Fractal

Η Άνοιξή του

του Διονύση Λεϊμονή // *

 

fractal_summerΧειμώνας… μόνο χειμώνα ένιωθε στο πετσί του, έξι μήνες τώρα, έναν χειμώνα υγρό που έμπαινε στην ψυχή του και την περόνιαζε, τον έκανε να αισθάνεται νωθρός, παγωμένος, ανίσχυρος! «Η μεγαλύτερη παγωνιά είναι της καρδιάς σου», του ‘χε υπογραμμίσει ο δάσκαλός του, αντιλαμβανόμενος με την εμπειρία του τη θύελλα που είχε ξεσηκώσει τα ενδότερά του. Μα ο Στέλιος δεν έβλεπε ευδία… Παντού σκοτάδι, ομίχλη, καταχνιά…

Ήταν πολλά τα θέματα που τριβέλιζαν τον νου και το κορμί του. Από το κορμί του ξεκίναγαν, από τότε που έχασε αυτό που όλοι θεωρούν αυτονόητο, το φως. Έτσι ξαφνικά περνώντας στην αντίπερα όχθη, μπήκε σε μια λίστα ανθρώπων ανίσχυρων, αδύναμων να διαθέσουν τον εαυτό τους, με απολεσθέν το αυτεξούσιο. Αυτό ένιωσε, αυτό βίωσε, αυτή η αδυναμία σαν σαράκι τρύπωσε και στριφογύριζε μέσα του κατατρώγοντας μέρα με την ημέρα το νεανικό του κορμί. Το σκοτάδι μπροστά του τον παρέπεμπε σε βαρυχειμωνιά, πουθενά δεν ξαστέρωνε, δε χάραζε, ο ήλιος πήγε και κρύφτηκε. Χαμένος στις σκέψεις του, και τους φόβους σεργιάνιζε μόνο με το νου τον κόσμο κι έκανε πάντα τόσο κρύο, κρύο πολικό γύρω του, αδύνατο να ζεσταθεί.

Την έλεγαν Κατερίνα κι ήρθε απ’ το πουθενά… Ήρθε κατευθείαν προς εκείνον, δεν υπολόγισε τίποτα, δεν κάμφθηκε από τίποτα, μόνο ήρθε. Η εκ διαμέτρου μεταβολή των πάντων μπορεί να προκαλέσει ευτυχία ή δυστυχία». Το ήξερε ο Στέλιος αυτό, αλλά το ήξερε μόνο θεωρητικά. Η Κατερίνα δεν έκανε τίποτα παρά τον άγγιξε, έψαυσε το σώμα του, ζέστανε την ψυχή του, κυρίευσε το είναι του.

«Κρυώνω», μουρμούρισε ο Στέλιος. Εκείνη έγειρε κι ακούμπησε τα χείλη του τρυφερά, όπως αχνοκάθεται η πεταλούδα πάνω σε ρόδινα πέταλα, απαλά, ελαφρά, ηδονικά κι εκείνο το λουλούδι τότε αποχτάει ζωή πιότερη προσφέροντας τους χυμούς του.

Έτσι τον άγγιξε η Κατερίνα, έτσι τον φίλησε, έτσι τον κατέκτησε. «Φοβάμαι…», συνέχιζε ο Στέλιος το ίδιο τροπάρι αμήχανος. Η Κατερίνα ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει. Τα δάχτυλά της αναζήτησαν το στήθος του, έκαναν έναν γύρο στο μέρος της καρδιάς του, το σώμα του ρίγησε, αντέδρασε, δεν είχε νεκρωθεί.

«Σε θέλω», του ψιθύρισε στο αυτί κι ο Στέλιος στάθηκε αδύνατο να τραυλίσει άλλα «μη» και «δεν πρέπει» μετέωρος ακόμα στο κενό των αμφιβολιών και των επιθυμιών του. Ποιος μπορεί να αντισταθεί στον έρωτα όταν εισβάλλει με απαίτηση, όταν τραβάει κατά πάνω μας ανεμπόδιστος, κραταιός κι ωραίος!

Ο αέρας φυσούσε γύρω τους, έφταναν ριπές πάνω τους, ριπές παγωμένες βγαλμένες από στόματα που πάσχιζαν να εμποδίσουν τον ερχομό του καλοκαιριού. Να τον εμποδίσουν, να τον καθυστερήσουν, αλλά θα ερχόταν, δεν μπορεί, με μαθηματική ακρίβεια θα ερχόταν αν το ήθελαν κι οι δύο, αν το επιδίωκαν κι οι δύο.

