Fractal

Διήγημα: «Η ανύπαρκτη ζωή του Ευγένιου Μένσκιν»

Της Αντιγόνης Ηλιάδη // *

 

 

f3

 

 

Ο Ευγένιος Μένσκιν ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε ιδέα για το τι θα ήθελε να κάνει στη ζωή του. Ήταν πολύ μπερδεμένος και χαμένος. Κι αυτό τον έκανε να σκάει. Ένιωθε ότι θέλει να μπήξει τα πόδια μιας ξύλινης καρέκλας στο στομάχι του μέχρι να βγούνε από την πλάτη του. Ή να σφίξει τον λαιμό του πολύ δυνατά, μέχρι να μη μπορεί να πάρει ανάσα και να πνιγεί. Κάθε πρωί πήγαινε δίπλα στον σταθμό των τρένων και έβλεπε τις παλιές ράγες για πολλή ώρα. Του άρεσαν τα τρένα. Οι καημοί των ανθρώπων φεύγουν με τα τρένα. Μετακομίζουν και πηγαίνουν σε άλλα μέρη. Ο ήχος από τα σίδερα των τρένων του προκαλούσε μία εκτεταμένη νοσταλγία. Ένιωθε ότι του λείπει η Ρωσία και η Ουκρανία, του λείπει το παγωμένο χιόνι και οι θείοι του που τον μεγάλωσαν και τον ξαπόστειλαν και τον ξέχασαν.

«Ευγένιε, είσαι μόνος να πας να βρεις αλλού την τύχη σου, παιδί μου. Φεύγουν τα λεωφορεία για Ελλάδα, να πας κι εσύ. Άιντε στο καλό, να μη σε ξαναδούμε.»

Η νοσταλγία τον έπιανε όταν έτρωγε ζύμη από πιροσκί, από ψωμί και τοματόσουπα ή βρωμερό λάχανο. Η θύμηση των παλιών ημερών στο φτωχό Ντνιπροπετρόβσκ τον έκανε να θέλει να ξύνει το πουλί του συνέχεια. Ένιωθε ανασφαλής. Δεν ήξερε πότε θα πεθάνει και πότε όχι. Έπαιζε το πουλί του και το τυραννούσε για λίγη ώρα. Το πήγαινε πάνω-κάτω με βία και δύναμη. Μόλις το πουλί του έβγαζε λευκό υγρό κι ανάβλυζε τη θεία παρουσία, ηρεμούσε. Πασάλειβε το σπέρμα του πάνω στην κοιλιά του και στα χέρια του. Λευκό πηχτό και μυρωδάτο. Ένιωθε καλύτερα έτσι. Με τα χύσια του παντού απλωμένα στο δέρμα του. Μία ακαταμάχητη ηρεμία.

Ξάπλωνε μερικές φορές πάνω στις ράγες. Ένιωθε τη γη και το σίδερο δεμένα και σκαλωμένα, το ένα μέσα στο άλλο. Ήταν ένας μικρός κι ασήμαντος άνθρωπος. Δεν είχε όνειρα, δεν είχε σκέψεις. Κοιτούσε τον ουρανό, τα σύννεφα και μόλις ένιωθε στο πίσω μέρος του λαιμού του τη γη να τραντάζεται και να δονείται, έδινε μία προς τα πάνω και πεταγόταν όρθιος. Σηκωνόταν, κοιτούσε τον ορίζοντα με ανυπομονησία και περίμενε να δει το τρένο να περνάει. Να περνάει. Και μετά να χάνεται.

Καθόταν στην Κόλαση, το καφενείο δίπλα στον σταθμό για τους γέρους μόνους άνδρες. Κόντευε κι αυτός τον μισό αιώνα. Τα χρόνια είχαν περάσει. Περιφερόταν στη Θεσσαλονίκη πολύ καιρό. Δούλευε από εδώ κι από εκεί, ζητιάνευε, φυτοζωούσε. Μία πολυκατοικία δίπλα στον σταθμό. Μπάνιο κοινόχρηστο κι ένα παλιό διαμέρισμα, εγκαταλελειμμένο. Με τα λίγα πράγματά του μέσα, στημένα, τακτοποιημένα εδώ κι εκεί με έγνοια. Το ξυράφι του, την οδοντόβουρτσα και τα σαπούνια του, τα ελάχιστα ρούχα του για τον χειμώνα και το καλοκαίρι και τα περιοδικά του. Περιοδικά κι εφημερίδες που έβρισκε στον δρόμο, που έκλεβε από περίπτερα, που ξεχνούσαν οι άνθρωποι στα παγκάκια και στα λεωφορεία. Με ημερομηνίες παλιές και τωρινές. Ο Ευγένιος έτσι έμαθε κουτσά-στραβά να διαβάζει, έπιανε πού και πού το μάτι του μία ταμπέλα και ήξερε πώς να την προφέρει. Είχε έρθει στην Ελλάδα μεγάλος, είκοσι και χρονών. Ένιωθε πάντα σαν τον Ουκρανό, σαν τον άλλον. Ποτέ δεν ένιωσε ο εαυτός του. Ξένος ανάμεσα στους ξένους. Χωρίς να ξέρει καλά τη γλώσσα. Τα ελληνικά του ακούγονταν σαν ένας διαφορετικός κόσμος. Και ήταν μόνος. Πολύ μόνος. Μία απύθμενη μοναξιά. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, είχε αξύριστα γένια, μεγάλο κεφάλι, ψηλό ανάστημα και μικρά μάτια.

