Fractal

Η απεικόνιση των Εβραίων στην εφημερίδα «Μακεδονία» την περίοδο 1945 – 1948 [Μέρος Β΄]

Του Μίνωα-Αθανάσιου Καρυωτάκη //

 

[Πτυχιακή εργασία που εκπονήθηκε στο Τμήμα Δημοσιογραφίας & Μ.Μ.Ε. του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης // Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτρης Λυβάνιος]

Διαβάστε το Α΄ Μέρος >>

 

Συγκέντρωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην πλατεία Ελευθερίας βάσει γερμανικής διαταγής με σκοπό την καταγραφή τους.

Συγκέντρωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην πλατεία Ελευθερίας βάσει γερμανικής διαταγής με σκοπό την καταγραφή τους.

 

 

Γερμανική κατοχή και Εβραίοι (1941 – 1945)

 

Στις 9 Απριλίου 1941 τα στρατεύματα της ναζιστικής Γερμανίας εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη. Η επίσημη παράδοση της πόλης θα γίνει από μια επιτροπή με μέλη τον δήμαρχο Κώστα Μερκουρίου, τον μητροπολίτη Γεννάδιο, τον στρατιωτικό διοικητή, Ν. Ραγκαβή, τον υπασπιστή στρατιωτικής διοικήσεως, Παπακωνσταντίνου, τον αστυνομικό διευθυντή, Παπαργύρη, και τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Βιζουκίδη στην οδό Μοναστηρίου. Κατά τη διάρκεια της εισόδου των εχθρικών στρατευμάτων στην πόλη οι κάτοικοι ήταν φοβισμένοι και είχαν παραμείνει στα σπίτια τους. Ειδικότερα, στις τάξεις των Εβραίων επικρατούσε έντονη ανησυχία, καθώς είχαν διαρρεύσει πληροφορίες που έκαναν λόγο για μέτρα εναντίον των Εβραίων σε περιοχές της Ευρώπης, που βρισκόντουσαν υπό γερμανική κατοχή. Μολαταύτα υπήρχαν κι ένθερμοι υποστηρικτές των Γερμανών, που έβλεπαν με καλό μάτι την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Μεταξύ αυτών των ατόμων ήταν τα μέλη της γερμανικής παροικίας, που είχαν επηρεαστεί από την προπαγάνδα της NSDAP (Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος), εκείνοι που διατηρούσαν επαγγελματικές σχέσεις με τη Γερμανία και μέλη της Εθνικής Ένωσις Ελλάς (ΕΕΕ). Η ΕΕΕ παρότι είχε διαλυθεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, συσπειρώθηκε υπό τον απότακτο αξιωματικό του κινήματος του 1935, Γεώργιο Πούλο, με σκοπό τον αγώνα κατά των κομμουνιστών. Όμως, οι Ναζί δεν δέχτηκαν τη συνεργασία. Εκείνο τον καιρό, σε περιοχές όπου η χιτλερική ιδεολογία ήταν μειοψηφική, επεδίωκαν περισσότερο τη συνεργασία με ανθρώπους, κυρίως του πολιτικού χώρου, που παρέμεναν ουδέτεροι και παρουσιάζονταν ως ρεαλιστές και διατεθειμένοι να συνεργαστούν σε ευρύτερο πλαίσιο για να σώσουν τη χώρα[1].

Παράλληλα, η κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς (20 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1941) θα οδηγήσει στον διαμελισμό της χώρας. Η Βουλγαρία θα λάβει μία ζώνη, που θα περιλαμβάνει την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, εκτός από μία ζώνη στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Υπό την κηδεμονία της Ιταλίας θα τεθεί η Στερεά Ελλάδα, η Ήπειρος, τα Επτάνησα, ένα τμήμα της Δυτικής Μακεδονίας και η Θεσσαλία, ενώ οι Γερμανοί θα καταλάβουν την  Αθήνα, το Αιγαίο Πέλαγος, την Κεντρική Μακεδονία, την Κρήτη και την Πελοπόννησο[2]. Αυτός ο διαχωρισμός ευνόησε τους εβραίους των κατεχόμενων από τους Ιταλούς περιοχών, καθώς οι ιταλικές αρχές αντιστάθηκαν στα αντιεβραϊκά μέτρα. Έτσι, οι Ναζί άρχισαν την εφαρμογή της Τελικής Λύσης από τη «Μητέρα του Ισραήλ», τη Θεσσαλονίκη[3].

Από τις πρώτες μέρες οι Γερμανοί ξεκίνησαν να συνεργάζονται με τις ελληνικές αστυνομικές δυνάμεις της ευρύτερης περιοχής και να επιβάλλουν απαγορεύσεις πάσης φύσεως. Εν αντιθέσει με τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας, στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν προβλήματα συνεννόησης, οπότε οι κατακτητές δεν χρειάστηκε να προχωρήσουν σε δραστικές αλλαγές των προσώπων των οργάνων αυτοδιοίκησης της πολιτείας. Άλλωστε, στο παρελθόν επί Ιωάννη Μεταξά υπήρχε συνεργασία μεταξύ της Γκεστάμπο και της ελληνικής αστυνομίας, ώστε να παταχθεί η επικίνδυνη ύπαρξη κουμουνιστών στα εδάφη της Μακεδονίας[4].

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι ήδη από το 1938 οι Γερμανοί διπλωμάτες της Ελλάδας ενημέρωναν τα SS για τις εβραϊκές κοινότητες της χώρας. Έτσι, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, οι ειδικοί των εβραϊκών ζητημάτων της ναζιστικής Γερμανίας είχαν μια πλήρη εικόνα για το μέγεθος και τη σημασία της Ισραηλιτικής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης (ΙΚΘ). Όλες αυτές οι πληροφορίες αξιοποιήθηκαν με το ξεκίνημα της Κατοχής. Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, θεωρητικός της ναζιστικής ιδεολογίας, διατάχθηκε από τον Χίτλερ το 1940 να κατασχέσει όλο το αρχειακό και επιστημονικό υλικό του ιδεολογικού εχθρού, με στόχο τη δημιουργία ενός ινστιτούτου, που θα ιδρυόταν στη Φρανκφούρτη και θα στόχευε στην ενημέρωση του γερμανικού λαού σχετικά με το εβραϊκό ζήτημα. Αρχικά, ο Ρόζενμπεργκ υφάρπαξε τους πολιτιστικούς θησαυρούς των Γάλλων Εβραίων και στη συνέχεια έφτασε στην Ελλάδα, όπου οι στρατιωτικοί διοικητές διέταζαν τις δυνάμεις τους να παρέχουν την απαραίτητη βοήθεια στα αποκαλούμενα «Sonderkommados Rosenberg». Από τον Μάιο μέχρι τον Νοέμβριο του 1941 οι ομάδες του Ρόζενμπεργκ χτένισαν όλη τη χώρα. Επισκέφτηκαν περίπου σαράντα εννιά συναγωγές, λέσχες, βιβλιοθήκες, νοσοκομεία κτλ., ώστε να αρπάξουν το απαραίτητο υλικό. Έτσι, το 1943:

«…Ο νέος διευθυντής της «Βιβλιοθήκης για την Έρευνα του Εβραϊκού Ζητήματος» του Ρόζενμπεργκ καμάρωνε όλος υπερηφάνεια ότι ανάμεσα στους 500.000 τόμους της υπήρχε μια συλλογή από 10.000 βιβλία και χειρόγραφα από την Ελλάδα…»[5].

