Fractal

Διήγημα: “Χόπσκοτ, το κουτσό κοκοράκι”

Του Σπύρου Σερετίδη // *

 

 

 

 

Η αγάπη της μικρής Άβης για τα ζώα ήταν μεγάλη. Το όνειρό της ήταν να δημιουργήσει μια μεγάλη φάρμα ζώων.

«Μωρέ εγώ θα την κάνω!» επαναλάμβανε κάθε τόσο στους φίλους της με μάτια γουρλωμένα από ενθουσιασμό. Ήθελε μάλιστα να σπουδάσει κτηνίατρος. Λόγω όμως των χαμηλών της βαθμών, οι φίλοι της απαισιοδοξούσαν για το μέλλον της λέγοντάς της πως δεν είναι ικανή να τελειώσει μια τόσο δύσκολη σχολή.

Με τα χρόνια όμως η κυρία Άβης πείσμωσε. Με πολλή μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να περάσει στη σχολή που επιθυμούσε.

«Βιαστήκατε να με κρίνετε» έλεγε χαριτολογώντας στους φίλους της. Μετά από καιρό, έκανε αίτηση στο Γενικό Κτηνιατρικό Νοσοκομείο. Εργάστηκε σε διάφορα ιδιωτικά κτηνιατρεία κι έπειτα από χρόνια προσλήφθηκε σε κεντρικό νοσοκομείο, σαν γιατρός των μικρών της φίλων. Των αγαπημένων της ζώων.

Τα χρόνια είχαν περάσει. Η κυρία Άβης βγήκε σε σύνταξη και με οικονομίες πολλών ετών κατάφερε να αγοράσει ένα μεγάλο οικόπεδο στην εξοχή. Μέσα σε αυτό δημιούργησε έναν χώρο, ειδικά διαμορφωμένο για την εκτροφή προβάτων, κατσικιών, γουρουνιών και πολλών άλλων ζώων.

Κατασκεύασε μάλιστα και ένα μεγάλο κοτέτσι. Έβαλε μέσα μικρά κοτοπουλάκια μαζί με ένα μικρό κοκοράκι, όπου στο μέλλον προοριζόταν ως ο αρχηγός και προστάτης του κοπαδιού.

Τα κοτοπουλάκια άρχισαν σιγά σιγά να μεγαλώνουν. Ο κόκορας του κοπαδιού, ο Γκαλούς, με την ηγετική και επιβλητική παρουσία του, ήταν πάντα εκεί για να επιβλέπει το κοπάδι του. Η κυρία Άβης έριχνε κάθε μέρα στις κότες σιτάρι και καλαμπόκι κι εκείνες με τη σειρά τους, προσέφεραν στην ίδια μεγάλα και γευστικά αυγά. Όλα κυλούσαν αρμονικά. Εντύπωση όμως στον κόκορα Γκαλούς έκανε μια κοτούλα, με το όνομα Γκαλίνα. Ήταν μια κότα, αρκετά ντροπαλή και ήσυχη που δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε να γεννήσει αυγά. Κάποιες κότες την κορόιδευαν, αφού οι ίδιες είχαν αρχίσει να γεννούν μεγάλα κι ολοστρόγγυλα αυγά και μάλιστα καμάρωναν για αυτό.

Μια μέρα ο κόκορας Γκαλούς άρχισε να κακαρίζει ειδοποιώντας τις κότες του να συγκεντρωθούν ώστε να φάνε. Όλες οι κότες έτρεξαν κοντά του σαν τρελές ώστε να τσιμπήσουν με το ράμφος τους καλαμπόκι και σιτάρι. Η μοναδική κότα που έλειπε από το γεύμα ήταν η Γκαλίνα. Ο Γκαλούς στριφογύριζε το κεφάλι του για να την εντοπίσει, αλλά η Γκαλίνα δε φαινόταν πουθενά. Άφησε τις κότες να γευματίσουν και περπάτησε μέχρι το κοτέτσι. Κάπου εκεί, είδε τη Γκαλίνα να κάθεται στην φωλιά της.

«Τι κάνεις εδώ μόνη σου;» τη ρώτησε ο κόκορας καθώς εισήλθε στο κοτέτσι.

«Προσπαθώ να γεννήσω ένα αυγό!» του είπε η Γκαλίνα με σφιγμένη και βραχνή φωνή.

«Νιώθεις έτοιμη;» τη ρώτησε κατόπιν. Εκείνη ανασηκώθηκε ελαφρά κοιτώντας τα άχυρα στην φωλιά της.

«Όχι, καθόλου» δίστασε εκείνη.

«Τότε σήκω και πάνε να φας! Όλα θα γίνουν με τον καιρό τους!» της είπε σοφά ο Γκαλούς.

«Θέλω να αποκτήσω και εγώ ένα κοτοπουλάκι!» επιθύμησε η Γκαλίνα.

«Θα αποκτήσεις! Σιγά σιγά» την καθησύχασε ο Γκαλούς.

Οι ημέρες περνούσαν. Πολλές κότες γεννούσαν αυγά κι έπειτα τα κλωσούσαν για να κάνουν κοτοπουλάκια. Αυτό στεναχωρούσε τη Γκαλίνα, αφού η ίδια όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να αποκτήσει ένα δικό της.

