Fractal

Με δεδομένη την υπόθεση ότι θα μπορούσαν να είναι και καλύτερα!

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Πατρίκ Μοντιανό, “Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά…” Mετάφραση: Βάσω Νικολοπούλου, Νίκη Ντουζέ. Εκδόσεις Πόλις, 2014

 

΄Το κολέγιο Βαλβέρ βρισκόταν στην παλιά ιδιοκτησία κάποιου ονόματι Βαλβέρ, που υπήρξε φίλος του κόμη Ντ’ Αρτουά και τον οποίο ακολούθησε στην εμιγκρασιόν. Αργότερα ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού, σκοτώθηκε στη μάχη του Αούστερλιτς πολεμώντας εναντίον των συμπατριωτών του με τη στολή του συντάγματος Ισμαϊλόφσκι…’, μας λέει σχεδόν στην αρχή του βιβλίου του ‘Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά…’, ο Πατρίκ Μοντιανό. Το κολέγιο Βαλβέρ, που περιγράφεται παραπάνω από τον Γάλλο συγγραφέα, εμπλέκεται καταλλήλως σε πολλά θέματα που αφορούν μια συγκεκριμένη μεταπολεμική γενιά νεαρών η οποία εμφιλοχωρεί στην ονειρεμένη συλλογή των συνδεδεμένων ιστοριών, που είναι γεμάτες με μυστήρια, ερωτηματικά  και αινίγματα. Ο Βαλβέρ, ο πρώην ιδιοκτήτης του ακινήτου στο οποίο χτίστηκε αργότερα η ομώνυμη σχολή, συνόδευσε τον κόμη Ντ’ Αρτουά όταν εγκατέλειψε τη Γαλλία κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και αργότερα πολέμησε τους πρώην συμπατριώτες του στη Γαλλία ως μέρος ενός ρωσικού συντάγματος. Στη μάχη του Αούστερλιτς, που χαρακτηρίστηκε ως ‘η μεγαλύτερη νίκη που πέτυχε ποτέ ο Ναπολέων’, το 1805 έχασε τη ζωή του, πολεμώντας στο πλευρό ενός ξένου στρατού. Ένας ελίτ, λοιπόν και φίλος της γαλλικής βασιλείας, έζησε μια κομψή και προνομιούχο ζωή, φεύγοντας όμως από τη Γαλλία, όταν η ζωή του κινδύνευε και δεν μπορούσε πλέον να ζήσει εκεί με το στυλ που έως τότε ήταν συνηθισμένος και φυσικά απολάμβανε.

Το κτίριο που έγινε το σχολείο της ιδιοκτησίας του Βαλβέρ, που χτίστηκε από έναν μεταγενέστερο ιδιοκτήτη στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν ειρωνικά αντίγραφο του Μαλμεζόν, του κάστρου όπου ο Ναπολέων και η Ιωσηφίνα έζησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου με την υπόλοιπη Ευρώπη και τη Βρεττανία. Με μια ιστορία όπως αυτή, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Σχολή του Βαλβέρ, με το Κάστρο της και την ιστορία της, μπορεί να προσελκύσει τους γονείς που ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την εμφάνιση, την ατμόσφαιρα και τις αξίες της ελίτ κοινωνικής τάξης, μέσω των παιδιών τους.

Ο νικητής του Βραβείου Νόμπελ, Πατρίκ Μοντιανό, παρακολούθησε ένα οικοτροφείο που ήταν παρόμοιο με αυτό του βιβλίου, και επίσης δεν είδε σχεδόν καθόλου τους γονείς του από την εποχή που ήταν παιδί μέχρι που έφτασε στο εικοστό έτος της  ηλικίας.   Ο πατέρας του, λαθρέμπορος τροφίμων και όπλων από την Αφρική και τη Νότια Αμερική κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, είχε κάνει μια σεβαστή περιουσία και η μητέρα του, μια ηθοποιός που συχνά βρισκόταν έξω από τη χώρα, δεν είχε χρόνο για τους δύο γιους της, εγκαταλείποντάς τους έτσι ώστε  οι ίδιοι να μην αποκτήσουν ποτέ την αίσθηση του ζεστού σπιτιού. Για αρκετά χρόνια τα αγόρια βρίσκονταν στη φροντίδα μιας ομάδας ερμηνευτών τσίρκου που ζούσαν κοντά σε ένα μισοπεσμένο πύργο μέχρις ότου  όλοι οι ακροβάτες συλληφθούν για ποικίλες εγκληματικές δραστηριότητες.

