Fractal

Η άφθαρτη γοητεία του εφήμερου

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη //

 

 

Δυο “concept albums” με κοινό παρονομαστή

 

 

Τόλης Φασόης: Just for a Day (ΕΜΙ, 2009)

 

Πριν λίγους μόλις μήνες, ομολογώ πως τους Sharp Ties δεν τους γνώριζα παρά μόνο εξ ονόματος: μια από κείνες τις οικείες αναφορές που έχουν καταγραφεί ως δεδομένες στο περιθώριο της συνείδησης, δίχως ξεκάθαρο αντίκρισμα σε κάποια εικόνα ή άκουσμα. Δεν ξέρω κιόλας, μέσα στο ασυμμάζευτο πλήθος των πληροφοριών και των ερεθισμάτων που μας κατακλύζουν από παντού, αν θα μου γεννιόταν ποτέ η ανάγκη (ή τουλάχιστον η περιέργεια) να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο θέμα – ώσπου η τυχαία παρακολούθηση μιας τηλεοπτικής εκπομπής έγινε αφορμή ν’ αφουγκραστώ την ατίθαση, ιδιόρρυθμα αισθησιακή αρμονία ενός απ’ τα τραγούδια που την “έντυναν”.

Το ηχόχρωμα όπως και το στυλ της ενορχήστρωσης έφερναν στο νου το Kashmir των Led Zeppelin, ενώ η εκφραστικά ευλύγιστη λυρική φωνή του ερμηνευτή θύμιζε αμυδρά τον Marc Almond του Mother Fist & Her Five Daughters. Η αψεγάδιαστη αγγλική προφορά του σε καμιά περίπτωση δεν παρέπεμπε σε Έλληνα. Και όμως: ήταν ο Τόλης Φασόης, “ψυχή” των πάλαι ποτέ Sharp Ties, στο πρώτο του προσωπικό άλμπουμ με τον τίτλο Just for a Day. Το “επίμαχο” κομμάτι, Honey in the Lion’s Mouth, με την απροκάλυπτη μελωδική αλλοτροπία, τον παραληρηματικά αθυρόστομο ερωτικό του στίχο και την ηδονική νωχέλεια των οριεντάλ παρεκτροπών του, υποσχόταν μια, αν μη τι άλλο, περιπετειώδη εξόρμηση μακριά απ’ τη δυναστεία της μουσικής πεπατημένης.

Είναι μάλλον σπάνιο στις μέρες μας να βρεις ένα CD που να ακούγεται απ’ την πρώτη ως την τελευταία νότα με αμείωτο, έστω, ενδιαφέρον. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι περιπτώσεις όπου τα όρια μεταξύ πηγαίας έμπνευσης και επιπρόσθετης “αγγαρείας” ή προκρούστειου έργου (ώστε να συμπληρωθεί, ας πούμε, ένας επιβεβλημένος συνολικός χρόνος αναπαραγωγής ή αριθμός κομματιών) διακρίνονται με… γυμνό αυτί, ακόμα και σε δουλειές πράγματι αξιόλογες και ενδιαφέρουσες κατά τα άλλα. Όταν λοιπόν πέφτει στα χέρια σου, σχεδόν κυριολεκτικά απ’ το πουθενά, μια συλλογή έντεκα τραγουδιών απ’ τα οποία δεν πετάς ούτε παύση, τότε δεν πρόκειται μονάχα για έναν ευπρόσδεκτο αιφνιδιασμό, μα και για την πολύτιμη, ελπιδοφόρα εκείνη εξαίρεση που στέλνει τον κανόνα αδιάβαστο.

Κι έτσι, χάρη στην ευτυχή αυτή συγκυρία, μια ασαφής και συγκεχυμένη ενθύμηση πήρε σάρκα και οστά, ένα απρόσωπο όνομα απέκτησε φωνή και ταυτότητα.

Γεννημένος από Έλληνες γονείς – με καταγωγή από την Ιθάκη και την Καλαμάτα – στη Νότια Αφρική, όπου μεγάλωσε (εξ ου και η οικείωσή του με την αγγλική γλώσσα), σπούδασε θέατρο και δημιούργησε την πρώτη του βραχύβια ska μπάντα (The Introverts), ο Τόλης Φασόης εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα το 1980, οπότε και σχημάτισε τους Sharp Ties (που μεταφράζεται “Έντονοι Δεσμοί” και όχι “Κοφτερές Γραβάτες”, όπως είχε κάποτε – ευρηματικά – θεωρηθεί) μαζί με τους Γιώργο Καραγιαννίδη, Παντελή “Bees” Καραχισαρίδη και Πέτρο Σκούταρη.

