Fractal

Δοκίμιο: “Η αμηχανία του ρεμπέτικου”

Της Ελένης Σαμπάνη // *

 

 

f8

 

 

«Δεν υπάρχει τίποτε πάνω στη γη, που να

λαχταράει περισσότερο την ομορφιά και που να

ομορφαίνει ευκολότερα από μια ψυχή…

Γι’ αυτό και αντιστέκονται πολύ λίγες ψυχές στη γη,

στην κυριαρχία μιας ψυχής, που αφοσιώνεται στην ομορφιά.»

Μωρίς Μαίτερλινκ, Για την εσωτερική ωραιότητα

 

 

Για το ρεμπέτικο τραγούδι έχουν λεχθεί πολλά τις τελευταίες δεκαετίες, έχουνε, όμως, γραφτεί πολύ λιγότερα και έχει ερευνηθεί ελάχιστα. Δεν θα μπορούσαμε φυσικά να λησμονήσουμε τα λόγια του Χατζηδάκι για το ρεμπέτικο ούτε και το φαινομενικό πείραγμα του Αναγνωστάκη που «τόλμησε»,  σύμφωνα με τη ιδιοσυγκρασία του Καββαδία, να τραγουδήσει στίχους του δεύτερου με τη μελωδία ενός τραγουδιού του Τσιτσάνη. Δε θα μας ωφελήσει, όμως, να εστιάσουμε την προσοχή μας σ’ αυτά, καθώς θα παγιδευτούμε σε τετριμμένα μονοπάτια.

Το ρεμπέτικο έχει να κάνει με την προσωπική επιλογή και, το πώς θα σταθούμε μπροστά του εξαρτάται από την πλευρά που θα επιλέξουμε να φωτίσουμε. Η κατεύθυνση και η απόσταση που θα τοποθετηθούμε είναι αυτές που θα δημιουργήσουν τις φωτεινές και σκιερές επιφάνειες του. Αν μιλήσουμε για τη θέση του στην κοινωνία και τις μπουκοφσκικές του ομοιότητες φαίνεται τις περισσότερες φορές να μπαίνουμε σε θέση υπεράσπισης της ιστορικότητας του και, κάτι τέτοιο θα μας οδηγούσε να μιλήσουμε με όρους μυθοποίησης. Η ρεμπέτικη, όμως, μουσική δεν μπαίνει σε μουσεία. Έχει, βέβαια, την ανάγκη να διαφυλαχθεί μέσα στο χρόνο, καθώς οι δημιουργοί της έχουνε πεθάνει και υφίσταται μόνο η αναπαραγωγή της.

Αν πάλι αναδυθεί η ηθική από μέσα μας θα μιλήσουμε για τα χασικλίδικα, τους τεκέδες και ό, τι συνειρμικά μας έρχεται στο άκουσμα τη λέξης «υπόκοσμος». Από αυτήν ακριβώς τη διαλεκτική γεννάται η ανάγκη για μια διαφορετική οπτική, στη στιχουργική και την αισθητική της αξία. Δια μαγείας φαίνεται να ξεχνάμε τον ερωτισμό αυτών των τραγουδιών, όπως δυσκολευόμαστε να τον διαβάσουμε και στα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη. Στίχοι στο ρεμπέτικο όπως «όλοι μου λεν’ τί σου ‘χω βρει και σ’ έχω στην καρδιά μου, θα βλέπανε αν είχανε τα μάτια τα δικά μου» του Χιώτη , «ερηνάκι μου παρηγοριά μου, χάνομαι για σε πονεί η καρδιά μου» και «εσύ ‘σουν η αγάπη μου, που με παρηγορούσες, τον πόνο μου ξαλάφρωνα γιατί με αγαπούσες» στο Ερηνάκι και την Καστανή μικρούλα του Κώστα Σκαρβέλη τραγουδούν τον έρωτα, συχνά το ανυπόφορο του ανικανοποίητου πλουτίζοντας την εσωτερική αναγκαιότητα της ψυχής. «Ωραίο είναι εκείνο, που πηγάζει από μια εσωτερική ψυχική αναγκαιότητα. Ωραίο είναι εκείνο, που είναι εσωτερικά ωραίο» διαβάζουμε στο βιβλίο του Kandinsky «Για το πνευματικό στην τέχνη»[1].

Υπάρχει κάτι ακόμα, όμως, που φαίνεται να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα ρεμπέτικα μας φέρνουν σε αμηχανία γιατί συνδιαλέγονται με τα όρια μας, και ό, τι «απειλεί» την ψυχή μας με διεύρυνση μας αφήνει αλεξιθυμικούς. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που προτιμούμε την απαξίωση από την εξερεύνηση τους. Έτσι, έχουμε την τέχνη που μας αξίζει ανάλογα με τις ανάγκες που προτάσσει η εποχή μας, όπως συχνά δήλωνε ο Pollock. Ο άνθρωπος μοιάζει ανίκανος να έρθει σε επαφή με τις πραγματικές του ανάγκες, αυτές που έχουνε νόημα για κείνον μέσα σε έναν κόσμο που του υποβάλλει αυτές που «χρειάζεται». Μοιάζει να μην φέρει ή έστω να μην γνωρίζει τα ψυχικά του αποθέματα και τις επιθυμίες του, και ακόμα και αν είναι σε επαφή με την ψυχή του, δεν παρατηρεί και δεν αναστοχάζεται πάνω της, στις σκέψεις, τις ιδέες και τα συναισθήματα του. Από αυτήν την άποψη, τα ρεμπέτικα έρχονται σαν επισκέπτης να ανοίξουν την πόρτα για να φύγει το ντουμάνι που θολώνει την πορεία για την ψυχή και τις αποχρώσεις της. Είναι, λοιπόν, μία ακόμα επιλογή να μάθουμε να απολαμβάνουμε την συγκίνηση και την αμηχανία που μας προκαλεί η τέχνη στις διάφορες εκφάνσεις της και, προ πάντων,  την αυτό-παρατήρηση.

Για το τέλος άφησα δυο σκέψεις:

την ανάγκη που αιωρείται στην εποχή μας να κοιτάξουμε διαφορετικά και αναθεωρητικά τα πάντα γύρω μας, που δεν ευρίσκεται, όμως, στη μνήμα αλλά στη δημιουργία, αντλώντας από τα αποθέματά μας. Σκέφτομαι, γι’ αυτό, κάποιους ανθρώπους που έχουν ήδη επιλέξει ένα ζευγάρι μάτια και μια απόσταση για να διαφυλάξουνε αυτή τη μουσική, με τη λαική κιθάρα και έναν ιδιαίτερο τρόπο να παίζουνε με τις χορδές της και την ψυχική μας αναγκαιότητα και εκείνα τα βράδια που συναντάμε κάποιον άγνωστο και παρά τις επιφυλάξεις μας του ανοίγουμε την ψυχή μας και από κει και πέρα δεν ξέρουμε αν θα τον ξαναδούμε.

Είναι και αυτό μια προσωπική επιλογή.


[1] Νεφέλη, 1981

 

 

 

* Η Ελένη Σαμπάνη γράφει για ό, τι της κάνει νόημα και την συγκινεί. Ποίηση, δοκίμια και κριτικές για βιβλία. Ενίοτε, διαβάζει και ανθρώπους. Είναι ψυχολόγος και εν δυνάμει συστημική ψυχοθεραπεύτρια. Χρονικά είναι εικοσιτεσσάρων αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top