Fractal

Η απεικόνιση των Εβραίων στην εφημερίδα «Μακεδονία» την περίοδο 1945 – 1948 [Μέρος Α΄]

Του Μίνωα-Αθανάσιου Καρυωτάκη //

 

[Πτυχιακή εργασία που εκπονήθηκε στο Τμήμα Δημοσιογραφίας & Μ.Μ.Ε. του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης // Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτρης Λυβάνιος]

 

evraioi_thessaloniki

 

Περίληψη

Κατά την περίοδο 1945 – 1948 συνέβησαν πολλά σημαντικά και συνταρακτικά γεγονότα στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.  Τα φύλλα της εφημερίδας «Μακεδονία» παρουσιάσουν στον αναγνώστη γλαφυρά αρκετά απ’ αυτά. Δεν θα μπορούσε να ειπωθεί πλέον ότι η εφημερίδα συνεχίζει να διατηρεί τον αντισημιτικό της χαρακτήρα, που είχε πριν από την οριστική παύση κυκλοφορίας της κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (η «Μακεδονία» επανακυκλοφόρησε στις 28 Μαρτίου του 1945). Η νέα οπτική της γωνία γίνεται έκδηλη από το ξεκίνημα της επανακυκλοφορίας της, όπου εμφανίζονται και μερικά κείμενα που έχουν έναν ευρύτερο αντικομουνιστικό χαρακτήρα κι επομένως στρέφονται κατά των Εβραίων κουμουνιστών.

Για την εξεύρεση των άρθρων της εφημερίδας που σχετίζονται με το εβραϊκό στοιχείο χρησιμοποιήθηκε τόσο το αρχείο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (οι τόμοι του ξεκινούν από τις 6 Ιουλίου του 1945) όσο και το αρχείο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης (οι τόμοι του ξεκινούν από τις 28 Μαρτίου του 1945, αλλά το φύλλο εκείνης της ημέρας είναι σε πολύ κακή κατάσταση). Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί ότι υπήρχαν φύλλα και στα δύο αρχεία της προαναφερθείσας περιόδου, που ήταν σε κακή κατάσταση ή τους έλειπαν ορισμένα άρθρα, τα οποία συνήθως είχαν τοποθετηθεί σε παραλληλόγραμμα και είχαν  κοπεί από τους προηγούμενους αναγνώστες – ερευνητές[1].

Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν η συλλογή ενός υλικού, που δημοσιοποιείται για πρώτη φορά και αναφέρεται με μια περίοδο που δεν έχει μελετηθεί ακόμη ενδελεχώς.

 

Λέξεις – κλειδιά: εφημερίδα «Μακεδονία», Θεσσαλονίκη, Κατοχή, Εβραίοι, Ναζί, Ιστορία του τύπου

 

 

Περιεχόμενα:

 

Συντομογραφίες

Εισαγωγή

1. Ενδεικτική παρουσίαση της βιβλιογραφίας της εργασίας

2. Δομή της εργασίας

3.Οι πηγές και τα προβλήματά τους

Κεφ. 1: Η παρουσία των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1941

Κεφ. 2: Γερμανική κατοχή και Εβραίοι (1941 – 1945)

Κεφ. 3: Από τον «Ερμή» στη «Μακεδονία» του 1945

Κεφ. 4: Εβραϊκές ιστορίες της περιόδου 1945 – 1948 μέσα από τον φακό της «Μακεδονίας»

4.1 Παλιννοστούντες

4.2 Περιουσιακό ζήτημα

4.3 Δίκες – Συλλήψεις συνεργατών των κατακτητών

Συμπεράσματα

Παράρτημα

Βιβλιογραφία

 

 

Συντομογραφίες

NSDAP – Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei, (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα)

Α’ ΠΠ – Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος

Β’ ΠΠ – Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος

ΕΑΜ – Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο

ΕΕΕ – Εθνικής Ένωσις Ελλάς

ΕΛΑΣ – Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός

ΙΚΘ – Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης

ΚΥΔΙΠ – Κεντρική Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών

ΥΔΙΠ – Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών

 

 

Εισαγωγή

Η συγκεκριμένη πτυχιακή εργασία έχει σαν στόχο να παρουσιάσει το πώς απεικονίζονται οι Έλληνες Εβραίοι κατά τη διάρκεια της περιόδου 1945 – 1948 από την πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, «Μακεδονία», όσον αφορά το ελληνικό ζήτημα. Η περίοδος αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί οι Εβραίοι προσπαθούν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην περίπτωση της Ελλάδας θα επιστρέψουν σε μια χώρα που προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της μετά τα κατοχικά χρόνια και βρίσκεται σε εμφύλιο πόλεμο.

Παράλληλα, ο σημαντικός ρόλος της Θεσσαλονίκης για το εβραϊκό στοιχείο, με την ισχυρή παρουσία της σεφαραδίτικης κοινότητας, που αριθμούσε παραπάνω από 55.000 Εβραίους, δεν υφίνταται πλέον λόγω του αφανισμού του 96% του εβραϊκού πληθυσμού κατά τη διάρκεια της κατοχής. Το εβραϊκό νεκροταφείο έχει καταστραφεί, ενώ η πλειοψηφία των εβραϊκών περιουσιών έχει περάσει στα χέρια μεσεγγυούχων. Ουσιαστικά οι παλιννοστούντες Εβραίοι θα κληθούν να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή, αναζητώντας ταυτόχρονα τη δικαίωση.

Εντός αυτού του πλαισίου, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη να παρουσιαστούν αναλυτικά για πρώτη φορά τα γεγονότα του 1945 – 1948 μέσα από τον φακό της εφημερίδας «Μακεδονία» και να εξαχθούν τα απαραίτητα συμπεράσματα.


 

1. Ενδεικτική παρουσίαση της βιβλιογραφίας της εργασίας

Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να εμφανίζονται σημαντικές έρευνες και συγγραφικά έργα, τα οποία ασχολούνται με τον εβραϊκό πληθυσμό συλλήβδην, αλλά και τους Έλληνες Εβραίους ειδικότερα. Για την κατανόηση του εβραϊκού στοιχείου από τις απαρχές του μέχρι σήμερα, θα μπορούσε να λεχθεί ότι το βιβλίο του Paul Johnson, A History of the Jews (Harper Perennial, U.S. 1988) είναι ιδανικό, καθώς αρχίζει από την Παλαιά διαθήκη και φτάνει μέχρι τη διάδοση του σιωνιστικού κινήματος και τη δημιουργία του Ισραήλ.

Κομβικό σημείο για την παρουσία των Εβραίων στην Ελλάδα, θα αποτελέσουν οι διωγμοί των σεφαραδιτών Εβραίων από την Ισπανία τα τέλη του 15ου αιώνα. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους θα εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, βοηθώντας την μακροπρόθεσμα να μετατραπεί σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις των Βαλκανίων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι αλλαγές αυτές στην πόλη παρουσιάζονται με ενάργεια στο έργο του Ευάγγελου Α. Χεκίμογλου, Θεσσαλονίκη Τουρκοκρατία & Μεσοπόλεμος (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996). Εξίσου βοηθητικό στάθηκε και το βιβλίο του Mazower Mark, Salonica, City of Ghosts: Christians, Muslims and Jews, 1430-1950 (Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη 2005), το οποίο καταπιάνεται με την ιστορία της Θεσσαλονίκης από το 1430 μέχρι το 1950.