Η ανέλπιστα ενθουσιώδης υποδοχή του παρθενικού τους δίσκου Get That Beat που κυκλοφόρησε την επόμενη κιόλας χρονιά, με την “επιστράτευση” του Νίκου Καρβέλα στα πλήκτρα και έκδηλες τάσεις υφολογικής πολυμορφίας, γέννησε τρία ακόμα άλμπουμ – Safari Boys (1982), Sharp Ties 3 (1986) και Positive (1989) – καθώς και μερικά maxi singles (συν ένα πέρασμα από την ταινία Σουβλίστε τους! του ανέκαθεν “αιρετικού” Νίκου Ζερβού). Ο τολμηρά υβριδικός τους ήχος (ένα εκρηκτικό συνονθύλευμα new wave, punk και reggae), η ιδιοτυπία του οποίου τους ανάγει σε αδιαμφισβήτητους πρωτοπόρους της ελληνικής (και όχι μόνο) σκηνής, δεν κατόρθωσε ωστόσο να επαναλάβει τη θεαματική επιτυχία του Get That Beat και στις αρχές του 1990 το συγκρότημα διαλύθηκε.

Μια δεκαπενταετία αργότερα, οι Sharp Ties επανασυνδέονται (με τον Πιερ Χωρέμη αρχικά και στη συνέχεια τον Τάσο Καλλιανιώτη στη θέση του κιθαρίστα Πέτρου Σκούταρη, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2004), για να “ανοίξουν” τη συναυλία των Fun Lovin’ Criminals το Φεβρουάριο στο Gagarin 205 και να εμφανιστούν το φθινόπωρο στο Μικρό Μουσικό Θέατρο, με support τη νεαρή Ελληνοαυστραλέζα τραγουδοποιό Jessica Bell.

Εντύπωση μου έκανε, παρ’ όλα αυτά, που όσο κι αν έψαξα δεν μπόρεσα να βρω πουθενά συγκεντρωμένες τις παραπάνω πληροφορίες, τις οποίες αναγκάστηκα να συναρμολογήσω μέσα από σκόρπιες (επιγραμματικές ως επί το πλείστον και συχνά αντιφατικές στις λεπτομέρειες) καταχωρίσεις στο διαδίκτυο και ό,τι κατάφερα να “ξεθάψω” από παλιά περιοδικά και εφημερίδες. Ίσως επειδή καμιά εταιρία δεν φιλοτιμήθηκε (ούτε προφανώς ενδιαφέρθηκε) να ψηφιοποιήσει το σύνολο της δισκογραφίας τους ώστε να διατηρηθούν στη δημοσιότητα και φυσικά, ό,τι βινύλια των πρώτων εκδόσεων υπάρχουν είναι εξαιρετικά δυσεύρετα. Απ’ την άλλη, όσοι πρόλαβαν να ζήσουν από κοντά το “φαινόμενο” Sharp Ties, ενώ αναπολούν νοσταλγικά μια από τις σπουδαιότερες, λίγο πολύ, αγγλόφωνες μπάντες του εικοστού αιώνα, για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν θεωρούν απαραίτητο να παραθέσουν πιο αναλυτικά στοιχεία γι’ αυτήν – με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ελαφρώς ανατριχιαστική αίσθηση πως ένα είδος όρκου σιωπής την περιβάλλει.

Χωρίς να αποκηρύσσει το παρελθόν του, ο Φασόης (καθηγητής Αγγλικών σήμερα και τα τελευταία χρόνια διακριτικά παρών στο μουσικό προσκήνιο – κυρίως με ζωντανές εμφανίσεις και κατά καιρούς συνεργασίες με τους Χάρη & Πάνο Κατσιμίχα, τους διασπασθέντες πλέον Πυξ Λαξ και τον αδικοχαμένο Μάνο Ξυδού) αποδεικνύει με το παραπάνω ότι όποιος αποφεύγει τη δουλική ή μεμψίμοιρη προσκόλληση σε “περασμένα μεγαλεία” και κυνηγά δίχως συμβιβασμούς το όραμά του, δεν μπορεί παρά να βγει κερδισμένος – αν και όχι απαραίτητα από εμπορική άποψη (το γεγονός, εξάλλου, ότι η ενασχόλησή του με την τέχνη δεν αποτελεί αποκλειστική πηγή βιοπορισμού, του επιτρέπει την πολυτέλεια να κάνει αυτό που θέλει όπως και όποτε το θέλει, δίχως να εξαρτάται από την έκβαση των πωλήσεων).