Λίγο μετά την παράδοσή της Θεσσαλονίκης, οι Γερμανοί θα προβούν στη σύλληψη των μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου της Εβραϊκής Κοινότητας: Σαρλ Μπεράχα, Αλμπέρ Αρδίτη, Αλμπέρ Τσένιο, Σολομών Ουζιέλ, Σαλτιέλ Κοέν, Σαμπύ Σαλτιέλ (διευθυντής της Κοινότητας) και τον γραμματέα του αρχιραβίνου της κοινότητας και κατόπιν νομικό σύμβουλο, Γιομτώβ Γιακοέλ. Αρχικά ο αρχιραβίνος της ΙΚΘ, Δρ. Τσβη Κόρετς, θα διαφύγει τη σύλληψη, επειδή βρισκόταν στην Αθήνα, ενώ μετά την αποφυλάκισή του ο Σαμπύ Σαλτιέλ θα γίνει ο νέος Διευθυντής της Κοινότητας. Συμφώνα με  πληροφορίες, ο Σαλτιέλ δεν είχε κάποιες ιδιαίτερες ηγετικές ικανότητες, αλλά επιλέχθηκε από τους Γερμανούς γιατί ήταν μέλος του Μεταξικού κόμματος και έδειχνε διατεθειμένος να συνεργαστεί μαζί τους[6].

Έχει επικρατήσει η λανθασμένη αντίληψη ότι τα μέλη του Συμβουλίου και κυρίως ο Κόρετς ήταν από τους υπεύθυνους για την καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Οι τελευταίες έρευνες δεν συνηγορούν σε κάτι τέτοιο. Από το 1930 οι υπεύθυνοι της ΙΚΘ αναζητούσαν έναν καινούριο ραβίνο, που θα μπορούσε να εκσυγχρονίσει την Κοινότητα. Μετά από την έρευνα τριών χρόνων, οι αρμόδιοι βρήκαν τον ιδανικό υποψήφιο στο πρόσωπο του απόφοιτου της ραβινικής σχολής του Βερολίνου, Τσβη Κόρετς. Για να αναλάβει το πόστο του αρχιραβίνου, έπρεπε μέσα σε τρεις μήνες να μάθει λαντίνο και ελληνικά. Ο Κόρετς κατάφερε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες, καθώς είχε καλή γνώση των αρχαίων ελληνικών. Ο ερχομός του βοήθησε στον εκσυγχρονισμό της Κοινότητας. Από τα πρώτα χρόνια πήρε μέτρα υπέρ των φτωχών και άστεγων μελών της ΙΚΘ. Συγχρόνως, ανέπτυξε στενές σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια και τον Μεταξά, τον οποίο υποστήριζε και πολιτικά. Πάραυτα, από το 1934 ο εβραϊκός τύπος επετίθετο στον ραβίνο λόγω του προκλητικού τρόπου ζωής του και την προσέγγιση που είχε σε κάποια εβραϊκά ζητήματα, όπως η τέλεση των εβραϊκών προσευχών με διαφορετικό τρόπο, κάτι που δεν άρεσε στους Σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης. Για τους περισσότερους ήταν ουσιαστικά ένας ξένος Ασκενάζι. Ο Κόρετς θα συλληφθεί στην Αθήνα από τις γερμανικές αρχές. Αφορμή για τη σύλληψή του θα αποτελέσουν οι  δημόσιες διαμαρτυρίες του για τον βομβαρδισμό της Αγίας Σοφίας. Έπειτα, θα τον φυλακίσουν σ’ ένα ξενοδοχείο στη Βιέννη. Στις 17 Φεβρουαρίου του 1942 χάρις τον Σαμπύ Σαλτιέλ, που εκτελεί χρέη προέδρου της ΙΚΘ, θα επιστρέψει στην πόλη και θα συνεχίσει να είναι αρχιραβίνος[7].

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι μέχρι σήμερα πιστεύεται ότι μέχρι τον Ιούλιο του 1942, προτού εφαρμοστούν τα πρώτα επίσημα αντιεβραϊκά μέτρα, οι Εβραίοι της πόλης ζούσαν με σχετική ηρεμία. Ωστόσο αυτό δεν ισχύει, καθώς τα δημόσια σχολεία δεν λειτουργούν μέχρι την άνοιξη του 1942, οι λογοκριμένες εφημερίδες διατυμπανίζουν αντισημιτικές ιδέες και γερμανικές νίκες με κάθε ευκαιρία, το ραδιόφωνο εκπέμπει πλέον σε γερμανικούς ρυθμούς, ο Ρόζενμπεργκ έχει ολοκληρώσει το καταστροφικό του έργο και η ασιτία και η φτώχεια θερίζουν τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Το 1942 οι θάνατοι από την πείνα, την ελονοσία και την εξάντληση είναι 8.190. Οι Εβραίοι εμφανίζουν πολλαπλάσια θνησιμότητα από την ελονοσία και την ασιτία συγκριτικά με τον χριστιανικό πληθυσμό. Οι περισσότεροι νεκροί Εβραίοι είναι από τη φτωχική γειτονιά του Ρεζή Βαρδάρ[8]. Επομένως, οι κινήσεις τόσο του αρχιραβίνου όσο και των άλλων μελών της ΙΚΘ θα πρέπει να εξεταστούν εντός αυτού του ήδη δύσκολου πλαισίου, το οποίο θα γίνει ακόμα πιο ασφυκτικό μετά την επίσημη εφαρμογή των πρώτων αντιεβραϊκών μέτρων.

Στην πλατεία Ελευθερίας πάρθηκαν την 11 Ιουλίου του 1942 τα πρώτα επίσημα μέτρα, με τη βοήθεια της ελληνικής αστυνομίας[9]. Η ανακοίνωση του τοπικού διοικητή της Βέρμαχτ για τη συγκέντρωση των Εβραίων ανδρών μεταξύ ηλικίας δέκα οχτώ και σαράντα πέντε ετών  στην Πλατεία Ελευθερίας δεν ανέφερε τον λόγο για τον οποίον θα γινόταν η καταγραφή. Ωστόσο, σύντομα έγινε γνωστό ότι θα χρησιμοποιούνταν ως εργάτες για το χτίσιμο δρόμων και διαδρόμων προσγειώσεως αεροπλάνων. Έτσι, το πρωί του Σαββάτου από τις οκτώ το πρωί οι περίπου 9.000 άρρενες Εβραίοι βρέθηκαν στην πλατεία με πρόσχημα την καταγραφή τους. Κατά τη διάρκεια της πολύωρης αναμονής τους κάτω από τον καυτό ήλιο υποχρεώθηκαν σε διάφορες εξευτελιστικές πράξεις όπως γυμναστικές ασκήσεις. Παράλληλα, είχε απαγορευθεί από τις αρχές η χρησιμοποίηση νερού είτε κάποιου άλλου είδους ροφήματος για να ξεδιψάσουν, ενώ πλήθος κατοίκων είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία και παρακολουθούσε το θέαμα. Ορισμένοι Γερμανοί,  τραβούσαν φωτογραφίες, ενώ η καθημερινή εφημερίδα «Απογευματινή» δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο χαρακτήριζε τους Εβραίους  παράσιτα και  ανέφερε ότι επιτέλους θα γινόντουσαν παραγωγικά χρήσιμοι[10]. Στο τέλος της ημέρας αφέθηκαν ελεύθεροι. Πολλοί ήταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση και είχαν υποστεί σοβαρές σωματικές βλάβες, αλλά οι άθλιες συνθήκες και ο εξευτελισμός του εβραϊκού στοιχείου συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια των καταναγκαστικών έργων. Τα συσσίτια που τους παραχωρούνταν περιλάμβαναν 100 γραμμάρια ψωμί και λαχανόσουπα. Η δυσεντερία, η ελονοσία, τα πρησμένα πόδια και η ηλίαση ήταν οι συχνότερες παθήσεις, ενώ δεν έλειπαν και οι τακτικοί ξυλοδαρμοί[11].