Αναλυτικότερα σκιαγραφείται το ιδιόμορφο κοινωνικοοικονομικό πρόσωπο της πόλης κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου, κυρίως, από τη Ρένα Μόλχο μέσω των πολλών άρθρων που έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς και του βιβλίου: Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης 1856-1919  (εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2006). Την ίδια περίοδο συμβαίνουν αρκετά σημαντικές αλλαγές για το εβραϊκό στοιχείο, που οδηγούν στην αποξένωση μεταξύ των πληθυσμών. Αυτή η αλλαγή παρουσιάζεται από την Richarz Monika με το “The History of the Jews in Europe during the Nineteenth and Early Twentieth Centuries”, ενώ για την καλύτερη κατανόηση του κινηματικού αναβρασμού της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 20ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε και το έργο των Ιλιτζάκ Σουκρού και Αγγελοπούλου Μαρίνα, Έλληνες και Εβραίοι εργάτες στη Θεσσαλονίκη των Νεότουρκων (Εκδόσεις Ισνάφη, Ιωάννινα 2004).

Επιπλέον, από τα τέλη του 19ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη θα ανθίσει και ο δημοσιογραφικός κλάδος, κυρίως, λόγω της παρουσίας του εβραϊκού στοιχείου. Η διαχρονική παρουσίαση των εφημερίδων και της ιστορίας του επιλέχθηκε να παρουσιαστεί μέσα από το έργο του Μανώλη Κανδυλάκη, Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης, του Γιώργου Αναστασιάδη, Η Θεσσαλονίκη των εφημερίδων, αλλά και πολλών άλλων όπως του Αλμπέρτου Ναρ, της Αλέκας Καραδήμου Γερόλυμπου κτλ. Συγχρόνως, κρίθηκε αναγκαία η ανάδειξη της συνεργασίας του ραδιοφωνικού σταθμού του Νικόλαου Τσιγγιρίδη με την εφημερίδα «Μακεδονία», που έμελλε να αποτελέσει το πρώτο δημοσιογραφικό ραδιόφωνο της χώρας. Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιήθηκε η έρευνα του Νέστορα Τυροβούζη, Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός στην Ελλάδα, 1928-1947: Η συνέργια του «Ράδιο – Τσιγγιρίδη» με την εφημερίδα «Μακεδονία» (Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Τμήμα Ακολούθων Επικοινωνίας, Αθήνα 2004).

Επιπροσθέτως, για την εκδήλωση του αντισημιτισμού του ελληνικού πληθυσμού επιλέχθηκε το βιβλιο του Γιώργου Μαργαρίτη, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες (εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005), που συνέβαλλε στην επιτυγχημένη εφαρμογή της «Τελικής Λύσεως» στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της κατοχής.

Για την περιγραφή της κοινωνίας της συμπρωτεύουσας και των γεγονότων κατά τη διάρκεια της κατοχής, χρησιμοποιήθηκε το έργο της Μαρίας Καβάλα, Η Θεσσαλονίκη στη γερμανική κατοχή (1941 – 1944): Κοινωνία, Οικονομία, Διωγμός Εβραίων (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2009), του Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994), της Ρένας Μόλχο, Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων (εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015) και της Ρίκας Μπενβενίστε, Αυτοί που επέζησαν: Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940 (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2014) κ.α. Ειδικότερα, για την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου της πόλης αντλήθηκαν πληροφορίες από το άρθρο του Leon Saltiel, “Dehumanizing the Dead: The Destruction of Thessaloniki’s Jewish Cemetery in the Light of New Sources” (Yad Vashem Studies), ενώ ως προσωπική μαρτυρία συνέβαλλε στην παρουσίαση των γεγονότων και το βιβλίο του Δρ. Ι. Α. Ματαράσσο, …Κι’ όμως όλοι τους δεν πέθαναν…, Η καταστροφή των Ελληνοεβραίων της Θεσσαλονίκης κατά την Γερμανικήν Κατοχήν (Αθήνα 1948).

Παράλληλα, για τη διάσωση ορισμένων Εβραίων και την αντιστασιακή τους δράση, επελέγησαν τα έργα των Steven Bowman, Η Αντίσταση των Εβραίων στην κατοχική Ελλάδα (Κεντρικό Ισραηλίτικο Συμβούλιο Ελλάδος, Αθήνα 2012) και Ιακώβ Σιμπή και Καρίνα Λάμψα, Η Διάσωση: Η σιωπή του κόσμου, η αντίσταση στα γκέτο και τα στρατόπεδα, οι Έλληνες Εβραίοι στα χρόνια της Κατοχής (εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2012), ενώ για την παρουσίαση της ζωής των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης χρησιμοποίηθηκε το βιβλίο της K. E. Fleming, Ιστορία των Ελλήνων Εβραίων (εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2009). Εδώ, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ιδιαίτερα σημαντικό για την κατανόηση της ζωής στα στρατόπεδα ήταν το βιβλίο Το ολοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων (εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993) της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, το οποίο, όμως, δεν χρησιμοποιείται εκτενώς στην παρούσα εργασία.

Τέλος, μελετήθηκαν παραπάνω από 1.090 φύλλα της εφημερίδας «Μακεδονία» μέσω του αρχείου της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο 1945 – 1948. Ειδικότερα, η έρευνα ξεκίνησε από τις 28 Μαρτίου του 1945, που άρχισε ξανά να κυκλοφορεί η «Μακεδονία».

 

 

2. Δομή της εργασίας

Το πρώτο κεφάλαιο της εργασίας αναφέρεται στην παρουσία των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη από τον 15ο αιώνα μέχρι το 1941, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη εκείνων των γεγονότων, που οδήγησαν στον εκσυγχρονισμό της πόλης, αλλά και στα σημαντικότερα αντιεβραϊκά περιστατικά που έλαβαν χώρα εκείνη την περίοδο.

Το δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνει τα κύρια γεγονότα, που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Θεσσαλονίκης (1941-1944) και τους πρώτους μήνες του 1945, δίνοντας βάρος στην ιστορία της Θεσσαλονίκης και στα γεγονότα εκείνα που σημάδεψαν ανεξίτηλα το εβραϊκό στοιχείο της πόλης.

Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται μια συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας του τύπου της συμπρωτεύουσας και κυρίως της εφημερίδας «Μακεδονία» από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1945, ενώ στο τέταρτο θα ξετυλιχτούν όσα γεγονότα αφορούν τους Εβραίους και το ελληνικό ζήτημα την περίοδο 1945 – 1948 και καταγράφηκαν από τα φύλλα της προαναφερθείσας εφημερίδας. Για να γίνει πιο κατανοητή η παρουσίαση επιλέχθηκε ο διαχωρισμός των άρθρων σε  τρεις θεματικές ενότητες ανάλογα με το περιεχόμενό τους.

