Fractal

Ας αναστατώσουμε τη μνήμη. Τη γαλήνη των πραγμάτων.

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

petropoulou_maxriaΡένα Πετροπούλου- Κουντούρη «Η αγάπη είναι δύναμη», εκδ. Α.Α. Λιβάνη

 

24 πρόσωπα σε διαφορετικούς ρόλους το καθένα κι ένας παντογνώστης αφηγητής που γίνεται ελέω συγγραφέα ιδανικός τους “σκηνοθέτης” κινούμενος με σεμνή άνεση -και συνετή επίγνωση τής εκ της ιδιότητάς του ανάγκης να είναι πειστικός και καίριος-, στους τόπους και στις χώρες στις οποίες μακρύ και πυκνό ξετυλίγεται το κουβάρι των κρίσιμων γεγονότων που θα καθορίσουν τις ζωές τους.

Μασσαλία και Μπορντό στην μποέμ Γαλλία του 1889. Ίνσμπρουκ και Βιέννη στην συντηρητική και αυστηρή Αυστρία.Σαρδηνία και Σαν Πιέντρο στην όμορφη και ηλιόλουστη Ιταλία. Ναγκασάκι και Γιοκοχάμα στην μακρινή, εξωτική Ιαπωνία που δεν έχει ακόμα παραδοθεί στον δυτικό κόσμο. Σαουθάμπτον. Ελάχιστα εκεί, για μια κρίσιμη αναχώρηση σε μια κομβική για την μυθοπλασία στιγμή.

Τόποι και άνθρωποι.Κυρίως όμως άνθρωποι παραδομένοι στα χέρια της Ειμαρμένης, άνθρωποι που στην ίδια περίοδο -ανάμεσα στα 1889 και 1893- είτε γνωρίζονται ήδη και σχετίζονται λυτρωτικά μα και επιζήμια μεταξύ τους ή προαναγγέλλεται η κατοπινή δραματική σύνδεσή τους,είτε σκορπίζονται σ΄αυτά κυρίως τα πρώτα τέσσερα σημεία της γης και δοκιμάζονται οι ψυχές τους και υποφέρουν, νοσούν τα σώματα και φθίνουν, χάνεται, σπαταλιέται άκριτα η νιότη και εκείνοι ή αφήνονται στα πάθη τους ή τα νικούν, όμως σε κάθε περίπτωση πιάνονται στα νήματα της Μοίρας τους σαν σε ιστό φονικής αράχνης και πρέπει να παλέψουν πολύ σκληρά για να ελευθερωθούν και να ανακάμψουν.

 

Η Ηρακλειώτισσα λογοτέχνις Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη –πολυγραφότατη, ευφάνταστη και δεινή μαστόρισσα της ελληνικής γλώσσας- αναλαμβάνει ξανά έναν ρόλο στα πλαίσια του οποίου έχει προ πολλού στο πεζογραφικό της παρελθόν αποδείξει την ικανότητά της να τον φέρνει εξόχως, κάθε φορά εις πέρας: τον τριπλό και σχεδόν αδόκιμο, δύσκολο ρόλο, του αφηγητή/ συγγραφέα/ σκηνοθέτη.

Με πάθος και αδιάκοπη κειμενική ορμή η Ρένα Πετροπούλου -Κουντούρη αποθέτει μιαν ευρηματική ομολογουμένως, αρμονική και αψεγάδιαστη μυθοπλασία, ακριβέστατη ως προς το πραγματολογικό και βεβαιωμένο με ενδελεχή έρευνα μέρος της, στην αγκαλιά της Ιστορίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, λίγο πριν μπει ο πιο σημαδιακός ως τώρα αιώνας της, μένοντας σταθερή -όπως στην “Μάχρια της Λήθης”, το πρώτο μέρος της τριλογίας της-στον ασυνήθιστο τρόπο αφήγησης που επέλεξε και την δικαίωσε απολύτως θα ισχυριστώ, έναν τρόπο θεατρικού σχεδιασμού και ποιητικής αντίληψης, γεμάτο εντάσεις και ανατροπές, που συγκινούν τον αναγνώστη δίχως να εκπίπτουν ούτε για μια στιγμή σε μελοδραματισμό.

 

Ας θυμηθούμε το α΄μέρος της τριλογίας.

 

Η Μάχρια-καρπός του ατελέσφορου έρωτα μιας νεαρής Κρητικοπούλας αρχοντικής καταγωγής κι ενός αντάρτη που μάχεται στα βουνά στην διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης στα τέλη της βαριάς δεκαετίας του 1860- είναι το κοριτσάκι που υιοθετείται με μυστικότητα από ένα ζευγάρι άτεκνων Τούρκων και έχει μέσα στην αρχική του ατυχία, την τύχη από ΄κει και πέρα να μεγαλώσει σ’ ένα στοργικό και μη ασφυκτικό μουσουλμανικό περιβάλλον, που ναι μεν δεν έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με τα θρησκευτικά πιστεύω των θετών γονιών, ορισμένων συγγενών και των όσων βρίσκονται στην δούλεψή τους μα -μια και αυτοί είναι άνθρωποι που λόγω των επαγγελμάτων τους (ναυτικοί και έμποροι) έχουν την ευκαιρία να ταξιδεύουν στην Ευρώπη άρα έχουν εξοικειωθεί με φυλετική και λοιπή ετερότητα σε πολλά επίπεδα και εντέλει επηρεάζονται από τον δυτικό τρόπο ζωής- επιτρέπει στην Μάχρια, αυτό το εξευρωπαϊσμένο περιβάλλον, πολλά διαφορετικά πράγματα στην ζωή της (μόρφωση και σχετική ελευθερία κινήσεων) με διακριτικό βεβαίως τρόπο, ίσως και εύθραυστο, πάντως πετυχαίνοντας μέχρις ενός διακριτού σημείου να διατηρήσει με σχετική επιτυχία ισορροπίες κυριολεκτικά πάνω σε κόψεις ξυραφιών.