«Φάε, πάρε δυνάμεις και με τον καιρό θα γεννήσεις αυγό!» της έλεγε συχνά ο κόκορας.

Ένα πρωινό, η Γκαλίνα, άρχισε να τσιμπάει μανιωδώς το έδαφος με το ράμφος της τρώγοντας τραγανούς κόκκους καλαμποκιού.

«Και μισό κιλό καλαμπόκι να φας, ούτε αυγό φραγκόκοτας θα κάνεις!» είπε μια άλλη κότα στη Γκαλίνα, με το όνομα Άγκλιντουμ. Πολλές άλλες κότες ξέσπασαν σε γέλια. Η Γκαλίνα όμως δεν απάντησε αλλά κοίταξε νοσταλγικά το κοκοράκι της Άγκλιντουμ, τον μικρό Κάκιντους, θαυμάζοντας τα ζωηρά χρώματά του.

 

«Να λείπουν τα σχόλια!» λάλησε αυστηρά ο κόκορας Γκαλούς κι απομόνωσε προσωρινά από το κοπάδι του την κουτσομπόλα κότα.

Ο καιρός είχε περάσει και η Γκαλίνα ένιωθε πως ήρθε επιτέλους η ώρα να γεννήσει αυγά. Άρχιζε να σουρουπώνει. Μπήκε στο κοτέτσι κι έκατσε στην φωλιά της με μια ευχή. Όταν σηκωθεί να δει ένα αυγό.

Είχε πια ξημερώσει. Ο κόκορας Γκαλούς ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο μιας μαρμάρινης σκάλας και με τη δυνατή και διαπεραστική φωνή του άρχισε να λαλεί ανοίγοντας διάπλατα τα εντυπωσιακά φτερά του.

Μόλις η Γκαλίνα ξύπνησε, σηκώθηκε βαριεστημένα από την φωλιά της κι έσκυψε προς τα κάτω. Κοίταξε ανάμεσα στα άχυρα και κούνησε κάμποσες φορές το κεφάλι της. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη, η ίδια δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ανάμεσα στα άχυρα της φωλιάς υπήρχε ένα αυγό. Πλησίασε κατόπιν το κεφάλι της, ρίχνοντάς του εξεταστικές ματιές. Αγουροξυπνημένη όπως ήταν νόμιζε πως έβλεπε κάποιο όνειρο, πως σύντομα θα ξυπνούσε. Με το ράμφος της θέλησε να τσιμπήσει το αυγό για να βεβαιωθεί. Αφού το έκανε κι αυτό αντιλήφθηκε πως όλο αυτό δεν ήταν όνειρο κι άρχισε να κακαρίζει πιο δυνατά από ποτέ. Οι άλλες κότες ακούγοντάς την άρχισαν να φωνάζουν κι αυτές. Κοιτούσαν φοβισμένες δεξιά κι αριστερά νομίζοντας πως κάποιο άγριο ζώο εισέβαλε στο κοτέτσι τους.

«Όχι, όχι, μη φοβάστε καλές μου!» καθησύχασε ο κόκορας Γκαλούς, «η Γκαλίνα μας, γέννησε αυγό!» τις ενημέρωσε.

«Πώς και έτσι;» κακάρισε με στριγκή φωνή η Άγκλιντουμ.

«Ναι, επιτέλους γέννησα!» μίλησε χαρωπά η Γκαλίνα, «θα κάτσω όμως και πάλι στη φωλιά μου για να ζεστάνω το αυγό μου και να βγει κοτοπουλάκι!».

«Γκαλίνα!» μίλησε ο κόκορας Γκαλούς, «άσε το αυγό να το πάρει η γυναίκα που μας προσέχει! Είναι το πρώτο σου και δεν είναι δυνατό. Μη βιάζεσαι να κλωσήσεις από τώρα!» τη συμβούλευσε.

«Το πρώτο αυγό μου θέλω να γίνει κοτοπουλάκι!» του απάντησε απόλυτα εκείνη.

Χωρίς άλλη σκέψη και παρά τις αντιρρήσεις του κόκορα Γκαλούς, η Γκαλίνα κίνησε προς την φωλιά της κι άρχισε να ζεσταίνει το αυγό της.

«Μη κάθεσαι καλέ από τώρα! το κοτοπουλάκι σου θα βγει προβληματικό!» φώναζε η Άγκλιντουμ. Η Γκαλίνα όμως είχε πάρει την απόφαση της.

Ο καιρός περνούσε, η Γκαλίνα συνέχιζε να κλωσάει το αυγό της. Ένα βράδυ λοιπόν, το αυγό άρχισε να ραγίζει. Ένα μαύρο κλωσοπουλάκι άρχισε να κάνει την εμφάνισή του. Η χαρά της Γκαλίνας ήταν απερίγραπτη και άρχισε να κακαρίζει δυνατά. Ο κόκορας Γκαλούς έτρεξε προς τη μεριά της.

«Είναι κοκοράκι! Γερό να είναι και να σου ζήσει!» της ευχήθηκε ο κόκορας.