Το καφενείο λεγόταν Μιμόζα κανονικά, αλλά το αποκαλούσαν όλοι Κόλαση, γιατί οι γέροι που σύχναζαν εκεί ήταν ετοιμοθάνατοι. Του Ευγένιου του άρεσε που ένα λουλούδι έγινε τόσο εύκολα η κόλαση. Του ταίριαζε κατά κάποιον τρόπο. Στο καφενείο απολάμβανε την ηρεμία του. Κανείς δεν τον ενοχλούσε, κανείς δεν του μιλούσε. Του άρεζε που το καφενείο είχε τραπέζια έξω με λίγες γλάστρες μαραμένες και λάμπες από τις χρυσές εποχές που γίνονταν πανηγύρια στην περιοχή τριγύρω. Λάμπες πολύχρωμες, ξεχασμένες που δεν άναβαν πιθανότατα πια. Σβησμένες για πάντα. Ο Ευγένιος έκανε στο μυαλό του εικόνες από τα πανηγύρια με γύφτισσες να χορεύουν, να βαράνε ντέφια και να παίζουν οι γέροι βιολιά και να μαζεύονται τα παιδιά και να παίζουν και να γελάνε δυνατά. Ήθελε να ζήσει κάτι τόσο φωτεινό. Συνέλεγε εικόνες στο μυαλό του, τις τραβούσε μέσα από τις λάμπες και τις κρατούσε στριμωγμένες πλάι-πλάι στην καρδιά του.

Στο καφενείο καθόταν πάντα έξω. Μία μόνιμη άνοιξη. Παρήγγειλε πάντοτε έναν σκέτο ελληνικό καφέ. Στη Ρωσία δεν πίνουν συχνά καφέ. Του άρεσε η συνήθειά του. Τον ζητούσε κλασσικό. Απλό και μαύρο. Έκανε ενάμισι ευρώ. Ήταν ο μόνος που έπινε όλη μέρα. Τον ακουμπούσε δίπλα του και κοιτούσε γύρω του εκστασιασμένος. Τα καλώδια της ΔΕΗ, τον ΟΣΕ, τα σάπια δένδρα γύρω, τις ρημαγμένες πολυκατοικίες, τη δική του αγαπημένη πολυκατοικία με το σπιτάκι του που φαινόταν στο βάθος σαν ερείπιο. Και τον περίμενε να ξαπλώσει το βράδυ στο μουχλιασμένο στρώμα του που το είχε καλύψει με χαρτόκουτα και πολλές κουβέρτες για να είναι ζεστό. Η μούχλα είχε ποτίσει και μύριζε μία μυρωδιά που του καθόταν πολύ καλά στα ρουθούνια και τον έκανε να ανακουφίζεται και όταν ήταν ανήσυχος στον ύπνο, έπαιρνε μία βαθιά ανάσα και έκλεινε τα μάτια του και κοιμόταν κατευθείαν.

Κουβαλούσε πάντα μέσα στο μακρύ, λεπτό παλτό του ένα ξύλινο ορθογώνιο κουτί σαν μικρό φέρετρο. Το γέμιζε κάθε βράδυ με μαργαρίτες που φύτρωναν παράλογα πλάι στα δένδρα του πεζόδρομου της Καλαμαριάς. Μάζευε τις πόες μία-μία και τις ξερίζωνε από τη ρίζα τους. Γέμιζαν τα χέρια του χώμα και κόκκινα σπιθουράκια. Στα δένδρα κοιτούσε μέσα στα πυκνά κλαδιά, στις συστάδες μήπως και δει κανένα ζωάκι, ξέμπαρκο που ξέφυγε από το λυσσασμένο στόμα της πόλης. Σπάνια έβλεπε κανένα σκιουράκι ή καμιά γάτα, ποιος ξέρει. Φανταζόταν πως μία μέρα τα ζώα θα κατακτήσουν τα δένδρα κι όταν γίνει αυτό οι άνθρωποι θα τρομάξουν, θα μαζέψουν μανιασμένοι τα συμπράγκαλά τους και θα φύγουν τρέχοντας σαν κατσαρίδες από τις πόλεις τους. Προτιμούσε τα ζώα και την ερημιά. Περπατούσε από δένδρο σε δένδρο μέχρι να βρει το επόμενο λουλούδι που να του κάνει. Η καλή μαργαρίτα έπρεπε να είναι ψηλή πάνω από ένα μέσο ποτήρι περίπου, όχι πολύ παχιά ούτε πολύ λεπτούλα, ώστε να μπορεί να αντέχει στο κρύο και στην κακουχία.