Τέλος, στο τελευταίο μέρος θα παρουσιαστούν τα συμπεράσματα και κατ’ επέκταση η συνολική εικόνα των Εβραίων στην εφημερίδα «Μακεδονία» την περίοδο 1945 – 1948.

 

 

3. Οι πηγές και τα προβλήματά τους

Η έλλειψη ηλεκτρονικού αρχείου για την εφημερίδα «Μακεδονία» την περίοδο 1945 – 1948, καθιστά αυτομάτως δύσκολη την προσπάθεια του ερευνητή, καθώς πρέπει να ξοδέψει πολλές ώρες πάνω από τόμους εφημερίδων, που δυστυχώς πολλές φορές δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Εντούτοις, το αρχείο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είναι σε αρκετά καλή κατάσταση, αν εξαιρεθεί το γεγονός ότι ξεκινάει από τις 6 Ιουλίου του 1945 και ότι λείπουν ορισμένα άρθρα, τα οποία συχνά έχουν τοποθετηθεί σε παραλληλόγραμμα και έχουν αφαιρεθεί από προηγούμενους αναγνώστες – ερευνητές.

Το αρχείο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης ήταν σε χειρότερη κατάσταση απ’ ότι το πρώτο. Ωστόσο, οι τόμοι του ξεκινούν από τις 28 Μαρτίου του 1945, με το φύλλο εκείνης της ημέρας να βρίσκεται πια σε πολύ κακή κατάσταση. Δυστυχώς και σ’ αυτούς τους τόμους παρατηρήθηκαν άρθρα και σελίδες που είχαν κοπεί είτε επίτηδες είτε λόγω της φθοράς του χρόνου.

Επομένως, όλα τα παραπάνω καθώς και η παρθενική προσπάθεια καταγραφής των γεγονότων, που αφορούν το εβραϊκό στοιχείο και το ελληνικό ζήτημα την περίοδο 1945 – 1948 μέσω της «Μακεδονίας», ενδέχεται να έχουν προκαλέσει ορισμένες αστοχίες και ανακρίβειες.

 

 

Η παρουσία των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1941

Στα τέλη του 15ου αιώνα, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης αποτελούταν από Έλληνες και Τούρκους, με περίπου ίση πληθυσμιακή αναλογία. Η εβραϊκή παρουσία ήταν πολύ μικρή, αλλά σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία χρονολογείται από το 50 π.Χ., όταν ο Άγιος Παύλος επισκέφτηκε την πόλη και παρατήρησε μια οργανωμένη εβραϊκή κοινότητα με συναγωγή. Παράλληλα, το 1169 μ. Χ. ο Βενιαμίν της Τουδέλης σημείωσε την παρουσία μιας εβραϊκής κοινότητας που απαριθμούσε 500 μέλη. Αυτή η κοινότητα Ρωμανιωτών[2] Εβραίων αφομοιώθηκε αργότερα σε πολιτιστικό επίπεδο από τους Ασκενάζι[3], που είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία για να εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη.

Οι νεοφερμένοι Ασκενάζι θα καταφέρουν να προσαρμοστούν εύκολα στην καινούρια τους πατρίδα και θα αποκτήσουν κυρίαρχο ρόλο στα δρώμενα της κοινότητας, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι Ρωμανιώτες Εβραίοι να μάθουν γιντίς και να τα χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση. Η άφιξη των Εβραίων της Γερμανίας αύξησε σημαντικά τον πληθυσμό της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, αλλά και πάλι ο αριθμός αυτός δεν θεωρείται αρκετά μεγάλος ώστε να είναι ιστορικά σημαντικός για την κοινότητα[4].

Ουσιαστικά η έντονη παρουσία των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη και σε άλλα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεκίνησε στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν οι Σεφαραδίτες (Εβραίοι της Ισπανίας) εκδιώχθηκαν από την Ισπανία. Σύμφωνα με μαρτυρίες, συμπεραίνεται ότι μέχρι τον 15ο αιώνα υπήρχε «εβραΐς» (εβραϊκή συνοικία), βόρεια από την Εγνατία. Αξίζει να σημειωθεί, όμως, ότι ο συνοικισμός αυτός στις αρχές του προαναφερθέντα αιώνα είχε καεί και εγκαταλειφθεί. Επίσης, έχουν βρεθεί πηγές που δείχνουν ότι υπήρχαν πολλές εβραϊκές γειτονιές διασκορπισμένες εντός της πόλης, συχνά ανακατεμένες και με χριστιανικό πληθυσμό[5].

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στην πρώτη απογραφή της τουρκοκρατίας (1478), απουσιάζει το εβραϊκό στοιχείο. Γι’ αυτό το γεγονός υπάρχουν τρεις ερμηνείες: Είναι πιθανόν να μεταφέρθηκαν οι Εβραίοι της πόλης στην Κωνσταντινούπολη στο πλαίσιο της ευρύτερης μεταφοράς των πληθυσμών, ώστε να επανακτήσει η Πόλη την παλιά της αίγλη είτε το εβραϊκό στοιχείο να μην καταγράφηκε, καθώς η καταγραφή γινόταν για φορολογικούς σκοπούς ή απλώς να χάθηκε ο κατάλογος, που γινόταν η σχετική αναφορά[6].

Η έντονη παρουσία των Εβραίων στην περιοχή θα οδηγήσει κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα στην άνθηση του κλάδου της τυπογραφίας. Ήδη από το 1520 μ.Χ. θα παρατηρηθεί έντονη τυπογραφική δραστηριότητα από τα εβραϊκά τυπογραφία, καθώς είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι απαγόρευαν τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στην υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία τη λειτουργία τυπογραφείων. Σύμφωνα με τον Ραφαήλ Φρεζή αυτή η εξαίρεση βασιζόταν στην παραχώρηση ειδικών προνομίων στην Εβραϊκή Κοινότητα της πόλης από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, ενώ αντίστοιχη δραστηριότητα στον κυρίως ελλαδικό χώρο θα παρατηρηθεί στις αρχές του 19ου αιώνα[7].

Μολαταύτα αυτή η εβραϊκή ισχύς κλονίστηκε κατά τη διάρκεια του 17ου, όταν ανακαλύφθηκαν καινούριοι εμπορικοί δρόμοι, οι οποίοι ενίσχυσαν την οικονομική παρουσία των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών και τις οικονομικές δραστηριότητες τόσο του χριστιανικού όσο και του οθωμανικού πληθυσμού. Εκείνη την περίοδο αρνητικό αντίκτυπο είχε και η παρουσία του ψευδο – μεσσία Σαμπετάι Σεβή, ο οποίος συνέβαλλε στον διχασμό των κοινοτήτων προτού καταλήξει το 1666 στο Ισλάμ[8] και στη δημιουργία της καινούριας εθνοθρησκευτικής ομάδας των Ντονμέ.

