Fractal

Διήγημα: “Η ανεξίτηλη πανσέληνος του Αυγούστου.”

Του Γιώργου Ρούσκα //*

 

 

 

Πηγαίνετε όπου θέλετε. Αφήστε με μόνη μου. Το ξεχάσατε; Πανσέληνος σήμερα. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα; Η μέρα μου. Στο δώμα θα είμαι. Δικαιούμαι και εγώ δυο ώρες για ’μένα. Χαίρετε.

Παίρνει το ποτήρι με το παγωμένο «λιμοντσέλο», την πτυσσόμενη καρέκλα του σκηνοθέτη και ανεβαίνει στο δώμα. Κάθεται στραμμένη προς το φεγγάρι, πίνει μια γουλιά γλυκόξινο ασήμι και με τα μάτια ανοιχτά στην ασημένια ησυχία, παρατηρεί το αστικό τοπίο πώς αλλάζει λουσμένο στο φως, ένα φως συνεκτικό που παρασέρνει ό,τι αγγίζει σε μια αργυρή θάλασσα. Λες και έχουν καλυφθεί όλα με μια απέραντη μεμβράνη εύκαμπτου αλουμινόχαρτου. Γυρίζει πίσω, θυμάται καρέ καρέ.

 

Γνωρίστηκαν τυχαία σε ένα καφενείο, σε κυκλαδίτικο νησί. Φοιτητής εκείνος, μαθήτρια Λυκείου εκείνη. Είχαν έρθει για διακοπές. Το βράδυ, είχε πανσέληνο. Όχι οποιαδήποτε. Αυγουστιάτικη πανσέληνο. Σημαδιακό. Εκείνος, στο διπλανό τραπέζι, διάβαζε το ίδιο βιβλίο με εκείνη. Έ, δεν θέλει τίποτε άλλο ο κεραυνοβόλος έρωτας για ν’ ανάψει φωτιές. Από την αγάπη για τα βιβλία, ως την αγάπη που ένιωσαν ο ένας για τον άλλο, βρέθηκαν να έχουν τόσα κοινά, που τρόμαξαν.

Το βράδυ, πήγαν μαζί σε μια έρημη παραλία. Η θάλασσα, ήταν χωρισμένη στα δυο από ένα φωτεινό, ασημένιο ποτάμι, το οποίο ξεχώριζε παίζοντας με το φως. Επέπλεαν στην επιφάνειά του εκατομμύρια μικρά θραύσματα από σπασμένους καθρέφτες που αντανακλούσαν εναλλάξ καθάριες, ασημί στραφταλιές φωτός.

Κοιτάχτηκαν. Η πρώτη τους αγκαλιά, αυθόρμητη, έριξε τη σκιά της στα ψιλά βότσαλα που ρίγησαν από τη δύναμη της ενέργειάς της, ενώ το πρώτο φιλί, ένωσε ορμητικά τα νεανικά τους χείλη, σαν το συγκολλητικό κράμα του αργυροχρυσοχόου, που κλείνει τα ανοιχτά άκρα του μεταλλικού κύκλου σε ένα σώμα, ώσπου να γίνει ένα αψεγάδιαστο δαχτυλίδι.

Χωρίς άλλη κουβέντα, «σαν έτοιμοι από καιρό», έλυσαν την αγκαλιά και γδύθηκαν βιαστικά. Ολόγυμνοι, έτρεξαν μέσα στο δροσερό νερό. Με γέλια και πειράγματα, με φωνές και κραυγές χαράς, άρχισαν να πιτσιλάνε και να βρέχουν ο ένας τον άλλο και να παίζουν. Τα νιάτα βλέπεις. Εκείνος, άρχισε να την κυνηγάει κι εκείνη να προσπαθεί να του ξεφύγει. Την έπιασε, την αγκάλιασε σφιχτά και τη φίλησε ξανά, εκεί, μέσα στη θάλασσα. Το φιλί αυτό, το δεύτερο, χαράχτηκε μέσα τους για πάντα. Ήταν ασημένιο, αρμυρό, καυτό και πάνω από όλα δηλωτικό της αμοιβαίας τους έλξης και επιθυμίας. Γεννήθηκε μέσα στην υγρή, θαλάσσια μήτρα. Κολύμπησαν προς τα έξω. Με το νερό να φτάνει κάτω από το γόνατο, αγκαλιάστηκαν πάλι και χάθηκαν σε ένα άλλο, παρατεταμένο φιλί. Το τρίτο τους φιλί. Με την εμπειρία του δεύτερου, μετά από το σοκ του πρώτου, το τρίτο φιλί είναι ή το τελευταίο, ή ο δίαυλος για όλα τα επόμενα.