«Πώς θα το ονομάσουμε;» ρώτησε η Γκαλίνα τον κόκορα.

«Χμ! Θα το βγάλουμε Χόπσκοτ, σαν τον μπαμπά μου» πρότεινε ο Γκαλούς.

Η Γκαλίνα ζούσε σε πελάγη ευτυχίας. Δεν άφηνε στιγμή από κοντά της το κοκοράκι της και προσπαθούσε να το μεγαλώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Καθώς ο μικρός Χόπσκοτ αναπτυσσόταν, η μαμά του παρατήρησε πως το περπάτημά του δεν ήταν σαν των άλλων κοκοριών. Φανερά αγχωμένη μίλησε στον κόκορα Γκαλούς.

«Γκαλούς, ο μικρός Χόπσκοτ δεν περπατάει καλά!»

«Βιάστηκες να γίνεις μάνα Γκαλίνα. Το αυγό σου ήταν αδύναμο. Σε είχα προειδοποιήσει. Μην ανησυχείς όμως. Ο Χόπσκοτ είναι ένα κουτσό κοκοράκι αλλά αυτό δε θα τον εμποδίσει ώστε να  ζήσει μια φυσιολογική ζωή» την καθησύχασε ο κόκορας.

«Πρώτη φορά βλέπω μαύρο κοκοράκι! Δεν είναι σαν τον γλυκό μου τον Κάκιντους! Ο μικρός μου Κάκους θα πάρει μέρος στον διαγωνισμό του ψηλότερου σκαλιού!» πετάχτηκε υπεροπτικά η Γκαλίνα.

«Κοίτα τη δουλειά σου Άγκλιντουμ!» φώναξε αυστηρά ο κόκορας στην κακιά κότα.

Την ξαφνική της είσοδο της στο κοτέτσι έκανε η κυρία Άβης. Στα χέρια της κρατούσε έναν μεγάλο κουβά, γεμάτο με σπόρους καλαμποκιού. Τον ύψωσε με τα δυνατά της χέρια κι έπειτα εκσφενδόνισε την τροφή στο έδαφος. Κότες και κοκόρια άρχισαν να τρέχουν για να φάνε.

«Ο τελευταίος είναι κότα!» φώναξε ο Κάκους στα υπόλοιπα κοκοράκια, κοροϊδεύοντας τον Χόπσκοτ.

Η κυρία Άβης βλέποντας τον Χόπσκοτ να κουτσαίνει, τον πλησίασε, τον πήρε στα χέρια της ρίχνοντας εξεταστικές ματιές στο ποδαράκι του. Η μαμά του, η Γκαλίνα, προς στιγμήν αγχώθηκε.

«Τι συμβαίνει με εσένα μικρέ!» του είπε χαριτολογώντας η κυρία Άβης, «γιατί δεν περπατάς καλά;»

Αφού τον εξέτασε κάμποση ώρα τον άφησε ελεύθερο χαμογελώντας.

«Καλά είσαι μικρέ! Απλά το ένα ποδαράκι σου είναι λίγο πιο κοντό από το άλλο» του είπε και τον άφησε ελεύθερο. Ο μικρός Χόπσκοτ έτρεξε για να φάει με τους υπόλοιπους.

Την επόμενη ημέρα ο μικρός Χόπσκοτ περπατούσε στην αυλή του κοτετσιού. Ο γιος της κακιάς κότας όμως, της Άγκλιντουμ, άρχισε να κοροϊδεύει τον μικρό Χόπσκοτ.

«Επ! Χόπσκοτ! Σε λίγες μέρες θα έχουμε τον διαγωνισμό του ψηλότερου σκαλιού! Θα πάρεις μέρος;» τον ρώτησε κοροϊδευτικά. Τα υπόλοιπα κοκόρια ξέσπασαν σε γέλια. Το κουτσό κοκοράκι κούρνιασε στο πλάι της μάνας του. Εκείνη τον έπιασε προστατευτικά με την φτερούγα της και τον απομάκρυνε από τα υπόλοιπα κοκοράκια.

«Μη τους δίνεις σημασία αγάπη μου! Στο μέλλον θα τους αποδείξεις πως είσαι καλύτερος από δαύτους!» του είπε η μαμά του. Το βλέμμα του μικρού έπεσε στον μεγάλο φράχτη που υπήρχε ολόγυρα του κοτετσιού.

«Πάντα ήθελα να δω τι υπάρχει πίσω από αυτόν τον φράχτη!» μίλησε ο μικρός.

«Ας πάμε μια βόλτα τότε για να δεις και τα άλλα ζωάκια που υπάρχουν εκεί»

«Πώς θα πάμε μαμά; Ο φράχτης μας έχει κλεισμένους!» ρώτησε ο Χόπσκοτ.

«Θα ανεβούμε από τα σκαλιά» άρχισε να του λέει η μαμά του, «όταν γυρίσουμε από τη βόλτα μας θα μπούμε από την είσοδο του φράχτη. Να ξέρεις ότι ο κόκορας δε μας επιτρέπει να βγαίνουμε. Απαγορεύεται αυστηρά»

Άρχισαν να απομακρύνονται από το κοτέτσι. Η Γκαλίνα ανέβασε τον Χόπσκοτ στην πλάτη της κι άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούσαν στην αποθήκη του κοτετσιού. Πήρε μια μεγάλη ανάσα, πέταξε μακριά κι έπειτα βρέθηκε στην πίσω μεριά του φράχτη.