Ο εμπορικός ανταγωνισμός εκείνη την περίοδο ήταν αρκετά ισχυρός και το αποτέλεσμα ήταν η Θεσσαλονίκη να μην μπορεί να συναγωνιστεί πόλεις όπως η Σμύρνη, η Γένοβα και η Νάπολη. Παρά το γεγονός αυτό, η πόλη δεν έπαψε να θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Βόρειας Μεσογείου μαζί με τη Μασσαλία και τη Βενετία[9]. Έτσι, η κατάσταση των Εβραίων παρέμεινε σταθερή κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, όπως ακριβώς και ο πληθυσμός τους. Στα τέλη του 15ου αιώνα οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης ήταν 29.000, με τους μισούς περίπου να είναι Εβραίοι. Η αναλογία αυτή θα ισχύσει μέχρι και το 1913. Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση την απογραφή του 1882 οι Εβραίοι, που διαμένουν στα προάστια και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ανέρχονταν συνολικά σε 34.523[10], ενώ με την απογραφή του 1928 ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης ανέρχεται σε 63.000 Εβραίους κατοίκους[11].

Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα μεταξύ των Εβραίων της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης υπήρχαν σημαντικές θρησκευτικές και πολιτιστικές διαφορές. Αρχικά δεν ήταν τόσο σημαντικές, καθώς όλοι οι Ευρωπαίοι Εβραίοι μοιράζονταν τις ίδιες παραδόσεις και έναν κοινό πολιτισμό. Αυτό το κοινό υπόβαθρο έπαψε να υπάρχει μετά την Χασκάλα, τον εβραϊκό διαφωτισμό, που ξεκίνησε από τη Γερμανία το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Ο διαφωτισμός αυτός ήταν που έφερε πιο κοντά τους Εβραίους με την Ευρώπη. Ο Μωυσής Μέντελσον (1729-1786) στο Βερολίνο έγινε από τους πιο γνωστούς αντιπροσώπους της Χασκάλα. Υποστήριξε την απελευθέρωση των Εβραίων και μετέφρασε την εβραϊκή βίβλο στα γερμανικά, ώστε να διδάξει στο εβραϊκό στοιχείο τον πολιτισμό της χώρας. Από εκεί και ύστερα οι διαφορές μεταξύ των Εβραίων της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης άρχισαν να γίνονται μεγαλύτερες, με αποτέλεσμα να υπάρξει ουσιώδες χάσμα. Στη Δύση οι Εβραίοι υιοθέτησαν γρηγορότερα τον σύγχρονο πολιτισμό, ενώ η επόμενη γενιά άρχισε να περιφρονεί τις εβραϊκές παραδόσεις και στη Γερμανία έφτασαν στο σημείο να υιοθετήσουν τον πολιτισμό της χώρας[12].

Ο 19ος  αιώνας θα είναι καθοριστικός για το εβραϊκό στοιχείο στην Ελλάδα, καθώς η ελληνική επανάσταση θα αναδείξει και το αντι – εβραϊκό μένος των επαναστατών, που συνέδεαν τον εβραϊκό πληθυσμό με το Οθωμανικό καθεστώς. Το μίσος αυτό θα οδηγήσει  σε σφαγές εβραϊκών πληθυσμών, όπως ήταν εκείνες του Βραχωρίου και της Τρίπολης. Το Βραχώρι παραδόθηκε με συνθήκη και το μεγαλύτερο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού διεσώθη. Ωστόσο, δεν συνέβη το ίδιο και για τον εβραϊκό πληθυσμό, ο οποίος εξοντώθηκε με το πρόσχημα των αντιποίνων. Εξίσου σημαντικό ήταν και το περιστατικό του εξευτελισμού του νεκρού Πατριάρχη της Πόλης, Γρηγορίου Ε΄, από τον εβραϊκό όχλο κατά το ξεκίνημα της ελληνικής επανάστασης[13].

Ένα άλλο γνωστό περιστατικό που όξυνε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ των Εβραίων και των Ελλήνων ήταν εκείνο με τον Δον Πασίφικο, ο οποίος ήταν Πορτογάλος Εβραίος που είχε γεννηθεί το 1784 στο Γιβραλτάρ. Ο Πασίφικο είχε δουλέψει ως Πορτογάλος πρόξενος στο Μαρόκο και στην Ελλάδα και τελικά εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα για να εργαστεί ως έμπορος. Το 1847 το σπίτι του κάηκε κατά τη διάρκεια μια αντισημιτικής[14] διαδήλωσης και ο Πασίφικο απαίτησε αποζημίωση από την ελληνική κυβέρνηση, έχοντας με το μέρος του τον υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας, Λόρδο Πάλμερστον. Ο Πάλμεστρον τον Ιανουάριο του 1850 έστειλε ναυτική δύναμη και απέκλεισε τις ελληνικές ακτές, ώστε να αναγκάσει τις ελληνικές αρχές να ικανοποιήσουν το αίτημα του Πασίφικο. Αυτή η πράξη προκάλεσε την έντονη διαμαρτυρία των Ρώσων και των Γάλλων, που αποτελούσαν μαζί με την Αγγλία τις προστάτιδες δυνάμεις της Ελλάδας. Οι αρμόδιες αρχές προχώρησαν στην καταβολή των 4.000 λιρών, αλλά εξαιτίας της απώλειας μερικών εγγράφων, η αρμόδια επιτροπή χορήγησε τελικά στον Πορτογάλο Εβραίο μόνο 150 λίρες. Μετά το συμβάν, ο Πασίφικο μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου και πέθανε στις 12 Απριλίου του 1854[15].

Λίγα χρόνια αργότερα, ένα νέο αντισημιτικό περιστατικό θα έρθει να συνταράξει τον εβραϊκό πληθυσμό της χώρας. Στις 2 Απριλίου του 1891 στην πόλη της Κέρκυρας βρέθηκε κακοποιημένο, στραγγισμένο από το αίμα του και κλεισμένο μέσα σ’ ένα σάκο, ένα εντεκάχρονο κορίτσι, το οποίο έφερε το όνομα Ρουμπίνα και ήταν κόρη του Εβραίου ράφτη Βήτα Σάρδη. Ο εισαγγελέας εφετών, που ανέλαβε να βρει τον ένοχο, ασχολήθηκε μόνο την εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Κατάσχεσε τα βιβλία της Συναγωγής, ανέκρινε και συνέλαβε Εβραίους, αρχίζοντας από τους γονείς της Ρουμπίνα[16].

