέσεις δημοσίως με τη «Μακεδονία», που διατηρούσε κι εκείνη στήλη σχολίων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα έντονης αντιπαράθεσης, είναι εκείνο που ξέσπασε τον Μάρτιο του 1915, όταν η «Μακεδονία» κατηγόρησε «Το Φως» ότι είναι γερμανική εφημερίδα και στρέφεται κατά των Μακεδόνων. Αφορμή στάθηκε η έκτακτη είδηση της εφημερίδας, όταν αυστριακά και γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το Βελιγράδι. Μεταξύ των καινοτομιών, που εισήγαγε «Το Φως» στον δημοσιογραφικό κλάδο της Θεσσαλονίκης, ήταν ότι καθιέρωσε το 1920 γυναικεία στήλη,  την επιμέλειά της οποίας είχε η Μερόπη Τσιώμου, που ασχολιόταν εκείνη την περίοδο με το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα, το γεγονός ότι είχε μόνιμους ανταποκριτές στη Βιέννη και το Βερολίνο, καθώς και ότι στις 25 Μαρτίου του 1914 ξεκίνησε να χρησιμοποιεί τα χρώματα, κίτρινο, κόκκινο και μπλε, μαζί με μαύρο, στην πρώτη της σελίδα[32]. Το 1924 τα γραφεία του «Φωτός» θα μεταφερθούν από τη Στοά Αγίου Μηνά στην οδό Πλάτωνος 9, όπου το 1924 ο Ρίζος αγόρασε οικόπεδο και αργότερα έχτισε εκεί διώροφη οικοδομή, με υπόγειο, για να στεγαστούν τόσο τα γραφεία της σύνταξης όσο και το τυπογραφείο. Εκεί θα παραμείνει μέχρι το οριστικό κλείσιμό της το 1959[33].

Τον Ιούλιο του 1918 θα κυκλοφορήσει   η «Εφημερίς των Βαλκανίων» από τον Νίκο Μπουζάνη, με αρχισυντάκτη τον Νίκο Καστρινό. Η εφημερίδα θα είναι απογευματινή και, σύμφωνα με τον Μανώλη Κανδυλάκη, θα «εξελιχθεί σε μια αξιόλογη και αγωνιστική δημοκρατική αριστερή εφημερίδα»[34]. Με την πάροδο του χρόνου θα εξελιχθεί σ’ ένα σοβαρό έντυπο, το οποίο θα συμβάλλει σημαντικά στη διαμόρφωση του πολιτικού τοπίου της Θεσσαλονίκης. Παρά το γεγονός ότι εμφανίστηκε τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η έμπρακτη στήριξη της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου την βοήθησε στον ανταγωνισμό με τις υπόλοιπες πρωινές και απογευματινές εφημερίδες. Το 1920 περίπου θα ταχθεί στο πλευρό του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου και θα ξεκινήσει να ασκεί κριτική στον Βενιζέλο. Η αξιοπρόσεκτη πορεία της είχε φοβίσει τους ανταγωνιστές της. Η «Μακεδονία» την κατηγόρησε ότι στρέφεται κατά του λαού της Μακεδονίας, ενώ ο «Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος» συνήθιζε να την σχολιάζει αρνητικά στα φύλλα του. Παρά το γεγονός ότι ήταν φιλοκυβερνητική, παύθηκε για δύο μέρες, τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία της. Και έναν χρόνο μετά οδηγήθηκε στο Στρατοδικείο[35]. Θα σταματήσει την κυκλοφορία της το 1941 και θα επανακυκλοφορήσει για ένα μήνα το 1946 και για πέντε περίπου μήνες το 1950[36].

Οι παραπάνω εφημερίδες δεν μπόρεσαν, όμως, να συναγωνιστούν μακροπρόθεσμα το εγχείρημα της οικογένειας Βελλίδη. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το αντίπαλο δέος της «Μακεδονίας» ήταν ο «Ελληνικός Βορράς», που εκδόθηκε στις 14 Ιουνίου του 1936 κατόπιν πολύμηνης προετοιμασίας από τον Πέτρο Λεβαντή. Η εφημερίδα ήταν καθημερινή με έξι ή οχτώ σελίδες, γεγονός που ανάγκασε τους ανταγωνιστές της να την μιμηθούν και να αυξήσουν τα φύλλα τους.  Ωστόσο, θα πάψει την κυκλοφορία της μερικούς μήνες πιο μετά, με αφορμή τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου και θα καταστεί η μοναδική μη κομμουνιστική εφημερίδα που θα παύσει την κυκλοφορία της για να μην συνεργαστεί με το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά. Θα κυκλοφορήσει ξανά στις 21 Ιανουαρίου 1945, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τη γερμανική κατοχή και θα κλείσει οριστικά την 1η 1 Δεκεμβρίου του 2001. Η εφημερίδα θα αποκτήσει σημαίνοντα ρόλο για τον δημοσιογραφικό κλάδο της πόλης τα μεταγενέστερα χρόνια, καθώς όπως αναφέρει ο Βασίλης Αϊδαλής: «Με την έκδοσιν του Ελληνικού Βορρά ήρχισε πρωτοφανής διά τον Ελληνικόν Τύπον ανταγωνισμός, διά της εκδόσεως καθημερινώς δωδεκασέλιδων φύλλων, της απασχολήσεως υπερεκατόν συντακτών και συνεργατών ως και δύο φυλάκων τυπογράφων, αι εφημερίδες όμως εν τέλει εσώθησαν εκ της οικονομικής καταστροφής διά της εκδόσεως νόμου περί περιορισμού του σχήματός των»[37]. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι ο «Ελληνικός Βορράς» είναι η πρώτη εφημερίδα που θα εισάγει και θα εφαρμόσει τη φωτοσύνθεση στον κλάδο της τυπογραφίας[38].