Το στήθος της άγγιξε το στήθος του, τα μαλλιά της το πρόσωπό του, τα χέρια του τυλίχτηκαν στο σώμα της, τα χέρια της στο λαιμό και στην πλάτη του, οι μηροί τους ήρθαν σε επαφή. Ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε τα κορμιά τους. Τα κύτταρά τους αναστατώθηκαν. Οι ασφάλειες, στον ηλεκτρικό πίνακα του είναι τους, σηκώθηκαν. Οι ανασφάλειες, έπεσαν. Οι διαθέσεις εντάθηκαν, οι επιθυμίες θέριεψαν, τα θέλω εκπυρσοκρότησαν. Ριγούσαν σύγκορμοι.

Κρατώντας τα δυο της χέρια τρυφερά, της είπε: «άσε με να σε δω! Ναι, ω ναι! Είσαι πανέμορφη! Είσαι θεά!»

Το σώμα της, αγαλματένιο, σφριγηλό, ασημολουσμένο. Οι πόροι της σηκωμένοι από την ανατριχίλα του κρύου νερού, τσιτωμένοι από τα φιλιά τους. Τα στήθη της όρθια, περήφανα, σφιχτά, αντανακλούσαν με αναίδεια το φως του φεγγαριού, επιβεβαιώνοντας πως η τελειότητα, είναι ίδιον της Φύσης. Με αναίδεια, γιατί κουβαλούσαν την αρχέγονη γνώση πως δεν υστερούν σε τίποτε από το φεγγάρι, αφού κρύβουν κι εκείνα δυο φεγγάρια στην κορυφή τους, δυο ρόγες ώριμου σταφυλιού, που κάποτε, στην παρατεταμένη πανσέληνο των πρώτων μηνών της μητρότητας, αλλά και μετά, θα φωτίζουν το προσωπάκι του μικρού τους, αλλά και θα του δίνουν ζωή, κάνοντας το φως τους ασημένιο, θρεπτικό γάλα.

Τα μαλλιά της μακριά, βρεγμένα, φτιαγμένα από γη και νερό, εξακόντιζαν ολούθε ερωτικές σαϊτιές, την ώρα που ένας δικός της ουρανός διαγραφόταν ολοζώντανος στο μέτωπό της. Τα μάτια της, λαμπύριζαν μέσα στη νύχτα με ένα φως αλλιώτικο, γήινο, ξεχωριστό. Οι μηροί της, σκαλιστή, διχαλωτή βάση αργυρού κηροπήγιου, σπάνιας τέχνης και ομορφιάς, προκαλούσαν τον θαυμασμό, μαγνήτιζαν το βλέμμα και τραβούσαν τα χέρια του προς τα εκεί, με την υπόσχεση ενός αγγίγματος εκρηκτικά μοναδικού. Στο τελείωμά τους, πάνω, φώτιζε η λάβα από την άσβεστη ηφαιστειακή της λαμπάδα, πυρώνοντας όλη τη γύρω περιοχή. «Απόγονος της αφρόεσσας Αφροδίτης, το δίχως άλλο», σκέφτηκε εκείνος. Να ήταν άραγε η «Άσπρη αφρόεσσα Αφροδίτη» του Εμπειρίκου;