«…Ήταν μια μέρα φλογερή. Χιλιάδες Εβραίοι (περίπου 9 χιλιάδες) μπήκαν σε γραμμές, κολλημένοι ο ένας πλάι στον άλλον. Ήταν πλαισιωμένοι από πράκτορες των Σ.Σ. Οι καθυστερημένοι εδέρνοντο ανηλεώς. Απαγορεύθηκε να φορούν καπέλλα. Καθ’ ομάδες οι Εβραίοι κατευθύνοντο σ’ ένα γραφείο, εκεί τους εφοδιάζανε με ένα ατομικό δελτίο εργασίας, βάσει του οποίου υποχρεούντο να καταταγούν για να κατασκευάζουν το οδικόν δίκτυον. Έπειτα από ώρες ακινησίας και αναμονής κάτω από τον καυστικώτατον ήλιον αρχίζουν λυποθυμίες και ηλιάσεις.

Στις 11 π.μ. οι Γερμανοί αστυνομικοί αρχίζουν να βασανίζουν την υπομονετικήν μάζαν των ακίνητων Εβραίων. Αξιωματικοί των Σ.Σ. έβγαζαν από τις γραμμές μερικούς δυστυχισμένους παρμένους στην τύχη και τους έδερναν άγρια ενώ εις απόστασιν λίγων βημάτων ένας άλλος Σ.Σ. φωτογραφούσε απαθέστατα την σκηνήν. Έβγαζαν από τις γραμμές άλλους Εβραίους τους ανάγκαζαν να κάνουν γυμναστικές κινήσεις μέχρι εξαντλήσεως. Μόλις έδειχναν σημεία κοπώσεως οι ξυλιές έπεφταν στο κεφάλι, στο σώμα, στο πρόσωπο. Τους λυπόθυμους από τον ήλιο και το ξύλο τους έβγαζαν έξω, τους ρίχνανε νερό στο κεφάλι και τους εγκατέλειπαν εις το πεζοδρόμιο…»[12].

Η γερμανική προπαγάνδα συνεχίστηκε μέσω της κατοχικής εφημερίδας, «Νέα Ευρώπη», η οποία δημοσίευσε σειρά άρθρων με την ιστορία της τοπικής εβραϊκής κοινότητας. Ο συντάκτης των άρθρων, Νικόλαος Καμμώνας, που στη συνέχεια έγινε ιδρυτικό μέλος του παραρτήματος των  «Φίλων του Αδόλφου Χίτλερ», ανέφερε ότι: «Οι Εβραίοι κατάφεραν με κολασμένη διαστροφή και δηλητηριώδη δολιότητα να εξασφαλίσουν μια οικονομική και φυλετική αυτοκρατορία πάνω στο πτώμα του Μακεδονικού Ελληνισμού». Επίσης, ένας άλλος δημοσιογράφος περιέγραφε τους Εβραίους ως «ένα είδος επιδημίας» και καλούσε τις αρχές να μετακινήσουν τους εμπόρους κοντά στο νοσοκομείο Χιρς και να «τους αναγκάσουν να πλύνουν τόσο τους ίδιους όσο και τα σπίτια τους…»[13].

Το επόμενο μέτρο εναντίον των Ισραηλιτών της πόλης ήταν η καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Η Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με υπολογισμούς, ήταν πιθανώς η μεγαλύτερη νεκρόπολη της Ευρώπης για το εβραϊκό στοιχείο, αφού είχε σχεδόν 500.000 τάφους, ενώ το νεκροταφείο καταλάμβανε 350.000 τετραγωνικά μέτρα. Η καταστροφή αυτή βοήθησε τις χρόνιες επιδιώξεις των τοπικών αρχών, που ήθελαν από το 1925 να μετακινηθεί το νεκροταφείο για να στεγαστεί στο οικόπεδο το campus του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μολαταύτα η τότε ισχύ των περίπου 50.000 Εβραίων κατοίκων είχε κατορθώσει να καθυστερήσει τα σχέδια των αρμοδίων και να τα αλλάξει ριζικά. Το 1937 είχε περάσει νόμος, που προέβλεπε ότι θα παραχωρηθεί ένα μέρος στο πανεπιστήμιο και η υπόλοιπη περιοχή θα μετατραπεί σε πάρκο, με τους τάφους όμως να παραμένουν ανέγγιχτοι.[14]

Η καταστροφή του νεκροταφείου σχετίζεται άρρηκτα με τις διαπραγματεύσεις των ηγετικών στελεχών της ΙΚΘ για την απομάκρυνση των Εβραίων από τα καταναγκαστικά έργα. Την 1η Οκτωβρίου του 1942 ο νομικός σύμβουλος της ΙΚΘ, Γιομτώβ Γιακοέλ, επισκέφτηκε διάφορες περιοχές καταναγκαστικών έργων. Οι άθλιες συνθήκες εργασίες οδήγησαν τον Γιακοέλ στο κατώφλι του υπεύθυνου των έργων, Ιωάννη Μύλλερ, ο οποίος του είπε ότι για να σταματήσει η εκμετάλλευση των Εβραίων, θα πρέπει να γίνει αντικατάσταση των εργατών με Έλληνες, τους μισθούς των οποίων θα πληρώνει η ΙΚΘ.  Έτσι, στις 13 Οκτωβρίου υπήρξε μία συνάντηση των εκπροσώπων της κοινότητας με τον διοικητή της πόλης, Μαξ Μέρτεν, που πρότεινε την καταβολή ενός ποσού μεταξύ τριών και πέντε δισεκατομμυρίων δραχμών όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Στις διαπραγματεύσεις ενεπλάκη και ο αρχιραβίνος, ο οποίος συνάντησε λίγες μέρες μετά τον Μέρτεν για να του ζητήσει τη μείωση του ποσού. Η Κοινότητα ήταν σύμφωνη να παραχωρήσει το ποσό των 2 δισ. δραχμών για την παύση των καταναγκαστικών έργων. Στις 15 του μηνός ο Γερμανός διοικητής δέχτηκε την προσφορά, αλλά πρόσθεσε ακόμα έναν όρο: την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου[15].