«Μαμά, πώς το έκανες αυτό; Πώς ανέβηκες μέχρι το τελευταίο σκαλί;» την ρώτησε ο Χόπσκοτ.

«Τα ανέβηκα αργά, σκαλί – σκαλί!» του είπε η μαμά του.

«Δεν πέταξες;» τη ρώτησε ο Χόπσκοτ.

«Όχι, δεν πετάνε οι κότες Χόπσκοτ!» χαμογέλασε η μαμά του.

«Θέλω και εγώ να ανέβω μαμά αυτά τα σκαλάκια, να πετάξω και εγώ πίσω από το φράχτη!» της είπε ο Χόπσκοτ.

«Ποιο είναι το μυστικό;» ρώτησε στη συνέχεια ο μικρός. Η μαμά του χαμογέλασε.

«Πριν πάρεις την απόφαση να ανέβεις ένα σκαλί αγόρι μου, θα ανοίγεις διάπλατα τα φτερά σου. Θα τα καταφέρεις με θάρρος και υπομονή. Μόνο τότε θα καταλάβεις ότι έχεις πλέον βγάλει τα φτερά σου. Όταν φτάσεις στην άκρη ενός κρημνού» τον συμβούλευσε η Γκαλίνα.

«Εγώ κάποια μέρα θα πετάξω μαμά! Θα φτάσω ψηλά!» της είπε ο μικρός της με γλυκερή φωνή.

«Μπράβο αγόρι μου» του απάντησε συγκινημένη η μαμά του.

Περπατώντας στο υπέροχο ζωολογικό πάρκο, ο Χόπσκοτ, μαγεμένος με αυτά που έβλεπε, ζητούσε επίμονα από τη μαμά του να τον αφήσει να πλησιάσει ακόμα πιο κοντά στα υπέροχα πλάσματα. Κουνέλια, στρουθοκάμηλοι, χελώνες, γουρουνάκια και πολλά άλλα είδη ζώων ζούσαν όμορφα και αρμονικά. Η ματιά του έπεσε σε ένα φράχτη όπου έμεναν όμορφα και πολύχρωμα πουλιά, στους παπαγάλους. Το κουτσό κοκοράκι εντυπωσιάστηκε από το χρώμα και την όμορφη παρουσία τους.

«Μαμά, κοίτα! Αυτά τα πολύχρωμα πουλιά, πετάνε! Μακάρι να μπορούσα κι εγώ»

«Χόπσκοτ, σου εξήγησα και πριν. Οι κότες και οι κόκορες δε πετάνε!» του απάντησε η μαμά του.

«Αυτά μαμά είναι πολύχρωμα, ενώ εγώ είμαι μαύρος!»

«Έτσι γεννήθηκες μικρέ μου»

«Μου αρέσει πολύ εδώ! Θέλω να μείνουμε, δε θέλω να γυρίσουμε στο κοτέτσι! Πίσω από τους φράχτες είναι πιο όμορφα» έλεγε ενθουσιασμένος ο Χόπσκοτ.

«Όλα θα γίνουν!» του είπε η Γκαλίνα όταν άρχισαν να παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού.

Καθώς επέστρεφαν στο κοτέτσι η Γκαλίνα κι ο μικρός Χόπσκοτ παρατήρησαν από μακριά το κοπάδι τους, συγκεντρωμένο γύρω από τον κόκορα Γκαλούς. Ο κόκορας είχε ανέβει σε ένα ψηλό κούτσουρο. Με την επιβλητική και ηγετική παρουσία του άρχισε να ανακοινώνει τον πρώτο διαγωνισμό του ψηλότερου σκαλιού. Έναν διαγωνισμό που θα γίνει μεταξύ των νεαρών κοκοριών για την ανάδειξη του μελλοντικού αρχηγού. Ο κόκορας Γκαλούς, βλέποντας τη Γκαλίνα και τον Χόπσκοτ να έρχονται από μακριά άρχισε να τους βάζει τις φωνές.

«Γκαλίνα, όπως θα ξέρεις απαγορεύεται να κόβεις βόλτες πίσω από τον φράχτη. Υπάρχουν κίνδυνοι εκεί!» της είπε αυστηρά.

«Πήγα μια βόλτα τον μικρό μου!» αποκρίθηκε εκείνη.

«Γκαλίνα, βάζεις σε κίνδυνο τον μικρό Χόπσκοτ! Μην το ξανακάνεις!» της είπε  αυστηρά.

«Εντάξει Γκαλούς» του είπε κοφτά η Γκαλίνα.

Ο Χόπσκοτ έστρεψε διστακτικά το βλέμμα του στη μαμά του βλέποντάς την κοκκινισμένη.

«Μαμά, γιατί ο κόκορας είπε πως πίσω από τον φράχτη είναι επικίνδυνα; Εμένα μου άρεσε πιο πολύ εκεί» μίλησε αθώα ο μικρός.