Ο Μοντιανό έκτοτε, έχει περάσει την ενήλικη ζωή του αναδημιουργώντας τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στα μυθιστορήματά του και θέτοντας ξανά και ξανά ερωτήσεις.  Αν δεν είχε συναντήσει στη ζωή του τον συγγραφέα Ρεϊμόν Κενώ (Raymond Queneau, 1903-1976) μάλλον δεν θα γινόταν ποτέ ο συγγραφέας αυτός που είναι σήμερα.  Εκείνος του δίδαξε γεωμετρία όταν ήταν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έπειτα έγινε ο μόνος πραγματικός του μέντορας. Ο Ρεϊμόν Κενώ ήταν Γάλλος συγγραφέας, ποιητής, στιχουργός, μεταφραστής και μαθηματικός, μία αρκετά πολυσχιδής προσωπικότητα, με τρομακτική αίσθηση του χιούμορ και φαντασία, ο οποίος και ανανέωσε τη γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία εισάγοντας τον προφορικό λόγο και υπογραμμίζοντας την έννοια του αστείου στα γαλλικά γράμματα. Ο Κενώ τον εισήγαγε στον λογοτεχνικό κόσμο, όπου αισθάνθηκε για πρώτη φορά σαν να βρίσκεται στο σπίτι, και ο Μοντιανό αργότερα  ‘ανταποκρίθηκε’ δεόντως κερδίζοντας βραβεία για τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του, αρχίζοντας από την ηλικία των είκοσι τριών ετών. Από τότε έχει γράψει πάνω από τριάντα μυθιστορήματα και έχει κερδίσει το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Αυτό το βιβλίο, που δημοσιεύθηκε αρχικά στη Γαλλία το 1982, στη συνέχεια μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Τα περισσότερα από τα προηγούμενα μυθιστορήματά του έχουν επικεντρωθεί σε διάφορες πτυχές της πρώιμης ζωής του, αλλά αυτό είναι το πρώτο βιβλίο που ασχολείται με αυτά τα κρίσιμα εφηβικά χρόνια. Εδώ σε δεκατέσσερα αλληλένδετα κεφάλαια, τα οποία αφηγούνται από διάφορους, συμπεριλαμβανομένου ενός που ονομάζεται ‘Πατρίκ’, μας λένε τις ιστορίες μιας ομάδας  συμμαθητών κατά τη διάρκεια του οικοτροφείου ή αργότερα, απεικονίζοντας ότι σε όλους, η έλλειψη ενός αγαπημένου σπιτιού από τους μαθητές, σε συνδυασμό με την απουσία πραγματικής φροντίδας από τους δασκάλους τους, τους άφησαν συγκρουόμενες αναμνήσεις και σοβαρή έλλειψη αληθινής αίσθησης ταυτότητας. Η έλλειψη βαθιών αξιών συχνά δεν τους επιτρέπει να λάβουν στοχαστικές αποφάσεις και οι περισσότεροι από αυτούς τους πρώην μαθητές του οικοτροφείου, δεν αναγνωρίζουν ότι κάποιοι άλλοι άνθρωποι μπορούν να δουν τη ζωή μέσα από έναν εντελώς διαφορετικό φακό απ’ ότι εκείνοι.

Καθώς οι αφηγητές λένε τις ιστορίες τους, καθίσταται σαφές ότι κάθε αφηγητής δυσκολεύεται να καταλάβει αυτούς τους χαρακτήρες και τις αντιδράσεις τους στις συνθήκες στις οποίες βρίσκονται. Κανείς εδώ δεν είναι πάντα αυτός που  φαίνεται να είναι και σε πολλά σημεία του βιβλίου ένας αφηγητής αποκτά  ξαφνικά ένα διαφορετικό όνομα και μπορεί να είναι μάλιστα και διαφορετικό πρόσωπο. Ο αφηγητής του Κεφαλαίου ΙΙ, για παράδειγμα,  μας συστήνει τον Εντμόντ Κλοντ, ο οποίος τώρα είναι ηθοποιός. Τόσο ο αφηγητής όσο και ο Κλοντ, είναι πρώην συμμαθητές που πρόσφατα είδαν τον Τιερί Λαφόρ,  τον πρώην δάσκαλό τους  στη χημεία. Όπως λέει ο Εντμόντ, για τον ερχομό του Λαφόρ  στο μικρό του θέατρο, χρόνια μετά την αποφοίτησή του, ο ίδιος διατηρεί επίσης το μακιγιάζ του, δείχνοντας μάλλον τον εαυτό του ως κάποιον του οποίου η ταυτότητα δεν μπορεί να εκληφθεί ως ένα πρόσωπο με  ιδιαίτερη αξία.