Μέχρι τα μέσα του 1890 όλες οι εβραϊκές γειτονιές εκτείνονταν ως το βορειοανατολικό τμήμα της πόλης και καταλάμβαναν όλο το κέντρο της Θεσσαλονίκης, την προκυμαία και το λιμάνι. Μεταξύ των εβραϊκών γειτονιών υπήρχαν και δύο χριστιανικοί και μουσουλμανικοί οικισμοί. Η πυκνοκατοικημένη αυτή περιοχή συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη εμπορική κίνηση της Θεσσαλονίκης, καθώς περιλάμβανε και την κεντρική αγορά. Οι συγκεκριμένες περιοχές θα αλλάξουν άρδην τόσο σε πληθυσμιακό όσο και σε τοπογραφικό επίπεδο μετά τις φωτιές του 1890 και του 1917[17]. Επιπλέον, στα μέσα του 19ου αιώνα ιδρύονται στη Θεσσαλονίκη από τους Εβραίους μεγάλες βιομηχανίες, οι οποίες θα γίνουν γνωστές σε όλη την Ευρώπη. Μεταξύ αυτών, θα είναι το εργοστάσιο πλινθοποιίας και οι αλευρόμυλοι των αδερφών Αλλατίνι, των Μοδιάνο και των Μισράχη, που παρήγαγαν βαμβάκι, μεταξωτά, σαπούνι κτλ. Γενικότερα η βιομηχανία ήταν σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια των Ιταλών Εβραίων, που αποτελούσαν τις 20 πιο πλούσιες οικογένειες της Θεσσαλονίκης[18].

Η οικογένεια Αλλατίνι και Μοδιάνο, μάλιστα, είχαν συνεταιριστεί υπό την επωνυμία «Μοδιάνο και Αλλατίνι» για το εμπόριο δημητριακών και αλεύρων, δημιουργώντας τον πρώτο ατμόμυλο της πόλης. Η συνεργασία των δύο πλευρών θα σταματήσει το 1880, όταν η οικογένεια Αλλατίνι θα επεκτείνει τις οικονομικές τις δραστηριότητες, υπό την επωνυμία πλέον «Fratelli Allatini», και θα δημιουργήσει μέχρι και τράπεζα, Bank de Salonique. Λίγα χρόνια αργότερα η οικογένεια Αλλατίνι θα συνεργαστεί με τον Γιουδά Νεχαμά και θα πρωτοστατήσει στη δημιουργία των σχολείων της «Alliance Israelite Universille» στη Θεσσαλονίκη. Η οικονομική κρίση του 1911, όμως, θα οδηγήσουν την οικογένεια στο να εγκαταλείψει την πόλη, με την ανακήρυξη του ιταλοτουρκικού πολέμου[19].

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η πλειοψηφία των Εβραίων ήταν φτωχοί, άνεργοι, ψαράδες, λιμενεργάτες, αχθοφόροι και μικροπωλητές φρούτων και λαχανικών. Λόγω της ένδειας τους και των κακών συνθηκών διαβίωσής έλαβαν χώρα πολλές επιδημίες από το 1550 έως το 1911 (αναφέρονται 32 επιδημίες) στη Θεσσαλονίκη, που προκάλεσαν τον θάνατο πολλών  Εβραίων κατοίκων. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που από τα μέσα του 19ου αιώνα κι ύστερα οι συντονισμένες προσπάθειες της εβραϊκής κοινότητας στόχευαν στον εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Η φιλανθρωπική οργάνωση «Alliance Israelite Universille» ίδρυσε σχολεία το 1873, τα οποία δίδασκαν στα γαλλικά και έδιναν κοσμική παιδεία. Σκοπός  της οργάνωσης ήταν να βοηθήσει τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης, Β. Αφρικής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κοσμική παιδεία που εισήγαγε σε συνδυασμό με την εξασφάλιση στους φτωχούς μαθητές την εκμάθηση μιας τέχνης και της τοπικής γλώσσας, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια νέα κοινωνική τάξη, που συνέβαλλε στη βιομηχανική ανάπτυξη και στην εκδυτικοποίηση της κοινωνίας[20]. Η προοδευτικότητα του καινούριου εβραϊκού συστήματος φάνηκε και από το γεγονός ότι οι γυναίκες δεν εξαιρέθηκαν από την εκπαίδευση. Το πρώτο σχολείο θηλέων, δημιουργήθηκε το 1874, έναν χρόνο ακριβώς απ’ αυτό των αρρένων και στεγαζόταν στο ίδιο κτίριο. Συγχρόνως, το 1881 εγκαινιάστηκε στον ίδιο χώρο και το πρώτο νηπιαγωγείο, που ήταν δωρεά της οικογένειας Χιρς. Το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό σύστημα βασιζόταν στο γαλλικό μοντέλο[21].

Επιπλέον, στη Θεσσαλονίκη μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων,  θα βρεθούν στην πόλη σοσιαλιστές όπως ο Μπεναρόγια, ο Γκλαβίνοφ και ο Χαρλάκοφ, οι οποίοι θα  βρουν γόνιμο έδαφος για να οργανώσουν το εργατικό κίνημα, ενώ ο Μπεναρόγια θα αναδειχθεί σε πρωτεργάτη του σοσιαλιστικού κινήματος της πόλης. Συγχρόνως, μια μικρή ομάδα ελευθεροτεκτόνων συγκεντρώθηκε γύρω από το πρόσωπο του Ζοζέφ Νεχαμά και οργάνωσε την πρώτη εβραϊκή σοσιαλιστική ομάδα στην πόλη. Ύστερα, ο Μπεναρόγια συνεργάστηκε με τον Νεχαμά και δημιούργησαν τον Κύκλο Σοσιαλιστικών Μελετών, ο οποίος στη συνέχεια συνεργάστηκε με διάφορους διανοούμενους και «αναρχοφιλελεύθερους», ιδρύοντας τον Ενωτικό Σοσιαλοδημοκρατικό Εργατικό Σύνδεσμο. Ο Σύνδεσμος θα διαλυθεί τον Φεβρουάριο του 1909 και ουσιαστικά η διάσπαση αυτή θα φέρει την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ομοσπονδίας Θεσσαλονίκης (ή αλλιώς Φεντερασιόν). Η Φεντερασιόν θα είναι εκείνη που θα προσπαθήσει να ενώσει το εργατικό κίνημα, αλλά και μέσω ορισμένων της μελών θα προωθήσει αρχικά τον Σιωνισμό στη Θεσσαλονίκη. Εξέχουσες μορφές του σιωνιστικού κινήματος όπως ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν[22] θα δώσουν διαλέξεις στο κτίριο της οργάνωσης[23].

Η οικονομική ανάπτυξη της πόλης δεν θα κρατήσει για πολύ, καθώς παρά το άνοιγμα πολλών τραπεζών και επιχειρήσεων, ήδη από το 1906 θα συμβούν οι πρώτες πτωχεύσεις, που θα πλήξουν την οικονομία της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη πτώχευση ήταν εκείνη του εμπόρου αποικιακών Μπενβενίστε, που είχε πιστωτή τον Μοδιάνο. Στη συνέχεια ακολούθησε ο τραπεζικός οίκος Γκατένιο – Σιμχά – Περαχιά. Το 1907 την ίδια μοίρα είχε ο τραπεζικός οίκος Αμάρ, ενώ έναν χρόνο αργότερα αυτοκτόνησε λόγω οικονομικών προβλημάτων ο τραπεζίτης Ιωσήφ Έργας[24].