Το παρακάτω απόσπασμα  είναι από την κόρη του ιδρυτή του «Ελληνικού Βορρά», Τέσα Λεβαντή, που γράφει τα ακόλουθα για τις συνθήκες εκδόσεως της εφημερίδας στο πανηγυρικό φύλλο για τα 50 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1962) και φανερώνει τη σημασία που είχε η εφημερίδα για την οικογένεια:

«Μια καινούργια εφημερίδα, φορεύς νέων ιδεών και κατευθύνσεων, ρωμαλέα, είχε έλθει να προστεθή στην μεγάλη δημοσιογραφική οικογένεια. Άνθρωποι με πείρα, εξυπνάδα και ζωντάνεια την πλαισίωσαν, δίδοντάς της όλες τις δυνατότητες να προχωρήση σταθερά, να ανεβή τα σκαλοπάτια της επιτυχίας και να κατακτήση τους Θεσσαλονικείς. Και τα χρόνια κύλησαν. Δικαίωσαν τους πρωτεργάτας που πίστεψαν στην ιδέα και στο μέλλον αυτής της εφημερίδος και μόχθησαν για την άνοδό της. Έγραψαν την ιστορία του Ελληνικού Βορρά, μια ιστορία, που η κάθε σελίδα της είναι ένας αγώνας, μια θυσία, μια προσφορά για τα εθνικά και δημοσιογραφικά ιδεώδη»[39].

Σημαντική ήταν και η πορεία της εφημερίδας «Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος», καθώς εκδόθηκε στις 13 Απριλίου του 1920 και κατάφερε να διατηρήσει την κυκλοφορία της για 17 συναπτά έτη. Ήταν του φιλοβασιλικού και αντιβενιζελικού χώρου, σε μια περίοδο που δεν υπήρχε ουσιαστική προβολή των θέσεων αυτού του πολιτικού χώρου. Στην αρχή η εφημερίδα ήταν μετοχική και απέκτησε σύντομα το δικό της πιεστήριο και τυπογραφείο. Ο κύριος μέτοχος ήταν ο Νικόλαος Δαρβέρης, έχοντας ως κεφάλαιο 17.000 δραχμές από το ιδρυτικό κεφάλαιο που ανερχόταν στις 28.000 δραχμές. Η εφημερίδα διοικούταν από μια επιτροπή, αλλά το μετοχικό μοντέλο δεν θα διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι υπόλοιπες εφημερίδες δεν αντιμετώπισαν θετικά την κυκλοφορία της. Η μοναδική που ανακοίνωσε την κυκλοφορία της ήταν η «Νέα Αλήθεια», ενώ θα μπει στο στόχαστρο της εφημερίδας «Το Φως», που θα προχωρήσει σε συνεχόμενες καταγγελίες. Επίσης, θα προκαλέσει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα στο εσωτερικό του Λαϊκού Κόμματος μέχρι να αποφανθεί το δικαστήριο ότι τα δημοσιεύματα ήταν συκοφαντίες και ύβρεις.    Οι τίτλοι τέλους για τον «Ταχυδρόμο της Βορείου Ελλάδος» θα πέσουν το 1937 και θα επιχειρηθεί να εκδοθεί ξανά το 1945, χωρίς όμως να τα καταφέρει[40].