Γιατί κακά τα ψέματα, το Just for a Day δεν είναι και το πιο ευκολοχώνευτο άλμπουμ του κόσμου: οι ανεξάντλητες υφολογικές αναζητήσεις σε συνδυασμό με τον ανενδοίαστα ποιητικό αγγλικό στίχο απαιτούν μια στοιχειώδη μύηση σε κάποιες λιγότερο γνώριμες ή προβεβλημένες περιοχές του σύγχρονου και προγενέστερου διεθνούς μουσικού φάσματος, προκειμένου να μπει κανείς στο νόημα και να χαρεί ουσιαστικά αυτό που ακούει. Πιστεύω ακράδαντα πως αν δεν είχα τη διαβολεμένη τύχη να ανακαλύψω, πριν καμιά εικοσαριά χρόνια, στο φημισμένο (και “συχωρεμένο” τώρα πια) υπόγειο δισκάδικο της Σόλωνος & Μασσαλίας, το βινύλιο που έμελλε να μου σημαδέψει ανεξίτηλα τα αυτιά (και δεν ήταν άλλο απ’ το προαναφερθέν Mother Fist – όπως θα δούμε και πιο κάτω, ο Marc Almond επανακάμπτει με αρκετά παράδοξη συχνότητα στο άρθρο αυτό), δεν θα ήμουν σε θέση να εκτιμήσω την αβίαστη, ραφινάτη όσο και αμεταμέλητη ετερογένεια του Just for a Day για ό,τι ακριβώς είναι.

Απ’ τις ακούραστες ρυθμικές “μεταλλάξεις” του εισαγωγικού I’ll Fly Away στον κεφάτο και σέξι rock & roll δυναμισμό των In the End (We’re All Insane), Come On και Every Little Bit of You, το γλυκύτατο παράπονο του Try και του Hollywood Party, την εναλλαγή funk ροκιάς και τρυφερών, σχεδόν a cappella φωνητικών στο Crumbling Down, το εθιστικό αμάλγαμα power pop και new wave στο Summer Skies και το Just for a Day ως τα εκμαυλιστικά τριημιτόνια του Honey in the Lion’s Mouth και την επιλογική γέφυρα με τις “αρχέτυπες” ska punk καταβολές του (το ριζοσπαστικό και ανάρπαστο στην εποχή του Get That Beat των Sharp Ties), ο Φασόης αξιοποιεί στο έπακρο τις στιχουργικές, συνθετικές (με τη συνδρομή των Βαγγέλη Καραπέτρου και Χρυσόστομου Μουράτογλου) και ερμηνευτικές του δυνατότητες, αντλώντας το υλικό του από μια εκθαμβωτική παλέτα μουσικών ειδών, υφών και επιρροών.

Οι αφειδείς διάρκειες και οι ρωμαλέες ενορχηστρώσεις κάθε άλλο παρά επιβαρύνουν την ισορροπία ενός συνόλου που ούτε στιγμή δεν χάνει την εσωτερική του συνοχή, παρά το ετερόκλητο κράμα των συστατικών του – ένα θεσπέσιο μωσαϊκό που καθρεφτίζει την πρόσκαιρη και πλανερή, οξύμωρη ομορφιά της ύπαρξης, συμπυκνώνοντας τις ανατροπές, τις μεταπτώσεις και τις αντιφάσεις μιας ζωής ολόκληρης μέσα σε μια μέρα.

 

 

Πυξ Λαξ: Χαρούμενοι στην Πόλη των Τρελών (Harvest, 2003)

 

