Fractal

Διήγημα: “Η αγάπη δε μίλησε”

Της Βάσως Καψώνα // *

 

 

 

 

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον έλεγαν τρελό, παρόλο που καμιά τρέλα δεν είχε βγει από τα χείλη του. Αλλά οι συγχωριανοί του επέμεναν στο χαρακτηρισμό τους. Πιθανά εκείνο το κενό στο βλέμμα του με το οποίο συμμετείχε βουβά στις κουβέντες τους έδινε στους περισσότερους την εντύπωση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Αστέρη. Ο ίδιος δεν μιλούσε. Όχι με τον τρόπο που το έκαναν όλοι οι άλλοι. Σιγά-σιγά οι άνθρωποι του χωριού άρχισαν να πιστεύουν ότι ο Αστέρης δεν ήταν τρελός, αλλά μουγκός. Και τότε το ερώτημα που πλανιόταν σε κάθε άκρη του χωριού ήταν αν αυτή η μικρόσωμη, φιλήσυχη παρουσία είχε χάσει πρώτα τα λογικά του και μετά τη λαλιά του, ή το αντίστροφο. Οι συζητήσεις δεν κατέληγαν σε κάποιο συμπέρασμα. Δεν βοηθούσε σ’ αυτό και το καλοκαίρι που έμοιαζε πιο τρελό κι από τον Αστέρη· δεν ήταν λίγες οι φορές που μετά από ένα καυτό βράδυ ξημέρωνε ένα χειμωνιάτικο πρωί. Οι μεγάλες διαφορές στη θερμοκρασία, οι απότομες αλλαγές του καιρικού σκηνικού, μια ένας ήλιος δυσβάσταχτος και μια η βροχή που ξέπλενε τον προηγούμενο καύσωνα, ύστερα πάλι ένας δυνατός βοριάς που έκανε τις νοικοκυρές να νοσταλγούν τα ακριβά χαλιά τους, αυτά που κοιμούνταν τότε στο πατάρι, όλα αυτά είχαν τρελάνει τους χωριάτες, όχι όμως και τον Αστέρη.

Τα βράδια, όταν οι συγχωριανοί του έμεναν να γκρινιάζουν για τούτο και για τ’ άλλο, ο Αστέρης έπαιρνε το χωματόδρομο που έβγαζε στο νεκροταφείο έξω από το χωριό. Έμενε κάμποσο εκεί κι ας μην είχε κανέναν να κλάψει. Του άρεσε η ησυχία με την οποία οι πεθαμένοι ζούσαν την αιωνιότητά τους και η γαλήνη που έβγαινε από τις μεταξύ τους συζητήσεις. Ο Αστέρης είχε πολλά να τους πει. Συχνά έπιανε τον εαυτό του να μπαίνει στον πειρασμό να διακόψει τον ειρμό τους για να πάρει το λόγο, αλλά τότε σκεφτόταν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να φαινόταν ως ασέβεια. Τι δουλειά είχε αυτός, ένας άλαλος ζωντανός, να τολμήσει να σκεφτεί ότι θα μπορούσαν αυτοί που είχαν, με περισσότερο ή λιγότερο κόπο, κερδίσει την αιωνιότητα να καταδεχτούν να τον συμπεριλάβουν στη συντροφιά τους; Το πολύ-πολύ να του έριχναν μια ματιά γεμάτη βδελυγμία πριν τον διαολοστείλουν. Το ίδιο σκέφτηκε κι απόψε και τους παράτησε στην αιωνιότητά τους.