Λίγα χρόνια νωρίτερα με πρωτοβουλία της «Μακεδονίας», κύριου πλέον φορέα των αντισημιτικών απόψεων, θα προκληθεί ένα πρωτοφανές επεισόδιο και θα οξύνει το αντιεβραϊκό αίσθημα που επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη. Όλα ξεκίνησαν το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου του 1931, όταν η εφημερίδα αμφισβήτησε τη συμμετοχή του αθλητικού σωματείου Μακαμπί στις εκδηλώσεις του δικτύου των αθλητών στη Σόφια, στο οποίο συμμετείχαν κανονικά και εβραϊκά αθλητικά σωματεία. Ουσιαστικά η θέση αυτή της εφημερίδας είχε φανεί ήδη πριν από έναν χρόνο (1930), όταν το καλοκαίρι ένας εκπρόσωπος του Μακαμπί είχε συμμετάσχει στις αντίστοιχες τότε εκδηλώσεις. Έτσι, στις 23 Ιουνίου διαδόθηκαν οι φήμες ότι το σωματείο είχε πάρει μέρος σε σύσκεψη του Μακεδονικού Κομιτάτου και επεδίωκε την αυτονόμηση της Μακεδονίας. Η Εθνική Παμφοιτητική Ένωσις θα οξύνει περισσότερο τα πνεύματα κυκλοφορώντας μια άκρως αντιεβραϊκή προκήρυξη:

«Οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι προθυμοποιούνται να μετέχουν εις τας εθνικάς μας εορτάς δεν αφήνουν καμμίαν ευκαιρίαν χωρίς να δυσφημίσουν τα ιδεώδη μας, χωρίς να προσπαθήσουν να μας εξαφανίσουν από προσώπου γης. Οι Εβραίοι είναι εκείνοι που ανήγαγον τον τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως […] Ελληνικέ λαέ! Ύψιστη υποχρέωσίς σου είνε να αρχίσης ένα άγριον μποϋκοτάρισμα εναντίον των Εβραίων…».

Όλα αυτά θα προκαλέσουν την έξαρση των επιθέσεων εναντίον των Εβραίων της πόλης. Συνέβησαν ξυλοδαρμοί, εμπρησμοί, λεηλασίες και συνεχείς αψιμαχίες. Στις 29 Ιουνίου η κατάσταση έχει εξαπλωθεί σε όλη την πόλη, με αντίστοιχα γεγονότα να λαμβάνουν χώρα και στη Δράμα[41]. Οι Έφεδροι Αξιωματικοί Θεσσαλονίκης ζήτησαν την παραπομπή του εβραϊκού αθλητικού σωματείου με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η Ισραηλιτική Κοινότητα για να προστατέψει τα μέλη της προχώρησε σε διάβημα προς τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, Στυλιανό Γονατα, ζητώντας τη διάλυση των εθνικιστικών οργανώσεων. Ωστόσο, όσοι έφεδροι είχαν συλληφθεί για τα επεισόδια, αφέθηκαν ελεύθεροι. Ο Βενιζέλος, με τηλεγράφημά του προς τον Γονατά, ζήτησε να σταματήσουν οι επιθέσεις εναντίον των Ισραηλιτών της πόλης και να ασκηθεί δίωξη εναντίον της «Μακεδονίας» και των υπευθύνων των επεισοδίων. Ωστόσο, η έκρυθμη κατάσταση συνεχίστηκε και σημειώθηκαν συμπλοκές στον συνοικισμό Χαριλάου και στο Ρεζί Βαρδάρ. Έπειτα, στις 29 Ιουνίου του 1931, μπήκε φωτιά στο συνοικισμό Κάμπελ, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες η αστυνομία δεν προέβηκε σε καμία ενέργεια για να προστατέψει τους εβραίους του συνοικισμού[42].

Ο συνοικισμός θα καεί από μέλη της Εθνικής Ένωσις Ελλάς (ΕΕΕ). Στη δίκη που θα λάβει χώρα στη Βέροια από τις 2 έως και τις 19 Απριλίου του 1932, θα απαλλαχτούν από τις κατηγορίες τόσο οι φυσικοί όσο και οι ηθικοί αυτουργοί, Νίκος Φαρδής (αρχισυντάκτης της «Μακεδονίας»), Γιώργος Κοσμίδης και Δημήτρης Χαριτόπουλος[43]. Η αθώωση των ενόχων προκάλεσε πανηγυρισμούς στις τάξεις της ΕΕΕ, καθώς το δ.σ. της Ένωσης και κάμποσοι οπαδοί της υποδέχτηκαν τους Φαρδή, Κοσμίδη και Χαριτόπουλο με την ορχήστρα του Παπάφειου Ορφανοτροφείου στο σιδηροδρομικό σταθμό. Από εκεί η πομπή συνέχισε μέχρι τα γραφεία της οργάνωσης[44].

Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί ότι η εφημερίδα της οικογένειας Βελλίδη είχε πρωτοστατήσει σε «ανοιχτή αντισημιτική εκστρατεία»[45], με αφορμή την κυκλοφορία των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών. Την Κυριακή 19.2.1928 θα αναφέρει στο πρωτοσέλιδό της τα ακόλουθα: «Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών είναι το καταστατικόν μιας μυστικής οργανώσεως του Ιουδαϊσμού, η οποία αοράτως και μυστικώς πλήττει τα άτομα, τα κράτη και τα έθνη και με τα πανίσχυρα οικονομικά μέσα που διαθέτει οδηγεί όλα προς τον εκφυλισμόν και την φθοράν, προς κατάκτησιν της παγκοσμίου αρχής, όταν το παν θα είναι έτοιμον διά τον αγώνα», ενώ δύο μέρες αργότερα, τη Δευτέρα 20.2.1928, η εφημερίδα επανέρχεται δηλώνοντας στο πρωτοσέλιδό της ότι εντός της εβδομάδας θα αρχίσει τη δημοσίευση των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών. Το συγκεκριμένο πρωτοσέλιδο θα προκαλέσει την έντονη αντίδραση του εβραϊκού τύπου της Θεσσαλονίκης και θα ξεκινήσει μια διαμάχη μεταξύ των εφημερίδων «Προγκρέ» και «Μακεδονίας». Την ίδια στιγμή «Το Φως» θα εκμεταλλευτεί τη διαμάχη και θα γίνει η πρώτη εφημερίδα της πόλης που θα ξεκινήσει να δημοσιεύει σε συνέχειες τα Πρωτόκολλα. Έτσι, τόσο «Το Φως» όσο και η «Μακεδονία» θα ξεκινήσουν να δημοσιεύουν σε συνέχειες το αντισημιτικό κείμενο, με την πρώτη εφημερίδα να ολοκληρώνει τις δημοσιεύεις των συνεχειών πέντε μέρες νωρίτερα από τη δεύτερη[46].

Μετά τα γεγονότα του 1928 και του 1931, η «Μακεδονία» θα επανέλθει στο προσκήνιο το 1933 λόγω της προσπάθειας δημιουργίας αποκλειστικών εβραϊκών εκλογικών «συλλόγων».  Οι τοπικοί φορείς και πανελλαδικώς ο τύπος θα ταχθεί με την άποψη της κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία οι Εβραίοι είχαν και υποχρεώσεις, τις οποίες παρέβλεπαν. Παράλληλα, ήταν γεγονός ότι η στάση τους μπορούσε να καθορίσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Στις 28 Μαΐου η «Μακεδονία» δημοσιεύει άρθρο του Πέτρου Λεβαντή, που ηγείται του ψηφοδελτίου του Κόμματος των Φιλελευθέρων στη Θεσσαλονίκη, που δεν θα συμπεριλάβει κανέναν Εβραίο υποψήφιο. Ο ίδιος θα δηλώσει ότι: «Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, ζώντες χωριστά, μη αφομοιωθέντες και διατηρούντες όλα τα γνωρίσματα της εθνικής μειονότητας, προβάλλουν ρυθμισταί αποφασιστικοί της ελληνικής ζωής. Με τας 7.000 των ψήφων, τας οποίας κατά τρόπον οιονεί συνωμοτικόν διαθέτουν, ημπορούν να διακυβερνήσουν την τύχην ολόκληρου του συνδυασμού, ήτοι να επηρεάσουν την σύνθεσιν του Κοινοβουλίου με τεσσαράκοντα έδρας, που είναι αι κερδιζόμεναι και αι χανόμεναι μαζί του νόμου μας»[47]. Την ίδια περίοδο θα είναι εντυπωσιακή η απάντηση της εφημερίδας σε Εβραίο Γερουσιαστή, που έφερε το θέμα της συμπεριφοράς του τύπου στη Γερουσία και διαμαρτυρήθηκε για τις επιθέσεις στους Ισραηλίτες. Το άρθρο φέρει την υπογραφή «Μακεδονία»:

«Η «Μακεδονία» ηγωνίσθη βέβαια κατά των Εβραίων. Αλλ’ ηγωνίσθη πάντοτε δια ν’ αμυνθή των ελληνικών συμφερόντων εις βάρος των οποίων ενήργουν ούτοι κατά καιρούς, λησμονούντες ότι ζουν εις έναν τόπον κατ’ εξοχήν δημοκρατικόν και φιλελεύθερον και όπου απήλαυον όχι μόνον πλήρους ευνομίας και ασφάλειας, αλλά και ισοπολιτείας απολύτου…»[48].

