Fractal

Μπορεί η Αϊσέ να πήγε διακοπές, αλλά η Κυπριακή λογοτεχνία είναι πάντα εδώ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

“Η Αϊσέ πάει διακοπές”, Κωνσταντία Σωτηρίου, Εκδόσεις Πατάκη. Δεκέμβριος 2016

 

Η ιστορία της Κύπρου, ειδικά η νεότερη, με τα δραματικά γεγονότα που την στιγμάτισαν, δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την κυπριακή λογοτεχνία και τους εκπροσώπους της. Οι όποιες πολιτικές φιλοδοξίες των Κυπρίων, απόλυτα θεμιτές, κατά την προσωπική μου γνώμη, ανεξαρτήτως περιεχομένου,  άφησαν το δικό τους αποτύπωμα στα πεζά και ποιητικά κείμενα  των Κυπρίων λογοτεχνών. Τα βιώματα των τελευταίων, βρήκαν διέξοδο στα βιβλία τους εκφράζοντας το βαθύτερο ψυχικό κόσμο των πρωταγωνιστών των έργων τους, που σαφώς παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα, το ίδιο είναι, στον δικό τους. Επομένως ένα από τα χαρακτηριστικά των έργων των Κυπρίων λογοτεχνών και φυσικά της κυπριακής λογοτεχνίας, είναι η εθνική παράμετρος. Η Μεγάλη Υπόθεση του Αγώνα των Ελληνοκυπρίων για  εθνική αποκατάσταση, διείσδυσε στις σελίδες και των νεότερων λογοτεχνών της μαρτυρικής μεγαλονήσου, δίνοντάς μας συγκλονιστικά δείγματα. Αναφερόμαστε βεβαίως, στους λογοτέχνες των οποίων το έργο εστιάζεται καθαρά στα δραματικά γεγονότα της τουρκικής εισβολής του 1974, με την απαράδεκτη διαίρεση του νησιού στις δύο σημερινές κοινότητες και εντεύθεν, και η οποία φυσικά συνεχίζεται και στις μέρες μας παρά τις επίπονες και επίμονες προσπάθειες τουλάχιστον της ελληνοκυπριακής πλευράς και, ίσως, των διεθνών οργανισμών.

Κατά καιρούς διατυπώθηκε, μάλλον με κάποια υποσημαινόμενη δόση παράπονου, ότι η κυπριακή λογοτεχνία, εκείνη των Ελληνοκύπριων φυσικά,  δεν αντιμετωπίζεται με τα ίδια μέτρα και σταθμά από την απ’ εδώ πλευρά, της νεοελληνικής δηλαδή λογοτεχνίας, με την έννοια ότι αποτελεί μικρή παράμετρο ή ίσως τον μικρότερο αδελφό της μεγάλης οικογένειας της ελληνικής λογοτεχνίας. Ανάλογα ήταν τα κείμενα που δημιουργήθηκαν και γράφτηκαν από  λογοτέχνες και κριτικούς της, ένθεν κακείθεν.

Είναι λογικό βεβαίως, εύκολο και αυτονόητο, συνάμα,  να υποθέσουμε ότι δεδομένου ότι η νεότερη λογοτεχνία και η λογοτεχνική παραγωγή των Ελληνοκυπρίων γράφεται στην ελληνική γλώσσα ή κάποιες φορές με τους γνωστούς έστω κυπριακούς ιδιωματισμούς, ας τους αποκαλέσουμε λοιπόν έτσι, να  αποτελεί μέρος της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Γιατί το ίδιο δεν ισχύει, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε άφοβα, για ορισμένους συγγραφείς του στενού ελλαδικού χώρου, που χρησιμοποιούν λέξεις και φράσεις καθαρά τοπικές ενός συγκεκριμένου μέρους. Παρ’ όλα αυτά, δεν έλειψαν ορισμένες άλλες απόψεις, αποκλίνουσες από την παραπάνω.

 

 

Το πιο σημαντικό όμως, σε όλα αυτά  τα ερωτήματα, είναι άλλο. Η Κυπριακή λογοτεχνία έχει τις δικές της ειδικές παραμέτρους, για τον απλούστατο  λόγο ότι οι συγγραφείς της μεγαλονήσου βίωσαν ή βιώνουν ακόμα  από πρώτο χέρι τις όποιες εξελίξεις ή παράπλευρες απώλειες της διαίρεσης του νησιού, με ότι φυσικά συνεπάγεται αυτό, γεωγραφικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικογενειακά και ψυχολογικά, κάτι το οποίο δεν ισχύει με κανένα τρόπο για τους συγγραφείς της ‘από εδώ’ μεριάς.