 

Patrick Modiano

 

Ο Ρόμπερτ Μακ Φόουλς, ένας πρώην αθλητής στο σχολείο, έχει κληρονομήσει όλες τις μετοχές της γιαγιάς του σε μια μεγάλη εταιρεία καλλυντικών, αλλά παρουσιάζει ακόμα εμμονές για το πόσο του λείπει η θάλασσα, κάνοντας ακόμη και βουτιές στο γκαζόν του. Ο αφηγητής τον περιγράφει ως ένα ‘ευαίσθητο αγόρι που ψάχνει για σταθερότητα … και όπως και άλλοι από το Βαλβέρ, είναι  επιρρεπής σε ανεξήγητες περιόδους μελαγχολίας και κύματα θλίψης, αβοήθητος στον πραγματικό κόσμο.

Ένας άλλος φοιτητής, ο Ντανιέλ Ντεζοτό, ο οποίος αποβλήθηκε, επιστρέφει στο σχολείο αργότερα με ένα κόκκινο σπορ αυτοκίνητο και αφήνει σε όλους να  μάθουν ότι ο πατέρας του, τού αγόρασε πρόσφατα ένα ιστιοφόρο.  Αργότερα, ο Ντεζοτό παντρεύεται και γίνεται τόσο υποχρεωμένος, συναισθηματικά, στη σύζυγό του και  ‘γιατρό’ του, όπως είναι στον πατέρα του, του οποίου τα υπερβολικά χαρούμενα δώρα έχουν πάρει τη θέση της αληθινής αγάπης και υποστήριξης προς αυτόν.  Ένας άλλος απόφοιτος επισκέπτεται το σχολείο μία φορά κάθε μήνα όταν το σχολείο παρουσιάζει ταινίες, καθώς επαναλαμβάνει πάντα μια ταινία για τη ‘Μικρή Μπιζού’. Ο αφηγητής αυτής της ιστορίας παρακολούθησε μια σειρά μαθημάτων γύρω από τις show business, όπου μια πλούσια γυναίκα ισχυριζόμενη ότι είναι είκοσι τριών ετών έχει κερδίσει όλα τα βραβεία. Η κόρη της, Μαρτίν, (Μικρή Μπιζού)  αγνοείται έως ότου αυτή η γυναίκα μισθώσει έναν από τους νέους ηθοποιούς να είναι αφοσιωμένος μπέιμπι σίτερ στην μικρή,  δίνοντάς της τελικά την αίσθηση ότι κάποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. Αργότερα, χωρίς προειδοποίηση, η μητέρα αποφασίζει να κάνει τη μικρή Μπιζού  μια ηθοποιό, αφού αυτό είναι ευκολότερο γι’ αυτήν από το να δεχτεί την όποια άλλη υπευθυνότητα. Αν και ο καθορισμός ποιος είναι ο πραγματικός αφηγητής είναι δύσκολος σε αυτό το κεφάλαιο, η Μικρή Μπιζού τελικά γίνεται το αντικείμενο ενός άλλου ολόκληρου βιβλίου από τον Μοντιανό,  το 2001.

Πρόσθετοι απόφοιτοι του σχολείου παρουσιάζονται σε άλλες ιστορίες και σε μια απ’ αυτές, ένας αφηγητής που ονομάζεται Πατρίκ ψάχνει να μισθώσει ένα διαμέρισμα για φίλους και μαθαίνει ότι ο ιδιοκτήτης, μια γυναίκα που αναγνωρίζει, ήταν κάποτε γνώριμή του σε κάποιο άλλο πόστο. Στο τέλος του μυθιστορήματος, οι πλούσιοι, αλλά χαμένοι και αφελείς έφηβοι έχουν γίνει εξ’ ίσου χαμένοι και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ενήλικες, με την αναμενόμενη  έλλειψη σπιτιού, οικογενειακής αγάπης, θαλπωρής  και την εκρηκτική απουσία κάποιου που να τους χρησιμεύσει ως πρότυπο. Όλες, όμως, αυτές οι γνωστές και επαναλαμβανόμενες στα βιβλία του Μοντιανό καταστάσεις, κάνουν απίθανη την υπόθεση το βιβλίο να μας αφήσει  μια αίσθηση συναισθηματικής ειρήνης ή εκπλήρωσης όσων προσδοκιών και απαντήσεων που πιστεύαμε πως θα βρίσκαμε όταν ξεκινήσαμε να το διαβάζουμε!

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top