Η υπόδειξη του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας, Βασίλη Σιμωνίδη, στον Μέρτεν θα οδηγήσει στην απαίτηση για συνεργασία της Κοινότητας με τη Δημαρχία για τη μεταφορά του νεκροταφείου. Δόθηκε δεκαήμερη προθεσμία στην ΙΚΘ για τη μετακίνηση του νεκροταφείου. Όμως, η μετακίνηση του νεκροταφείου μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ήταν αδύνατη. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1942 ξεκίνησε ουσιαστικά η καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης από την αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Δήμου. Είναι αξιοσημείωτο ότι η υπηρεσία εργάστηκε με τέτοιο ζήλο, με αποτέλεσμα να μην τηρηθεί η δέσμευση των γερμανικών αρχών για τη διατήρηση ορισμένων τάφων σημαίνουσας αρχαιολογικής και ιστορικής σημασίας. Οι ταφόπλακες χρησιμοποιήθηκαν για πάσης φύσεως εργασίες, όπως την αναστήλωση του Αγίου Δημητρίου, τη δημιουργία πισίνας για τη ψυχαγωγία των κατακτητών, για το μάθημα της ανατομίας στην Ιατρική Σχολή κτλ. Ο Μέρτεν γνώριζε από τον Άντολφ Άιχμαν ότι από το 1942 θα ξεκινούσε η αποστολή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και με την απόφαση της καταστροφής του νεκροταφείου  στόχευε στο να κερδίσει την εύνοια των ελληνικών αρχών[16], που θα του ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμες όταν θα ξεκινούσαν οι αποστολές στα κρεματόρια.

«…Ο βανδαλισμός και η κερδοσκοπία προστέθηκαν στην καταστροφή [του εβραϊκού νεκροταφείου]. Εκατομμύρια τούβλων επουλήθηκαν και εκατοντάδες επιτύμβιες πλάκες βρίσκονται παντού στην πόλη. Οι μαρμαράδες εγέμισαν τα εργαστήριά τους. Χρησιμοποιήθηκαν για τα πεζοδρόμια όπου οι διαβάται ούτε καν αντιλαμβάνονται που πατούν, τις βρίσκομε ακόμα στην αυλή και στα αποχωρητήρια ενός δημοτικού σχολείου της οδού Φιλικής Εταιρείας. Βρίσκομε άλλες συσσωρευμένες σε πολλές εκκλησίες (εκεί τοποθετήθηκαν από σεβασμό)…»[17].

Τους τελευταίους μήνες του 1942 οι Γερμανοί προσπαθούσαν να πείσουν τις ιταλικές αρχές στην Αθήνα να επιτρέψουν το ενδεχόμενο της εκτόπισης των Εβραίων κατοίκων από τη δική τους ζώνη. Ωστόσο, οι ιταλικές αρχές δεν φαινόντουσαν διατεθειμένες να επιτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο. Γι’ αυτό τον λόγο ο Άντολφ Άιχμαν θα στείλει στη Θεσσαλονίκη τον έμπιστό του Ντίτερ Βισλιτσένι για να αναλάβει το συντονισμό της επιχείρησης των εκτοπίσεων. Οι δυο τους δούλευαν για χρόνια μαζί και το 1942 ο Άιχμαν είχε στείλει τον Βισλιτσένι στη Σλοβακία για να οργανώσει την αποστολή των Σλοβάκων Εβραίων στα κρεματόρια. Οι Σλοβάκοι Εβραίοι ήταν από τους πρώτους που κατέληξαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, ωστόσο, εικάζεται ότι ο Ντίτερ Βισλιτσένι στο ξεκίνημα των αποστολών δεν γνώριζε τον τελικό προορισμό. Τον Ιούνιο εκείνη της χρονιάς, όμως, είχε συναντήσει τον Άντολφ Άιχμαν στο Βερολίνο και είχε ενημερωθεί για την αποστολή με το κωδικό όνομα «Τελική Λύση» και τον αφανισμό του εβραϊκού στοιχείου. Τον Φεβρουάριο του 1943 ο Βισλιτσένι θα φτάσει στη συμπρωτεύουσα μαζί με τον συνάδελφό του Αλόις Μπρούνερ. Οι δυό τους μαζί με τον Μέρτεν θα είναι υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό του αφανισμού των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης[18].

Θα εγκατασταθούν κοντά στα γραφεία της ΙΚΘ σε επιταγμένη οικία στην οδό Σαρανταπόρου 13 και θα χρησιμοποιούσουν ως διερμηνέα τον Ζοζέφ Αλμπάλα, που αποφυλακίζεται, για την εφαρμογή των σχεδίων τους. Στις 8 Φεβρουαρίου ο αρχιραβίνος Κόρετς θα ανακοινώσει στην Κεντρική Επιτροπή και σε εξέχοντα μέλη της Κοινότητας τα φυλετικά μέτρα, που περιλαμβάνουν τη γκετοποίηση των Εβραίων της πόλης, την απαγόρευση κυκλοφορίας[19], τη διαταγή να φορέσουν ένα κίτρινο αστέρι, που έγραφε Εβραίος στα ελληνικά και στα γερμανικά κτλ., ενώ λίγες μέρες πιο μετά θα απαγορευτεί και η συζήτηση με μη Εβραίους[20]. Οι Εβραίοι συγκεντρώνονται και περιορίζονται σε τρεις περιοχές: «Στη συνοικία των Εξοχών (από την Ευζώνων μέχρι την 25η Μαρτίου), στο κέντρο της πόλης (μεταξύ Εγνατίας, πλατείας Παναγίας Χαλκέων, Διοικητηρίου και οδού Λαγκαδά) και στους λαϊκούς συνοικισμούς της Αγίας Παρασκευής, Ρεζή Βαρδάρ, και Βαρόνου Χιρς, κοντά στον σταθμό»[21].

Ο Μπρούνερ σε επιστολή του θα αναφέρει ότι το ελληνικό στοιχείο της Θεσσαλονίκης δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση τα αντιεβραϊκά μέτρα. Τον ίδιο μήνα ο Ουζιέλ θα ζητήσει τη βοήθεια της Κεντρικής Επιτροπής, ώστε να βρεθεί κάποια λύση. Ωστόσο, η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, καθώς τα μέτρα εντείνονται. Θα δημιουργηθεί μάλιστα μία πολιτοφυλακή νεαρών Εβραίων με αρχηγό τον Αλμπάλα, με στόχο να περιφρουρήσουν την εφαρμογή των μέτρων. Η Επιτροπή θα προσπαθήσει να μετριάσει τα μέτρα και θα ετοιμάσει ένα Υπόμνημα, το οποίο όμως δεν θα υποστηριχθεί από τον Κόρετς. Οι γερμανικές αρχές τόνιζαν ότι η γκετοποίηση των Εβραίων απέβλεπε στη δημιουργία μιας αυτόνομης αυτοδιοικούμενης κοινωνίας[22]. Όλες οι προσπάθειές της Κοινότητας θα πέσουν στο κενό κι έτσι ο Μάρτιος θα αποτελέσει τον καθοριστικό μήνα, όπου θα ξεκινήσουν οι αναχωρήσεις των Εβραίων από την πόλη με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ήδη από τις πρώτες μέρες θα περιφραχτεί ο συνοικισμός του Βαρόνου Χιρς[23] μ’ έναν ξύλινο φράχτη, ώστε να υπάρχει ακόμα καλύτερος έλεγχος. Την Παρασκευή στις 6 Μαρτίου όλα τα εβραϊκά γκέτο θα περιτριγυριστούν από κίτρινη ταινία, ενώ οι αστυνομικοί θα απαιτούν την επίδειξη εγγράφων για την είσοδο και έξοδο από τα γκέτο. Μόνο οι Χριστιανοί θα επιτρέπεται να αποχωρούν από τους συνοικισμούς. Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί θα καλέσουν τους προύχοντες της Ισραηλίτικης Κοινότητας για να τους ανακοινώσουν ότι είναι όμηροι και αποτελούν εγγύηση για την ασφαλή εφαρμογή των αντιεβραϊκών μέτρων[24].

