Fractal

Διήγημα: “Η απαγορευμένη βόλτα στην Αγιά Μαρίνα”

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

 

 

-Μαμά φεύγω, πάω στην θεία Λίτσα!

-Εντάξει! Πρόσεχε στον δρόμο! Από τον δρόμο της θείας Καλυψώς να πας, που δεν έχει αυτοκίνητα!

Ποδηλατούσε ξένοιαστα. Το κίτρινο ποδήλατο άστραφτε πεντακάθαρο και η Βιβή, με τα δύο κοτσιδάκια να πηγαινοέρχονται σε κάθε πετάλι ήτανε χαρούμενη. Πήγαινε να συναντήσει τα ξαδέρφια της για μια ποδηλατάδα μα στο μυαλό της ακόμα ηχούσε η φωνή της μαμάς της: «Μην πάτε στην Αγιά Μαρίνα!!!! Ποτέ από τον δρόμο της Αγιά Μαρίνας γιατί περνάνε μηχανάκια και κάνουν κόντρες!!!»

Σαν να της έλεγε «από τον δρόμο της Αγιά Μαρίνας να πάτε!».

Η Βιβή βρήκε τα ξαδέρφια της να την περιμένουνε με αγωνία.

-Ήρθα! είπε η Βιβή. Πάμε;

-Έλα ρε, σε περιμέναμε, πού ήσουν; την ρώτησαν τα ξαδέρφια της καθώς έκαναν κύκλους με τα ποδήλατα στην απέναντι αλάνα από το σπίτι τους.

-Ε, τώρα έφυγα απ’ το σπίτι. Περίμενα να ξυπνήσουν οι δικοί μου να τους το πω.

Πάμε;;

-Φύγαμε!!!

Τα χαρτονάκια με τα μανταλάκια στις ακτίνες των πίσω ροδών ξεσηκώναν τον τόπο από την φασαρία. Απογευματινή ώρα καλοκαιριού και στην κωμόπολη επικρατούσε ακόμα ησυχία. Κατέβηκαν τον μεγάλο δρόμο που οδηγούσε στα περιβόλια, σχεδόν στο νότιο τμήμα της περιοχής και αρκετά απομακρυσμένα από τα τελευταία κατοικήσιμα σπίτια. Μόνο το σπίτι της θείας Μαρίας φάνταζε κάπου εκεί στην μέση της καταπράσινης περιοχής γιατί ήταν χτισμένο δίπλα στο περιβολάκι της.

Από μακριά, το μόνο που ακουγότανε ήταν η απέραντη ησυχία. Τον μονότονο ήχο τον διέκοπταν που και που το τραίνο που περνούσε για Πελοπόννησο και οι φωνές των βατράχων. Κροάξ-κροάξ-κροάξ…

Ένα από τα αγαπημένα τους παιχνίδια και συνάμα επικίνδυνο ήταν το να σκαρφαλώνουν στις στέρνες, να βυθίζουν πλαστικά μπουκαλάκια κομμένα στην μέση και να πιάνουνε γυρίνους…. Η θεία Μαρία πάντα τους φώναζε από μακριά «προσέχετε ε;;; μην πέσετε μέσα και πνιγείτε!!!!»

Η στέρνα ορθωνόταν μπροστά τους σαν ένα έργο τέχνης. Το επιβλητικό μέγεθός της τους φάνταζε μαγικό! Το νερό που έτρεχε σαν άνοιγαν την ούτα να ποτίσουν τα φυτά, έμοιαζε με θυμωμένο ποτάμι που ήξερε από που θα περνούσε. Τα ποδαράκια τους βυθιζόντουσαν όλο και πιο πολύ στο αφράτο, ζεστό και υγρό χώμα και τα αθλητικά παπουτσάκια τους από λευκά γινόντουσαν καφετιά!!!!

Στο σπίτι γυρίζανε σαν γουρουνάκια που είχαν κυλήσει σε λασπόνερα!

Εκείνη την ημέρα αποφάσισαν να καταπατήσουν τον όρκο που είχαν δώσει στους γονείς τους και μετά το παιχνίδι τους πήραν τον «απαγορευμένο» δρόμο, τον δρόμο που έβγαζε στο ξωκκλήσι της Αγιά Μαρίνας, στην δυτική πλευρά της πόλης.

Ο δρόμος ήταν μακρύς και ατελείωτος. Δεξιά και αριστερά του δρόμου υπήρχαν χωράφια και περιβόλια. Που και που γαύγιζαν σκυλιά και αυτό τα τρόμαζε πιο πολύ.

-Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω, είπε φοβισμένα η Βιβή.

-Έλα ρε, της είπε ο ξάδερφός της και ποιός θα το μάθει; Δεν θα το πούμε στην μαμά!

-Η Βιβή έχει δίκιο, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η αδερφή του. Αν το μάθουν στο σπίτι θα φάμε ξύλο!

-Σιγά μην το μάθουν, πετάχτηκε ο αδερφός της. Αφού δεν θα το πούμε, ε Βιβή;;;

-Εεε…ναι…, απάντησε αυτή φοβισμένα.

Στα μισά του δρόμου τα παιδιά άρχισαν να κουράζονται. Είχαν ήδη παίξει τόσην ώρα, είχαν ήδη ποδηλατήσει σχεδόν όλο το απόγευμα και τώρα που άρχισε να δύει ο ήλιος, αυτά αποκαμωμένα και εξαντλημένα πηγαίναν με τα μικρά ποδηλατάκια τους κατά το ξωκκλήσι μέχρι την στιγμή που ακούστηκε από μακριά ο θόρυβος μιας κρος μηχανής. Μπρουμ-μπρουμ-μπρουμ μαρσάριζε από μακριά και τα παιδιά κοιτάχτηκαν έντρομα.

-Σας το’ πα! πετάχτηκε η Βιβή. Δεν έπρεπε να είχαμε έρθει! Θα έρθουν αυτοί με τα μηχανάκια που κάνουνε κόντρες και κλέβουνε παιδιά! Φοβάμαι, είπε και πήγε να κλάψει…

Τα παιδιά αλληλοκοιτάχτηκαν έντρομα. Και τώρα;; Τώρα τι κάνουνε; Πού θα κρυφτούν που θα ‘ρθουν «οι αλήτες» με τις μηχανές και τις σούζες τους; Τόσα δυστυχήματα είχαν γίνει στον δρόμο αυτόν. Τόσα παιδιά είχαν κλέψει οι γύφτοι. Τόσα πράματα περίεργα είχαν ακούσει. Για το ρέμα της γουρούνας με τα επτά γουρουνάκια που ήταν θαμμένα από την αρχαιότητα, όλα κατάχρυσα και όποιος τα έβρισκε θα γινότανε πάμπλουτος. Για τις λάμιες και τα στοιχειά. Για την κοπέλα που έβγαινε τα μεσάνυχτα με το νυχτικό και φώναζε τα χαμένα παιδιά της. Για την ΜπαμπΛένα που έσφαξε στον ύπνο τους όλα τα εγγόνια και το πρωί τραβούσε τα μαλλιά της… Μπρρρ… Τι γίνεται τώρα; αναρωτήθηκαν. Ο ήλιος πια είχε δύσει και η μηχανή ερχόταν κατά το μέρος τους. Χωρίς δεύτερη σκέψη έδωσαν ένα σάλτο και βρέθηκαν στο χαντάκι που υπήρχε κατά μήκος του δρόμου. Η μηχανή πέρασε δίπλα τους με δυνατό θόρυβο. Ο αέρας που σηκώθηκε στο διάβα της και τα λασπόνερα που πετάχτηκαν από τις ροδιές της κάνανε τα παιδιά να τρομάξουν πιο πολύ και αυτά ακόμα κρυμμένα και φοβισμένα δεν ήξεραν τι να κάνουν. Η Βιβή έβαλε τα κλάματα. Ακολούθησε η ξαδερφούλα της ενώ ο «άντρας» της παρέας, ως ο πιο ψύχραιμος είχε μόνο κατουρήσει το σορτσάκι από το φόβο του, αλλά στάλα δάκρυ στο μάγουλο. Σιγά μην κλάψει μπροστά στα κορίτσια. Μετά έκλαψε. Στο σπίτι όταν γύρισαν λασπωμένοι και αναμαλλιασμένοι καθώς τους περίμενε όλη η γειτονιά αφού αναστατωμένοι όλοι τους έψαχναν. Το περιπολικό με τον αναμμένο φάρο έφυγε μετά από λίγη ώρα αφού τέλος καλό, όλα καλά. Η απαγορευμένη βόλτα στην Αγιά Μαρίνα, έλαβε τέλος. Αυτή η σκανταλιά τους έχει μείνει ανεξίτηλη στην μνήμη τους μέχρι τώρα που πια είναι μεσήλικες όλοι. Όταν μαζεύονται και το θυμούνται τους πιάνουνε τα γέλια…

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top