Fractal

Ο Μπουκόφσκι και το φαντασμαγορικό Χόλυγουντ

Γράφει ο Βαγγέλης Γραμματικόπουλος // *

 

Τσαρλς Μπουκόφσκι «Χόλιγουντ», Μετάφραση: Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο

 

Το Χόλιγουντ (εκδόσεις Μεταίχμιο, Οκτώβριος 2016, μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης) είναι ένα βιβλίο που αφορά μια ταινία. Πρόκειται για την ταινία Barfly (1987), το σενάριο της οποίας έγραψε ο Τσαρλς Μπουκόφσκι μετά από παραγγελία του σκηνοθέτη Μπαρμπετ Σρεντερ, και διηγείται ένα εκτενές επεισόδιο από τη νιότη του στη Φιλαδέλφεια. Όλα συμβαίνουν τη στιγμή που ο αντισυμβατικός ποιητής του περιθωρίου, παρότι κατά τα λεγόμενά του δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον κινηματογράφο, αποδέχεται την πρόκληση να συνεργαστεί με το αμερικανικό κινηματογραφικό σύστημα και να αντικρίσει τον νεαρό αλκοολικό εαυτό του απεικονιζόμενο στη μεγάλη οθόνη. Το βιβλίο, που γράφτηκε μετά το πέρας των γυρισμάτων, καταπιάνεται με το ιστορικό της εν λόγω ταινίας και ειδικότερα με τις περιπέτειες από τις οποίες διήλθε έως ότου ολοκληρωθεί.

 

“Πρέπει να κάνεις έναν σκασμό συμβιβασμούς. Και πρέπει πάντα να σκέφτεσαι μέσα από τον φακό της κάμερας. Θα το καταλάβει το κοινό; Και σχεδον τα πάντα αναστατώνουν ή προσβάλλουν το κοινό του κινηματογράφου, ενώ οι άνθρωποι που διαβάζουν μυθιστορήματα και διηγήματα γουστάρουν να αναστατώνονται και να προσβάλλονται.”

 

Τέλη της δεκαετίας του ’80 και βρισκόμαστε στην τελευταία, πιο κατασταλαγμένη, περίοδο της, κατά τα άλλα, ταραχώδους ζωής του ιδιόρρυθμου Μπουκόφσκι. Τα χρόνια της ανέχειας και της αφάνειας, τα χρόνια που διαβίωνε σε ενοικιαζόμενα αχούρια και καταπιανόταν με δουλειές του ποδαριού, τα χρόνια της ατέλειωτης κραιπάλης και των καταχρήσεων, των μεθυσμένων καβγάδων και των αδιέξοδων ερώτων έχουν λάβει τέλος. Είναι πλέον ο διάσημος περιθωριακός συγγραφέας του Λος Άντζελες που όχι μόνο οι αναγνώστες (ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70) αλλά και οι “λαμπεροί” κύκλοι του Χόλιγουντ έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους σε αυτόν, παντρεμένος με την  την κατά πολύ νεότερη σύντροφό του, Linda  Lee, που, κατά τα λεγόμενά του, με την φροντίδα της πρόσθεσε δέκα επιπλέον χρόνια στο προσδόκιμο ζωής του. Μετά την πώληση των συγγραφικών δικαιωμάτων του στη Γερμανία και με την προκαταβολή που λαμβάνει για το σενάριο, όπως αφηγείται ο ίδιος στην αρχή του βιβλίου, αγοράζει για πρώτη φορά στη ζωή του ιδιόκτητο σπίτι στη δυτική ακτή και μια ΒΜW αντικαθιστά το παλιό του σαράβαλο. Μόνο τις δύο ουσιώδεις  ιδιότητές του δεν απαρνείται: του συγγραφέα και του πότη.

Η πορεία από τη συγγραφή του σεναρίου έως την προβολή της ταινίας αποτυπώνεται με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο. Οι λέξεις μπορεί πάντα να έρχονταν εύκολα στον Μπουκόφσκι, όμως η διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας είναι πάντα χρονοβόρα, απαιτητική και απρόβλεπτη ενώ τα μεγάλα ονόματα των πρωταγωνιστών, ο Μίκι Ρουρκ και η Φέι Ντάναγουεϊ, δεν αρκούν για να την απαλλάξουν από τους σκοπέλους που εμποδίζουν την αίσια ολοκλήρωσή της. Πρόκειται για μια ταινία που, παρά το χαμηλό της μπάτζετ, κανένας δεν έχει την πρόθεση να χρηματοδοτήσει, οι δικηγόροι ερίζουν για τα αμφιλεγόμενα δικαιώματα της και οι ηθοποιοί προβάλλουν κωλύματα με τους βεντετισμούς τους. Οι σελίδες του Χόλιγουντ κατακλύζονται από την αφήγηση όλων αυτών των ευτράπελων γεγονότων που συνοδοιπορούν την ταινία. Έντονη εντύπωση προκαλεί η περιγραφή της σκηνής που ο παθιασμένος Σρέντερ απειλεί τους εκπροσώπους της εταιρίας παραγωγής ότι θα  ακρωτηριαστεί με αλυσοπρίονο αν ματαιωθεί η εκτέλεση της παραγωγής. Τελικά, σαν από μηχανής θεός ο Φράνσις Φορντ Κόπολα θα αναλάβει την χρηματοδότηση και η ταινία θα πραγματοποιηθεί.