Ο αρχιραβίνος Κόρετς, όμως, θα παραδώσει μια κατάσταση με ονόματα 104 διακεκριμένων Εβραίων, που επελέγησαν από κοινού μαζί με το Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας, και θα χρησιμοποιούνταν ως όμηροι, δηλαδή θα εκτελούνταν σε περίπτωση που κάποιος προσπαθούσε να αποδράσει από τα γκέτο[25]. Επιπλέον, στις 14 Μαρτίου θα τον αναγκάσουν να ανακοινώσει στους Εβραίους του Χιρς ότι τελικά θα εκτοπιστούν από τη Θεσσαλονίκη για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή στην Πολωνία. Έτσι, την Κυριακή στις 15 Μαρτίου περίπου 2.800 (80 ανά βαγόνι) θα επιβιβαστούν στο τρένο, που μετρούσε παραπάνω από 30 βαγόνια.[26]

Σύμφωνα με τη γυναίκα του αρχιραβίνου, ο Κόρετς είχε προσπαθήσει πολλές φορές να επικοινωνήσει με τους Γερμανούς και να βρει κάποια λύση κατά τη διάρκεια των εκτοπίσεων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μολαταύτα οι προσπάθειές του δεν βρήκαν ανταπόκριση. Το αποκορύφωμα αυτών των προσπαθειών ήταν η συνάντησή του με τον πρωθυπουργό της κατοχικής κυβέρνησης , Ιωάννη Ράλλη, στις 11 Απριλίου του 1943, που έγινε με τη βοήθεια του μητροπολίτη Γεννάδιου. Ο Κόρετς θα τον παρακαλέσει να σταματήσει τις αποστολές στα στρατόπεδα, αλλά δεν θα βρει ανταπόκριση. Αυτή η συνάντηση, που έγινε με πρωτοβουλία του ραβίνου και χωρίς την ενημέρωση των γερμανικών αρχών, θα εκνευρίσει τους Γερμανούς και στις 2 Αυγούστου του ίδιου έτους θα τον εκτοπίσουν μαζί με 74 μέλη της ΙΚΘ και άλλους 367 Εβραίους ισπανικής καταγωγής στο στρατόπεδο Μπέργκεν – Μπέλσεν. Τα καθήκοντα του ραβίνου θα αναλάβει ο Ζοζέφ Αλμπάλα, επικεφαλής της εβραϊκής αστυνομίας.[27]

Περίπου έναν μήνα πριν (7 Μαρτίου), ο Μέρτεν θα επικοινωνήσει με τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, Βασίλειο Σιμωνίδη, και θα του παραγγείλει να δημιουργήσει ένα γραφείο, το οποίο θα αναλάβει να βρει Έλληνες ικανούς να αναλάβουν τη διαχείριση των εβραϊκών επιχειρήσεων, καθώς μετά την αποχώρηση των Εβραίων από τις οικίες τους, είχε ξεκινήσει μια πρωτοφανής λεηλασία. Υπολογίζεται ότι η πλειοψηφία του εβραϊκού πληθυσμού είχε μια περιουσία που αντιστοιχούσε στα στοιχειώδη όσον αφορά την κινητή και την ακίνητη περιουσία. Η εκμετάλλευσή της έγινε με διάφορες μορφές. Πολλά κτίρια καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν από τις γερμανικές αρχές, παίρνοντας ό,τι τους φαινόταν πολύτιμο, ενώ σ’αυτό το ιδιόμορφο «κυνήγι θησαυρού» συμμετείχαν και πολλοί Θεσσαλονικείς, που εισέβαλαν σε σπίτια αναζητώντας αντικείμενα αμύθητης αξίας, όπως πρόσταζαν οι φήμες. Οι μαρτυρίες κάνουν λόγο για ένα πλιάτσικο δίχως προηγούμενο. Πέρα από το πλιάτσικο, είναι επίσης γνωστό ότι πολλοί Εβραίοι εμπιστεύτηκαν διάφορα υπάρχοντα σε φίλους και γείτονες, ώστε να τα φυλάξουν και να τα παραλάβουν όταν θα επέστρεφαν. Ωστόσο, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας λίγοι ήταν εκείνοι που κράτησαν και επέστρεψαν τα υπάρχοντα στους Εβραίους ιδιοκτήτες[28].

Όσον αφορά την οικειοποίηση των ακινήτων, η παραγγελία του Μέρτεν  στον Σιμωνίδη  θα οδηγήσει στο διάταγμα υπ. αρ. 48163, το οποίο θα βασιστεί πάνω στα διατάγματα 2836 του 1940 και 309 του 1941 για την κατάσχεση των ιταλικών περιουσιών. Ουσιαστικά, το διάταγμα αυτό θα ταυτίσει τις εβραϊκές περιουσίες με τις εχθρικές (δηλαδή με τον εχθρό της Ελλάδας το 1940, την Ιταλία) κι επομένως θα δοθεί το πράσινο φως για την κατάσχεσή τους. Τον ίδιο μήνα στις 29 θα δημιουργηθεί η Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλίτικων Περιουσιών (ΥΔΙΠ), ενώ στις 15 Ιουνίου του 1943, με το διάταγμα υπ. αρ. 5/98 – 98 θα παραχωρηθούν οι περιουσίες στο ελληνικό δημόσιο. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ΥΔΙΠ είχε φροντίσει να παρεμποδίζει και ενδεχόμενες απάτες εναντίον της. Έτσι, όσοι καταλάμβαναν ακίνητη περιουσία, είχαν συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως η κατάθεση της μηνιαίας διαχειριστικής έκθεσης. Η ΥΔΙΠ είχε να διαχειριστεί την περιουσία περίπου 50.000 πολιτών, που είχαν αποσταλεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Παράλληλα, όσοι ήταν πιστοί στις κατοχικές δυνάμεις θα επωφεληθούν τα δέοντα απ’ αυτή την εξέλιξη, όπως για παράδειγμα ο εργολάβος Περικλής Νικολαΐδης, πράκτορας της μυστικής υπηρεσίας της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, που αγόρασε σε χαμηλή τιμή το στρατόπεδο Χιρς, ο Λάσκαρης Παπαναούμ (διαβόητος δοσίλογος) και ο Γεώργιος Πούλος, που μαζί με τη γυναίκα του απέκτησαν 15.000 χρυσές λίρες[29].