Ωστόσο, ο αντισημιτικός χαρακτήρας της «Μακεδονίας» δεν θα τη βοηθήσει να παραμείνει στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Η μόνη εφημερίδα που συνέχισε να κυκλοφορεί μετά τις 9 Απριλίου του 1941 είναι η «Απογευματινή», η οποία είχε εκδοθεί για πρώτη φορά στις 24 Μαρτίου του 1933 και είχε αντιβενιζελικό χαρακτήρα. Εκδότες της ήταν ο Αλ. Ωρολογάς και ο Δ. Τσούρκας[49]. Μια μέρα μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, αναγγέλεται στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας η άφιξη των στρατευμάτων και «Απόλυτος τάξις επικράτησε παντού». Συγχρόνως, δημοσιεύεται η προκήρυξη του τοπικού διοικητή των Ενόπλων Δυνάμεων στα ελληνικά και στα γερμανικά, με την οποία απαγορεύεται η κυκλοφορία κατά τις  βραδινές ώρες. Στις 10 Απριλίου, η «Απογευματινή» δικαιολογεί την επίθεση των Γερμανών εναντίον της Ελλάδας και της Βρετανίας, ενώ την ίδια μέρα δημοσιεύεται η παύση των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Ελ Μεσατζέρο». Γενικότερα η εφημερίδα είχε έναν φιλοναζιστικό προσανατολισμό, αλλά ήταν σαφώς ηπιότερη από τη «Νέα Ευρώπη». Ωστόσο, δεν υπάρχει μαρτυρία που να δηλώνει ότι η εφημερίδα στηριζόταν είτε υλικά είτε χρηματικά από τις γερμανικές αρχές. Ήταν δισέλιδη, κυρίως ειδησεογραφική, φιλοξενούσε συχνά σχόλια, χρονογραφήματα και δημοσίευε και τα γερμανόγλωσσα ανακοινωθέν των αρχών κατοχής. Επίσης, τη χρονιά της «Τελικής Λύσεως» ξεκίνησε σειρά αντιεβραϊκών άρθρων, με αποκορύφωμα στις 19 Φεβρουαρίου και την αρχή οκτώ άρθρων υπό τον τίτλο «το εβραϊκόν άγος», που περιλάμβαναν την εξιστόρηση ανθελληνικών εκδηλώσεων από τους Εβραίους. Μετά την αναχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την πόλη συνέχισε τη φιλογερμανική – φιλοναζιστική αρθογραφία, με αποτέλεσμα οι εκδότες της να κατηγορηθούν ως δοσίλογοι. Στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων καταδικάσθηκε μόνο ο Αλ. Ωρολογάς με 15 χρόνια φυλάκισης, ενώ ο Ελευθεριάδης και ο Δ. Τσούρκας αθωώθηκαν[50].

Πέρα από την παύση των εφημερίδων οι Γερμανοί θα φροντίσουν να κατασχέσουν και τον σταθμό του Τσιγγιρίδη. Σύμφωνα με τον Κοσμά Τσαντσάνογλου: «Οι Γερμανοί κράτησαν υπάλληλους τους τον Τσιγγιρίδη κι’ εμένα και δημιούργησαν το «Wehrmachtsender Saloniki», ραδιοφωνικό σταθμό για τις ανάγκες του στρατού τους. Καμιά ελληνική εκπομπή, κανένας Έλληνας εκφωνητής καμιά λέξη ελληνική. Μου φαίνεται πως στην αρχή κάτι είχε ελληνικό, μετά καταργήθηκε, αφού απαγορεύτηκαν και τα ραδιόφωνα. Πρέπει να ήταν τότε το στούντιο στο παλιό Στρατιωτικό Θέατρο. Στο σημερινό ‘‘Κατερίνα’’»[51].