Δεν είναι σκοπός του παρόντος κειμένου να αναφερθεί σε περαιτέρω λεπτομέρειες των παραπάνω σκέψεων. Έχουν γίνει στο παρελθόν και τα περισσότερα πράγματα και σχετικές παράμετροι έχουν τονισθεί από άλλους κατά κόρον. Το αν απουσιάζουν κάποιοι κύπριοι λογοτέχνες από επίσημες ή ανεπίσημες ανθολογίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δεν είναι η ουσία του προβλήματος για τις μέρες μας. Σήμερα, η διείσδυση του παντοδύναμου διαδικτύου σε όλα τα σπίτια, έφερε όλους, απ’ όλο τον ελλαδικό χώρο, ενώπιον σοβαρών ηλεκτρονικών περιοδικών τα οποία αναρτούν και δημοσιεύουν και κείμενα Κυπρίων λογοτεχνών, ποιητικά και πεζά, όπως συμβαίνει και με τους άλλους συγγραφείς. Επομένως η ιστορία είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θα γράψει μια ευρύτερη παρουσία των Κυπρίων στις λογοτεχνικές σελίδες μεγάλων και γνωστών περιοδικών, τα οποία για τον ένα ή τον άλλο λόγο, έκλεισαν την έντυπη έκδοσή τους, φέρνοντας τοιουτοτρόπως τον λόγο τους και κάνοντάς τον γνωστό σε περισσότερους, ίσως λιγότερο ειδήμονες από όσους παρακολουθούσαν ή συνεχίζουν να διαβάζουν κάποια γνωστά έντυπα κυπριακά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως το ‘Άνευ’, την ‘Ακτή’, και τελευταία το ‘Διόραμα’, χαρακτηριστικά. Για να είμαστε όμως περισσότερο ειλικρινείς και από αυτά απουσιάζουν και μάλιστα προκλητικά έργα της από εδώ πλευράς λογοτεχνών, πλην ελαχίστων φυσικά και αποσπασματικών εξαιρέσεων.

Αλλά βεβαίως αν δούμε τα πράγματα κάπως περισσότερο σφαιρικά, θα παρατηρήσουμε ότι και η από εδώ ‘ελλαδική’ πλευρά έχει τους δικούς της κανόνες έκδοσης, διακίνησης  και αγοράς βιβλίων, που επηρεάζονται, άγονται και φέρονται από συγγραφείς, εκδότες, κριτικούς, βιβλιοπώλες και αναγνώστες, έτσι για να αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές ομάδες εμπλεκομένων. Όπως όμως κι αν έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, η πραγματικότητα είναι ότι η κυπριακή λογοτεχνία, εμπλουτίζει ποικιλοτρόπως το σώμα της  νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Από την άλλη μεριά, όμως, δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ, τη δεύτερη παράμετρο της κυπριακής λογοτεχνίας, την τουρκοκυπριακή, η οποία σε συνδυασμό με την ελληνοκυπριακή αποτελούν το κορμό της κυπριακής λογοτεχνίας. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ελληνοκυπριακή λογοτεχνία, βρίσκεται με το ένα πόδι στην Κυπριακή και με το άλλο στην ελληνική λογοτεχνία.

Όλες αυτές οι ιδιαιτερότητες και πιθανές αποκλίσεις της κυπριακής λογοτεχνίας, σε σχέση πάντοτε με την ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνία, είναι ενδιαφέροντα θέματα τα οποία θα λυθούν κάποια στιγμή από την ιστορία. Οι τελευταίες εξελίξεις στο εθνικό θέμα της Κύπρου, ίσως δώσουν εκ νέου έναυσμα για να μελετηθούν ακόμα μια φορά και σαφώς βαθύτερα, όλες οι παραπάνω παράμετροι.

Για την ώρα κατά καιρούς έρχονται στη δημοσιότητα καινούργιες δημοσιευμένες εργασίες, πεζά ή ποιητικά κείμενα, αξιόλογων Κυπρίων δημιουργών, με τα περισσότερα από αυτά να είναι εμποτισμένα από τις γνωστές ιστορικές και εθνικές ιδιαιτερότητες της Κύπρου, χωρίς αυτό το συγκεκριμένο σημείο να αποτελεί μειονέκτημα, αλλά κατά τη γνώμη μας πλεονέκτημα, για τον απλούστατο λόγο ότι η ευρύτερη υπόθεση της λογοτεχνίας έχει να κάνει με  το κείμενο αυτό καθαυτό, και τον τρόπο παρουσίασής του.