Ανηφόρισε μέχρι το ‘ξωκλήσι του Αη Λια, ξάπλωσε κάτω από το πιο μεγάλο πεύκο κι έμεινε να κοιτάζει τη χλωμή βάρκα στον ουρανό. Ποιος να ταξιδεύει με το φεγγάρι απόψε;, σκέφτηκε. Ξερόβηξε να καθαρίσει το λαιμό του από τη σκόνη. Ξαπλωμένος όπως ήταν, άνοιξε τα κουμπιά από το πουκάμισό του, ζέστη είχε ακόμη, είχε ιδρώσει. Οι τρίχες στο στήθος του γυάλιζαν από τον ιδρώτα, πέρασε απαλά το χέρι του πάνω τους. Του φάνηκε αστεία η αριστερή του ρώγα, έτσι όπως σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, να τεντωθεί, να φτάσει το χάδι του. Ήταν ιδέα του, ή το φεγγάρι χάραζε ένα μονοπάτι στο θώρακά του; Η κοιλιά του ανεβοκατέβαινε με την ανάσα του κι ο φεγγαρόδρομος ανηφόριζε και κατηφόριζε μαζί της. Ήταν εκεί, στον ίδιο φεγγαρόδρομο που -πόσο καιρό πριν;- κυλούσε το χέρι της σαν να χαρτογραφούσε το κορμί του. Ο εξερευνητικός της δείκτης έκανε σύντομες παύσεις κι εκείνη έγερνε πιο χαμηλά πάνω του, έτσι που οι ήλιοι του στήθους της να δύουν στο θωρακικό του ορίζοντα. Στα σημεία που σταματούσε ο δείκτης της –κι ήταν τόσο πολλά! και του φαίνονταν τόσο λίγα!- σ’ εκείνα τα σημεία έκανε στάση κι ο χρόνος, κι η καρδιά του Αστέρη αναπηδούσε γιατί την ώρα εκείνη η Στέλλα έσπερνε με τα χείλη της την πείνα της, και πότιζε τη σπορά της, προσεκτικά, χωρίς βιασύνη, με όση δροσιά μπορούσε να αφήσει στο πέρασμά της η πυρακτωμένη γλώσσα της, για να θερίσει λίγο αργότερα την ατσάλινη στύση του με το στόμα της, προτού το ξαναμμένο μόριό του πάρει θέση βαθιά ανάμεσα στα λαίμαργα σκέλια της. Ο Αστέρης άνοιγε στιγμιαία τα μάτια του, να απολαύσει την αμαζόνα του· του άρεσε η δύναμη με την οποία η εύρωστη φιγούρα της υψωνόταν και χαμήλωνε πάνω του, τα κυματιστά μαλλιά της που φτερούγιζαν πάνω από κάθε ώμο της, τα γεμάτα στήθη της που ξεχείλιζαν από επιθυμία, του άρεσε όπως υποτασσόταν στην ανάγκη της, του, ο τρόπος που έγερνε το κεφάλι της πίσω για να επιτρέψει στην ψυχή της να πάρει ύψος, ο τρόπος με τον οποίο την τελευταία στιγμή χαμήλωνε τα μάτια της πάνω του· το φωτεινό της βλέμμα ακτινοβολούσε τη σιγουριά και τη ζεστασιά ενός έμπειρου αναβάτη για το φαρί του. Όμως η ματιά της σκοτείνιαζε από τις ενοχές για το κοινό αίμα που έρρεε στις φλέβες τους και την αγωνία μην τυχόν και ξετρύπωνε κανείς το κατάπτυστο ζευγάρι.

Οι δυο τους έμοιαζαν να στροβιλίζονται σε μια αδιανόητη δίνη που τους κατάπινε με μεγάλες μπουκιές, δέσμιους στη δύναμη ενός ανεπίτρεπτου συναισθήματος και ταυτόχρονα ελεύθερους στο κάλεσμα της πιο ιερής έμφυτης ορμής τους.

Ο Μάριος ερωτεύτηκε την κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη αδερφή της μάνας του ακριβώς την πρώτη στιγμή που την είδε μπροστά του, όταν εκείνη υποδέχτηκε –ξυπόλητη, με ένα τεράστιο χαμόγελο και φορώντας ένα μικροσκοπικό κιμονό- τον ίδιο και τη μητέρα του στο καινούριο της σπίτι, το γεμάτο χαρτόκουτα και άδειο από έπιπλα, η έλλειψη των οποίων ανάγκαζε τις αγκαλιές και τα καλωσορίσματα να εκτοξεύονται με φόρα στον απέναντι φρεσκοβαμμένο τοίχο, να χτυπάνε το κεφάλι τους πάνω του και να επιστρέφουν με εξογκώματα στις δύο αδερφές και τον δεκαεφτάχρονο μικρόσωμο ανιψιό που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ένας άνθρωπος θα άφηνε πίσω μια ζηλευτή άνετη ζωή σε μια πολύβουη μεγαλούπολη για να εγκατασταθεί στην ανιαρή ρουτίνα μιας ήσυχης επαρχιακής πόλης που υπέφερε από κάθε δυστυχία που υπήρχε σε όλη τη χώρα. Εντάξει, της είχε λείψει η οικογένειά της. Και η Λιβαδειά δεν ήταν τόσο άσχημη πόλη! Αλλά η νεοφερμένη θεία είχε μόλις παρατήσει τη λαμπρή καριέρα της (απόρροια εξίσου λαμπρών περγαμηνών) και το σκουριασμένο γάμο της στη Γερμανία για να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, έχοντας εξασφαλίσει ένα αντίστοιχο διευθυντικό πόστο –με αναντίστοιχες, πάντως, αποδοχές- κι ένα συμπαθητικό διαμερισματάκι κοντά στην οικογένεια της μικρότερης αδερφής της που τόσο της είχε λείψει αυτά τα χρόνια! Ο γιος της, μόλις δυο χρόνια μεγαλύτερος από τον Μάριο, θα συνέχιζε τις σπουδές του, και τη ζωή του αργότερα, στη Γερμανία, ή όπου αλλού, αλλά σίγουρα θα επισκεπτόταν τη μητέρα του όσο πιο συχνά μπορούσε στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, της έλεγε, κλείνοντας το μάτι με νόημα!