Όταν η Μάχρια εγκαθίσταται στην Μασσαλία με τους δικούς της η παράδοση σιγά σιγά σπάει, οι ισορροπίες θρυμματίζονται κι εκείνη εξελίσσεται σε μια ευφυή, δεκτική στην μάθηση, πανέμορφη κοπέλα που όχι μόνον έχει δυτική μόρφωση μα τείνει συνειδητά στον γαλλικό ή μάλλον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής με τα καλά που συνεπάγεται κάτι τέτοιο για μια γυναίκα αυτής της εποχής μα και τα πλείστα όσα κακά, που στην περίπτωσή της είναι η σχέση με τον Γάλλο Ζακ Μερσό, έναν ελκυστικό άνδρα, όχι ηθελημένα ιδιοτελή μα σαφώς επιπόλαιο λάτρη των ηδονών, οπωσδήποτε παρορμητικό και ελαφρώς τυχοδιώκτη που εκείνη τον ερωτεύεται τρελά και ο οποίος, παρόλο που την αγαπά, θα της ασκήσει την μέγιστη αρνητική επιρροή και θα την φέρει σε δεινή θέση, μαθαίνοντάς της ας πούμε τον εθισμό στο όπιο (που κάνει θραύση στους καλλιτεχνικούς και ελίτ κύκλους της Γαλλίας και όχι μόνον εκεί), βάζοντας την έτσι στο β΄μέρος (την ενήλικη πλέον Μάχρια) ενώπιον φοβερών διλημμάτων μα και τους δυο κόσμους τους, δυτικό και ανατολικό, να συγκρουστούν σφοδρά, αν και οι πιο πολλοί ήρωες της ευρηματικής Κουντούρη -άνθρωποι απ΄όλες τις τάξεις της εποχής αυτής- δεν είναι ιδεοληπτικοί κουβαλητές πεποιθήσεων στις πιο φανατικές τους εκδοχές.

 

Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

 

Η συγγραφέας “σκηνοθετεί” 24 πρόσωπα στο πρώτο αυτό μυθιστόρημα, που φέρει τον τίτλο “Η Μάχρια της Λήθης” και τα ζωντανεύει υπέροχα στο κείμενό της έτσι ώστε να αφηγούνται/παίζουν σαν ηθοποιοί πάνω σε θεατρικό σανίδι, με απτό αποτέλεσμα να μας εισάγει στο ιστορικοπολιτικό κλίμα με διαδοχικές ή παράλληλες αφηγήσεις προϊδεάζοντάς μας έξυπνα και χωρίς να υπονομεύει την εγγενή γοητεία των περιπετειών της νεαρής Κρητικοπούλας (η οποία δεν γνωρίζει τίποτα ακόμα για την καταγωγή της) που θα έρθουν καταιγιστικές στον β’ μέρος της τριλογίας (που όμως διαβάζεται και αυτόνομα).

 

Το β΄μέρος

 

Το β΄μέρος της τριλογίας που εκδίδεται δυο χρόνια μετά (το 2016 από τις εκδόσεις Λιβάνη), έχει τον πολύσημο και χαρακτηριστικό τίτλο “Η Αγάπη Είναι Δύναμη” και ο αναγνώστης απολαμβάνει ξανά την συναρπαστική γραφή της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη, ακόμα καλύτερα δουλεμένη σαν κείμενο και σαφώς πιο μεστή, προσαρμοσμένη κι αυτή υφολογικά και γλωσσικά στην ατμόσφαιρα της εποχής που έχει προχωρήσει χρονικά-βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1890-, βρίσκοντας την Μάχρια ενήλικη πλέον γυναίκα σε δύσκολη θέση, ενώπιον των λαθών και των συνεπειών της θυελλώδους σχέσης της με τον Ζακ. Γύρω από την Μάχρια της λήθης και του οπίου κινούνται όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, άλλα έντονα και παρεμβατικά, άλλα διακριτικά, άλλα εχθρικά και καθένα δίνει την ιστορία που του αναλογεί με το δικό του γλωσσικό ιδίωμα και στυλ αφηγούμενο τα όσα (τους) συνέβησαν και (τους) συμβαίνουν ακόμα.