Όλα τα παραπάνω και το γεγονός της παρατεταμένης παύσης πληρωμών από την τράπεζα του Σαούλ και Λεβή Μοδιάνο σε συνδυασμό με την απουσία του Ιταλικού Μονοπωλίου Καπνού από την περιοχή μαζί με την ακινησία στην αγορά των κουκουλιών, προκάλεσαν την αναστολή των πληρωμών των προαναφερθέντων τραπεζικών ιδρυμάτων τον Οκτώβριο του 1911 και την φυγή των ιδιοκτητών στο εξωτερικό. Αυτή η εξέλιξη συνέβαλλε και στην πτώχευση, στις αρχές του 1912, της επιχείρησης των αδερφών Χατζηνικολάκη, που δραστηριοποιούταν στην περιοχή της Βέροιας και της Νάουσας και παρήγαγε το μισό προϊόν στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας για όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η μία πτώχευση θα φέρει την άλλη, θα προκαλέσει την κατακόρυφη άνοδο των τιμών των ακινήτων της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και άλλων περιοχών, φέρνοντας όλο το οικονομικό οικοδόμημα στα όριά του. Μέχρι και ο εκδότης της εφημερίδας «Φάρος», θα καταφύγει σε νέες πιστώσεις και σε αλλαγή επωνυμίας για να σώσει την επιχείρησή του.

Τελικά για να βρεθεί λύσει στο πρόβλημα, θα προκριθεί η δημιουργία κτηματικής εταιρείας, αλλά και πάλι η σοβαρή έλλειψη χρημάτων στην αγορά της Θεσσαλονίκης και η πολυπλοκότητα της ρύθμισης των χρεών, δεν θα ρυθμιστεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 1912, οπότε και ιδρύεται η Διεύθυνση Οικονομικών Μακεδονίας, με επικεφαλή τον Γεώργιο Κοφίνα. Αυτή η κρίση θα κλονίσει το εβραϊκό στοιχείο της πόλης, που βλέπει πια το μέλλον του με περισσότερη αβεβαιότητα[25].

Παράλληλα, θα σταματήσει απότομα η κοινωνική ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη και λόγω της φωτιάς του 1917, που έκαψε ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Η απογραφή της 18ης και 19ης Αυγούστου, που πραγματοποιήθηκε μετά την πυρκαγιά, ανέδειξε περίπου 74.000 άστεγους, εκ των οποίων οι 52.000 ήταν Εβραίοι, καθώς η φωτιά είχε πλήξει κυρίως το κέντρο της πόλης, όπου υπήρχε και η μεγαλύτερη εβραϊκή παρουσία. Οι συνολικές ζημιές υπολογίστηκε ότι ανέρχονταν στο αστρονομικό ποσό του ενός δισεκατομμυρίου φράγκα, εκ των οποίων περίπου το 75% άνηκε σε Εβραίους. Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου δεν μπόρεσε να ξεκινήσει αμέσως την ανοικοδόμηση και πήρε μια νομοθετική απόφαση, η οποία προκάλεσε έντονα το εβραϊκό αίσθημα. Ο νόμος υπ’ αριθμόν 1394, που ψηφίστηκε στις 18 Μαΐου του 1918, προέβλεπε την υποχρεωτική απαλλοτρίωση του μεγαλύτερου μέρους των οικοπέδων και των κτιρίων, τα οποία ανταλλάχθηκαν με ομολογίες μακροπρόθεσμης λήξης. Ουσιαστικά ο νόμος στόχευε στον εκσυγχρονισμό και στην ελληνοποίηση της Θεσσαλονίκης[26].

Είναι γνωστό ότι το όραμα της ενσωμάτωσης των αλλοεθνών δεν πρόκρινε τη χαλάρωση των μέτρων, αλλά την ενίσχυση της κρατικής εξουσίας. Τον Mάρτιο του 1913, στην κοινοβουλευτική συζήτηση που έγινε και αφορούσε τα ζητήματα των μειονοτήτων και των αλλοεθνών, ο Bενιζέλος αντιστάθηκε στα σχέδια των πολιτικών αντιπάλων του, που ονειρεύονταν απέραντες κατακτήσεις αδιαφορώντας για την τύχη των αλλοεθνών των περιοχών. Το εσωτερικό και διεθνές κλίμα όμως δεν βοηθούσε στην προάσπιση των μειονοτήτων. Έτσι, οι προσπάθειές του για ουσιαστικές εγγυήσεις των μειονοτικών ομάδων στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, έπεσαν στο κενό. Ουσιαστικά μετά το 1912 η δίωξη του «εσωτερικού εχθρού» ήταν ένα από τα δομικά χαρακτηριστικά όλων των βαλκανικών κρατών. «Στις τέως οθωμανικές περιοχές οι άρχουσες ελίτ προώθησαν το διωγμό ή την εθνοποίηση του πολυεθνικού ή αντεθνικού πληθυσμού, συγχρόνως με βίαιες ανακατανομές κοινωνικών πόρων και ρόλων. Όλα τα κράτη της περιοχής, οργάνωσαν με κατάλληλους χειρισμούς πολιτισμικών συμβόλων τη συνοχή του «εθνικού σώματος», και συνάμα περιθωριοποιούσαν τους «αλλοεθνείς», προσφέροντας ιδίως, επισήμως ή άτυπα, προνομιούχα πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην κατοικία και στην υγεία συνάρμοζαν την εθνική με την ταξική διαφοροποίηση.»[27]. Εντούτοις, μεταξύ των κρατών υπήρξαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την αντιμετώπιση των μειονοτικών ομάδων. Στην Ελλάδα στο επίπεδο της εθνικής ιδεολογίας ήταν ένα δίλημμα μεταξύ εθνικών και δημοκρατικών προτεραιοτήτων και όσον αφορά τους κυβερνητικούς χειρισμούς, πρώτευε η διαχείριση της πλειοψηφίας των πολιτών, που θα αποτελούσε την εθνική μάζα. Στη Μακεδονία ο αριθμός όσων δήλωναν «Έλληνες» ήταν μικρός κι επομένως έπρεπε να προωθηθούν μέτρα που θα οδηγούσαν τους τοπικούς πληθυσμούς στην υιοθέτηση της ελληνικής ταυτότητας. Αυτή τη διέξοδο διείδε ο Βενιζέλος και το 1915 στις πρώτες εκλογές μετά την ενσωμάτωση των Νέων Χωρών δόθηκε το δικαίωμα ψήφου στον ανδρικό πληθυσμό χωρίς θρησκευτική και γλωσσική διάκριση. Αυτές οι κινήσεις της κυβέρνησης προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των βασιλικών, που ισχυρίστηκαν ότι αποτελεί έγκλημα «να κληθούν Tούρκοι, Bούλγαροι, Eβραίοι και Aλβανοί να ψηφίσουν δια την … Mεγάλην Eλλάδα!» [28]. Αυτές οι εντάσεις που είχαν προκληθεί στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας σε συνδυασμό με την αμφιλεγόμενη στάση του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, όπως η πρόταση για διεθνοποίηση της πόλης το 1912[29] συνέβαλλαν στη διόγκωση των πληθυσμιακών διαφορών στη Θεσσαλονίκη. Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης µετά την πυρκαγιά του 1917, παρότι «υπαγορεύθηκε από αντικειμενικές ανάγκες και από τις πιο σύγχρονες πολεοδομικές αντιλήψεις, είχε επίσης ως συνέπεια τον εξοβελισµό της εβραϊκής φτωχολογιάς από το κέντρο της πόλης, σε όφελος του «εξελληνισµού» της»[30].

