Fractal

Διήγημα: “Αφετηρία | Τέρμα”

Της Ηλέκτρας Λαζάρ // *

 

 

f6

 

 

Είμαι ανάμεσα στο βαθύ βράδυ του Σαββάτου και στο πρώιμο ξημέρωμα της Κυριακής. Καθυστερώ την επιστροφή μου στο σπίτι, παίρνοντας κάποιους δρόμους με τα πόδια, τελικά φτάνω να περιμένω το λεωφορείο στην αφετηρία του να ξεκινήσει∙ εγώ, ένας ακόμη επιβάτης κι ο οδηγός, όλοι κι όλοι οι άνθρωποι στο λεωφορείο. Όπως και τότε, θυμάμαι, καθισμένη στο δεξί παράθυρο. Τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε κανένα απολύτως ψεγάδι κι εγώ αυτοματοποιημένα θα γυρνούσα στο σπίτι χαχανίζοντας σε αυτό το όμορφο πρωινό στην αδειασμένη μου καλοκαιρινή γειτονιά, αν δεν έβλεπα αυτόν το γνώριμο παππού στο παγκάκι με τα βρωμισμένα καφέ ρούχα του, κάποιο χειμωνιάτικο κουστούμι που έχει ξεχαστεί πάνω του και τα γαλάζια του υγρά μάτια, τσιμπλιασμένα, σκουριασμένα να ψάχνουν για βρωμιάρες γόπες στο δρόμο. Κι ενώ εκείνος με κοίταξε με τα πρεσβυωπικά του μάτια και κρυφά έκρυψε στα καφέ του χέρια μια γόπα, που ενδεχομένως κάποιος άλλος οδηγός λεωφορείου να είχε πετάξει προς τα εκεί, καθώς περίμενε το ρολόι να έρθει στη θέση του για να ξεκινήσει το τελευταίο του δρομολόγιο για τη νύχτα, ή μπορεί κάποια κοπέλα που μιλούσε στο κινητό της στην αφετηρία αυτή και αδιάφορα τα κόκκινα της νύχια να τίναξαν το τελειωμένο τσιγάρο χάμω, εγώ τον παρατηρούσα προσεκτικά. Κατά τρόπο ανόητο και κοινωνιολογικό, με αυτή μου την ξετσίπωτη μεγαλοψυχία τον κοίταζα- κρυφά, διακριτικά, επίμονα. Κι αμέσως μετά βάλθηκα να του στρίβω ένα γεμάτο τσιγάρο, με μπόλικο καπνό: η σπασμωδική μου ανακούφιση να τον κάνει να ανακουφιστεί για τρία λεπτά με ένα τσιγάρο ολόκληρο, αξιοπρεπές, δικό του.

Τον θυμάμαι αυτόν τον γέρο. Τον βλέπω εδώ και δύο χρόνια στην ίδια στάση, χωρίς να επιβαίνει πουθενά, να λιάζεται, να περνάει τις ώρες του βρώμικος και μονάχος, συνήθως τα μεσημέρια που σχολούσα από τη δουλειά κι έπαιρνα το λεωφορείο για να επιστρέψω σπίτι. Τον θυμάμαι με τα τσιγάρα άλλων και μια χαλασμένη μαγκούρα να κάθεται κολλημένος στη στάση, κατά τη διάρκεια του μεσημεριού. Σπάνια τα βράδια, έβλεπα το γυρτό του ίσκιο να διακρίνεται κάτω από τη μεγάλη λεύκα. Αλλά αυτό το ξημέρωμα, οφείλω να ομολογήσω, ότι δεν περίμενα να τον δω∙ παράδοξα φρέσκο μέσα στην απλυσιά του και τη σιωπή του. Με το γνώριμο καφέ παλιό του κοστούμι και τις μπλε πλαστικές παντόφλες του.

Κι όπως τα σκεφτόμουν αυτά, καθώς τον κοιτούσα, έστριβα το δικό του τσιγάρο, χαμογελούσα μέσα μου, ξέροντας ότι θα ακούσω την τρεμουλιαστή του φωνή και τα γαλάζια υγρά του μάτια να με κοιτούν ευχαριστημένα, τη στιγμή που θα του έδινα δύο- τρία τσιγάρα, να απολαύσει το κυριακάτικο αυτό πρωινό. Το τόσο όμορφο. Και στ’ αλήθεια τα είχα έτοιμα στο χέρι μου κρυμμένα, για κάποιο λόγο από το συνεπιβάτη που καθόταν πίσω μου και έλεγα να τώρα θα σηκωθώ και θα πεταχτώ από τη μεσαία πόρτα του λεωφορείου, δίνοντας του μόνο τα τσιγάρα και θα ξαναμπώ γρήγορα μέσα, πριν κλείσει ο οδηγός τις πόρτες, διότι αν κλείσει ο οδηγός τις πόρτες δεν θα καταφέρω να του φωνάξω να τις ανοίξει, ήτοι θα μείνω στην αφετηρία με τον γέρο μέχρι το επόμενο λεωφορείο να έρθει. Και επειδή είναι Κυριακή, σκέφτηκα με τα τσιγάρα κρυμμένα στο αριστερό μου χέρι, θα αργήσει πολύ να έρθει το επόμενο λεωφορείο και δη το ξημέρωμα, που ούτως ή άλλως ο κόσμος δεν θα ξυπνήσει τόσο νωρίς για να πάρει το λεωφορείο. Τα λεωφορεία αυτά, σκέφτηκα, που ξεκινούν το ξημέρωμα της Κυριακής, τα παίρνουν μόνο αυτοί που γυρνάνε στα σπίτια τους εκείνη την ώρα, όπως εγώ, ή γυναίκες από την Ασία και την Ανατολική Ευρώπη- που με τα βαμμένα τους μάτια και τα βαριά τσιγάρα τους ξεκινάνε την ημέρα τους για να πάνε να καθαρίσουν κάποιο σπίτι των προαστίων, φοιτητές ίσως που βάζουν σε λειτουργία καφετέριες άλλων.