Πολλά έχουν αλλάξει και κυρίως η Μάχρια. Τα χρόνια της αθωότητας και της ανεμελιάς (όσο αυτή μπορούσε να υφίσταται στους τόσο ταραγμένους καιρούς στο έμπα του νέου αιώνα, καιρούς μετακινήσεων πληθυσμών, πολέμων, κοινωνικών αναβρασμών και ζυμώσεων και βεβαίως πλήθους ιστορικών αλλαγών) έχουν περάσει και δεν θα επιστρέψουν ποτέ πια. Η ενηλικίωση φέρνει και στην Μάχρια πρωτόγνωρες εμπειρίες στην συνεχή συναλλαγή της με τον και στον τεράστιο μα και τόσο μικρό και περίκλειστο και γεμάτο συμπτώσεις και ανεξήγητα κόσμο μας, την οριστική απώλεια της παιδικής της αθωότητας και κάτι ακόμα πιο συγκλονιστικό που είναι, ως εμπειρία, η μεγαλύτερη εμπειρία για κάθε γυναίκα. Φέρνει την απόκτηση ενός παιδιού.

Η μετάβαση από την μια κατάσταση στην άλλη, η δράση και η  περιγραφή της γίνεται με συναρπαστική γραφή στην οποία εγκιβωτίζονται (με σοφό μέτρο) παλιότερες ιστορίες που όμως δίνουν το στίγμα, ενσωματώνονται διάλογοι ως αναμνήσεις στιγμών ανάμεσα στα πρόσωπα και αναπτύσσονται σκέψεις που αντιστοιχούν στους κάθε είδους προβληματισμούς των ηρώων της- που σύντομα γίνονται και δικοί μας γιατί ταυτιζόμαστε και συμπάσχουμε -, τις έγνοιες και τους λογής απολογισμούς για το παρελθόν και το παρόν μα και οραματισμούς και την αγωνία και την ελπίδα για τον σχεδιασμό του μέλλοντος, ενός καλύτερου και πιο φωτεινού μέλλοντος.

 

Η συγγραφέας υποδέχεται γενναιόδωρα τον αναγνώστη με μια παράγραφο παρμένη από το “Κορίτσι της Άμμου” του σημαντικού Μαροκινού συγγραφέα Ταχάρ Μπεν Τζελούν:

 

“Εγώ δεν λέω ιστορίες μόνο για να περνά η ώρα. Οι ιστορίες έρχονται και με βρίσκουν, με κατοικούν και με μεταμορφώνουν. Κάθε τόσο πρέπει να τις βγάζω απ΄το κορμί μου, ν΄ αδειάζω ξέχειλα συρτάρια για να δεχτώ νέες ιστορίες”

κι ένα δικό της ποίημα, όμορφο, λιτό και γι αυτό απόλυτα ταιριαστό με το περιεχόμενο του πλούσιου σε γεγονότα μυθιστορήματος:

 

Αγάπη καμωμένη από ζάχαρη,

βροχή και παραμύθια

των παιδικών μας χρόνων.

Αγάπη αθώα, τρυφερή,

της αγκαλιάς.

Αγάπη αγνή, θεόρατη, παρούσα

δένεις ανθρώπους σταθερά

μ΄άτρωτα νήματα συνήθειας.

Αγάπη-δύναμη

της ευτυχίας και του πόνου

είσαι εκείνη της ζωής και του θανάτου.

 

Στην συνέχεια,αφού μας συστήσει ένα ένα τα πρόσωπα (24 και σε τούτο της το μυθιστόρημα, πρώτα και δεύτερα στην ιεράρχηση της σπουδαιότητας και συμμετοχής στο εκτενές κείμενο) τα οποία θα αφηγηθούν εκ περιτροπής, ξεκινά η διήγηση από την Μασσαλία το 1889 και ο λόγος δίνεται πρώτα στον ερωτευμένο Ζακ ο οποίος φεύγει, για λόγους που εδώ δεν θα αποκαλύψουμε, για την Αίγυπτο στην οποία όμως δεν φτάνει ποτέ.

 

Γαλλία (Μασσαλία και Μπορντό)

 

Ζακ Μαρσό

Μάχρια Μποχούμ

Φρανσουά ντε Λαρσέ (στενός φίλος του ζευγαριού)

Καπετάν Σουκρού Μποχούμ (θείος και πατριός/κηδεμόνας της Μάχρια, δεύτερος σύζυγος της μητέρας της μετά την χηρεία από τον θετό πατέρα τής Μάχρια)

Μιχριμπάν Μποχούμ (θετή μητέρα της Μάχρια)

Μαρσέλ Τομά (συνάδελφος του Φρανσουά ντε Λαρσέ)

Αϊντά (παραμάνα της Μάχρια)

Ζεϊνέμπ (μουσουλμάνα καμαριέρα)

Νεβάρτ (μουσουλμάνα υπηρέτρια)

 

Αυστρία (Ίνσμπρουκ και Βιέννη)

 

Καθηγητής Γκέρχαρτ

Ίνγκε Γκέρχαρτ

Ανελίζε (νοσοκόμα)

Μίνα Μπερνάϊς (κουνιάδα του Ζίγκμουντ Φρόιντ)

Καταρίνα (γκουβερνάντα)

 

Ιταλία (Σαρδηνία, Σαν Πιέντρο)

 

Σινιόρα Φελίτσια Μπατίστι

Στέφανο Μπατίστι (γιος της Φελίτσια, ψαράς)

Αουρόρα Μπατίστι (κόρη της Φελίτσια, αγρότισσα)

Τζάκομο Λαρόσα (δάσκαλος)

Φραντζέσκα Λαρόσα (σύζυγος του δασκάλου)

Σάντρο (μαθητής)

Πατήρ Ιγνάτιο (ιερωμένος της μονής Σάντα Λουτσία)

αδελφή Σιλβάνα (μοναχή της μονής)

 

Ιαπωνία (Ναγκασάκι και Γιοκοχάμα)

 

Τζον Μίκοντζ (διευθυντής του Ζακ Πανασί)

Ερνέστο Μανιάτης (φίλος και συνεργάτης του Πανασί)

 

 

Ο Ζακ στην πρώτη αφήγηση/μονόλογο του βιβλίου αποχαιρετά την Μάχρια στο σπίτι τους και τον αγαπημένο φίλο Φρανσουά ντε Λαρσέ στο πολύβουο λιμάνι της Μασσαλίας.