Η κυβέρνηση για να προχωρήσει στην ανοικοδόμηση, συγκρότησε μία αρμόδια επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν ο γάλλος αρχιτέκτονας – αρχαιολόγος Eρνέστ Eμπράρ, ο άγγλος αρχιτέκτονας τοπίου Tόμας Mώσον, ο γάλλος λοχαγός του μηχανικού Zοζέφ Πλεϋμπέρ, οι αρχιτέκτονες Aριστοτέλης Zάχος και Kωνσταντίνος Kιτσίκης, ο ειδικός λιμενολόγος Άγγελος Γκίνης και ο δήμαρχος της πόλης Kωνσταντίνος Aγγελάκης. Παράλληλα, ο υπουργός πολεοδομίας, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, συγκρότησε κι αυτός μια επιτροπή, που είχε σαν στόχο να εξετάσει το νομικό πλαίσιο, ώστε να δει μέχρι σε ποιον βαθμό επιτρεπόταν η ανοικοδόμηση, ενώ υπήρχε και μία τρίτη επιτροπή, που είχε σαν αποστολή να καταγράφει τις ζημιές της πυρκαγιάς[31].

«Σε όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου η μορφή της Θεσσαλονίκης αλλάζει ταχύτατα. Μεταξύ 1921 και 1924, και ενώ καταφθάνουν οι πρόσφυγες, γίνονται οι πωλήσεις των νέων οικοπέδων και αρχίζει η ανοικοδόμηση του κέντρου. Την ίδια περίοδο, η πόλη χάνει σε μεγάλο βαθμό τον σύνθετο πολιτισμικό της χαρακτήρα, καθώς εγκαταλείπεται υποχρεωτικά από τους μουσουλμάνους κατοίκους της, αλλά και σταδιακά από ένα σημαντικό αριθμό εβραίων που μεταναστεύουν στην Δυτική Ευρώπη και στην Παλαιστίνη. Πράγματι, αν και 97.025 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν την ίδια εποχή στην πόλη, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης μεταξύ 1920 και 1928 αυξήθηκε μόνον κατά 74.380. Εκτός από τις αναχωρήσεις που αναφέρθηκαν, ιδιαίτερα μεγάλη θνησιμότητα παρατηρήθηκε στην πόλη από το 1921 ως το 1924. Αλλά η «πρωτεύουσα των προσφύγων», όπως έχει εύστοχα ονομασθεί από τον Γιώργο Ιωάννου, δεν δυσκολεύεται να αναπροσανατολίσει το δυναμισμό της παρά τις γενικότερες αντίξοες συνθήκες, που συντίθενται από την απώλεια της παραδοσιακής ενδοχώρας της πόλης, την οικονομική κρίση του 1930 και την ευρύτερη πολιτική αστάθεια που επικρατεί στην Ελλάδα»[32].

Οι πληθυσμιακές ανακατατάξεις στη Θεσσαλονίκη μαζί με την έξαρση του αντισημιτισμού μέσω των εφημερίδων της Θεσσαλονίκης και τη δημοσίευση στις αρχές του 1928 στις εφημερίδες «Μακεδονία» και «Το Φως» της πρώτη μετάφρασης στα ελληνικά των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών[33], συνέβαλλαν στη δημιουργία της εθνικιστικής οργάνωσης Εθνικής Ένωσις Ελλάς, που πραγματοποίησε τον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ στις 29 Ιουνίου του 1931. Ο εμπρησμός θα πυροδοτηθεί από τις έντονες αντιεβραϊκές απόψεις που διαχέονταν μέσω του τύπου της εποχής. Ειδικότερα, η εφημερίδα «Μακεδονία» θεωρείται ότι αποτελεί εκείνη την περίοδο τον κύριο φορέα των αντισημιτικών απόψεων[34]. Ο απολογισμός του εμπρησμού ήταν η αποτέφρωση είκοσι οικημάτων (ή θαλάμων), η καταστροφή της συναγωγή, του σχολείου και του φαρμακείου, και ο σοβαρός τραυματισμός κατοίκων, ενώ λόγω της καταστροφής της συνοικίας έμειναν άστεγες περίπου εκατό οικογένειες. Κατά τη διάρκεια του εμπρησμού του Κάμπελ έγιναν και επιθέσεις μικρότερης έκτασης στους κοντινούς συνοικισμούς 6 και 151[35].

Η μη καταδίκη των υπευθύνων για τα παραπάνω επεισόδια[36] σε συνδυασμό με τις έντονες διαφορές των Εβραίων και των Ελλήνων, δεν μπόρεσε να μετριαστεί από τη σχετικά φιλο – εβραϊκή πολιτική[37], που ακολουθήθηκε από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος, μεταξύ άλλων, αμέσως μετά το πραξικόπημα ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη για να καθησυχάσει το εβραϊκό στοιχείο για την πολιτική του και προσπάθησε να τονίσει στους απανταχού Έλληνες την πατριωτική συμπεριφορά των Εβραίων, με τη συμμετοχή τους σε σημαντικές εθνικές επετείους[38]. Η εισβολή των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη το 1941 θα σηματοδοτήσει και τον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας της πόλης.

 

[ Συνέχεια στο επόμενο τεύχος του Fractal ]

 

 

______________________________________

 

[1] Αυτό το φαινόμενο παρατηρήθηκε κυρίως στο πρώτο αρχείο.

[2] Ελληνόφωνοι Εβραίοι, που είχαν ασπαστεί σε σημαντικό βαθμό τον ελληνικό πολιτισμό.

[3] Ο όρος χρησιμοποιείται για τους Εβραίους της Γερμανίας.

[4] Melih ÇOBAN, “Ottoman Jews in Salonica: a community at the heart of Ottoman Enlightenment”,

Turkish Review of Balkan Studies, (Foundation for Middle East and Balkan Studies, 2007), σελ. 70 – 71.

[5] Χεκίμογλου Ευάγγελος Α., Θεσσαλονίκη Τουρκοκρατία & Μεσοπόλεμος, (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996), σελ. 63.

[6] Στο ίδιο, σελ. 64.

[7] Γεράσιμος Κ. Αποστολάτος, «Παλαιά Εβραϊκά τυπογραφεία στην Ελλάδα», Χρονικά (Όργανο του Κεντρικού Ισραηλίτικου Συμβουλίου της Ελλάδος), Αρ. Φύλλου 173, (Μάιος – Ιούνιος 2002), σελ. 22.

[8] Paul Johnson, A History of the Jews, (Harper Perennial, U.S. 1988), σελ. 267 – 271.