Μια χαρακτηριστική ανακοίνωση ανέφερε ότι: «Ανακοινούμεν υμίν ότι σας παραχωρείται το επί της οδού Παπαδοπούλου 10 κατάστημα του Εβραίου Γιακάρ Μωύς και Αφού. Παρακαλείσθε όπως προσέλθετε εις την ανωτέρω υπηρεσίαν εντός της σήμερον δια να παραλάβητε το ανωτέρω κατάστημα»[30].

Τέτοιου είδους ανακοινώσεις εξέδιδε η  ΥΔΙΠ, με τις οποίες παρείχε την ακίνητη περιουσία στους εκάστοτε μεσεγγυούχους ήδη από τον Μάρτιο του 1943, με την αναχώρηση του πρώτου τρένου για τα κρεματόρια. Ακόμα και η παρουσία των ιδιοκτητών δεν μπορούσε να σταματήσει τη μεταβίβαση της περιουσίας, ενώ λόγω των δύσκολων συνθηκών εκείνης της περιόδου, οι περιουσίες των Ελλήνων Εβραίων αποτελούσαν δέλεαρ για όλους, επειδή μπορούσαν να οδηγήσουν σε άμεσο πλουτισμό. Ωστόσο, οι μεσεγγυούχοι επιλέγονταν ουσιαστικά από τις γερμανικές αρχές και η Υπηρεσία μαζί με τα στελέχη της βρισκόταν εκεί για να νομιμοποιούν το πλιάτσικο. Οι συνεχόμενες γερμανικές παρεμβάσεις έφερναν συχνά στα όριά τους ορισμένα στελέχη, όπως ο δόκτωρ Φριτς Κουν που τον Ιούλιο του 1943, υπό την επήρεια του αλκοόλ κράτησε ομήρους για ώρες τον διευθυντή της Υπηρεσίας, Ηλία Δούρο, και τα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Η αιτία της έκρηξης του Κουν, αρμόδιου επιθεωρητή της Υπηρεσίας,  ήταν ότι ο Δούρος του διαμήνυσε ότι πρέπει να τηρούνται τα συμφωνηθέντα με τους Γερμανούς και ότι οι προσωρινοί διαχειριστές δεν έχουν δικαίωμα όσον αφορά τη μεταβίβαση και την πώληση ακινήτων. Τέλος, είναι γεγονός ότι όσοι μπορούσαν να αποδείξουν κάποια σχέση με τη Γερμανία, αιτούνταν να τους παραχωρηθεί κάποιο ακίνητο[31].

Όσον αφορά το ζήτημα της μη αναζήτησης βοήθειας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους συμπολίτες τους σχετικά με την ακίνητη περιουσία, υπήρχε υπουργική απόφαση από το Υπουργείο Οικονομικών της κατοχικής κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία όποιος έδινε στο κράτος κινητή ή ακίνητη περιουσία Εβραίου, είχε δικαίωμα αμοιβής της τάξεως του 10% της περιουσίας. Σύμφωνα με τον Νόμο 2, ΦΕΚ 6, στις 27/10/1944 η παραπάνω απόφαση καταργήθηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου δεκαπέντε μέρες μετά την απελευθέρωση της χώρας[32].

Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες Εβραίοι κατά την εκτόπισή τους, ήταν ο αποχωρισμός των παιδιών τους. Υπό τις τραγικές συνθήκες εκείνης της περιόδου έγιναν και προσπάθειες για υιοθεσία Εβραίων παιδιών από Χριστιανούς. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του δικηγόρου Τζων Θωμάς, που διατέλεσε και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, με τη συνεργασία του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και δικηγόρων της πόλης, έγιναν, μέσα σε δεκαπέντε μέρες, περίπου 400 υιοθεσίες. Το σχέδιο συντονίστηκε από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Άγγελο Κουτσουμάρη. Οι διαδικασίες ήταν σύντομες και συχνά οι δικηγόροι που βοηθούσαν πλήρωναν οι ίδιοι τα δικαστικά έξοδα και τα αναγκαία έγγραφα εκδίδονταν γρήγορα για να κατατεθούν στο ληξιαρχείο και τα παιδιά να γλιτώσουν τις διώξεις. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια θα γίνει αντιληπτή από τις γερμανικές αρχές, οι οποίες θα ζητήσουν από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών να σταματήσουν οι διαδικασίες υιοθεσίας. Σύμφωνα με τον Τζων Θωμάς, ο δικαστής Κουτσουμάρης θα παρουσιαστεί μοναχός του ενώπιον του Μέρτεν και θα αναλάβει την ευθύνη σχετικά με τις διαδικασίες υιοθεσίας, αναφέροντας ότι οι συγκεκριμένες πράξεις έγιναν για χάρη των παιδιών. Οι Γερμανοί θα τον αφήσυν να φύγει, πιθανώς γιατί φοβήθηκαν μην προκαλέσουν το κοινό αίσθημα. Η επιλογή των υιοθεσιών, σύμφωνα με τον Λέον Σαλτιέλ,  θεωρείται ότι ακολουθήθηκε από αστικές εβραϊκές οικογένειες που είχαν κάποια οικονομική άνεση. Οι φτωχότερες οικογένειες λογικά επέλεξαν άλλους τρόπους για να διασώσουν τα παιδιά τους, όπως να τα αφήσουν σε κάποιο ορφανοτροφείο[33].

Επιπλέον, οι Εβραίοι στην προσπάθειά τους να σωθούν από στις αποστολές στα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα καταφύγουν στις αντιστασιακές οργανώσεις. Οι περισσότεροι θα ενταχθούν στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), ο οποίος ήταν ο στρατιωτικός βραχίονας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ)[34]. Η ένταξη των Εβραίων της Θεσσαλονίκη στον ΕΛΑΣ ξεκινάει κυρίως στις αρχές του 1943, όταν αρχίζουν τα φυλετικά μέτρα των γερμανικών αρχών[35]. Οι περισσότεροι Εβραίοι που πολέμησαν στην αντίσταση διατηρούσαν κρυφή την πραγματική τους ταυτότητα χρησιμοποιώντας ψεύτικα ονόματα. Γι’αυτό το λόγο ακόμα και πολλοί σύντροφοί τους αγνοούσαν την εβραϊκή τους ταυτότητα. Ο Ιωσήφ Μάτσας, αντάρτης του βουνού για χρόνια, είχε υπολογίσει ότι υπήρχαν περίπου 650 Εβραίοι μαχητές σ’ ένα σύνολο περίπου 30.000 ανταρτών, ενώ ένας Παλαιστίνιος Εβραίος που πολέμησε στην Αντίσταση μέχρι τα τέλη Αυγούστου του 1943, αναφέρει ότι πρέπει να ήταν περίπου 3.000 Εβραίοι, κυρίως από τη Θεσσαλονίκη, σ’ ένα σύνολο  περίπου 40.000 – 50.000 ανταρτών. Ωστόσο, ο Steven Bowman διευκρινίζει ότι ένας τέτοιος αριθμός είναι κάπως υπερβολικός και υπολογίζει ότι οι Εβραίοι αντάρτες πρέπει να ήταν κοντά στους 1.000[36].