Ο Ευγένιος κατέληγε στα πάρκα με τα παρτέρια να ψάχνει μαργαρίτες να γεμίσει το κουτί του. Η Καλαμαριά δεν του έφτανε ποτέ. Τι να σου κάνει μία Καλαμαριά, μπροστά στον πόθο της μαργαρίτας. Έφτανε μέχρι τη Μοναστηρίου και πιο πέρα, Μενεμένη και Ξηροκρήνη, στα σπίτια με τις μπουγάδες από έξω, με τις κυράτσες που φωνάζουν, τα γεμάτα ψιλικατζίδικα και τα μαγαζιά με τα καθαριστικά είδη για το σπίτι. Μπορεί να περπατούσε όλο το βράδυ. Έψαχνε κι έψαχνε κι αυτός δεν ήξερε καλά-καλά τι αναζητούσε. Τις μαργαρίτες ήθελε κι όλο το βράδυ μόνος του σιγομιλούσε και περίμενε να δει τα αστέρια. Κι αν είχε σύννεφα και βροχή μελαγχολούσε και ήθελε να μιλήσει σε κάποιον και στην Γιαννιτσών ήταν γεμάτο Αλβανούς που δεν συμπαθούν τους Ρώσους. Οι Έλληνες τον κοιτούσαν με την άκρη του ματιού τους ευγενικά. Και οι Ουκρανοί ήταν άνθρωποι εργατικοί που άντε να τους πετύχαινε σπανίως σε καμιά δουλειά σε οικοδομή, αλλά οι περισσότεροι είχαν σπιτωθεί κι από τότε είχε χάσει κάθε επαφή και δεν μπορούσε να κάνει σχέσεις.

Είχε αφήσει πίσω του τους ανθρώπους για χρόνια, άντε να κοινωνικοποιηθεί με κανέναν στον δρόμο, αλλά μύριζε, δεν έκανε συχνά μπάνιο και τον απέφευγαν κι ας ένιωθε αυτός με το σπέρμα του πάνω του ασφαλής. Πήγαινε στα στενάκια και έπαιζε το πουλί του γλυκά και σταθερά, δυνατά και γρήγορα και γέμιζε χύσια από την ψωλή του και τα σκούπιζε στα χέρια του, στα μπράτσα και στην πλάτη του, στα πόδια και στην κοιλιά του. Κι όλο το βράδυ πήγαινε στις παιδικές χαρές κι έβλεπε τις κούνιες μόνες τους, να τις σέρνει ο αέρας, τις στάσεις των λεωφορείων άδειες, τα αυτοκίνητα να τρέχουν στην Εγνατία και τους ανθρώπους να πηγαίνουν πάνω-κάτω σαν δολοφονικά κουνούπια. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν να βρει μαργαρίτες. Και μες στα πάρκα τις είχε μαζέψει όλες και έπρεπε να σκεφτεί τι θα κάνει σαν τελειώσουν. Δεν ήθελε το μυαλό του να καταπιάνεται με μαύρες σκέψεις.

Πάντα επέστρεφε στον σταθμό, κάθε πρωί. Πριν ξημερώσει, η Μιμόζα που έγινε Κόλαση άνοιγε στις έξι. Καθόταν από έξω να συλλογιστεί. Άνοιγε το κουτί στο τραπέζι του καφενείου. Έπινε μία γουλιά καφέ και έβγαζε μία-μία τις μαργαρίτες. Η πρώτη γουλιά ήταν πάντα η καλύτερη, η πιο γλυκιά. Άπλωνε τις μαργαρίτες με τη σειρά. Μία πολύ συγκεκριμένη σειρά. Από την πιο μικρή στην πιο μεγάλη. Προσεκτικά και πολύ απαλά, μη τις φύγουν τα πέταλα. Όσες ήταν κάπως μαραμένες τις έβαζε πάνω-πάνω και τις πρόσεχε ιδιαιτέρως. Τα χέρια του ήταν μεγάλα και σκληρά, αλλά όταν έπιανε τις μαργαρίτες τα ένιωθε πιο μικρά και τρυφερά. Και ρουφούσε τον καφέ του με τα λουλούδια του στο πλάι του είτε έβρεχε είτε είχε ήλιο, με συννεφιά ή χωρίς.