«Φοβάμαι», εξομολογήθηκε ο Στέλιος με το θάρρος που ανοίγεται ο ερωτευμένος στο ταίρι του. Η Κατερίνα τον αγκάλιασε τρυφερά, οι παλμοί της καρδιάς της συναντήθηκαν με της δικής του, πέρασε λίγη ώρα μέχρι να συγχρονιστούν, έπειτα δεν ξεχώριζες ποια καρδιά χτυπάει, σε ποιο στήθος , σε ποιο σώμα. Έτσι έγινε με όλα τα υπόλοιπα κομμάτια των σωμάτων τους. Κάθε έλλειψη βρήκε τη συμπλήρωσή της, κάθε περίσσευμα προοριζόταν για δόσιμο, δόσιμο χωρίς όρους και προϋποθέσεις, απλά και ήρεμα όπως απλή είναι ζωή πριν την δυσκολέψουν οι άνθρωποι με την άρνησή τους, πριν της φράξουν το δρόμο με χίλια εμπόδια ασχημαίνοντας την καθημερινότητα, καταδικάζοντάς την σε μια αβάσταχτη βαρυχειμωνιά.

«Ήρθες, Άνοιξή μου», ξέφυγε απ’ τα χείλη του Στέλιου κι αμέσως δαγκώθηκε μην ξεστόμισε κάτι που δεν έπρεπε κι ήταν αργά να τα μπαλώσει.

«Η Άνοιξη ήρθε όταν σε συνάντησα, Στέλιο, ήρθε και πέρασε όταν με αγκάλιασες, τώρα που με φιλάς, τώρα που με χαϊδεύεις, τώρα που είμαστε μαζί κατέφτασε το καλοκαίρι, που περίμενε να εμφανιστεί την ώρα που έπρεπε κι όπως κάθε καλοκαίρι θα φέρει εύχυμους καρπούς στη ζωή μας».

Ο Στέλιος ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε η Κατερίνα. Αν έβλεπε το λαμπύρισμα της ματιάς της θα εννοούσε τα λόγια της. Υπήρχε κι άλλος τρόπος όμως κι η Κατερίνα προχώρησε. Κοιτώντας τον με λατρεία στα μάτια δίχως καν να κατεβάσει το κεφάλι της πιο χαμηλά, αναζήτησε το χέρι του, το κατηύθυνε με ιεροτελεστική διαδικασία ελάχιστων λεπτών στο μέρος της κοιλιάς της, περιστρέφοντάς το γύρω από την μήτρα της…

Δάκρυα χαράς κύλησαν στα δυο πρόσωπα σαν ήρθε το καλοκαίρι… σαν πρόβαλλε το καλοκαίρι κάνοντας στην άκρη τον χειμώνα, έναν χειμώνα που έπρεπε να βιώσουν για να ξεπηδήσει ένα καλοκαίρι που ‘ταν καταχωνιασμένο μέσα στο καταχείμωνο, ένα καλοκαίρι ζεστό και δροσερό συνάμα που προμήνυε τα καλύτερα, όσα τους άξιζαν κι όσα κέρδισαν με την αγάπη και τον έρωτα τους.

Αφέθηκαν στην ηδονή κάνοντας σχέδια… τώρα μπορούσαν να κάνουν σχέδια…

 

leimonis* Ο Διονύσης Λεϊμονής κατάγεται από το Αιτωλικό ενώ σήμερα ζει στη Νέα Ιωνία Βόλου. Είναι καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά σε σχέση με το βιβλίο και τη λογοτεχνία, ενώ ως συγγραφέας εμπνέεται για τα βιβλία του από τις περιπέτειες της ιστορίας αλλά και της καθημερινότητας. Προωθεί ενεργά τη λογοτεχνία διοργανώνοντας σεμινάρια δημιουργικής γραφής και παρουσιάσεις, μεταδίδοντας τη ραδιοφωνική εκπομπή «Μιλάμε για το βιβλίο» και συμμετέχοντας σε επιτροπές συγγραφέων. Είναι τακτικό μέλος του Κύκλου του Παιδικού βιβλίου, ενώ μες στα χρόνια έχει λάβει τιμητικές διακρίσεις για τα έργα του. 
Εργογραφία: «Η Κολυμβήθρα του Σιλωάμ», εκδόσεις Παππάς, 2007 – «Το μυστικό της Δαγκάνας» (εκδόσεις Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου κατόπιν βράβευσής του από τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού και Νεανικού βιβλίου), 2008 – «Το Χαμένο ταίρι», Εκδόσεις Ακρίτας, 2009 – «Τα Τίμια δώρα», ΄Ηρα Εκδοτική, 2013 – «Το δέκατο έβδομο κιβώτιο», Εκδόσεις Πατάκη, 2014

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top