Οι κατοχικές αρχές όμως δεν θα μείνουν ικανοποιημένες από την ύπαρξη της «Απογευματινής» και τον ραδιοφωνικό σταθμό. Θα προχωρήσουν στη δημιουργία της εφημερίδας «Νέα Ευρώπη», με στόχο να προπαγανδίσουν τις θέσεις τους. Η δημοσιογραφική προετοιμασία για την κυκλοφορία της γίνεται δύο μέρες μετά την είσοδο των στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη. Διευθυντής και εκδότης θα είναι ο Βασ. Λαμψάκης, που μέχρι τότε ήταν άγνωστος στον δημοσιογραφικό κλάδο, ενώ δεν θα διατηρήσει το πόστο του για μεγάλο διάστημα. Σύμφωνα με πληροφορίες ήταν υπάλληλος του Δήμου και κατάσκοπος των Γερμανών. Τα ίχνη του χάθηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης, ενώ ο ίδιος δεν δικάστηκε ποτέ. Από τις 27 Ιουνίου του 1941, Ι. Σπαθάρης θα αναλάβει τα ηνία της, ενώ στις 4 Νοεμβρίου του ίδιου μήνα το όνομα του Σπαθάρη να αντικατασταθεί από εκείνο του Δ. Ηλιάδη. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1943 η εφημερίδα θα αγοραστεί από τον Γ. Πολλάτο. Για την έκδοσή της εφημερίδας χρησιμοποιήθηκαν 40 τόνους χαρτιού από την εφημερίδα «Νέα Αλήθεια», ενώ στη συνέχεια πάρθηκε δημοσιογραφικό χαρτί και από τις «Μακεδονία»  και «Προγκρέ». Στην αρχή ήταν τετρασέλιδη με διαστάσεις 42×65 εκ., ενώ στη συνέχεια ήταν δισέλιδη με σχήμα 42×40 εκ. και στην πορεία θα γίνει ακόμα πιο μικρή με 34×48 εκ. και τελικά 30×42 εκ. Στα πρώτα φύλλα της εφημερίδας θα υπάρχει και ο τίτλος στη γερμανική, «Das Neue Europa». Η «Νέα Ευρώπη» διατυμπάνιζε διαρκώς τις επιτυχίες των Γερμανών κι όπως ήταν φυσικό προωθούσε τον εθνικοσοσιαλισμό και τον αντιεβραϊσμό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι με αφορμή την επέτειο της γεννήσεως του Αδόλφου Χίτλερ, η εφημερίδα ισχυρίστηκε ότι για την καταστροφή της Γερμανίας ευθύνονται αποκλειστικά οι Εβραίοι. Συγχρόνως, ο δημοσιογράφος Νίκος Καμμώνας έγραφε ιστοριογραφήματα για να αναδείξει τον αρνητικό ρόλο των Εβραίων στην ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους, ενώ, μεταξύ άλλων, από τις 8 Αυγούστου του 1944 ξεκίνησε (οκτώ συνέχειες ήταν συνολικά) να δημοσιεύει άρθρα με την ανάλυση του Γεώργιου Πούλου  σχετικά με το πώς δημιούργησαν οι «Εβραίοι κράτος εν κράτει». Στη «Νέα Ευρώπη» εργάστηκαν οι δημοσιογράφοι:

«Β. Βεκιάρης (ρεπορτάζ), Κων. Δημάδης (ρεπορτάζ), Ιωαν. Ζήρας (λαογραφικά και ιστορικά θέματα της Μακεδονίας), Νίκος Καμμώνας (ιστορικά, κυρίως αντιεβραϊκά), Νίκος Κοντομήτρος (αθλητικά), Α. Κοσματόπουλος (ευθυμογραφήματα), Αθαν. Καραγεωργόπουλος (που όπως καταγγέλθηκε, όταν απολύθηκε από τον Ηλιάδη ότι παρακαλούσε τον Γερμανό Διευθυντή του Γραφείου Τύπου να ξαναπροσληφθεί αντί οποιασδήποτε υπηρεσίας), Β. Μεσολογγίτης (διάφορα σημειώματα, χρησιμοποιούσε στις διηγήσεις του το ψευδώνυμο «Ουλεμάς»), Ι. Σπαθάρης (ο ιδιοκτήτης του «Φωτός» που είχε διακόψει την έκδοσή του), Ν. Στάγκος (αστυνομικό ρεπορτάζ), Γρ. Στακτόπουλος (μεταφράσεις), Φ. Τριαναταφυλλίδης (ύλη), Αρ. Χασήρτζογλου (ως Χασήρ, καθημερινά χρονογραφήματα μετά το 1942) και Π. Ωρολογάς (χρονογραφήματα τα δύο πρώτα χρόνια της κατοχής)»[52].

Τον τελευταίο μήνα της κατοχής οι εφημερίδες «Απογευματινή» και «Νέα Ευρώπη» θα κυκλοφορήσουν ως ένα έντυπο. Η συγχώνευση θα γίνει λίγο μετά την αποχώρηση του ιδιοκτήτη της «Νέας Ευρώπης», Γεώργιου Πολλάτου. Το πρώτο φύλλο θα βγει την 1η Οκτωβρίου του 1994 και θα εξηγεί στο κοινό της τους λόγους της συγχώνευσης. Θα είναι τετράγωνη σε σχήμα (όσο το πλάτος μιας κανονικής εφημερίδας), τετρασέλιδη με οκτώ στήλες. Ως εκδότης  της «Νέας Ευρώπης» εμφανίζεται μια συντακτική επιτροπή, ενώ ως εκδότης της «Απογευματινής» αναγράφεται ο Δ. Τσούρκας. Το τελευταίο φύλλο της κοινής εφημερίδας θα κυκλοφορήσει στις 29 Οκτωβρίου του 1944[53].