Το τραπέζι ήταν σαν καμβάς. Ο Ευγένιος θαύμαζε τους μικρούς λεπτούς πράσινους μίσχους. Τα νεύρα και τις αρθρώσεις των φυτών. Τα κλαδάκια τους, τα ματσάκια τους, τα φυλλαράκια τους. Χάιδευε τις μαργαρίτες του με όλη του την αγάπη και τη φροντίδα. Μία προς μία, να μην παραπονεθεί καμία Και δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει άλλο στη ζωή του πέρα από τον χαϊδεύει μαργαρίτες. Οι μαργαρίτες που του άρεσε να μαζεύει ήταν οι κλασσικές, οι άσπρες. Οι πιο δημοφιλείς και χαρακτηριστικές. Υπήρχαν και σε άλλα χρώματα, πιο σπάνια. Πιο εξωτικά. Οι άσπρες ειδικά τον τρέλαιναν. Του άρεσε που ποτέ δεν φύτρωναν μόνες τους. Που ήταν τόσο ευαίσθητες και κόβονταν εύκολα. Που βγαίνανε μόνο στον τροφαντό ήλιο και μαραίνονταν τους χειμερινούς μήνες. Που όσο ο Ευγένιος τις έκοβε, τόσο αυτές πείσμωναν κι έβγαζαν αποικίες με τεράστιους φουντωτούς θάμνους. Δεν έκοβε μόνο τις μαραμένες. Έκοβε και τις ανθισμένες και τις πιο χλιαρές και τα μπουμπούκια τους και όλα. Τον εκνεύριζε ταυτόχρονα που τις έβλεπε κάτω. Ήθελε να τις μαζεύει για το κουτί και το τραπέζι του. Να τις βλέπει δίπλα του την ώρα που πίνει καφέ. Να καθαρίζει από πάνω τους τη μελίγκρα και τις αφίδες. Να τις προσέχει.

Δεν θα πάθετε τίποτα αγαπημένες μαργαρίτες. Θα είστε γυαλιστερές και φροντισμένες. Μέχρι να ξεραθείτε στο μικρό σας φορητό φέρετρο. Θα είστε δικιές μου, δικιές μου για πάντα. Δεν θα σας αφήσω να φύγετε. Δεν θα πάτε πουθενά. Εδώ, μαζί μου θα μείνετε.

Η Κόλαση ήταν χωμένη στο πάρκο των ερειπωμένων πολυκατοικιών με τα πυκνά σαφρακιασμένα δένδρα που είχαν άγρια απεριποίητα κλαδιά και ήταν πίσω από τον σταθμό. Οπότε κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στο καφενείο των γέρων που αργοπέθαιναν. Όμως καμιά φορά, σαν περνούσαν περαστικοί από την Κόλαση, κοιτούσαν περίεργοι τον Ευγένιο και τις μαργαρίτες του στο τραπέζι. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έκανε, γιατί τις μάζευε, γιατί τις άπλωνε, γιατί καθόταν εκεί και έπινε τον καφέ του μαζί με τις μαργαρίτες.

Ο Ευγένιος έβριζε την παναγία για τα παιδιά που είχαν πεθάνει από φτώχια και ασιτία στη Ρωσία. Μετά το μετάνιωνε και προσευχόταν, παρότι δεν ήταν χριστιανός, πολύ βαριόταν. Του μιλούσε ο διπλανός, από το άλλο τραπέζι. Πάντα κι αυτός πρωί ερχόταν στην Κόλαση. Ήταν ένας γέρος φτωχός, ντυμένος με μπεζουλί εσώρουχα που φαίνονταν κάτω από το κίτρινο πουκάμισό του και το μπλε το παντελόνι του. Λίγο χοντρός κι ευχάριστος, χαμογελαστός με τα λειψά του δόντια, τα άγρια γένια του, τις πέντε τρίχες στην κοκκινωπή φαλάκρα του και τα καρό σακάκια του. Κοιτούσε τον Ευγένιο και τον έλεγε τρελό, αλλά του χαμογελούσε και ποτέ δεν του έλεγε να φύγει από εδώ, πάντα του φερόταν φιλικά κι ευγενικά. Του μιλούσε και του έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο.

Ο γέρος δεν είχε πολεμήσει ποτέ, τον λέγανε Ιάκωβο και ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά, τα αδέρφια του ήταν στρατιώτες και δύο είχαν πεθάνει στα αναχώματα, κάπου το τριάντα με σαράντα. Αυτός ήταν μικρός και θεόμουρλος, έκανε ψιλές δουλειές και έβγαζε κανένα φράγκο για να τρώει ξερόψωμα. Και τραγουδούσε στους δρόμους, είχε μία φωνή ψιλο-βαριά που έπιανε ακόμα και στους αστυνόμους που από τύχη δεν τον μάζευαν μία και καλή μέσα. Του παρήγγειλαν να τραγουδάει λαϊκά και κάτι νησιώτικα και τα είχε μάθει και στα σλάβικα, για να τα λέει με τα παιδιά που έκανε παρέα. Παιδιά, να τα λέει ο κόκορας και να γελάει. Όλοι στην ηλικία του ήτανε, εβδομήντα κάπου και το χάσαμε, οι μισοί είχαν πεθάνει. Ήταν κάτι παρέες που πίνανε ως τις εννιά το πρωί από το προχθεσινό απόγευμα, ρετσίνες, σάπια κρασιά, ούζα και τσίπουρα και χόρευαν και τραγουδούσαν και περνούσαν φανταστικά, μέχρι που θυμούνταν τις ζωές τους και τρόμαζαν από τη ζοφερή αλήθεια της φτωχολογιάς. Ευτυχώς οι μισοί είδαν τα ραδίκια ανάποδα και φθηνά τη γλύτωσαν. Είχανε πάει από καρκίνους, καρδιά, εγκεφαλικά και γηρατειά, οι πιο τυχεροί από ζάχαρο και άγρια σεξουαλικά πράγματα. Ελάχιστοι είχαν μείνει κι όσοι από αυτούς ήταν πιο άτυχοι και δεν είχαν πάρε-δώσε με τα συγγενολόια που σε κλείνουν πριν το πάρεις χαμπάρι στα γηροκομεία με νοσοκόμα και πριβέ φαγητά και ξεσκατίσματα, σύχναζαν στη Μιμόζα.