«Δε θα ξαναπάμε αγόρι μου!» του απάντησε κοκκινισμένη η μαμά του, «θα μας τιμωρήσει ο Γκαλούς αν το ξανακάνουμε».

Ο Χόπσκοτ στεναχωρήθηκε πολύ με αυτό που άκουσε. Η βόλτα πίσω από τον φράχτη του άρεσε πολύ και δε θα ήθελε με τίποτα να πιστέψει πως δε θα ξαναβρεθεί πίσω από αυτόν. Ο κόκορας συνέχισε να ενημερώνει το κοπάδι του για τον διαγωνισμό του ψηλότερου σκαλιού.

«Προσοχή όμως!» προειδοποίησε ο κόκορας Γκαλούς. Ο διαγωνισμός δεν είναι για λιγόψυχους και δειλούς. Θα πάρουν μέρος όποιοι νομίζουν ότι είναι ικανοί να ανέβουν στο ψηλότερο σκαλί. Πίσω από τον φράχτη υπάρχουν πολλές άλλες κοινωνίες ζώων, διαφορετικές. Αυτός που θα περάσει αυτό το μεγάλο σιδερένιο εμπόδιο, πρέπει να είναι προετοιμασμένος, γενναίος» μίλησε σοφά ο Γκαλούς.

Στο άκουσμα ενός διαγωνισμού όπου οι υποψήφιοι θα βρεθούν πίσω από τον φράχτη, ο μικρός Χόπσκοτ ενθουσιάστηκε. Δεν έχουν περάσει παρά μόνο μερικά λεπτά όταν ο κόκορας Γκαλούς απαγόρευσε τις βόλτες πίσω από τους φράχτες, οπότε ο μικρός το βρήκε σαν μια καλή ευκαιρία ώστε να ξαναβρεθεί εκεί.

«Λοιπόν!» ολοκλήρωνε ο κόκορας, «αύριο θα γίνει ο διαγωνισμός. Μέχρι να δύσει ο ήλιος θέλω όσοι επιθυμούν να συμμετάσχουν, να έρθουν σε εμένα και να δηλώσουν συμμετοχή» εξηγούσε.

«Πάνε, πάνε!» έλεγε ψιθυριστά η Λίζα σπρώχνοντας νευρικά το κοκοράκι της προς τη μεριά του Γκαλούς.

«Ωραία! Πρώτος υποψήφιος είναι ο Κάκιντους» εκφώνησε ο Γκαλούς.

«Ο επόμενος;» ρώτησε κατόπιν ο κόκορας. Μπροστά από το πλήθος βρέθηκε το κοκοράκι της κότας Ντεζιέμ, ο Ρόμπι.

«Δεύτερος υποψήφιος, είναι ο Ρόμπι!» ανακοίνωσε ο Γκαλούς.

«Και ο τρίτος;» ρώτησε κατόπιν ο κόκορας.

«Εγώ!» φώναξε γοερά ο μικρός Χόπσκοτ. Όλες και οι κότες και τα κοκοράκια ξέσπασαν σε γέλια.

«Σιωπή!» φώναξε αυστηρά ο κόκορας και συνέχισε, «εάν ξανακούσω κάποιον να γελάει εις βάρος του άλλου, δε θα φάει καλαμπόκι για μέρες!». Όλες οι κότες κατέβασαν δειλά τα κεφάλια τους.

Έπειτα ο κόκορας Γκαλούς πλησίασε τον μικρό Χόπσκοτ και τη μαμά του.

«Χόπσκοτ, είσαι σίγουρος πως θέλεις να πάρεις μέρος σε αυτόν τον διαγωνισμό;» τον ρώτησε γλυκερά ο κόκορας Γκαλούς.

«Ναι, θέλω να ανέβω τα σκαλιά και να βρεθώ πίσω από τον φράχτη» του είπε ο μικρός.

«Χόπσκοτ αγόρι μου, δεν είναι παιχνίδι» τον συμβούλευσε ο κόκορας αλλά η Γκαλίνα έδειχνε να μη συμφωνεί με τα λεγόμενα του Γκαλούς.

«Γκαλούς, σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού, όλα τα κοκοράκια μπορούν να πάρουν μέρος στον διαγωνισμό»

Ο Γκαλούς τράβηξε από την φτερούγα τη Γκαλίνα και την απομάκρυνε για λίγο από τον μικρό Χόπσκοτ.

«Γκαλίνα, έχει πρόβλημα με το ποδαράκι του. Δε μπορεί να πάρει μέρος στον διαγωνισμό!»

«Εάν δεν τον αφήσεις να πάρεις μέρος θα τον πάρω και θα φύγω από το κοτέτσι! Δε μπορείς να του στερήσεις τη συμμετοχή του. Άφησέ τον να προσπαθήσει, να αλλάξει και λίγο η διάθεσή του» κακάριζε θυμωμένα η Γκαλίνα.

Ο κόκορας έδειχνε προβληματισμένος. Μετά από πολύ σκέψη αποφάσισε να εμπιστευθεί τον μικρό.