 

 

Αφορμή για τις σκέψεις αυτές αποτέλεσε η ανάγνωση πρόσφατα του βραβευμένου βιβλίου ‘Η Αϊσέ πάει διακοπές’ της Κωνσταντίας Σωτηρίου (Λευκωσία 1975- ). Η συγγραφέας, γεννήθηκε αφού είχαν προηγηθεί όλα εκείνα τα δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της μεγαλονήσου, με τις πολυποίκιλες απώλειες. Αναφερόμαστε στη δραματική δεκαετία του 1960 καθώς και στην τουρκική εισβολή του 1974.  Έτσι είχε την ιδιαιτερότητα να βιώσει μόνο τις  επιπτώσεις της εισβολής και της αναπόφευκτης διαίρεσης της Κύπρου. Το βιβλίο της αυτό που είναι και το πρώτο της, στοχεύει εκεί όπου ονειρεύτηκαν γενιές και γενιές που ήρθαν στον κόσμο μετά το 1974. Στην επανένωση του νησιού!  Ο τίτλος του παραπέμπει στην κωδικοποιημένη εντολή του Τουρκικού Υπουργείου, με την  οποία ξεκίνησε η επώδυνη επιχείρηση προς το νότο, ‘Αττίλας’ για εισβολή στην Κύπρο.

Η Χατισέ, είναι η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος γύρω από την οποία, κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, λαμβάνουν χώρα γεγονότα που φαίνονταν σε αυτή τόσο μακρινά και ξεχασμένα. Έναυσμα για όλα που θα ακολουθήσουν αποτελεί το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και η μετακίνηση των δύο κοινοτήτων, με σχετική ευκολία, από εδώ προς τα εκεί και τανάπαλι.

‘… Το ήξερες ότι δεν θα είχε καλή εξέλιξη αυτή η ιστορία από τη στιγμή που άκουσες για πρώτη φορά ότι θα ανοίξουν τα οδοφράγματα…’, λέει η μια φωνή που αφηγείται το κείμενο. Σύντομα η Χατισέ διαπιστώνει ότι αρκετές παράμετροι της προσωπικής και οικογενειακής της ιστορίας αλλάζουν δραματικά. Το ταξίδι Πάφος-Λευκωσία που φαντάζει μακρυνό παρελθόν, σβησμένο ουσιαστικά και πρακτικά από την προσωπική της ιστορία, φαίνεται να αποτελεί την απαρχή ενός άλλου δραματικότερου! Η Χατισέ, Ελένη τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, που είχε μεγαλώσει σαν αγριοκάτσικο κυριολεκτικά στα λαγκάδια της Πάφου, ‘μέσα στη φύση και δίπλα από τη θάλασσα…’, έφτασε στο σπίτι της αδελφής της  στον άγιο Κασσιανό, την πιο παλιά και πιο αρχοντική για την εποχή συνοικία της πρωτεύουσας Λευκωσίας.  Τριγύρω στη γειτονιά, χαμηλά πετρόχτιστα και πανέμορφα σπιτάκια, ξυλάδικα όπως και τώρα, ραφεία, μαραγκοί, ράφτες και άλλα μικρομάγαζα. Όλα πλημμυρισμένα με τις επισκέψεις, απογευματινές συνάξεις σε σπίτια, πεζοδρόμια, κλεφτές ματιές εδώ κι εκεί, ραβασάκια, μεγαλύτερες συναντήσεις, με τη σειρά τους. Αριστοκρατία και δίπλα-δίπλα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Κι ακόμα η όμορφη και ιστορική εκκλησούλα της Χρυσαλινιώτισσας.

Και αίφνης, τόσα χρόνια μετά, ξυπνάει μέσα της η ‘χριστιανή’, όταν ‘… είδες μέσα στο χέρι της Λάλας να λάμπει χρυσός ο σταυρός σου. Δεν είχες ποτέ σου πολλά κοσμήματα, μόνο αυτό το σταυρουδάκι το χρυσαφένιο, με μια λεπτή αλυσίδα σαν κλωστή, ήταν το  σταυρουδάκι που σε βάφτισαν, ο σταυρός σου ο βαφτιστικός, ο πολύτιμος και σημαντικός, που είχες πάψει εδώ και καιρό να τον φορείς στο λαιμό σου και τον είχες κρυμμένο, δεμένο σε ένα μαντίλι…’.

Μέχρι την αναπόφευκτη μέρα! Όταν  έρχονται ξανά απειλητικά μπροστά διλλήματα, αρχαία γι’ αυτή. ‘… Αυτόν ή εκείνους..’!

Η αφήγηση του βιβλίου, γίνεται από διαφορετικά πρόσωπα και φωνές. Αφηγήσεις, μονόλογοι, μαγειρικές συνταγές, διάλογοι, κυπριακά παραδοσιακά τραγούδια, κάποια στιγμή τα όνειρα απειλούν την πραγματικότητα, μακρινά βιώματα, όχι ξεκάθαρες μνήμες, λαϊκή παράδοση έντονη, όπως κι η κυπριακή ταυτότητα και συνείδηση. Η ιδιόρρυθμη γλώσσα παίζει με τον αναγνώστη, ειδικά εκείνον που δεν είναι συνηθισμένος στην απαιτητική κυπριακή διάλεκτο.

 

 

* Η Κωνσταντία Σωτηρίου, γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στη Λευκωσία. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της ‘Φωνές από Χώμα’ (Αθήνα, Πατάκης, Μάιος  2017).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top