Ο γέρος συμπαθούσε τον Ευγένιο και του έλεγε και κανένα τραγούδι, καμιά μελωδία, έτσι δωρεάν. Χωρίς αντίτιμο. Πιο πολύ εκτιμούσε τη δουλειά που έκανε, τον έλεγε νέο παιδί και τα αυτά. Κοιτούσε τις μαργαρίτες κι αναπολούσε κι αυτός κώλους και βυζιά από κορασίδες που είχαν συνευρεθεί για μία βραδιά κι έκαναν να τρίζουν τα κρεβάτια και τα στρώματα. Θυμόταν σε κάθε πέταλο, από κάθε μαργαρίτα τα μεθύσια και τα γλέντια, τις χαρές, τα πανηγύρια. Αλλά και τα πιο δύσκολα. Τα τραγούδια του στα πεζοδρόμια που τον έδερναν οι αλήτες για να του πάρουν από το καπέλο τα λεφτά. Τις βόλτες που έκανε στις πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας για να ζήσει. Τις βραδιές του χειμώνα που του κοβόταν η φωνή από το κρύο και δεν μπορούσε να τραγουδήσει, τα σπίτια που του άνοιγαν την πόρτα φιλικά και γνώριζε κόσμο κι έκανε παρέα. Και μάθαινε να ζει παράνομα, σαν ένας σκύλος στον ήλιο μία ευτυχία, άραζε όπου έβρισκε και περίμενε τα ποτιστικά από τα λουλουδικά των δήμων να του βρέξουν το κορμάκι να στανιάρει. Ενώ από την άλλη, στο κρύο καλύτερα να πέθαινε, καθώς περνούσε ατελείωτες νύχτες τρέμοντας σύγκορμος από την υγρασία και την ασιτία. Όλα τα παλούκια μαζί ακόμα κι αυτός δεν ήξερε πού να τα χωρέσει.

Ο Ευγένιος δεν μιλούσε, μονάχα άκουγε τα τραγούδια του γέρου. Λάτρευε τη φωνή του γέρου που είχε βραχνιάσει, είχε γεράσει και ήταν πια ένας ξεκούτης παράφωνος. Δεν μπορούσε να φανταστεί αυτά που ο γέρος του είχε πιει, του φαινόταν πως είχε πια αποτρελαθεί και καθετί που του έλεγε ήταν μία φανταστική μονάχα ιστορία. Όμως μόνο έτσι έλεγε με το λαρύγγι του την αλήθεια κι έπινε ούζο βρωμερό με την αυγή, καφέ δεν ήθελε καν να δει, τον έλεγε φαρμάκι. Έλεγε στον Ευγένιο να μην πίνει πολύ από το μαύρο το χαρμάνι, γιατί θα πάει μία ώρα αρχύτερα από βουλωμένη σπλήνα στη σκουληκιασμένη γη. Τον εκτιμούσε ιδιαιτέρως και τον προστάτευε με τα λόγια του, με τα τραγούδια του, με τις ιστορίες του που θαρρείς και οι μισές βγαίνανε από έναν άλλον κόσμο. Λες και ο γέρος δεν υπήρξε ποτέ και ήταν όλα μία συλλογή από στοιχεία που ο Ευγένιος είχε φτιάξει και πρόβαλε κάθε πρωί στο μυαλό του για να υπάρχει λίγη φασαρία.