Τυλιγμένος στην μπέρτα μου, στάθηκα ώρα πολλή γερμένος στην κουπαστή, ν’ ατενίζω τις ακτές της Προβηγκίας που σβήνανε σιγά σιγά μες την ομίχλη, δίχως ν’ αφήνω στιγμή απ’ τα μάτια μου κι αυτόν και την πόλη·όλα μίκραιναν, πόσο γρήγορα μίκραιναν, πόσο γρήγορα, αλίμονο, σε λίγο δεν μπορούσα πια τίποτα να διακρίνω. Ούτε τον φίλο μου ούτε το λιμάνι, ούτε την αποβάθρα, τη Μασσαλία, τον κόσμο μου όλο, τα πάντα θόλωσαν και ξεθώριασαν αστραπιαία. Το αλάτι των δακρύων μου ανακατεύτηκε μ’ εκείνο του θαλασσινού αέρα, στεγνώνοντας το δέρμα και την καρδιά μου.

 

Οι αφηγητές/ ήρωες κάνουν ένα βήμα κάθε φορά, καθώς νοερά οι μήνες κυλούν, βγαίνουν από τον κύκλο των προσώπων, στέκονται στην μέση της εντυπωσιακής κυκλικής σκηνής της συγγραφέως και ο αναγνώστης πληροφορείται άμεσα όλα όσα συμβαίνουν στον καθένα και τους γύρω του. Την σκυτάλη από τον Ζακ παίρνει ο λιγομίλητος και εντελώς διαφορετικός Φρανσουά και σέρνοντας τα πόδια ή μάλλον την λυπημένη μα γενναία ψυχή του, τις δικές του έγνοιες φορτωμένος που μόνον αμελητέες δεν είναι, μα και των άλλων, της αγαπημένης Μάχρια κυρίως και του καλού του φίλου, μας εξιστορεί την κακή κατάσταση-σωματική και ψυχική-στην οποία έχει περιέλθει η Μάχρια και τις επίμονες ενέργειες, τις δικές του και της οικογένειάς της, να την αποτραβήξουν απ΄το όπιο.

Ο γιατρός Βίλι Γκέρχαρτ την ίδια χρονική περίοδο στο Ίνσμπρουκ έχει στήσει την κλινική του και εργάζεται αφοσιωμένα, μέρα και νύχτα, με τους οπιομανείς και ψυχικά άρρωστους που βρίσκουν εκεί ιδανικό καταφύγιο για να αρχίσουν έναν αγώνα ζωής, να ξεφύγουν από τους δαίμονές τους. Ο Λαρσέ θα αναλάβει δίχως δεύτερη σκέψη το βαρύ καθήκον να συνοδέψει την Μάχρια ως το Ίνσμπρουκ και να κάνει τις συνεννοήσεις με τον καθηγητή για τα πάντα, την παραμονή της άρρωστης γυναίκας, τους επιστημονικούς τρόπους με τους οποίους θα επιχειρηθεί η αβέβαιη θεραπεία, την ενημέρωση των δικών της κι ό,τι άλλο χρειαστεί.

Ο ντε Λαρσέ είναι ο φύλακας άγγελός της, ένας πολύπλευρος χαρακτήρας, άριστα και διεισδυτικά ψυχογραφημένος που η συγγραφέας ενδυναμώνει με πλήθος καλών γνωρισμάτων, είναι το άσπρο στην ζωή της Μάχρια την εποχή της έξης στο όπιο, της απρόσμενης εγκυμοσύνης και της ατέρμονης απουσίας του Ζακ απ’ όλα τα δικά της συνταρακτικά, του Ζακ που ως χαρακτήρας  -σ΄αυτό το μοιραίο ερωτικό και εν γένει σχεσιακό τρίγωνο-εκπροσωπεί το μαύρο, αν όχι το απόλυτο μαύρο πάντως το σκοτεινό, αυτό που φέρνει δάκρυα και πίκρα.

Τα πρόσωπα μπορούν να εκληφθούν ως εν δυνάμει ήρωες μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας που παίρνει σχήμα και λογοτεχνική φόρμα σε μιαν άλλη εποχή και την οποία εμείς παρακολουθούμε να εξελίσσεται δραματικά στα κατά ποιόν μέρη της: μύθο, ήθος, διάνοια, λέξιν, μέλος και όψιν (αυτά τα δυο της στοιχεία, το μέλος και την όψιν δεν τα ακούμε και δεν τα βλέπουμε βέβαια, αλλά μπορούμε χάρη στην ενάργεια, την γλαφυρότητα και το εξόχως ευφάνταστον της γραφής της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη να τα δούμε τελικά και να τα ακούσουμε, ω, ναι, με τα μάτια και τα αυτιά της ψυχής μας, τι άλλο και τι καλύτερο από αυτό!