Το σώμα του γυμνασμένο, το στήθος του τριχωτό, οι κοιλιακοί του γραμμωμένοι. Τα χέρια του, προέκταση της καρδιάς του. Οι φλέβες του εξείχαν φουσκωμένες. Το πρόσωπό του, ευκλείδειο, γωνιώδες. Τα μαλλιά του κοντά, ασημένια καρφάκια. Τα μάτια του, παράθυρα ανοιχτά στη θάλασσά του. Οι μηροί του; Δυο καλοπελεκημένοι ψηλοί κορμοί σε ένα όρθιο ισοσκελές τρίγωνο χωρίς βάση, καλά βαλμένο στο έδαφος, που στερέωναν και υποστήριζαν ένα πλοίο μιας άυλης ναυπήγησης, μιας άλλης αργοναυτικής εκστρατείας. Στην κορυφή του τριγώνου, εκείνη πρόσεξε κάτι να εξέχει. Είδε μια σκληρή και χοντρή ρίζα να φυτρώνει και να ορθώνεται καμαρωτή προς τα επάνω. Στην κεφαλή της, σαν στέμμα, είχε στερεωμένο ένα άλλο, γεμάτο φεγγάρι.

Γύρισαν να δουν την πανσέληνο. Λούστηκαν από το ιαματικό της φως σιωπηλοί, εκστατικοί. Το μέρος του σώματός τους έξω από το νερό, ήταν γεμάτο ασημένια στίγματα, σταγόνες κάτοπτρα, φτιαγμένα από νερό, ασήμι, ιώδιο και αλάτι. Το υπόλοιπο σώμα, που ήταν μέσα στο νερό, βίωσε τη μοναδική εμπειρία της εμβύθισης σε υγρό φως. Ανακάλυψαν την έβδομή τους αίσθηση. Ένιωσαν να βαπτίζονται ξανά, μέσα από μια άλλης διάστασης τελετή.

Θα σε φωνάζω Αφροδίτη, της λέει.

Θα σε φωνάζω Διόνυσο, του λέει.

Εκείνη, έσκυψε ασυναίσθητα να πιάσει ένα βότσαλο που γυάλιζε προκλητικά. Τον ένιωσε να γλιστρά μέσα της, πριν προλάβει να σηκωθεί. Μούδιασε. Έμεινε ακίνητη, όπως ήταν, για να μη χάσει ούτε στιγμή ηδονής. Εκείνος, με παλμικές κινήσεις, οδηγούσε το είναι του μέσα της σιγά σιγά, ψαχουλεύοντας κάθε σπιθαμή, ανιχνεύοντας το παρθένο γι’ αυτόν έδαφος, προσέχοντας να μην την πληγώσει.

Σε μια στιγμή, θέλοντας να πάει εκεί που η φύση προστάζει, κάτι ένιωσε, σαν κάτι να έσπασε, σαν να ήταν κάπου ένα εμπόδιο που μόλις προσπέρασε. Ανοίγοντας τα μάτια, είδε κόκκινες σταγόνες να πέφτουν στο μεταλλικό νερό και κατάλαβε.

Είσαι εντάξει; τη ρώτησε.

Μη σταματάς, απάντησε κοφτά και επιτακτικά εκείνη.

Με το πρόσωπό της κοντά στο νερό, που συνέχιζε να παίζει με το φεγγαρόφωτο, με τα χέρια της στηριγμένα στα βότσαλα του ρηχού βυθού και τα μαλλιά της να παρασύρονται από τους μικροκυματισμούς και να πλέουν ελεύθερα, παραδόθηκε εντελώς στον έρωτα. Διαισθανόταν ένα υπέρλαμπρο ταξίδι, μια μετάβαση σε πρωτόγνωρους χωροχρόνους. Εκεί, που μόνο «μαζί» μπορείς να πας. Αφέθηκε στα χέρια του. Ναι. Εμπιστοσύνη. Χωρίς αυτή, ο έρωτας είναι λειψός. Μαζί της, είναι τουλάχιστον απογειωτικός.