Ήξερε ο Ευγένιος πολύ καλά ότι ο γέρος του έπιανε μόνο την κουβέντα, έτσι για να υπάρχει κάτι να λέμε. Και δεν τον είχε προσκαλέσει ποτέ στο τραπέζι του. Καθένας είχε το δικό του, τη δική του καρέκλα και τη δική του πλευρά. Ο Ευγένιος έκανε με τις μαργαρίτες τα δικά του χαλιά και τις κρατούσε σε όλη την επιφάνεια του τραπεζιού μη και φυσήξει λίγο ο βοριάς και τις πάρει μαζί του. Άκουγε τον γέρο προσεκτικά. Δεν τον συμπαθούσε, δεν του έκανε ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Μάθαινε ιστορίες τη μία μέρα και τις ξεχνούσε την επόμενη για να τις ξανακούσει και να δει τον γέρο να γελά σαν να είναι η πρώτη-πρώτη του φορά. Σαν να ήταν μπέμπης ακόμα που γεννήθηκε μες στα σάβανα κάπου φτωχά σε μία κακοφημισμένη γειτονιά και του δώσανε ένα ζουμερό φρούτο να το πιπιλάει και να το κρατάει στα χέρια του σφιχτά. Ο Ευγένιος σιγομουρμούριζε πού και πού καμιά μελωδία. Κι αγνάντευε τον ουρανό. Του άρεσε ο γέρος, πιο πολύ από κάθε άλλον περαστικό και τον ανεχόταν.

Αλλά πιο πολύ στον Ευγένιο άρεσε ένα χαρωπό κορίτσι. Ένα θηλυκού γένους ανθρώπινο πλάσμα που πηγαινοερχόταν σαν αύρα στο καφέ. Η καφετζού της Κόλασης λεγόταν Πανδώρα και ήταν μία γλυκύτατη νεαρή κοπέλα, όχι πάνω από τριάντα χρονών. Το σπίτι της είχε πάρει φωτιά και το μισό πρόσωπό της ήταν καμένο. Οι φήμες λένε ότι το έκαψε ο αγαπητικός της, καθώς είχαν αρραβωνιαστεί και η καφετζού που δεν έκανε σεξ πριν το γάμο, έμεινε έγκυος και γέννησε ένα παιδί. Αυτό το παιδί δεν το είχε δει ποτέ κανείς. Πέθανε, το δώσανε αλλού, άνοιξε η γη και το κατάπιε. Κανείς δεν ξέρει, δεν έμαθε ποτέ. Άφαντο το παρθένο βρέφος. Και η καφετζού με τον αγαπητικό της χώρισαν, όχι ήρεμα. Είχε συνταραχθεί η γειτονιά, σπάζανε τα τζάμια από τα παράθυρα, πετούσαν καρέκλες και γλάστρες χάμω στον ακάλυπτο, ουρλιάζανε, κλαίγανε και όλο είχαν έξαλλους καυγάδες. Οι φήμες λέγανε επίσης ότι ο λεγάμενος της έδινε και ξύλο της καημένης της Πανδώρας. Μέχρι που έφυγε για τον Νότο, να πάει να βόσκει γίδια σε ένα βουνό και την παράτησε στο καφενείο του μπαμπάκου της. Ερημίτης σάμπως. Είχε ανακαλύψει πως τα τσάκρα του ήταν μπλοκαρισμένα και πως η ενέργειά του ήθελε χώρο για να εκφραστεί και να ρεύσει. Στράφηκε στην εναλλακτική γιόγκα κι εγκατέλειψε τον πολιτισμό, για να κάνει παρέα με τα γίδια.

Οι αντίπαλες φήμες λέγανε άλλα πράματα. Πως η Πανδώρα έμενε μόνη με τον πατέρας της, σε μια φτωχογειτονιά. Ώσπου κάηκαν όλα, γίνανε στάχτες και δεν έμεινα τίποτα. Ήταν ένα μεσημέρι σαν όλα τα άλλα. Ο Ευγένιος μάζευε τις μαργαρίτες του, ανέμελος, ο γέρος τραγουδούσε και η καφετζού μαγείρευε πατάτες γιαχνί. Κι εκείνη τη μέρα είχε σκεφτεί να κάνει φασολάκια κι ίσως να μην είχε συμβεί τίποτα αν είχε αλλάξει το μενού. Αλλά κάποιος την είχε καταραστεί, το κακό το μάτι κάθισε στις πατάτες γιαχνί, στο βραστό νερό της κατσαρόλας και καμιά βασκανία δεν θα προλάβαινε να τη σώσει από το κακό που πρόσμενε να τη βρει.

Το σπιτάκι της άρπαξε φωτιά κι αυτή άρχισε να τρέχει σαν χαμίνι, βγήκε έξω από το κτίσμα γρήγορα και πανικόβλητα. Στη φωτιά από τις πατάτες γιαχνί, η Πανδώρα έχασε τον μπαμπάκο της. Κι ο κυρ-Στέφανος τα είχε φάει τα χρονάκια του, ήταν μεγάλος σε ηλικία. Πάντα είχε το καφενείο και το πρόσεχε πολύ. Νοικοκύρης σωστός, είχε πλάι του την κόρη του και τη γυναίκα του μέχρι να πεθάνει από ψαροκόκαλο και την αγαπούσε πολύ. Κι ας της είχε κάνει τη ζωή πατίνι με τα καζίνο και τον τζόγο και τα μαύρα λεφτά που της έπαιρνε για να κρατά ανοιχτή την επιχείρηση.