Μέρα με τη μέρα ο Μάριος υπέφερε. Οι ώρες κοντά στη θεία του τον βασάνιζαν, οι ώρες μακριά της τον τυραννούσαν. Η ζωή του είχε καταντήσει μαρτύριο. Στο σχολείο ταλανιζόταν από τη σκέψη της, στο σπίτι κυριευόταν από ταραχή μέχρι να τη δει, στο τηλέφωνο τσουρουφλιζόταν από τη φωνή της. Τα Σαββατόβραδα υπέφερε με την παρέα του και τις Κυριακές, τα απογεύματα, βολόδερνε στο πλάι της ρουφώντας τα λόγια της και το άρωμά της. Οι μέρες γίνονταν ολοένα και πιο δύσκολες κι ο Μάριος ολοένα και πιο απόμακρος, ολοένα και πιο σιωπηλός. Οι νύχτες ήταν καλύτερες. Το σκοτάδι κάλυπτε το κλάμα του, τα όνειρά του τον παρηγορούσαν, η χούφτα του τον ανακούφιζε.

Λίγους μήνες μετά την άφιξή της στη Λιβαδειά, και ό,τι φαινόταν σαν αιωνιότητα από τότε που ο Μάριος σιγόβραζε στον πόθο του για ‘κείνη, κι αφού είχε τελειώσει μια ταινία που έβλεπαν στο σπίτι της – ο Μάριος είχε προσφερθεί να της την κατεβάσει από το Internet, η θεία του δεν τα κατάφερνε και τόσο με τέτοια πράγματα, αλλά θα μπορούσε να φτιάξει πίτσα και να τη δουν παρέα- η Στέλλα πρότεινε μια βόλτα στην Κρύα. «Πάμε όπου θέλεις,» ο Μάριος αποδέχτηκε την πρόταση με χαρά. Στο δρόμο χάζευαν λίγο κατά μήκος της Έρκυνας. Έφτασαν ως το πέτρινο θέατρο κι ανέβηκαν τρέχοντας τα σκαλοπάτια. Τους άρεσε που οι πατημασιές τους αντηχούσαν στο χώρο. Ένα ζευγαράκι περίπου στην κορυφή της σκάλας ενοχλήθηκε μάλλον από την παρουσία τους και απόρησε με τη βιασύνη τους. Η Στέλλα δεν τόλμησε να παραβγεί το Μάριο μέχρι ψηλά στο τέρμα των κερκίδων. Βολεύτηκαν πιο χαμηλά στο μεσαίο διάζωμα και στήριξαν τις πλάτες τους στο τοιχάκι πίσω τους. Σχεδίασαν να ανεβούν μέχρι το εκκλησάκι της Ιερουσαλήμ ψηλά στα βράχια. Ο Μάριος θυμήθηκε μερικές παλιές ιστορίες για την περιοχή. Δεν ήταν σίγουρος ότι όλες όσες είπε ήταν αλήθεια. Στο βάθος του σχετικά καθαρού ουρανού σχηματίστηκε μια φωτεινή γραμμή κι ένα αστέρι έσβησε για πάντα. Η Στέλλα στεναχωρήθηκε που δεν πρόλαβε να κάνει μια ευχή. Ο Μάριος γέλασε. «Πες μου τι εύχεσαι και θα το τακτοποιήσω εγώ!» της είπε με το μυστηριώδες ύφος πολλά υποσχόμενου μάγου. Το πρόσωπο της Στέλλας σοβάρεψε. «Είσαι το δικό μου αστέρι;» τον ρώτησε κοιτάζοντας ολόισια στα μάτια του. Ο Μάριος κοκκίνισε και ενστικτωδώς κίνησε να μετακινηθεί ελάχιστα από δίπλα της. Η Στέλλα ακούμπησε το χέρι της σχεδόν στο γόνατό του κι ο Μάριος δεν κινήθηκε χιλιοστό. Μέσα στο παντελόνι του τα πράγματα είχαν ζορίσει αρκετά. Η καρδιά του χτυπούσε με όλη της τη δύναμη κι ο Μάριος γύρευε τον τρόπο να κρύψει την ταραχή του. Κυρίως, τη στύση του. Πριν γίνει ρεζίλι!