 

Ανάμεσα στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις η χαρισματική συγγραφέας βρίσκει πρόσφορο άνοιγμα και πέντε φορές παρεμβαίνει με κομμάτια/ανάσες κειμένου (πεζού και στίχων) σε πλάγια γραμματοσειρά τυπωμένα για να περιγράψει/δώσει στίγμα, ευφυώς τριτοπρόσωπα εκείνη, και να προαναγγείλει έτσι τα επόμενα ό,τι κι αν είναι αυτά: αφήγημα, ρόλος, ιστορία εγκιβωτισμένη, ιστορία που συμβαίνει ή η μητέρα όλων, η Ιστορία των ανθρώπων που εντός της γεννιούνται και πεθαίνουν, δημιουργούνται και σβήνουν, ολοκληρώνουν τους κύκλους τους και πάλι από την αρχή -όσο ο Ήλιος θα φτάνει στην Γη- όλα τα παραπάνω: πρόσωπα, καταστάσεις, έρωτες, πάθη, πόλεμοι, κοινωνικοπολιτικές ανατροπές, λάθη, ταξίδια, αποδράσεις, λιγοψυχίες, ηρωισμοί, μικρά και μεγάλα, παράξενα ή συνηθισμένα πράγματα. Με μια λέξη, ζωή.

 

Οι ψυχές και τα σώματα σπαράσσονται από ηδονή, οδύνη, ενοχές, πόνο και μεταμέλεια. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια κυλούν και χαράζουν τα ίχνη τους πάνω τους. Ο Ζακ θα φτάσει στην Ιταλία, εκεί θα τον ξεβράσουν τα κύματα και μαζί με τον νέο επιστήθιο φίλο του Ερνέστο Μανιάτη θα εμπλακούν και θα εμπλέξουν νέα πρόσωπα στις περιπέτειες και τις ατυχίες ή τις καλές τους στιγμές. Θα φτάσουν μέχρι και στην μακρινή Ιαπωνία. Θα δώσουν και θα λάβουν μαχαιριές, και πάλι πόνο θα φέρουν οι ρηχές αποφάσεις, δάκρυα αλλά και ψίχουλα ευτυχίας θα έχει η ζωή τους.

Έχουν αφήσει πίσω καθένας ασήκωτα και ανομολόγητα φορτία. Ο Ζακ βουλιαγμένος στις ενοχές για χίλια δυο έχει αφήσει την καταπονημένη Μάχρια, τον Φρανσουά που θα ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη και θα γίνει το ισχυρότερο στήριγμά της, τον έντιμο και ευθύ καπετάν Σουκρού, την λεπτεπίλεπτη Μαχριμάν, τον γιατρό Γκέρχαρτ, την στοργική Ανελίζε, ένα παιδί που πολύ επιπόλαια πράττοντας δεν υποψιάστηκε καν ότι θα  μπορούσε να σπείρει. Κι ένα δεύτερο παιδί, ίσως, αργότερα, κάπου αλλού, στην δίνη των  ταξιδιών/φυγών που ωθείται να κάνει από τον εσωτερικό του εχθρό, τον εαυτό του.

Όμως ποια ενοχή δίνει το άλλοθι για την εγκατάλειψη, για την φυγομαχία; Είναι συνειδητή η απουσία, τίμια και πότε, η υποχώρηση από το πεδίο της μάχης και γιατί; Ποιες συνθήκες την επιβάλλουν και ποιες την αναιρούν; Πόσο φορτίο μπορεί να σηκώσει ο ευγενικός και διχασμένος από άλλες επιλογές του σ΄ένα όχι και πολύ μακρινό παρελθόν, ο στωικός και  αλτρουιστής ντε Λαρσέ; Τι πρέπει η ίδια η Μάχρια να κάνει όταν και όσο καταφέρει να απομακρυνθεί από την σκιά των δεινών της;

Η απάντηση είναι ό,τι περιέχεται σε μια και μοναδική παραίνεση: να αγαπήσουν. Να αγαπήσουν αληθινά και να αφεθούν με τρυφερότητα και περίσκεψη στην λυτρωτική δύναμη της αγάπης, γιατί, ναι, η αγάπη (που βρίσκεται στον έρωτα, στην φιλία, στην μητρότητα, στην ανθρωπιά, στο Καλό, στο Φως) είναι δύναμη. Και είναι για όλους.

 

Ο Ζακ Μερσό πάντως των τύψεων και των σκέψεων είναι και κάτι άλλο, ένας αστός κεντροευρωπαϊκής δομής, ας μην το ξεχνάμε, γαλουχημένος με την ομηρική μεν Οδύσσεια, που δεν την ξεχνά ποτέ στις σκέψεις του, φερμένη όμως στα απολύτως ρεαλιστικά μέτρα της βιομηχανικής του εποχής, της μπολιασμένης με το όνειρο της συνεχούς φυγής και της χίμαιρας, είναι ένα μείγμα μορφωμένου αστού, τυχοδιώκτη και ζεν πρεμιέ μαζί, ευγενούς και συνάμα αγροίκου, που η παρέκκλιση από το κοινωνικό του στάτους για την αναζήτησης της περιπέτειας, μιας ακόμα ή του πλούτου στα πιο μακρινά μέρη της γης, εκεί που οι ομοεθνείς του και όχι μόνον αυτοί έχουν χτίσει ισχυρές αποικίες με την υπεροπλία τους και την αβυσσαλέα τεχνολογική υπεροχή τους σε βάρος των ντόπιων πληθυσμών, αυτός, ο Ζακ του 1889, δέκα μόλις χρόνια πριν ο Τζόζεφ Κόνραντ γράψει το αριστούργημά του “Η Καρδιά του Σκότους” (1899), είναι ο γνήσιος εκφραστής της γενιάς των ευφυών και μαζί ανόητων, αθώων και την ίδια στιγμή ένοχων ανδρών/παιδιών μιας μακράς και πολύπλευρης, καταπληκτικής και δημιουργικής εποχής, που γέννησε και δίδαξε πολλά και για πάντα.