Γενικότερα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι υπήρχαν πέντε στάδια κατά τα οποία εντάχθηκαν οι Εβραίοι στην Αντίσταση: (α) εκείνοι που αρνήθηκαν να παραδοθούν και συνέχισαν να μάχονται κατά τα τέλη της άνοιξης και τις αρχές του καλοκαιριού του 1941, (β) όσοι ξέφυγαν από τα καταναγκαστικά έργα και επέλεξαν τα Βουνά για ιδεολογικούς λόγους το 1942, (γ) εκείνοι που βοηθήθηκαν ή στρατολογήθηκαν το 1943, (δ) αυτοί που γλίτωσαν από τις εκτοπίσεις στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1943, καθώς κι εκείνοι που απέφυγαν τις τελευταίες γερμανικές διώξεις στην πρώην ιταλική ζώνη την άνοιξη του 1944[37].

Ο ρόλος των Εβραίων στην Αντίσταση ήταν αξιόλογος, αφού πολλές ηγετικές μορφές όπως ο Καπετάν Κίτσος και ο Καπετάν Μακκαβαίος ήταν Εβραίοι, ενώ Εβραίοι αντάρτες συνέβαλλαν στη φυγάδευση στα Βουνά του αρχιραβίνου της Αθήνας, Ελιάου Μπαρζιλάι, μετά την καταστροφή των αρχείων της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών στις 21 Σεπτεμβρίου του 1943[38]. Συγκεκριμένα ο Μπαρζιλάι αναφέρει τα εξής:

«…Ήταν τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν η Ιταλία παραδόθηκε στους Αγγλο-Αμερικάνους και την ίδια μέρα ο γερμανικός στρατός κατέλαβε την Αθήνα και μαζί με τον στρατό έφτασαν 300 μέλη της επιτροπής Ρόζενμπεργκ, υπό τας διαταγάς του δήμιου Βισλιτσένυ. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1943 με κάλεσαν επίσημα στην Γκεστάπο […] Έπρεπε μέσα σε 12 ώρες να ετοιμάσω όλες τις λίστες των Εβραίων, τα ονόματά τους και τις διευθύνσεις των σπιτιών τους, τους Έλληνες υπηκόους και τους ξένους υπηκόους ξεχωριστά, τις λίστες της περιουσίας κάθε Εβραίου […] η νύχτα εκείνη ήταν για μένα «νύχτα αγρυπνίας» και παρά τον κίνδυνο θανάτους που αιωρούταν πάνω μου τις ώρες εκείνες, ολοκλήρωσα δύο σημαντικά καθήκοντα. Το ένα ήταν να κάψω τα καινούρια βιβλία της κοινότητας […] Στις 22 Σεπτεμβρίου 1943 το πρωί, παρουσιάστηκα στην Γκεστάπο […] Βγαίνοντας από την Γκεστάπο, αποφάσισα να τελειώσω αυτό που άρχισα, την ενέργεια διάσωσης. Επικοινώνησα με τους επικεφαλής των παρτιζάνων στην Αθήνα και τους ζήτησα να οργανώσουν τις λεπτομέρειες διάσωσης όλων των Εβραίων της Αθήνας»[39].

Στις 20 Ιανουαρίου του 1944 δημοσιεύεται ο νόμος 1.180, «Περί τρόπου διαχειρίσεως των κατεχομένων Ισραηλιτικών Περιουσιών», ο οποίος επεκτείνει την ισχύ του νόμου 205/1943 σε όλη τη χώρα. Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών Η ΥΔΙΠ θα μετονομαστεί σε ΚΥΔΙΠ (Κεντρική Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών), ενώ από τις 23 – 25 Μαρτίου θα συλληφθούν οι Εβραίοι της Αθήνας, της Χαλκίδας, της Καστοριάς, των Ιωαννίνων, της Άρτας, της Πρέβεζας, της Λάρισας, των Τρικάλων και του Βόλου και στις 2 Απριλίου θα αναχωρήσει το πρώτο τρένο από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου με προορισμό το Άουσβιτς (στις 10 Αυγούστου είχε αναχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη η 19η και τελευταία αποστολή για το Άουσβιτς – Μπίρκεναου)[40].

Το αποκαλούμενο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς δεν ήταν μόνο ένα στρατόπεδο, αλλά ένα συγκρότημα που περιλάμβανε παραπάνω από τριάντα στρατόπεδα, ενώ το Μπίρκεναου περιλάμβανε τους θαλάμους αερίων, τα κρεματόρια και τέσσερα στρατόπεδα, στα οποία κρατιούνταν περίπου 60.000 αιχμάλωτοι, εκ των οποίων τα τρία τέταρτα ήταν γυναίκες. Στα τέσσερα χρόνια λειτουργία του Άουσβιτς υπολογίζεται ότι πέρασαν περίπου δύο εκατομμύρια αιχμάλωτοι, εκ των οποίων περίπου το 75% πέθανε με το που έφτασε στο στρατόπεδο. Οι περισσότεροι Έλληνες Εβραίοι άνηκαν σ’ αυτή την κατηγορία, ενώ αντιμετώπισαν μεγάλο πρόβλημα συνεννόησης καθώς οι περισσότεροι δεν ήξεραν γίντις ή γερμανοεβραίκά. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις οι Ασκενάζι των στρατοπέδων έβλεπαν τους Έλληνες Εβραίους ως ιδιόρρυθμους παρείσακτους και για τους περισσότερους θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας[41]. Πολλοί Έλληνες αναγκάστηκαν να δουλέψουν ως «Ζόντερκομάντο» (Sonderkommando) στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι «Ζόντερκομάντο» υποχρεούταν να παρακολουθούν τους θανάτους από τους θαλάμους αερίων και στη συνέχεια να συλλέγουν τα πτώματα και να τα καίνε. Μεταξύ των πολλών καθηκόντων τους ήταν να ξυρίζουν μαλλιά, να αφαιρούν τα χρυσά δόντια και τα υπάρχοντα των νεκρών. Στη συνέχεια παρέδιδαν τα υπάρχοντα στους Ναζί[42]. Η επιλογή κυρίως των Ελλήνων για τη συγκεκριμένη δουλειά δεν ήταν τυχαία. Η άγνοια της γλώσσας τους απέτρεπε από το να προειδοποιήσουν όσους ερχόντουσαν στους θαλάμους αερίους:

«…Όταν τελειώσαμε να καίμε τους [υπόλοιπους] 390, κάψαμε κάθε έναν από τους συγγενείς και τους γνωστούς μας μόνο του. Μετά μαζέψαμε τις στάχτες τους ξεχωριστά, τις βάλαμε σε κουτιά, γράψαμε το όνομα και την ημερομηνία γέννησης του νεκρούς και την ημερομηνία της δολοφονίας του. Μετά θάψαμε τα κουτιά και ψάλαμε από πάνω τους το καντίς. Αναρωτηθήκαμε, “Ποιος θα πει το καντίς για μας;”»[43].