«Αυτό που δεν περιμένει να δει κανείς στις [κατοχικές] εφημερίδες είναι καζίνα, ταβέρνες, θέατρα κινηματογράφοι, όπερα, μουσική, τη διασκέδαση δηλαδή, η οποία πηγαίνει μαζί με την εξόντωση των Εβραίων, μαζί με την πείνα, τη δυστυχία και τις διώξεις, για αυτά υπάρχουν ορισμένα στοιχειώδη, όμως υπάρχει ένα άφθονο προπαγανδιστικό υλικό κατά των Εβραίων»[54]. «Δεν πληροφορούσαν τον κόσμο, αληθινά, για τα πραγματικά δραματικά γεγονότα και αποσιωπούσαν μεγάλο μέρος τους. Για παράδειγμα, δεν αναφέρεται τίποτε για τη μαζική απέλαση των Εβραίων ή για την καταστροφή των κοιμητηρίων της εβραϊκής κοινότητας, δεν υπάρχει η φτώχεια, η καταπίεση, κ.λπ. Περιορίζονταν στη δημοσιοποίηση των εντολών και των δράσεων της γερμανικής διοίκησης και σε ήσσονος σημασίας ειδήσεις, επιδιώκοντας να ωραιοποιήσουν την κατάσταση. Ήταν πολύ κακές και ως εφημερίδες. Έλειπαν οι μεγάλες ειδήσεις και τα ρεπορτάζ, δημοσίευαν κυρίως κείμενα που επέτρεπαν οι δυνάμεις κατοχής»[55]. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια της κατοχής στη Θεσσαλονίκη θα κυκλοφορήσουν και πολλές παράνομες εφημερίδες. Ο Μανώλης Κανδυλάκης έχει καταγράψει 40 – 45 τέτοια έντυπα, τα οποία ήταν συνήθως σε μικρό σχήμα και πολυγραφημένα[56].

Η φυγή των Γερμανών θα ανοίξει τον δρόμο προς την επανακυκλοφορία των καταργηθέντων εφημερίδων. Αρκετούς μήνες μετά την κατοχή, και συγκεκριμένα στις 28 Μαρτίου 1945 θα εκδοθεί πάλι η «Μακεδονία», καθώς «Έπρεπε να αποκατασταθούν οι ζημιές στο κτίριό της που το χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί κατακτητές, έπρεπε να τεθούν χωρίς βιασύνη οι σωστές βάσεις για την οργάνωσή της». Ήταν τετρασέλιδη[57] και κυκλοφορούσε όλες τις μέρες της εβδομάδας, εκτός της Δευτέρας.

 

________________________________________

 

[1] Διίστανται οι απόψεις σχετικά με το πότε και πόσες φορές κυκλοφόρησε το έντυπο.

[2] Μανώλης Κανδυλάκης, Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης: Α΄ Τουρκοκρατία, (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000), σελ. 360 – 362.

[3] Aron Rodrigue (Editor), Sarah Stein, Isaac Jerusalmi, A Jewish Voice from Ottoman Salonica – The Ladino Memoir of Sa’adi Besalel a-Levi, (Stanford University Press, California 2012), σελ. 3.

[4] Αλμπέρτος Ναρ, «Ο εβραϊκός Τύπος», Επτά Ημέρες, (Η Καθημερινή, Αθήνα 1995), σελ. 12.

[5] Διίστανται οι απόψεις σχετικά με την ημερομηνία της κυκλοφορίας, καθώς και για το ποιος ήταν ο εκδότης.

[6] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 360 – 371 και 398 – 400.

[7] Αλμπέρτος Ναρ, ό. π., σελ. 12 – 13.

[8] Αγγέλα Φωτοπούλου, «Τουρκικές Εφημερίδες», Επτά Ημέρες, (Η Καθημερινή, Αθήνα 1995), σελ. 15.

[9] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 19 – 21.

[10] Γιώργος Αναστασιάδης, Η Θεσσαλονίκη των εφημερίδων, (εκδόσεις Έκφραση, Θεσσαλονίκη 1994), σελ. 40.

[11] Μανώλης Κανδυλάκης, «Η Περίοδος της Τουρκοκρατίας», Επτά Ημέρες, (Η Καθημερινή, Αθήνα 1995), σελ. 8.

[12] Γιάννης Γκλαρνέτατζης, (Προσπελάστηκε στις 3/3/16) , «Αφιέρωμα 2012: Ίδρυση της εφημερίδας Ερμής (1875)», Alter Thess, ανακτήθηκε από  http://www.alterthess.gr/content/afieroma-2012-idrysi-tis-efimeridas-ermis-1875 .

[13] Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το σχήμα της εφημερίδας άλλαζε συχνά κατά την κυκλοφορία της.

[14] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 51.

[15] Γκλαρνέτατζης, ό. π., ανακτήθηκε από http://www.alterthess.gr/content/afieroma-2012-idrysi-tis-efimeridas-ermis-1875

[16] Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου, “«Ο Ερμής» του Σ. Γκαρπολά ”, Επτά Ημέρες, (Η Καθημερινή, Αθήνα 1995), σελ. 10 – 11.

[17] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 67 – 84.

[18] Το σχήμα της εφημερίδας άλλαξε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της κυκλοφορίας της.

[19]  Στο ίδιο, σελ. 115 – 173.