 

Η συγγραφέας ως εξωδιηγητική πλην παντεπόπτρια αφηγήτρια συνδέει τα δυο πολυπρόσωπα μυθιστορήματα προσεκτικά, με άριστο και μαζί άμεσο τρόπο και σε περισσότερα του ενός σημεία, με φράσεις που δεν αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη με περιττές πληροφορίες μα οδηγούν με σαφήνεια το ένα στο άλλο. Η ευελιξία των βιβλίων με παρέπεμψε (από μια, το παραδέχομαι, μάλλον ρομαντική πλευρά ιδωμένο) στα ωραία, ιστορικοκοινωνικά εκείνα μυθιστορήματα των εφημερίδων και των περιοδικών που τόσο αγαπούσε το αναγνωστικό κοινό παλιότερων εποχών να διαβάζει σε συνέχειες, τα οποία ήταν σαφώς λογοτεχνία και συχνά εξαιρετική και παρέμεναν βαθιά ουμανιστικά ακόμα κι όταν ο συγγραφέας εισήγαγε στοιχεία βίας για παράδειγμα ή μυστηρίου στην πλοκή για να τονώσει το ενδιαφέρον κι ας μην επρόκειτο για αστυνομικό.

Είναι εντυπωσιακή η κατασκευή του μυθοπλαστικού οικοδομήματος εδώ λοιπόν, υπάρχει μια ιδιότυπη ακολουθία, μια λειτουργική συνέχεια, ενώ η συγγραφέας -κανείς συγγραφέας, νομίζω, στην εποχή μας-δεν έχει το ατού των συνεχειών, ώστε  να διατηρήσει απρόσκοπτα την ίδια εκείνη ακριβώς υποβλητική ατμόσφαιρα που κερδίζει εξ αρχής τον αναγνώστη, τον κρατά σε ενός είδους διάλογο με τον συγγραφέα και του προκαλεί συναισθήματα και ταύτιση, όταν στην πράξη και στον ημερολογιακό χρόνο μεσολαβεί ανάμεσά τους μια έστω δημιουργική -αντικειμενικά ως τέτοια κρινόμενη εκ του αποτελέσματός της -διετία έρευνας και νέας συγγραφής και γιατί αυτό το επισημαίνω ως σημαντικό;

Διότι η αυτονομία της αφήγησης και η ανεξάρτητη αλλά συγγενική συγκρότηση σκέψης υπάρχει ανέπαφη και παραμένει αδιάτρητο και το μέσα σε 400 μόλις σελίδες άψογα οργανωμένο μερίδιο του κάθε βιβλίου στην φιλόδοξη και ως τώρα άρτια εκτελεσμένη από την συγγραφέα συνολική κεντρική ιδέα της τριλογίας. Νομίζω πώς μόνον ο ευφυής και αυτόφωτος συγγραφέας ανταπεξέρχεται σε τέτοιες απαιτήσεις και η Ρένα Πετροπούλου -Κουντούρη είναι πολλά περισσότερα από ευφυής και αυτόφωτη. Είναι μια ολωσδιόλου ξεχωριστή περίπτωση. Επιτρέψτε μου λόγω των θεμάτων που αρέσκεται να μετατρέπει σε ελκυστικά μυθιστορήματα –θέματα βαθύτατα κοινωνικά, προσεγγισμένα από την γυναικεία της σκοπιά αλλά όχι μίσανδρα, το αντίθετο, με επιμελή ανασύνθεση του ιστορικού τους πλαισίου και αυστηρά καταγεγραμμένο το ιστορικό γεγονός που όντως συνέβη και αποτέλεσε αφετηρία της αφήγησης -να την παραλληλίσω με την στοχαστική Ρόζαμουντ Πίλτσερ αν και ηλικιακά και ως ένα επίπεδο και δομικά δεν έχουν συνάφεια, γιατί η μεν Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη έχει έντονη θεατρικότητα στην γραφή της είτε είναι ποίηση είτε πεζογραφία, στοιχείο που η Rosamunde Pilcher, η σπουδαία Βρετανίδα ιέρεια του παγκόσμιου mainstream women’s fiction δεν θέλησε, ίσως, να ενσωματώσει στην δική της έκφραση.