Το 2003, ένα χρόνο πριν τη διάλυσή τους, οι Πυξ Λαξ έβγαλαν το “πολυσυλλεκτικό” άλμπουμ-έκπληξη Χαρούμενοι στην Πόλη των Τρελών, με μάλλον… σουρεαλιστικές (ώστε να δικαιολογούν τον τίτλο) παρεμβάσεις από τους Μελίνα Τανάγρη, Ψαραντώνη, Eric Burdon (των Animals), Gordon Gano (των Violent Femmes), Steve Wynn (των Dream Syndicate) και Marc Almond (τον οποίο ήδη μνημονεύσαμε δις ως τώρα). Τους αγγλικούς στίχους για τα δημοφιλή, αν και αγνώριστα χάρη στις αναθεωρημένες ενορχηστρώσεις τραγούδια των Πυξ Λαξ που ερμηνεύουν οι επίτιμοι προσκεκλημένοι (πλην του Ψαραντώνη που συμμετέχει σε δυο προηγουμένως ανέκδοτα κομμάτια με ελληνικό στίχο, το ένα – Εμείς Κρασί δεν Ήπιαμε – σε ποίηση Γρυπάρη από τους Σκαραβαίους και Τερακότες) ανέλαβε (εύλογα) να γράψει ο Φασόης, ο οποίος μεταμορφώνει άρδην τα ενίοτε πεζολογικά πρωτότυπα σε κομψές και ευφάνταστες ιμπρεσιονιστικές παραβολές και επιπλέον διασκευάζει – με όλη τη σημασία της λέξης – το κλασικό (I Can’t Get No) Satisfaction των Stones.

Πέρα απ’ το αδιαφιλονίκητο εγγενές ενδιαφέρον και την ιστορική αξία του εγχειρήματος, πρέπει να πω ότι η επιλογή των “επισκεπτών” αλλά και των τραγουδιών που τους ανατέθηκαν μου άφησε ανάμεικτες εντυπώσεις. Μπορώ να κατανοήσω την όποια πιθανή υφολογική, “ιδεολογική” ή άλλη συγγένεια των Πυξ Λαξ με τους Animals και τους Dream Syndicate: δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τόσο ο νευρώδης, “θεατρικός” Burdon στο Someone Wrote “Save Me” on the Wall (Οι Παλιές Αγάπες Πάνε στον Παράδεισο, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μυθιστόρημα της Μάρως Βαμβουνάκη) όσο και ο μειλίχιος Wynn στο Jellyfish (Πούλα με) ακούγονται σε γενικές γραμμές άνετοι και “εγκλιματισμένοι” στο μελαγχολικά ιδιάζον στυλ των Πυξ Λαξ. Άντε και με τους Violent Femmes – παρεμπιπτόντως, το εξαίσιο (και προφητικό) Χαρούμενοι του Gano ρίχνει μια αναπάντεχη, ευφραντική αχτίδα φωτός στη διάχυτη βαρυθυμία των γειτονικών του κομματιών και ο jazzy ρυθμός του This Joy (Μια Συνουσία Μυστική) έρχεται γάντι στην ερμηνευτική του ευφυΐα και προσαρμοστικότητα – ενώ η ζεστή φωνή της Τανάγρη “οικειοποιείται” ευχάριστα το Those Familiar Dreams (Να με Θυμηθείς) και ο Ψαραντώνης δίνει όπως πάντα το δικό του δωρικό και γρανιτένιο στίγμα.

Αντίθετα, ο Almond στο All My Angels Falling (Μοναξιά μου Όλα) πνίγεται στη μουντή “δυστροπία” μιας μελωδίας υποτονικής, που δεν αναδεικνύει την έκταση και τη χαρακτηριστική ευελιξία της φωνής του ούτε τον βοηθά να αρθρώσει ευκρινώς τους στίχους (αν και είναι από τους ωραιότερους του Φασόη στο άλμπουμ). Λες και επίτηδες του φύλαξαν το κομμάτι του CD που ήταν πιο παράταιρο με την ιδιοσυγκρασία του – εκτός βέβαια κι αν το διάλεξε ο ίδιος, οπότε η επιστήμη σιωπά. Η συμμετοχή του θα είχε ίσως μια λογική εάν ήταν καλεσμένος του Φασόη προσωπικά και έλεγε κάποιο τραγούδι σε μουσική εκείνου: οι φωνές τους είναι αξιοπρόσεκτα συναφείς στο χρώμα και τα γυρίσματα και απ’ τα δείγματα τουλάχιστον που μας έδωσε αναδρομικά το Just for a Day, μια οποιαδήποτε σύνθεση του Φασόη σίγουρα θα απογείωνε τον Almond – και μάλιστα τώρα που το σκέφτομαι, μια παρόμοια σύμπραξη μεταξύ τους (ή ακόμα, σε ιδανικές συνθήκες, ένα live ντουέτο) θα ήταν άκρως ενδιαφέρουσα…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top