Εκείνος, βλέποντας το κορμί της διπλωμένο στα δυο σαν να πρόκειται να θερίσει στάχυα, τους γλουτούς της να πάλλονται σαν δυο προκλητικοί λόφοι από μαγική πλαστελίνη, σε χρώμα γκρι ανοιχτό, που τη ζουλάς και επανέρχεται στο αρχικό της σχήμα, με το φεγγάρι να περιχύνει ασταμάτητα γκρι αρζάν ακουαρέλα στα κορμιά τους, συνέχιζε να κινείται, τόσο βίαια, όσο να μην την πονέσει, τόσο απαλά, όσο να της αποδείξει πως την τιμά. Τα χέρια του συντονισμένα στο ρυθμό, τη βαστούσαν στοργικά αλλά σταθερά, έτσι όπως μόνο κάποιος που αγαπά, μπορεί να καταφέρει.

Όταν την ένιωσε να πλησιάζει, επιτάχυνε. Την κρίσιμη στιγμή, μαζί αναστάτωσαν τα αεικίνητα, αργυροστολισμένα νερά με τις ασυγκράτητες κραυγές τους.

Εκείνη, ένιωσε την ηδονή από το καυτό, υγρό μέταλλο του καθαρού ασημιού που πλημμύρισε τη σπηλιά της και φώτισε τα πάντα, εξαφανίζοντας κάθε σκιά. Απόλαυσε τη ρίζα του, η οποία, εξακοντίζοντας εντός της μυριάδες διάττοντες αστέρες, ζωγράφισε στα τοιχώματα του σπηλαίου της, ανεξίτηλες ερωτικές, ουράνιες παραστάσεις.

Εκείνος, ένιωσε άκρατη ηδονή, σπέρνοντας μέσα της με το φυσοκάλαμό του υγρούς, αργυροπασπαλισμένους σπόρους του είναι του, σπρώχνοντας τους με δύναμη εκτονωτική. Ταυτόχρονα, πλημμύρισε από ευτυχία με την πρωτόγνωρη εμπειρία του δώρου της, του παχύρρευστου, κολλώδους, πολύτιμου μεταλλεύματός της με ψήγματα αργύρου, το οποίο ως λάλον ύδωρ της ύπαρξής της, τύλιγε τη ρίζα του και την έβρεχε σύσσωμη πλουσιοπάροχα, ποτίζοντάς την, με στοιχεία του είναι της.

Έγειρε πάνω της. Διπλώθηκε στο κορμί της. Η ανάσα του στα μαλλιά της. Το σώμα του στο σώμα της. Η καρδιά του πίσω από την καρδιά της. Το φεγγάρι, μόνιμα αναμμένος θεατρικός προβολέας.

Σηκώθηκαν αργά. Χέρι χέρι, βγήκαν έξω. Όλη τη νύχτα, την είχε στην αγκαλιά του. Μιλούσαν, έκαναν έρωτα, αντάλλασσαν τα όνειρά τους. Επικοινωνούσαν με εκείνη την ομιλούσα των ερωτευμένων σιωπή. Κολυμπούσαν σε μια υπέροχη θάλασσα αυγουστιάτικου πανσέληνου φωτός και πετούσαν στον ασημένιο αιθέρα, έτσι όπως ποτέ, με κανέναν άλλο, δεν μπόρεσαν να ξανακολυμπήσουν, έτσι όπως ποτέ, με κανέναν άλλο, δεν μπόρεσαν να ξαναπετάξουν.

Εκείνος, σήμερα, όπως κάθε τέτοια μέρα, τα παράτησε όλα σύξυλα, πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε. Καθισμένος στο παγκάκι της παραλιακής, με το ποτήρι γεμάτο τζιν, τόνικ και πάγο στο χέρι, αφήνει το μυαλό να πλανηθεί, αφήνει την καρδιά ν’ ανοίξει. Πίνει την πρώτη γουλιά πικρό ασήμι και αισθάνεται το ασημόλευκο φως να ρέει μέσα του, στα άδυτα της μνήμης. Αρχίζει να θυμάται, εκείνον τον Αύγουστο, στο κυκλαδονήσι πριν χρόνια, καρέ καρέ.

 

 

 

* O Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top