Στα τελευταία του, ο κυρ-Στέφανος είχε χάσει την αίγλη του, τα αυγά και τα πασχάλια του. Είχε αφήσει από καιρό τα λογικά του και δεν σηκωνόταν συχνά από το κρεβάτι. Κατουρούσε κι έχεζε στην πάπια του και τον άφηνε η Πανδώρα για τη δουλειά και τον έβρισκε το βράδυ μέσα στα σκατά, λουσμένο με ούρα από πάνω ως κάτω. Κι ήταν κρίμα, κάποτε νέος και να βγάζει λεφτά έτσι μαύρα και παράνομα, πιο γοητευτικά. Τώρα ένα ερείπιο και τίποτα άλλο. Ήρθε και τον πήρε η φωτιά και η καλή Πανδώρα είπε στον θεό ευχαριστώ που της πρόσφερε τον θάνατο για τον αγαπημένο της μπαμπάκο. Τόσο πολύ ένιωσε ανάλαφρη και μία ενοχική ευτυχία στις άκρες των δαχτύλων της που σχεδόν ντρεπόταν και για τρεις εβδομάδες έκανε νηστεία. Ζήτησε συγχώρεση και με ταπεινή σταθερή προσευχή και ξεπέρασε τον χαμό της. Δεν φόρεσε ποτέ μαύρα, πάντοτε ντυνόταν στα λευκά. Σκεφτόταν τον πατέρα της στάχτες να τον τρώνε οι αναθυμιάσεις και η φλόγες και την έπιαναν πού και πού στο καφενείο κάτι υστερικά. Χτυπιόταν στους πάγκους, στους τοίχους και μουρμούριζε ακαταλαβίστικα.

Ο Ευγένιος την συμπαθούσε πολύ και δεν την κοιτούσε περίεργα. Κάποιοι άλλοι ξερά γέρικα κουτορνίθια την κορόιδευαν και γελούσαν δυνατά, όταν έτρεμε η καημένη και χτυπιόταν. Ήταν μία καλή γυναίκα. Και δεν πειράζει που πάει ο κυρ-Στέφανος, ήθελε να λέει στον εαυτό της λόγια παρηγορητικά. Πώς ήταν που ήταν γέρος, υπέφερε από καταρράκτη, ίλιγγο και αρθριτικά και ανακουφίστηκε. Η φωτιά ήταν θεία ευλογία και κατά βάθος όλοι το ήξεραν.

Η Πανδώρα πρόλαβε να βγει από το σπίτι που σε δευτερόλεπτα αναφλέχθηκε. Κάηκαν όλα τα πράγματα με μικρές καταστρεπτικές εκρήξεις. Ο αγαπητικός της Πανδώρας δεν ξαναφάνηκε και το πρόσωπό της το μισό καταστράφηκε. Αλλά το ένα μάτι της, το γαλανό έλαμπε, κάτω από τα πυρόξανθα μαλλιά της, καθώς σέρβιρε τους καφέδες στους ηλικιωμένους άνδρες πλάι στον θάνατο. Και ο Ευγένιος την κοιτούσε με μία αγαλλίαση σκέτη δωρεά. Και η Πανδώρα δεν ήταν αδιάφορη σε αυτά. Όλο έκανε πήγαινε-έλα κοντά του και του κρατούσε συντροφιά από μακριά. Τον κοιτούσε να αραδιάζει μαργαρίτες και να τις μετρά, τον είχε μάθει πολύ καλά και ήξερε κάθε του κίνηση πριν καν την κάνει.

Δεν καταλάβαινε την τελετουργία του με τις μαργαρίτες. Μερικές φορές του έλεγε καμιά κουβέντα για τον καιρό ή για το φαγητό, κάτι ουδέτερο, αλλά αυτός απλώς την κοιτούσε γελώντας στωικά και δεν αποκρινόταν. Η Πανδώρα είχε μάθει να του σερβίρει έναν σκέτο ελληνικό και να πηγαίνει πίσω στον πάγκο της. Καθόταν και διάβαζε. Το πιο συνηθισμένο της ήταν ένα βιβλίο που λεγόταν Η συμπεριφορά των Μελισσών σε ειδικές καταστάσεις. Ένα βιβλίο για τις μέλισσες, τι κάνουν πώς το κάνουν και γιατί. Η Πανδώρα είχε συνεπαρθεί. Έβρισκε πως οι μέλισσες ήταν σημαντικότερες από όλους τους ανθρώπους μαζί και για αυτό δεν πουλούσε μέλι στο μαγαζί, ούτε έτρωγε πια τόσο πολύ όσο παλιά. Έπλεκε τα μαλλιά της σε μικρές πλεξούδες κι έγραφε τα άπαντα του καφενείου, σε ένα μπλοκάκι. Η πιο αγαπημένη της ενασχόληση ήταν να φτιάχνει ακολουθίες αριθμών και να ψάχνει να βρει λύσεις σε δύσκολες εξισώσεις, με μέλισσες φωτιές και διαστρεβλώσεις. Έχτιζε τους αριθμούς, όπως έριχνε ένα κουταλάκι καφέ κι ένα ζάχαρη ή δυο μαζί. Ήθελε να γίνει μαθηματικίνα, αλλά δεν μπόρεσε να σπουδάσει. Και τώρα ήταν και καμένη συν τοις άλλοις.