«Εντάξει, εντάξει, θα τον αφήσω να προσπαθήσει!» είπε διστακτικά ο Γκαλούς. Έπειτα ανέβηκε και πάλι στο ψηλό κούτσουρο και φώναξε:

«Τρίτος υποψήφιος θα είναι ο μικρός Χόπσκοτ!»

Η Γκαλίνα αγκάλιασε τον μικρό της και τον οδήγησε στο κοτέτσι για να ξεκουραστεί. Ψίθυροι και αρνητικά σχόλια συνόδευαν τον μικρό Χόπσκοτ και τη μαμά του καθώς ξεμάκραιναν.

«Δε θα καταφέρει ούτε ένα σκαλί να ανέβει!» είπε χαιρέκακα ο μικρός Κάκιντους.

 

Ο Χόπσκοτ βρισκόταν στην φωλιά του, χωμένος μέσα στην πουπουλένια αγκαλιά της μαμάς του. Όμορφες σκέψεις, σαν ζωηρές και πολύχρωμες εικόνες περνούσαν από το μυαλό του. Εικόνες νίκης και χαράς που με μια γλυκιά ανατριχίλα ζεμάτιζαν αισιόδοξα το πουπουλένιο και μικροσκοπικό σωματάκι του.

Την επόμενη μέρα όλες οι κότες είχαν συγκεντρωθεί στο πίσω μέρος της αυλής, κοντά στη σκάλα όπου οδηγούσε στην ταράτσα του κοτετσιού. Ακριβώς δίπλα από τη σκάλα υψωνόταν ο ψηλός σιδερένιος φράχτης που χώριζε το κοτέτσι από τα υπόλοιπα κλουβιά των ζώων. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη. Το μεγαλύτερο μέρος του κοπαδιού είχε συγκεντρωθεί γύρω από τον Κάκους και τον Ρόμπι. Τα στοιχήματα μεταξύ των παρευρισκόμενων έδιναν και έπαιρναν για τα κοκοράκια.

Η Γκαλίνα δεν άφηνε στιγμή από τα μάτια της τον μικρό Χόπσκοτ. Ήταν η μοναδική που στεκόταν συνέχεια δίπλα του, δίνοντάς του θάρρος. Η χαρά του μικρού Χόπσκοτ ήταν απερίγραπτη. Στο μυαλό του είχε μία και μόνο σκέψη. Να βρεθεί πίσω από τον φράχτη και να ξαναδεί από κοντά το όμορφο πάρκο.

«Ακόμα κι αν δεν τα καταφέρεις, εγώ θα νιώθω πολύ υπερήφανη για εσένα αγόρι μου. Αυτό δε μπορεί να στο στερήσει κανείς!» του μίλησε η μαμά του.

Την εμφάνισή του έκανε ο κόκορας Γκαλούς. Ανέβηκε σε ένα ψηλό κούτσουρο και άρχισε να μιλάει στους παρευρισκόμενους.

«Καλημέρα σε όλους! Βρισκόμαστε σήμερα εδώ ώστε να αναδείξουμε τον μελλοντικό αρχηγού του κοπαδιού. Μπροστά μας βρίσκονται τα εφτά σκαλιά που οδηγούν στην ταράτσα του σπιτιού μας. Σε αυτά τα σκαλιά, ανεβαίνω κάθε πρωί καλωσορίζοντας την ημέρα που έρχεται. Από το τελευταίο σκαλί μπορεί κανείς να διακρίνει το ψηλότερο σημείο του φράχτη που χωρίζει το κοτέτσι μας από τις υπόλοιπες κατοικίες των ζώων. Όποιος φτάσει στο τελευταίο σκαλί και καταφέρει να πετάξει πίσω από τον σιδερένιο φράχτη θα είναι ο νικητής του διαγωνισμού!»

Λίγο πριν ξεκινήσει ο διαγωνισμός, μια μικρή γραφική πηγή καλούσε τον μικρό Χόπσκοτ να πιει νερό ώστε να πάρει δυνάμεις. Έσκυψε το κεφάλι του στο κρυστάλλινο νερό και σαν ήπιε μερικές γουλιές έστρεψε το κεφάλι του στον ουρανό νιώθοντας την έντονη επιθυμία να προσευχηθεί. Έπειτα πλησίασε τη μαμά του. Ο κόκορας Γκαλούς άρχισε να καλεί τους διαγωνιζόμενους να πάρουν θέση. Όλες οι κότες και τα κοκόρια άρχισαν να φωνάζουν χαρούμενα σηματοδοτώντας την έναρξη του διαγωνισμού. Οι μητέρες των κοκοριών άρχισαν να δίνουν κουράγιο στα μικρά τους. Η Γκαλίνα είδε τον Χόπσκοτ αγχωμένο κι έπειτα τον πλησίασε. Μέσα από τη βαβούρα και τις δυνατές φωνές έσκυψε πάνω από τον μικρό προσπαθώντας να του δώσει κουράγιο.

«Μαμά, νιώθω φοβισμένος!» της είπε τρέμοντας. Εκείνη άνοιξε τις φτερούγες της κι άγγιξε το πρόσωπό του.

«Όταν πήγαμε βόλτα στο πάρκο με ρώτησες πως κατάφερα και ανέβηκα τα σκαλιά! Έτσι δεν είναι;»

«Έτσι είναι!» της απάντησε διστακτικά ο μικρός με φωνή τρεμάμενη.