 

 

Γυρίζοντας στο σώμα του κειμένου έχουμε την ευκαιρία να βρούμε τα ιδανικά παραδείγματα για την τεκμηρίωση των παραπάνω. Στο Σαν Πιέντρο τον Αύγουστο του 1889 ο Ζακ Μερσό (ο πολύτιμος και καταστροφικός εραστής της Μάχρια) που εκεί οι ανυποψίαστοι, αγρότες και ψαράδες στην πλειοψηφία τους, απλοί και καλοί άνθρωποι που τον φιλοξενούν τον ξέρουν σαν υφασματέμπορο Ζακ Πανασί, αναπολεί και αφηγείται:

 

Αναζητώ τα γαλλικά. Ποθώ να τα μιλήσω. Θα ‘ταν καλό να κουβεντιάσουμε για λίγο στη μητρική μου γλώσσα με τον Τζάκομο, παρόλο που έχω ξεκινήσει να μιλώ σιγά σιγά τα ιταλικά. Έπειτα, το σπίτι του δασκάλου είναι παράδεισος για όποιον αγαπά τα βιβλία και τη μελέτη. Ο Τζάκομο μ’ έκανε να θυμηθώ μετά από καιρό πόσο ελκυστικό ήταν για μένα το διάβασμα. Τον εκτίμησα περισσότερο όταν άρχισε να μου δανείζει βιβλία.Θυμάμαι πόσο άρεσε και στη Μάχρια να μιλάμε για λογοτεχνία, για ποίηση, για τους αρχαίους κλασικούς… Ανάμεσα στα φλογερά αγκαλιάσματά μας, πάντα βρίσκαμε το χρόνο ν΄ απαγγείλουμε στίχους του Οβίδιου, της Σαπφούς ή πιο σύγχρονων ποιητών όπως ο Τένισον, ο Ουίτμαν ή ο Μποντλέρ.

Η διακριτική αυτή διακειμενικότητα που ανθίζει σε όλη την έκταση της κλιμακούμενης αφήγησης είναι ευπρόσδεκτη, και, ας μου επιτραπεί να το πω, πολύ μα πολύ χρήσιμη. Ποιος αναγνώστης δεν θα μπει στον πειρασμό να ανατρέξει στους υπέροχους και σπουδαίους, που η συγγραφέας με μαεστρία του φέρνει στο προσκήνιο μέσα από το δικό της εγχείρημα; Κι αυτό, που το συνηθίζουν σχεδόν όλοι πια οι σύγχρονοι ξένοι συγγραφείς, δεν είναι καιρός να το κάνουν -με το μέτρο όμως και την σύνεση της Ρένας Πετροπούλου που δεν στηρίζεται σ’ αυτό σαν δεκανίκι, διότι βεβαίως η Πετροπούλου είναι αυτόφωτη ως λογοτέχνις- και οι δικοί μας σαν ένα ανέξοδο δώρο στο ίδιο τους το κείμενο και φυσικά και στους αναγνώστες τους;

 

Εκτός όμως από την διακειμενικότητα (που αν δεν υπάρχει δεν βλάπτεται η ολότητα του μύθου αλλά όταν υπάρχει είναι τόσο θετική) αίσθηση προκαλούν στον αναγνώστη οι καθαρόαιμες λογοτεχνικές αρετές της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη, πρωτίστως η ήσυχη δύναμη της πένας της, μια δύναμη συνεχής και σοφή που την απολαμβάνει ο αναγνώστης και ιδού, ως παράδειγμα, αποσπάσματα από το μονόλογο της Αουρόρα, της νεαρής αγρότισσας στο Σαν Πιέντρο όταν έρχεται η ώρα να αφηγηθεί (προσέξτε την λεπτή μα βαθιά διαφορά εκφραστικής ευχέρειας και πλάτους σκέψεων και γνώσεων και πώς αυτές δεν υπάρχουν στον λόγο της γυναίκας αλλά υπάρχουν και δίνουν αίγλη στον λόγο του άνδρα και πώς η συγγραφέας τονίζει, χωρίς να υποβαθμίζει κανέναν ως χαρακτήρα, την απόσταση ανάμεσα στην μη μορφωμένη μα έξυπνη γυναίκα της υπαίθρου και τον πολύφερνο, καλλιεργημένο Ζακ, τον άνθρωπο της πόλης, που εκφορά του λόγου του παρακολουθήσαμε πιο πάνω):

 

Μεγάλωσα υποταγμένη απ΄το φόβο που μου δάγκωνε τα σωθικά, τρέμοντας για κάποια συμφορά, κάποια τιμωρία, το συναίσθημα του ότι δεν ήμουν άξια για τίποτα φύτρωνε μέσα μου και καθημερινά ποτιζόταν με…[…]

[…]έτρεμα σαν άκουγα τα βήματα και τον βήχα του πατέρα μου, του ετοίμαζα το φαγητό του για το χωράφι, ζέσταινα το γάλα για τ΄αδέρφια μου, που μισοκοιμισμένα ακόμα το έπιναν βουβά… Υπακούαμε τυφλά όλα τα παιδιά τον δυνάστη πατέρα. Ο πατέρας δεν μας άφηνε να πάμε στο σχολείο. “Η μόρφωση φουσκώνει τα μυαλά” μας έλεγε, θυμάμαι, ανάμεσα σ’ άπειρα ποτήρια που γέμιζαν και ξαναγέμιζαν ξέχειλα μέχρι πάνω με κρασί.[…]

[…]Καθόλου δεν λυπήθηκα όταν πέθανε ο πατέρας. Γιατί μαζί του πέθανε κι ο φόβος.