Ο Ευγένιος δεν την κοιτούσε ποτέ ευθεία στα μάτια. Αλλά από τότε που κάηκε, κοιτούσε την καμένη της πλευρά. Δεν ντρεπόταν πια, από την τόση της ομορφιά και είχε πάρει θάρρος. Και μετρούσε τις μαργαρίτες αγνωστικιστικά. Κι η Πανδώρα τον κοιτούσε φανερά και αυτός κρυφά και τις χαμογελούσε σκυμμένος, διακριτικά. Κοιτούσε το τσιμέντο, τις σκάλες, τα κουφώματα. Για την Πανδώρα ήταν όλα αυτά. Και η Πανδώρα τον περίμενε. Τον ήθελε κάθε πρωί να την κοιτά, άλλωστε δεν ήταν παρά μία φτωχή, παρθένα νεαρή, μοναχική που της άρεσαν τα μαθηματικά και η αρμονία.

Στην Κόλαση έγινε ένας έρωτας.

Ο Ευγένιος Μένσκιν δεν ήξερε τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Μετρούσε μαργαρίτες και την Πανδώρα περίμενε να του σερβίρει τον καφέ. Στο καμένο της δέρμα αυτός αράδιαζε το βλέμμα του. Κι άφηνε τα χύσια του τα βράδια πάνω του. Μύριζε αλμύρα, βρωμιά κι απλυσιά και σώματα. Το στρώμα του στην πολυκατοικία είχε γίνει κρύο κι ο άνεμος που έμπαινε από το ψηλό παραθυράκι τον έκανε να σέρνεται αργά τα βράδια, να βλέπει πράγματα εφιαλτικά φρικτά. Με λυσσασμένα σκυλιά να τον κυνηγούνε και να βγάζουνε αφρούς από το στόμα και να μην τον αφήνουνε ποτέ σε καμιά ησυχία. Κι ένα μεγάλο κι άγριο σκυλί του είχε δαγκώσει τη φούχτα την καλή και από τότε δεν μπορούσε να ξαναραδιάσει μαργαρίτες, χωρίς να νιώθει έναν πόνο βαθιά μες στην κοιλιά, κάτω στο πουλί και στα αρχίδια.

Συνέχισε να πηγαίνει στον σταθμό τακτικά, να παραγγέλνει μαύρο καφέ τα πρωινά και να ακούει τον γέρο για άλλες εποχές να παραμιλά και να του τραγουδάει. Και περίμενε την Πανδώρα να στέκεται να τον κοιτά με τα ρούχα της πάντοτε ολόλευκα να του χαμογελάει. Κι αυτός έμεινε να βλέπει την καμένη της πλευρά και να αραδιάζει τις μαργαρίτες με τη σειρά από το μικρό του, το αγαπημένο του κουτί-φέρετρο. Κάθε πρωί, ό,τι κι αν είχε συμβεί πιο μπροστά, κατέληγε πάντοτε στην αγαπημένη του Κόλαση. Με τη φτωχή Πανδώρα, τη μοναχή, να τον προσέχει και τον γέρο να τον τρέχει στο σαράντα στο πενήντα στο εξήντα, με τραγούδι, αλκοόλ και φασαρία.

Το τραπέζι γέμιζε και δεν φυσούσε αέρας καθόλου συχνά και οι μαργαρίτες έμεναν εκεί σαν κολλημένες στην επιφάνεια τη μεταλλική, στην ανύπαρκτη ζωή του Ευγένιου Μένσκιν που δεν έβρισκε ποιο το νόημα σε ολάκερη αυτή την ύπαρξη. Και για να ανακουφιστεί έτριβε το σκληρό του το πουλί και το μαλάκωνε μες στην παλάμη του, κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί. Στα λευκά του υγρά βύθιζε τους εφιάλτες του, όπως το ψωμί στο λάδι από την ελιά και τους κατάπινε με λαιμαργία. Και ξάπλωνε στις ράγες του τρένου κι όλη η ζωή του γυρνούσε σταθερά, ξανά και ξανά, γύρω από τα ίδια και τα ίδια. Μάζευε τις μαργαρίτες προσεκτικά μία-μία. Και ούτε αυτός ήξερε πώς συγκρατιόταν να μη τις καταπιεί όλες μια μέρα μαζί, ώσπου πια να μη μπορεί να πάρει αναπνοή.

 

 

* H Αντιγόνη Ηλιάδη γεννήθηκε το 1992 στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτη Μεταπτυχιακού Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Ποιήματα, αφηγήματα, διηγήματα και δοκίμιά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά έντυπα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top