«Θυμάσαι τι σου απάντησα;»

«Ναι μαμά, θυμάμαι!» της απάντησε μελιστάλαχτα το μικρό κοκοράκι.

«Ωραία. Αυτά τα λόγια θέλω να μελετάς την ώρα του διαγωνισμού» του είπε η μαμά του κι ο Χόπσκοτ της χαμογέλασε ζωηρά, διώχνοντας τους φόβους και τις ανασφάλειές του.

«Οι τρεις διαγωνιζόμενοι να πάρουν θέση μπροστά από τη σκάλα!» υπαγόρευσε ο κόκορας Γκαλούς. Όλα τα μικρά κοκοράκια στήθηκαν μπροστά σε αυτήν, σε τέλεια σειρά.

«Με το ένα, με το δύο, με το τρία… Πάμε!» φώναξε δυνατά ο κόκορας και τα μικρά κοκοράκια ξεκίνησαν την προσπάθειά τους.

Χοροπηδώντας προσπαθούσαν να ανεβούν τα σκαλιά που φάνταζαν θεριά μπροστά τους. Ο μικρός Κάκους κατάφερε να ανέβει πέφτοντας με τη μούρη πάνω στο πρώτο μαρμάρινο σκαλί. Το ίδιο έκανε κι ο Ρόμπι.

Ο μικρός Χόπσκοτ χοροπηδούσε ασταμάτητα κάτω από το πρώτο σκαλί χωρίς να μπορεί να τα καταφέρει.

Ο Κάκους με τον Ρόμπι που συνέχιζαν να χοροπηδάν, κατάφεραν να ανέβουν ακόμα ένα σκαλί.

Κραυγές και φωνές ακολουθούσαν την προσπάθεια των μικρών.

Η μαμά του Χόπσκοτ κοιτούσε με αγωνία το μικρό της. Τα λεπτά περνούσαν. Ο Κάκους με τον Ρόμπι με κόπο και πολλή μεγάλη προσπάθεια είχαν καταφέρει να φτάσουν στο τέταρτο σκαλί.

Ο μικρός Χόπσκοτ συνέχιζε αλλά έδειχνε πως δεν μπορούσε. Άγχος και φόβος τον είχαν κυριεύσει.

Η Λίζα με την Ντεζιέμ βλέποντας πως τα μικρά τους έφταναν σιγά σιγά στην κορυφή ξέσπασαν σε ζητωκραυγές αλλά η Γκαλίνα συνέχιζε να ελπίζει για τον μικρό της Χόπσκοτ.

Ο Κάκους με τον Ρόμπι προσπαθούσαν τώρα να ανέβουν το πέμπτο σκαλί. Έδειχναν λαχανιασμένοι και εξουθενωμένοι αλλά δεν επιθυμούσαν να σταματήσουν την προσπάθειά τους.

Ο Χόπσκοτ σταμάτησε προς στιγμήν. Έκλεισε λαχανιασμένος τα μάτια του προσπαθώντας να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Συγκέντρωσε όλη του τη σκέψη, όλη τη δύναμη του νου του στα λόγια της μητέρας του. Τότε που τη ρώτησε πως κατάφερε να ανέβει τα σκαλιά.

«Να ανοίγεις τα φτερά σου διάπλατα όταν παίρνεις την απόφαση να ανέβεις ένα σκαλί! Αργά και σταθερά!» Τα λόγια της ήρθαν στη σκέψη του μικρού, σαν βαθύς αντίλαλος. Σαν όνειρο. Πλησίασε με νευρικότητα το πρώτο σκαλί, άνοιξε τα μαύρα φτερά του και το ανέβηκε.

«Μπράβο Χόπσκοτ, μπορείς! Συνέχισε έτσι! Μην τα παρατήσεις» του φώναζε η μαμά του. Το ίδιο ακολούθησε και στο δεύτερο. Και ναι! Το ανέβηκε! Την ίδια τακτική ακολούθησε και στο τρίτο. Ένα – ένα, όπως του είχε πει η μαμά του. Ο Κάκους με τον Ρόμπι προσπαθούσαν ακόμα να ανέβουν το πέμπτο σκαλί. Έδειχναν όμως εξαντλημένοι και κουρασμένοι.

Ο μικρός Χόπσκοτ δεν εγκατέλειπε την προσπάθειά του. Με πείσμα και επιμονή έφτασε ένα σκαλί, ένα βήμα πριν τους άλλους.

Το πλήθος κραύγαζε! Και ναι! Ο Χόπσκοτ είχε καταφέρει να φτάσει μαζί με τους υπόλοιπους! Σχεδόν ταυτόχρονα ανέβηκαν και οι τρεις τους το πέμπτο σκαλί. Ο Ρόμπι έδειχνε ταλαιπωρημένος. Δεν μπορούσε να συνεχίσει. Η μαμά του, η Ντεζιέμ, βλέποντας τον μικρό Χόπσκοτ να ξεπερνάει τον γιο της σάστισε, απόρησε και άρχισε να του φωνάζει νευρικά για να συνεχίσει. Εκείνο όμως έδειχνε πως δεν μπορούσε πια.