Κι οφείλω να ομολογήσω, ότι δεν ξέρω τι μου προκαλούσε περισσότερο άγχος: το τελευταίο λεπτό που έβλεπα να τρέχει από την οθόνη του λεωφορείου ή μήπως δυσαρεστήσω τον άνθρωπο αυτό, δίνοντας του τσιγάρα. Γιατί είναι ένα κακό δίλημμα, όταν το δίλημμα συναντάται με τη δειλία. Γιατί στο κάτω- κάτω, δεν ξέρω πραγματικά αν ήταν αυτό δίλημμα ή αν ήταν ξεκάθαρος φόβος- κάποια δειλία ίσως που με εμπόδιζε να φέρω αυτά τα κλεισμένα στο αριστερό μου χέρι τσιγάρα μπροστά του και να του τα αφήσω. Μήτε η σκέψη να τα πετάξω άγαρμπα από το παράθυρο μου έμοιαζε σωστή, διότι έτσι θα με έβλεπε ο συνεπιβάτης από πίσω και θα γελούσε μαζί μου, σκεπτόμενος σίγουρα ότι είμαι ανάξια και ντροπαλή για να βοηθήσω ένα βρωμιάρη γέρο. Τίποτε από όλα αυτά δεν έμοιαζε σωστό. Μόνο που η σκέψη να κάνω έστω κι ένα από αυτά, έλεγα, θα ήταν σωστή. Μόνο ένα από όλα αυτά. Ήτοι να βγω από τη μεσαία πόρτα, να του τα αφήσω και να γυρίσω γρήγορα στη θέση μου, κοιτώντας αλλού, κάλλιστα ανοίγοντας το βιβλίο μου και κάνοντας πως διαβάζω. Σίγουρη, πως το λεωφορείο εγκατέλειπε την αφετηρία στις πέντε ακριβώς και σίγουρη, όπως με επιβεβαίωνε και η οθόνη του λεωφορείου, ότι είχα ένα λεπτό ακόμη για να βγω έξω από τη μεσαία πόρτα του λεωφορείου και να αφήσω στον άνθρωπο που καθόταν στην αφετηρία με το ίδιο καφέ βρώμικο κοστούμι και έψαχνε για δεύτερη γόπα στο δρόμο, τα δύο τσιγάρα που του είχα στρίψει. Όλα αυτά με τη σιγουριά ότι το ένα αυτό λεπτό μου έφτανε και μου περίσσευε. Τουτέστιν, το ένα αυτό λεπτό θα μου προσέφερε εμένα την ανακούφιση ότι αυτός ο άνθρωπος θα έπαυε να καπνίζει κρυφά από τα μάτια μου την χρησιμοποιημένη γόπα κάποιου άλλου και σ’αυτόν θα προσέφερε την ανακούφιση μόλις φύγει το λεωφορείο από την αφετηρία του, να καπνίσει απανωτά τα δύο τσιγάρα του, με την ησυχία του. Και φυσικά έτσι θα γινόταν, ακριβώς έτσι, αν σηκωνόμουν πριν κλείσει ο οδηγός τις πόρτες στις πέντε ακριβώς κι αμέσως μετά δεν έστριβε στο φανάρι που τον έβγαζε στη λεωφόρο. Ακριβώς έτσι θα γινόταν. Κι εγώ θα καθόμουν στη θέση μου ανάλαφρη, χωρίς να μου μουλιάζουν τα δύο αυτά λευκά τσιγάρα το αριστερό μου χέρι. Και χωρίς να χρειαστεί να τα πετάξω στον πρώτο κάδο που βρήκα μπροστά μου, με την αποβίβαση μου από το λεωφορείο.