Ο Μπουκόφσκι βιώνει τον μηχανισμό του θεάματος όμως και από την φανταχτερή του πλευρά: με κόκκινα χαλιά, αστραφτερές λιμουζίνες, πάρτι, πρώτη προβολή, συνεντεύξεις… Παρ’ όλα αυτά δεν θαμπώνεται από αυτό το παρδαλό γαϊτανάκι, συνεχίζοντας να καμουφλάρει την αμηχανία του μέσα στο ποτό και αποσυνθέτοντας συνειδητά ή ασυνείδητα με το γνωστό δηκτικό και ακόλαστο χιούμορ του όλο το φαντασμαγορικό σκηνικό που έχει στηθεί γύρω τους. Χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο για τον εαυτό του (το γνωστό Χανκ Τσινάσκι) αλλά και για όλα τα επώνυμα πρόσωπα που συνάντησε καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιπέτειας και παρελαύνουν στις σελίδες του μυθιστορήματος, (Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Βίκτορ Νόρμαν, Σον Πεν, Μαντόνα, Χέλμουτ Νιούτον, Τομ Τζόουνς, Ιζαμπέλα Ροσελίνι) έχει την ελευθερία να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Πρόκειται σίγουρα για έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από τον κόσμο του συγγραφέα, τον οποίο ο Μπουκόφσκι βιώνει τώρα εκ των έσω απογυμνώνοντας τον από την εκτυφλωτική λάμψη και αφήνοντάς τον να εμφανιστεί εντός της πλήρους ματαιοδοξίας του.

Ενόσω συμβαίνουν όλα αυτά, στην παράλληλη πραγματικότητα της καθημερινότητάς του η ζωή του Μπουκόφσκι συνεχίζει ως έχει. Επισκέπτεται καθημερινά τον ιππόδρομο σκαρφιζόμενος κερδοφόρα συστήματα, ταΐζει τις γάτες του, βλέπει αγώνες πυγμαχίας στην τηλεόραση και απομονώνεται για να παλέψει με την ποίηση λέγοντας: “Η ποίηση είναι που κρατάει το μυαλό μου και δεν το αφήνει να ραγίσει. Η ποίηση είναι αυτό που είχα ανάγκη”. Και εν μέρει η εμπλοκή του στο σενάριο της ταινίας προέκυψε εξαιτίας αυτής της ανάγκης του να αναβιώσει μέσω της γραφής τις παρανοϊκές αχαλίνωτες νύχτες στα μπαρ, τους αμετανόητους μπαρόβιους, την ερωμένη που σημάδεψε εκείνο το κομμάτι της ζωής του και τον ίδιο του τον εαυτό μέσα στη νεανική σφριγηλότητά του – αυτός, ο πάτρωνας των απανταχού μεθυσμένων και αλκοολικών…

 

“Έγραφα για έναν νέο άντρα που ήθελε να γράφει και να πίνει, αλλά πιο μεγάλη επιτυχία είχε με την μποτίλια. Ο νέος άντρας ήμουν εγώ. Ενώ δεν περνούσε μες στη δυστυχία τις ώρες του, ήταν μολοντούτο ώρες κενού και αναμονής ως επί το πλείστον. Ενόσω χτυπούσα τα πλήκτρα της γραφομηχανής, μου ήρθαν ξανά στο μυαλό οι χαρακτήρες σ’ ένα συγκεκριμένο μπαρ. Έβλεπα κάθε πρόσωπο ξανά, τα κορμιά, άκουγα φωνές , τις συζητήσεις. Υπήρχε ένα ορισμένο μπαρ που είχε μια ορισμένη θανάσιμη γοητεία. Εστίασα σ’ αυτό, έζησα ξανά τους καβγάδες και τα γρονθοκοπήματα.”

 

Charles Bukowski

 

Και, αν μη τι άλλο, τα πιο σημαντικά σημεία του βιβλίου τα συναντά κανείς όταν ο Μπουκόφσκι καταπιάνεται με τα πιο ουσιώδη ζητήματα της ζωής με ένα εκπληκτικό στην απλότητά του ύφος και με μια γλώσσα που δεν γνωρίζει ηθικούς και δεοντολογικούς περιορισμούς, με αποτέλεσμα να γίνεται αποτρόπαια και χυδαία -όπως ακριβώς γίνεται και η ζωή μερικές φορές. Και μπορει το Χόλιγουντ να μην ανήκει στην “υψηλή” λογοτεχνία, όπως ακριβώς το Barfly δεν διακρίθηκε στο φεστιβάλ των Καννών, όμως τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν τη δυναμική του.  Άλλωστε όπως απάντησε και ο ίδιος όταν τον ρώτησαν τι συμβολίζει η ταινία: “Τίποτα. Κρυφοκοιτάζει τα κωλομέρια του θανάτου, ίσως”.

 

 

* O Βαγγέλης Γραμματικόπουλος είναι φιλόλογος.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top