Στις 7 Οκτωβρίου του 1944 θα λάβει χώρα στο στρατόπεδο του Άουσβιτς II – Μπίρκεναου η ανταρσία των «Ζόντερκομάντο», στη διάρκεια της οποίας θα ανατιναχθεί το Κρεματόριο VI και ο αριθμός των νεκρών θα ξεπεράσει τους 450, ενώ είναι δύσκολο να ειπωθεί αν κάποιοι από τους κρατούμενους κατάφεραν να αποδράσουν. Υπάρχουν ποικίλες εκδοχές σχετικά με το ποιος έδωσε το σύνθημα για να ξεκινήσει η εξέγερση, ωστόσο, είναι γεγονός ότι στις 24 Σεπτεμβρίου είχε προηγηθεί η εκτέλεση 200 «Ζόντερκομάντο», στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι Έλληνες Εβραίοι: Γιακοέλ, Φαρατζή και Μαρκέζης. Τέλος, είναι γνωστό ότι από το 1942 είχε συγκροτηθεί εβραϊκή αντιστασιακή ομάδα στο στρατόπεδο[44].

Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τις κατοχικές δυνάμεις της Γερμανίας και της Βουλγαρίας (η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει τον Σεπτέμβριο του 1943) θα συμβεί τον ίδιο μήνα (Οκτώβριο) το 1944[45], ενώ τον Μάρτιο του 1945 οι 400 Θεσσαλονικείς Εβραίοι, που είχαν βρει καταφύγιο στα βουνά κατά τη διάρκεια της κατοχής, θα επιστρέψουν στην πόλη χωρίς να έχουν πληροφορηθεί τι ακριβώς έχει συμβεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Λεών Μπατής (Εβραίος της Αθήνας) θα είναι ο πρώτος που θα έρθει από το στρατόπεδο του Άουσβιτς στη Θεσσαλονίκη στις 15 Μαρτίου. Οι εναπομείναντες Εβραίοι της πόλης θα καταφέρουν να συναντήσουν τον Μπατή το βράδυ σ’ ένα καφενείο της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου στην προσπάθειά τους να μάθουν τι συνέβη στα συγγενικά τους πρόσωπα[46]. Εκεί, θα γίνουν κοινωνοί της αδιανόητης πραγματικότητας.

 



[1] Μαρία Καβάλα, Η Θεσσαλονίκη στη γερμανική κατοχή (1941 – 1944): Κοινωνία, Οικονομία, Διωγμός Εβραίων, (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2009), σελ. 134  – 138.

[2] Ιωάννης Σ. Κολλιόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, (εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2002), σελ. 334 – 335.

[3] Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994), σελ. 266.

[4] Καβάλα, ό. π., σελ. 143 – 144.

[5] Mazower, ό. π., σελ. 263 – 266.

[6] Ρίκα Μπενβενίστε, Αυτοί που επέζησαν: Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940, (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2014), σελ. 258 – 259.

[7] Ρένα Μόλχο, Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, (εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015), σελ. 88 – 91.

[8] Μπενβενίστε, ό. π., σελ. 267 – 268.

[9] Μόλχο, ό. π., σελ. 91.

[10] Mark Mazower , Salonica, City of Ghosts: Christians, Muslims and Jews, 1430-1950, (Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη 2005), σελ. 395.

[11] Mazower, ό. π., σελ. 267.

[12] Δρ. Ι. Α. Ματαράσσο, …Κι’ όμως όλοι τους δεν πέθαναν…, Η καταστροφή των Ελληνοεβραίων της Θεσσαλονίκης κατά την Γερμανικήν Κατοχήν, (Αθήνα 1948), σελ. 23.

[13] Mazower, ό. π., σελ. 396.

[14] Leon Saltiel, Dehumanizing the Dead: The Destruction of Thessaloniki’s Jewish Cemetery in the Light of New Sources, (Yad Vashem Studies), σελ. 1-2.

[15] Στο ίδιο, σελ. 6 – 7.

[16] Μόλχο, ό. π., σελ. 64 – 65.

[17] Ματαράσσο, ό. π.,  σελ. 27.

[18] Mazower, ό. π., σελ. 268 – 269.

[19] Μπενβενίστε, ό. π., σελ. 276 – 277.

[20] Mazower, ό. π., σελ. 269 – 270.

[21] Μπενβενίστε, ό. π., σελ. 277.

[22] Στο ίδιο, σελ. 277 – 283.

[23] Ο συνοικισμός του Βαρόνου Χιρς χρησιμοποιήθηκε από τα ναζιστικά στρατεύματα ως γκέτο για τους οικονομικά ασθενέστερους Εβραίους, ενώ στο παρελθόν είχε χτιστεί για να στεγάσει τους Ασκενάζι, που είχαν εκδιωχτεί από τη Ρωσική Αυτοκρατορία μετά τα Τσαρικά προγκρόμ.

[24] Mazower, ό. π., σελ. 401 – 402.

[25] Μπενβενίστε, ό. π., σελ. 283 – 284.

[26] Mark Mazower , ό. π., σελ. 401 – 403.

[27] Μόλχο, ό. π., σελ. 91 – 92.

[28] Καβάλα, ό. π., σελ. 268 – 280.

[29] Στο ίδιο, σελ. 280 – 283.

[30] Στράτος Ν. Δορδανάς, «Εξόντωση και λεηλασία: Η Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ)», Το Ολοκαύτωμα στα Βαλκάνια, (εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011), σελ. 335.

[31] Στο ίδιο, σελ. 335 – 345.

[32] Μόλχο, ό. π., σελ. 96.

[33] Λέον Σαλτιέλ, «Προσπάθειες Διάσωσης Εβραιόπαιδων Θεσσαλονίκης κατά την Κατοχή: Ένα άγνωστο κύκλωμα παράνομων υιοθεσιών», Χρονικά (Όργανο του Κεντρικού Ισραηλίτικου Συμβουλίου της Ελλάδος), Αρ. Φύλλου 244, (Ιανουάριος – Δεκέμβριος 2015), σελ. 18 – 19.

[34] Μπενβενίστε, ό. π., σελ. 47.

[35] Στο ίδιο, σελ. 59.

[36] Steven Bowman, Η Αντίσταση των Εβραίων στην κατοχική Ελλάδα, (Κεντρικό Ισραηλίτικο Συμβούλιο Ελλάδος, Αθήνα 2012), σελ. 26 – 28.

[37] Στο ίδιο, σελ. 38.

[38] Δημήτρης Ρηγόπουλος, «Η σωτήρια αγρυπνία του ραββίνου της Αθήνας Ελιάου Μπαρζιλάι», Χρονικά (Όργανο του Κεντρικού Ισραηλίτικου Συμβουλίου της Ελλάδος), Αρ. Φύλλου 244, (Ιανουάριος – Δεκέμβριος 2015), σελ. 16  – 17.

[39] Ιακώβ Σιμπή και Καρίνα Λάμψα, Η Διάσωση: Η σιωπή του κόσμου, η αντίσταση στα γκέτο και τα στρατόπεδα, οι Έλληνες Εβραίοι στα χρόνια της Κατοχής, (εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2012), σελ. 283 – 284.

[40] Μπενβενίστε, ό. π., σελ. 437 – 438.

[41] K. E. Fleming, Ιστορία των Ελλήνων Εβραίων, (εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2009), σελ. 217 – 220.

[42] Σιμπή και Λάμψα, ό. π., σελ. 59.

[43] K. E. Fleming, ό. π., σελ. 231.

[44] Σιμπή και Λάμψα, ό. π., σελ. 55 – 67.

[45] Κολλιόπουλος, ό. π., σελ.

[46] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Το ολοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων, (εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993), σελ. 116 – 117.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top