[20] Ήταν η πρώτη ένωση συντακτών της πόλης. Ιδρύθηκε «…προς περιφρούρησιν της καθόλου αξιοπρέπειας του τύπου και των συμφερόντων των γνωστών εργατών του καλάμου» και διαλύθηκε το 1919 (Γιώργος Αναστασιάδης, Η Θεσσαλονίκη των εφημερίδων, (εκδόσεις Έκφραση, Θεσσαλονίκη 1994), σελ. 51).

[21] Μανώλης Κανδυλάκης, Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης: Β΄ 1912 – 1923, (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000), σελ. 57.

[22] Σύμφωνα με τον Νίκο Βουργουτζή, “Μακεδονία” Το τελευταίο χειρόγραφο (Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη α.ε., Θεσσαλονίκη 2007)  στη σελ. 21 αναφέρεται ότι το όνομα «Μακεδονία» οφειλόταν στη συμφωνία που είχε κάνει ο Κωνσταντίνος Βελλίδης με τη μονή Βατοπεδίου. Η μονή, επειδή διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Βελλίδη, δέχτηκε να τον βοηθήσει με τη δημιουργία της εφημερίδας με τον όρο ότι το έντυπο θα φέρει τον τίτλο «Μακεδονία». Ο μελλοντικός εκδότης συμφώνησε και του παραχωρήθηκε ένα σημαντικό ποσό σε χρυσές λίρες.

[23] Μανώλης Κανδυλάκης, «Συνοπτικά Στοιχεία για τις Σημαντικότερες Ελληνικές Εφημερίδες», Θεσσαλονίκη 1912-2012: Μεγάλα Γεγονότα στον Καθρέφτη του Τύπου, (Μορφωτικό Ίδρυμα ΕΣΗΕΜ – Θ, Θεσσαλονίκη 2012), σελ. 40 – 42.

[24] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 179.

[25] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 40 – 41.

[26] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 191 – 199.

[27] Στο ίδιο, σελ. 59 – 67.

[28] Στο ίδιο, σελ. 63.

[29] Αναστασιάδης, ό. π., σελ. 85.

[30] Νέστορας Τυροβούζης, Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός στην Ελλάδα, 1928-1947: Η συνέργια του «Ράδιο – Τσιγγιρίδη» με την εφημερίδα «Μακεδονία», (Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Τμήμα Ακολούθων Επικοινωνίας, Αθήνα 2004), σελ. 21 – 22.

[31] Στο ίδιο, σελ. 47.

[32] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 125 – 144.

[33] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 64.

[34] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 235.

[35] Στο ίδιο, σελ. 235 – 241.

[36] Αναστασιάδης, ό. π., σελ. 86 – 87.

[37] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 34 – 36.

[38] Γιώργος Χατζόπουλος, «Από το «μάρμαρο» στη φωτοσύνθεση», Επτά Ημέρες, (Η Καθημερινή, Αθήνα 1995), σελ. 27.

[39] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 34.

[40] Κανδυλάκης, ό. π.,  σελ. 245 – 267.

[41] Γιώργος  Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες, (εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005), σελ. 58 – 60.

[42] Μαρία Καβάλα, Η Θεσσαλονίκη στη γερμανική κατοχή (1941 – 1944): Κοινωνία, Οικονομία, Διωγμός Εβραίων, (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2009), σελ. 80  – 82.

[43] Τυροβούζης, ό. π., σελ. 11.

[44] Καβάλα, ό. π., σελ. 83 – 84.

[45] Δημήτρης Ψαρράς, Το μπεστ σέλερ του μίσους, (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013), σελ. 114.

[46] Στο ίδιο, σελ. 114 – 119.

[47] Μανώλης Κανδυλάκης, Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης: Γ΄ 1923 – 1941, (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008), σελ. 65 – 66.

[48] Στο ίδιο, σελ. 66.

[49] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 29.

[50]  Μανώλης Κανδυλάκης, Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης: Από τον πόλεμο στη δικτατορία, Δ΄ 1941-1967, (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008), σελ. 99 – 113.

[51] Τυροβούζης, ό. π., σελ. 71 – 72.

[52] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 115 – 134.

[53] Στο ίδιο, σελ. 134 – 136.

[54] Συντακτική ομάδα news247, (Προσπελάστηκε στις 14/2/16), «Σε ψηφιακή μορφή ο «δοσιλογικός Τύπος» της Κατοχής: Παραπληροφόρηση, προπαγάνδα και αντισημιτισμός», news247, ανακτήθηκε από http://news247.gr/eidiseis/koinonia/se-pshfiakh-morfh-o-dosilogikos-tupos-ths-katoxhs-paraplhroforhsh-propaganda-kai-antishmitismos.3456395.html

[55] Στο ίδιο.

[56] Αναστασιάδης, ό. π., σελ. 75.

[57] Κανδυλάκης, ό. π., σελ. 317 – 318.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top