Αλλά το χέρι της Στέλλας πέρασε γρήγορα κάτω από το μπλουζάκι του κι έψαξε για το στήθος του. Οι δυνατοί χτύποι της καρδιάς του θα πρέπει να το τρόμαξαν κι ο Μάριος αισθάνθηκε τότε την ζεστή παλάμη να κατηφορίζει στην κοιλιά του. Ύστερα το ανιχνευτικό χέρι ενώθηκε με το ζευγάρι του και μαζί άνοιγαν τα κουμπιά του παντελονιού του. Η Στέλλα έκανε μια στιγμιαία παύση, αφαίρεσε το μπλουζάκι του Μάριου, το έστρωσε δίπλα του και τον ξάπλωσε στο πρόχειρο μακρυμάνικο σεντόνι. Το μισοφέγγαρο ξημέρωνε δειλά-δειλά στην κοιλιά του. Χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια της από τα δικά του και με ένα αδιόρατο χαμόγελο, η Στέλλα πέρασε το ένα πόδι της πάνω από τη λεκάνη του κι έβαλε το ηλεκτρισμένο μόριό του μέσα της. Η άκρη από το φουστάνι της έκρυβε τη ντροπή του. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από το Μάριο που δεν άντεξε για πολύ μέσα στη θέρμη της και τέλειωσε γρήγορα με ένα λαχανιασμένο «συγγνώμη». Η Στέλλα ψιθύρισε «Είσαι το δικό μου αστέρι!» και το επανέλαβε πολλές φορές, πιο δυνατά, κάθε φορά πιο δυνατά, ώσπου ο Μάριος να την ησυχάσει με ένα δεύτερο σμίξιμο ανταποδίδοντας τη χαρά που λίγο νωρίτερα εκείνη του είχε δώσει.

Τον μήνα που ακολούθησε ο καιρός του Μάριου και της Στέλλας αποδείχτηκε εξαιρετικά ευμετάβλητος: ο ήλιος έλαμπε όταν οι δυο τους κρυφοέσμιγαν, αλλά πυκνά βλοσυρά σύννεφα τον έκρυβαν όταν ερχόταν η ώρα του αποχωρισμού. Καμιά φορά, όταν ο Μάριος έβγαινε με κάποια κοπέλα –όχι ότι το ήθελε, δηλαδή, αλλά έπρεπε να ρίξει στάχτη στα μάτια όλων, τι να έκανε;- η Στέλλα έβρεχε, κι άλλη φορά, όταν ήταν σειρά της Στέλλας να ξεγελάσει τα καχύποπτα μάτια του περίγυρου, ο Μάριος λυσσομανούσε τόσο άγρια που ξεγύμνωνε τα δέντρα κι απόδιωχνε κάθε προσπάθεια προσέγγισης της Στέλλας από αντίπαλο στρατόπεδο. Η ζωή τούς τάιζε το μέλι του έρωτα και το πικραμύγδαλο της ζήλειας. Κι όσο το μέλι γλύκαινε τα σεντόνια τους, τόσο το πικραμύγδαλο στύφιζε τις καρδιές τους.

Στο μεταξύ, ο κόσμος άρχισε να λέει διάφορα, οι φίλοι του Μάριου, που κάτι μυρίζονταν, άρχισαν να τον πιέζουν να μιλήσει, οι καθηγητές στο λύκειο και το φροντιστήριο δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τη ραγδαία πτώση του μέχρι πρότινος αριστούχου μαθητή τους –άλλες πάλι ερωτήσεις κι απ’ αυτούς, η μάνα του, ανήσυχη για την αλλόκοτη συμπεριφορά του, δεν αναγνώριζε, έλεγε, το γιο της και, πιθανολογώντας ένα άσχημο μπλέξιμο, τον παρακαλούσε να μιλήσει, και μόνο η Στέλλα, η Στέλλα του, η φίλη του, η δασκάλα του, η δεύτερη μάνα του, η σύντροφός του, μονάχα αυτή τον παρακαλούσε να σιωπήσει. «Ό,τι και να γίνει, να θυμάσαι τούτο μόνο, εσύ είσαι το δικό μου αστέρι,» του έλεγε και τον έβαζε να ορκιστεί πως δεν θα έβγαζε κουβέντα από το στόμα του για τους δυο τους.