 

Η συγγραφέας αναδεικνύει με εξαιρετικό τρόπο, με σεβασμό και αγάπη αλλά και ιδιαίτερα δυναμικά την γυναικεία φιγούρα της εποχής στις αρκετά διαφορετικές ανά τόπο και συνθήκες παραλλαγές της, όμοιες όμως παντού ως προς την ανισότητα που τις περιβάλλει και τους στερεί ευκαιρίες.Οι τρεις γυναίκες που παίζουν με τον έναν ή άλλο τρόπο πρωτεύοντα ρόλο στην ζωή του Ζακ Μερσό, η καλλιεργημένη Μάχρια, η σκληραγωγημένη Αουρόρα και αργότερα η γκέισα Γιούκι γίνονται ένα. Μητέρες, κόρες, ερωμένες, σύζυγοι, αδελφές, φίλες. Και χίλια δυο ακόμα. Υποστάσεις και ρόλοι με βάση το φύλο αλλά και πέρα απ΄αυτό. Εργάτριες, καλλιτέχνιδες, εμπόρισσες, γιατρίνες, εκπαιδευτικοί, δικηγόροι, μηχανικοί, επιστημόνισσες, αγρότισσες, αστές, νοικοκυρές, μορφωμένες λιγότερο ή περισσότερο, λευκές, μαύρες, ασιάτισσες, ευρωπαίες, αμερικανίδες. Γυναίκες. Γίνονται ο προάγγελος της παγκόσμιας γυναίκας του 21ου αιώνα, που σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης αγωνίζεται κάτω από δύσκολες ή και άθλιες συνθήκες γιατί εμπνέεται απ’ αυτήν ακριβώς την θρυλική πεντηκονταετία 1840-1890 , καθώς τότε το γυναικείο κίνημα ξεσπά πλέον ασυγκράτητο ποτάμι, αρχίζει να κερδίζει αγώνες, μα  και να υφίσταται πικρές ήττες, να συντρίβεται μα και να αναγεννιέται, να διεκδικεί, να πληγώνεται, να απομονώνεται, να υπονομεύεται μα και να δικαιώνεται έστω μερικώς και δυστυχώς μόνον στον δυτικό κόσμο. (Η μάχη της ισότητας συνεχίζεται διαφορετικά στις μέρες μας γιατί ακόμα δεν έχει κατακτηθεί ούτε παντού ούτε πραγματικά και χρωστάμε πολλά στις επινοημένες ηρωίδες-πρότυπα σημαντικών γυναικών συγγραφέων σαν την Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη και φυσικά στις σπουδαίες φεμινίστριες και πρωτοπόρες γυναίκες που πραγματικά υπήρξαν και έδρασαν ως ιστορικά πρόσωπα).

 

 

Μερικές σκέψεις ως επίλογος:

 

Η Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη επιχειρεί γενικότερα και από χρόνια, από την αρχή της εμφάνισής της στην ελληνική λογοτεχνία και με ατού το πολύπλευρο λογοτεχνικό της έργο,να σπάσει τις από γρανίτη προκαταλήψεις (περί ποιότητας και εφήμερου στην Λογοτεχνία, ετικετών, ποιο είναι πότε τι και γιατί) που μόνο κακό έχουν κάνει και συνεχίζουν να κάνουν στα νεοελληνικά γράμματα. Η σεμνή και παραγωγική συγγραφέας αποδεικνύει περίτρανα ότι αυτή την στιγμή και μάλιστα μέσα στην κρίση γράφονται άρτια, σοβαρά και πολύ αξιόλογα μυθιστορήματα που μέσω του θέματός τους κυρίως αλλά και του είδους που υπηρετούν με συνέπεια, ήθος και γνώση απευθύνονται με αξιώσεις στο ευρύ κοινό, ρισκάροντας με την ιδιαίτερη και λόγια φόρμα τους, όμως τελικά κερδίζοντας αυτόν τον κόσμο που αγαπά το καλό βιβλίο και παραμένει ο κινητήριος μοχλός της αγοράς του στην χώρα, που αγαπά και στηρίζει σταθερά το καλό μυθιστόρημα εποχής και του αξίζει, αυτού του υπέροχου βιβλιόφιλου κόσμου, κάθε σεβασμός.

 

Η τελευταία φράση στο οπισθόφυλλο, γραμμένο κι αυτό από την ίδια την Ρένα Πετροπούλου- Κουντούρη (από τα καλύτερα, πιο παθιασμένα, όμορφα αλλά και πιο κατατοπιστικά που έχω δει) συμπυκνώνει την βασική ιδέα, τις ιδεαλιστικές και ουμανιστικές προθέσεις και το λαμπρό αποτέλεσμα της συγγραφής.

 

Μια κατάδυση στα βάραθρα της ανθρώπινης ψυχής που εξαναγκάζεται να γνωρίσει τα έσχατα όρια της αντοχής της.

Για να τα κονιορτοποιήσει, γιατί όχι, -θα συμπληρώσω- και να τα αναπλάσει, να τα ορίσει ξανά και ξανά και κάποτε να κερδίσει έναν καινούργιο παράδεισο, στον οποίο κανένας δόλιος νους δεν θα μπορεί να βάλει στο στόχαστρό του την γαλήνη και την ευλογία. Την ευλογία της ατελείωτης αθωότητας και της αστείρευτης καλοσύνης των ανθρώπων ες αεί.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top