[9] Mark Mazower , Salonica, City of Ghosts: Christians, Muslims and Jews, 1430-1950, (Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη 2005), σελ. 115.

[10] Ρένα Μόλχο, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης 1856-1919,  (εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2006), σελ. 17 – 32.

[11] Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, «Οι εθνικές μειονότητες», Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμος Β2 (εκδόσεις Βιβλιόραµα, Αθήνα 2003), σ. 2.

[12] Richarz Monika, “The History of the Jews in Europe during the Nineteenth and Early Twentieth Centuries”, σελ. 80 – 81.

[13] Γιώργος  Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες, (εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005), σελ. 30 – 32.

[14] Όπως αναφέρει το βιβλίο της Φραγκίσκης  Αμπατζοπούλου, Ο Αλλος εν διωγμώ : η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία : ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας (εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1998), στη σελίδα 26 – 27: «Η λέξη «αντισημιτισμός» είναι προϊόν της σύγχυσης ανάμεσα σε μια ψευδο-βιολογική έννοια, του αίματος και της φυλή, και σε έναν καθαρά φιλολογικό όρο που χρησιμοποιείται για την ομάδα των «σημιτικών» γλωσσών, με αποτέλεσμα η έννοια του «σημίτη» να παραπέμπει σε ένα ομοιογενές εθνικό και φυλετικό σύνολο και όχι απλά σε μια γλώσσα. Σήμερα ο «αντισημιτισμός» χρησιμοποιείται από τους περισσότερους συγγραφείς για να δηλώσει γενικά την εχθρότητα εναντίον των Εβραίων…»

[15] The Editors of Encyclopædia Britannica, (Προσπελάστηκε στις 2/3/2016), “Don Pacifico Affair”,  Encyclopædia Britannica, ανακτήθηκε από http://www.britannica.com/event/Don-Pacifico-affair .

[16] Μαργαρίτης, ό. π., 34 – 35.

[17] Μόλχο, ό. π., σελ. 109 – 110.

[18] Ρένα Μόλχο, «Η Εβραϊκή παρουσία στη Θεσσαλονίκη», Ο παρατηρητής, (τεύχος 25 – 26, Θεσσαλονίκη 1994), σελ. 27 – 28.

[19] Θάνος Βερέμης και  Φωτεινή Κωνσταντοπούλου, Οι Έλληνες Εβραίοι: Στοιχεία της ιστορίας τους μέσα από διπλωματικά και ιστορικά έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών, (εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2000), σελ. 170.

[20] Μόλχο, ό. π., σελ. 27 – 29.

[21] Ρένα Μόλχο, «Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και επαγγελματική δραστηριότητα των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη την αρχή του αιώνα», Θεσσαλονίκη: Επάγγελμα, παραγωγή – εμπόριο, κοινωνική ζωή, 18ος – 20ος  αιώνας, (Μελέτες Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 129.

[22] «Ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν ήταν αξιωματούχος του Ισραήλ και πρωθυπουργός (1948 – 53, 1955 – 63). Γεννήθηκε στο Plonsk της Πολωνίας. Συμμετείχε στο Σιωνιστικό σοσιαλιστικό κίνημα και μετανάστευσε στη Παλαιστίνη το 1906, όπου ίδρυσε το 1915 τη πρώτη Εβραϊκή εργατική οργάνωση. Εξορίστηκε από τους Οθωμανούς και συμμετείχε στο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με εθελοντές από την Αμερική ενάντια στη Τουρκία. Έγινε γενικός γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εβραίων Εργατών (1921 – 1933) και το 1930 αρχηγός του Εργατικού κόμματος. Έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ και σύμβολο της δύναμης του νεοσύστατου κράτους» (Σουκρού Ιλιτζάκ και Μαρίνα Αγγελοπούλου, Έλληνες και Εβραίοι εργάτες στη Θεσσαλονίκη των Νεότουρκων, (Εκδόσεις Ισνάφη, Ιωάννινα 2004), σελ. 32).

[23] Στο ίδιο, σελ. 26 – 33.

[24] Ραφαήλ Φρεζής, «Εβραϊκές τράπεζες και τραπεζίτες της Θεσσαλονίκης», Χρονικά (Όργανο του Κεντρικού Ισραηλίτικου Συμβουλίου της Ελλάδος), Αρ. Φύλλου 173, (Μάιος – Ιούνιος 2002), σελ. 16 – 17.

[25] Χεκίμογλου, ό. π., σελ. 273 – 281.

[26] Στο ίδιο, σελ. 120 – 124.

[27] Σπύρος Μαρκέτος, «H ενσωμάτωση της σεφαραδικής Θεσσαλονίκης στην Eλλάδα: το πλαίσιο, 1912-1914», Πρακτικά του διήμερου του Iδρύματος Πολιτισμού και Παιδείας για τον ελληνικό εβραϊσμό, Aθήνα 3-4 Aπριλίου 1998, (Εκδόσεις του Iδρύματος Πολιτισμού και Παιδείας της Σχολής Mωραΐτη, Αθήνα 1999), σελ. 5.

[28] Στο ίδιο, σελ. 3 – 6.

[29] Μαρία Καβάλα, Η Θεσσαλονίκη στη γερμανική κατοχή (1941 – 1944): Κοινωνία, Οικονομία, Διωγμός Εβραίων, (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2009), σελ. 49.

[30] Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, ό. π., σ. 15.

[31] Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου, Η Θεσσαλονίκη, πριν και μετά από τον Eρνέστ Eμπράρ, (Θεσσαλονίκη 2007), σελ. 7.

[32] Στο ίδιο, σελ. 13 – 14.

[33] Δημήτρης Ψαρράς, Το μπεστ σέλερ του μίσους, (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013), σελ. 114.

[34] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον εμπρησμό του Κάμπελ και τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών δείτε τις σελίδες 42 – 43 της παρούσας εργασίας.

[35] Γιάννης Γκλαρνέτατζης, (Προσπελάστηκε στις 2/3/2016) , «Αφιερώμα 2012: «Έλληνες Εξοντώσατε Εβραίους»: Το πογκρόμ του Κάμπελ (1931)», Alter Thess, ανακτήθηκε από  http://www.alterthess.gr/content/afieroma-2012-ellines-exontosate-evraioys-pogkrom-toy-kampel-1931 .

[36] Γιάννης Γκλαρνέτατζης, (Προσπελάστηκε στις 2/3/2016) , «Αφιέρωμα 2012: Η δίκη για τον εμπρησμό του Κάμπελ (1932)», Alter Thess, ανακτήθηκε από  http://www.alterthess.gr/content/afieroma-2012-i-diki-gia-ton-emprismo-toy-kampel-1932 .

[37] H φιλο – εβραϊκή πολιτική που ακολουθήθηκε είναι ένας από τους λόγους, που διαχωρίζει τη δικτατορία του Μεταξά από τα φασιστικά καθεστώτα εκείνης της περιόδου.

[38] Καβάλα, ό. π., σελ. 85 – 89.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top