Ο Μάριος αποδείχτηκε, πέρα από πιστός φίλος και θαυματουργός εραστής, ένα εξαιρετικός μαθητής της Στέλλας. Πολύ γρήγορα έμαθε τι έπρεπε να κάνει, να καταπίνει τη γλώσσα του, και τι δεν έπρεπε να κάνει, «Μη σου ξεφύγει λέξη για μας!». Μάλιστα, μια φορά που έτυχε να τον συστήσουν σε καινούρια παρέα, λίγο έλειψε να πει ότι τον λένε «αστέρι», μα ευτυχώς συγκράτησε τη γλώσσα του. Προκειμένου να είναι με τη Στέλλα του, ο Μάριος αρνήθηκε τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν είχε καμιά αντίρρηση να πετάξει την παλιά του ταυτότητα, αυτή που επέμενε ότι γιόρταζε το Δεκαπενταύγουστο.

Συνήθισε να αγαπάει τη Στέλλα με το σώμα του, να διεγείρεται με τη γλώσσα του δεμένη, συνήθισε το σεξ μαζί της χωρίς να αρθρώνει λέξη, να τελειώνει μέσα της πνίγοντας κάθε κραυγή, συνήθισε να επιστρέφει σπίτι του χωρίς να βγάζει κιχ, συνήθισε να ζει μια άλλη, άλαλη ζωή. Ήταν λες και η σιωπή τον τραβούσε στον πυθμένα της σαν κινούμενη άμμος.

Στα δέκατα-όγδοα γενέθλιά του, λίγο πριν τις καταδικασμένες σε αποτυχία πανελλαδικές εξετάσεις του, έσβησε απαλά, σχεδόν βουβά, τα κεράκια στην τούρτα με την οποία του έκαναν έκπληξη οι συμμαθητές του, αφού πρώτα έκανε μέσα του, σιωπηλά, όπως είχε συνηθίσει, μια ευχή. Να ζήσουμε μαζί με τη Στέλλα! Αργά το ίδιο βράδυ, έσβησε άλλα τόσα κεράκια πάνω στη δική της τούρτα πριν της αποκαλύψει την ευχή που είχε μόλις επαναλάβει. Η Στέλλα χαμογέλασε, κάπως κρύα του φάνηκε, ο ίδιος ήταν τόσο γλυκός, είπε, αλλά η ευχή του πολύ όμορφη για να γίνει αληθινή…, κι αν τα πράγματα ήταν αλλιώς…, είπε, αλλά βλέπεις…, κι ακολούθησαν περισσότερα μισόλογα κι άλλα τόσα σπασίματα της φωνής. Ο Μάριος δεν πίστευε στ’ αυτιά του! Η Στέλλα! Η Στέλλα που δεν υπολόγισε την ίδια της την αδερφή προτού της πηδήξει το γιο, η Στέλλα που τόσο καιρό απαιτούσε να σκεπάσουν το μυστικό τους με σιωπή για να μπορεί να σκεπάζει το Μάριο με το σεντόνι της, η Στέλλα που έγινε αφορμή να ξεκόψει ο Μάριος απ’ όλους, τώρα αυτή η Στέλλα έκανε πίσω και ξαφνικά νοιαζόταν για όλα όσα μέχρι τότε παρέβλεπε!

Ο Μάριος μάζεψε από το πάτωμα τη μικροκαμωμένη φιγούρα του που είχε σπάσει σε χίλια κομμάτια κι έφυγε ήσυχα, όπως ήξερε, αφήνοντας πίσω του μια ελάχιστα φαγωμένη τούρτα, δεκαοχτώ κεράκια με καψαλισμένα τα κεφάλια τους και μια Στέλλα με την καρδιά της να σιγοκαίει ακόμα γι αυτόν.

Το κεφάλι του είχε μουδιάσει και τα πόδια του ήταν βαριά. Ακολουθούσε ένα δρόμο και μετά έναν άλλο, κι ύστερα έναν διαφορετικό. Του έλειπε η αφετηρία για να σχεδιάσει έναν προορισμό. Σπίτι του έγινε η σιωπή. Τόπος του, γλώσσα του, η σιωπή. Δεν μίλησε ποτέ και σε κανέναν για κείνον και τη Στέλλα. Μόνο στο πρώτο χωριό που έφτασε, όταν κάποιος τον ρώτησε το όνομά του, «Αστέρη με λένε» είπε. Ύστερα δεν είπε πολλά.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον έλεγαν τρελό, παρόλο που καμιά τρέλα δεν είχε βγει από τα χείλη του. Ίσως να έφταιγε εκείνο το κενό στο βλέμμα του…

 

 

* Η Βάσω Καψώνα διαβάζει με τον Ήλιο, γράφει με το Φεγγάρι και παίζει με τ’ Αστέρια…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top