Το άλλο κοκοράκι, ο Κάκιντους, συνέχισε, ξεπέρασε τον Χόπσκοτ και ανέβηκε το έκτο σκαλί. Του έμενε μόνο να φτάσει στο τελευταίο, στο έβδομο!

Ο μικρός Χόπσκοτ βλέποντας τον Κάκους να περνάει πείσμωσε. Άνοιξε τα φτερά του και ανέβηκε με ένα σάλτο το έκτο σκαλί.

Τα δυο κοκοράκια βρέθηκαν στο ίδιο σκαλί. Ένα βήμα πριν το τέλος. Ο Κάκους αναστέναζε βαθιά αλλά ο Χόπσκοτ με μάτια διάπλατα από πείσμα πάλευε να ανέβει το τελευταίο σκαλί. Και το κατάφερε! Άνοιξε όσο πιο πολύ μπορούσε να φτερά του και βρέθηκε στο έβδομο σκαλί κερδίζοντας τον θαυμασμό και τα χειροκροτήματα όλου του κοπαδιού. Η μητέρα του μικρού Χόπσκοτ, η Γκαλίνα, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Με δάκρυα στα μάτια χειροκροτούσε τον μικρό της αλλά και τα υπόλοιπα κοκοράκια.

Ο Κάκους με δυσκολία έφτασε στο τελευταίο σκαλί. Στην θέα όμως ενός άλλου κόσμου που απλωνόταν μπροστά του σάστισε.

«Όχι, δε μπορώ! Δε μπορώ να πετάξω ως εκεί!» τραύλισε κι οπισθοχώρησε ζαλισμένο.

Κι όμως ο Χόπσκοκ, παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, τα κατάφερε. Κοιτούσε από την κορυφή το πάρκο με τα όμορφα ζώα νιώθοντας πως ο κόσμος εκεί κάτω του ανήκει. Ένα αίσθημα υπερηφάνειας πλημμύρισε τη σκέψη του κι ένα γλυκό αεράκι χάιδεψε το πουπουλένιο προσωπάκι του. Άνοιξε διάπλατα τα φτερά του και πέταξε πάνω από τον σιδερένιο φράχτη.

«Ναι! Τα κατάφερα» φώναζε καθώς πετούσε πάνω από τον φράχτη και όλα τα ζώα του πάρκου κραύγαζαν από χαρά καθώς εκείνος τα πλησίαζε.

Μόλις προσγειώθηκε κοντά στα άλλα ζώα, έκανε μια μικρή βόλτα κι έπειτα από λίγο βρέθηκε και πάλι στο κοπάδι του. Φτάνοντας έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς του και χώθηκε στα πούπουλά της κλαίγοντας. Τα δάκρυα του έσμιξαν με τα δικά της. Όλες οι κότες και τα κοκοράκια τους πλησίασαν συγκινημένοι για να συγχαρούν τον μικρό Χόπσκοτ για το μεγάλο του επίτευγμα.

«Συγχαρητήρια σε όλους αλλά πιο πολύ σε εσένα Χόπσκοτ» είπε ο κόκορας Γκαλούς και συνέχισε:

«Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισες τα κατάφερες! Με πείσμα, υπομονή και θάρρος ανέβηκες αργά αλλά σταθερά τα σκαλιά φτάνοντας στο πιο ψηλό. Άνοιξες διάπλατα τα φτερά σου και πέταξες! Στο μέλλον, εσύ θα είσαι ο αρχηγός αυτού του κοπαδιού! Σου αξίζει!» τέλειωσε σοφά ο Γκαλούς.

Τον λόγο πήρε ο μικρός Χόπσκοτ.

«Σας ευχαριστώ κύριε Γκαλούς!» είπε λαχανιασμένος ο μικρός Χόπσκοτ και συνέχισε, «δεν το έβαλα ποτέ κάτω! Ίσως γιατί δεν ήθελα με τίποτα να πιστέψω πως δε θα μπορούσα να πετάξω προς τα εκεί. Αν αγωνισθούμε να προσπεράσουμε σκαλί – σκαλί τα εμπόδια που υψώνονται μπροστά μας, θα αντικρύσουμε την καλύτερη θέα! Πρέπει όμως να ανοίξουμε τα φτερά μας πριν πετάξουμε. Να μη διστάσουμε, να μη δειλιάσουμε. Γιατί, ίσως η άλλη μεριά του φράχτη, είναι ομορφότερη από αυτή που ζούμε ως τώρα!» τέλειωσε ο Χόπσκοτ.

 

 

* Ο Σπύρος Σερετίδης γεννήθηκε το 1982 στην Κομοτηνή. Ασχολείται με τη συγγραφή μετεφηβικών και παιδικών μυθιστορημάτων. Το 2015 κατέλαβε το πρώτο βραβείο ανάμεσα σε 183 συμμετοχές σε Πανελλήνιο διαγωνισμό συγγραφής από τις Εκδόσεις «Μωραϊτης» και «Εντύποις», στην κατηγορία του μυθιστορήματος με το έργο του «Η Μάγισσα Μαγείρισσα».

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top