Ακριβώς έτσι δειλή είναι η ζωή μου. Και δεν αρκεί ένας ξεχασμένος γέρος σε μια κάποια στάση λεωφορείων για να το συνειδητοποιώ ξανά και ξανά. Και δεν το συνειδητοποίησα ούτε τότε, στη μεγάλη μου διαμονή στο Κέντρο της Αθήνας, που περνούσα ώρες στην πλατεία Εξαρχείων, την τρακαρισμένη από άπειρες οντότητες που είχαν τη βάναυση παραδοχή ότι το να ασχολείσαι με το τίποτα, είναι μεγάλη υπόθεση. Κι έτσι γινόταν: μήνες ολόκληροι περνούσαν, παιδιά εξαφανίζονταν από την περιοχή, κανείς δε νοιαζόταν ούτως ή άλλως- οι παρέες είναι για να φρεσκαρίζονται με νέα όντα. Και δε μπορώ να πω, ότι ο Αγγελικούλας ήταν παρέα μου. Δεν τον ήξερα διόλου. Και στο μαγαζί που σύχναζε, κανείς δεν τον ήξερε. Παραδειγματικός θαμώνας της πλατείας, με το εκρού του λινό παντελόνι και τα λεπτά γυαλιά του, ψηλός και αδιάφορος σαν ένα γκρι αμάξι που περνά με αργή ταχύτητα από το δρόμο. Κανείς δεν τον είχε παρατηρήσει, παρεκτός εγώ και η παρέα μου, γιατί κάθε φορά περνούσε από το μαγαζί που καθόμουν και καθώς με έβλεπε έλαμπαν τα μάτια του και κοντοστεκόταν, σα να έβλεπε την αδερφή του ή κάποια καλή του φίλη. Και μου φώναζε «Αγγελικούλα;» κι εγώ πάντα του απαντούσα με ένα χαμόγελο και αρνητικό νεύμα. Υπήρχαν και δυο και τρεις φορές μέσα στο ίδιο απόγευμα που περνούσε από το τραπέζι και με καλούσε με το ίδιο όνομα και φυσικά ήταν φορές που το χαμόγελο και το αρνητικό νεύμα με είχαν μπουχτίσει, γυρνώντας έτσι το κεφάλι μου αλλού, όταν εκείνος περνούσε από μπροστά μου.

Βάζοντας με έτσι σε σκέψεις∙ να σκεφτώ ποια ήταν αυτή η γυναίκα που της έμοιαζα τόσο και τι την είχε αυτός ο άκακος άνθρωπος, ο τόσο παράξενα σιωπηλός, που το μόνο που έβγαινε από το στόμα του ήταν το όνομα αυτό. Σκεφτόμουν μετά από κάθε κάλεσμα του, τι του θυμίζω εγώ, ένα αδιάφορο φυντάνι, σ’αυτόν το σαραντάρη άντρα με τα ασπρόχρωμα ρούχα. Φυσικά, δεν υπήρχαν και φορές που δεν είχε τρυπώσει πουτανιάρικα η σκέψη μέσα μου να του γνέψω έστω για μια φορά θετικά και να του πω, ναι εγώ είμαι η Αγγελικούλα- μόνο και μόνο για να μάθω ποια είναι αυτή η γυναίκα. Ποια ήταν. Αν ζει. Να τη γνωρίσω. Και είναι παράξενο που δεν ήθελα να γνωρίσω κάτι παραπάνω για αυτόν τον άνθρωπο, εννοώντας, ότι θα μπορούσα να κάτσω στο τραπέζι του το γνωστό που πίνει τον καφέ του και κοιτάει μία το κενό και μία τον κόσμο και να του πιάσω την κουβέντα, να μάθω για τη ζωή του, τι του συνέβη και τριγυρνάει στην πλατεία αυτή, ψάχνοντας για την Αγγελικούλα του. Κι ύστερα, να μάθω για τη γυναίκα αυτή, που μπορεί να ήταν κάποια παλιά του φίλη ή η γυναίκα του που έφυγε κάποιο ξημέρωμα απροειδοποίητα, νεκρά, δίχως καμιά συμπόνια. Μα όπως και τότε, έτσι και τώρα, ποτέ δε σηκωνόμουν, ποτέ δεν καθόμουν, ούτε πια έγνεφα όπως άλλοτε. Όπως και πάντα. Κάποιος τρελός θα ’ναι, σκεφτόμουν, που όλο και κάποια ξώφαλτση θα τον πήρε στο κεφάλι, ενδεχομένως σε κάποια συμπλοκή με την αστυνομία∙ αντί να πάει στο μαγαζί για τον καφέ του, να βρεθεί στο μέσο ενός μπλόκου. Κάπως έτσι αλλάζουν και τα πράγματα στις ζωές των ανθρώπων- από ένα λάθος δρόμο, μια λάθος ώρα, λάθος λεωφορείο, λάθος κέλευσμα. Κάπως έτσι. Κι όλη μας τη ζωή την περνάμε στους δρόμους, παρατηρώντας ανθρώπους που μας θυμίζουν κάτι, κοιτώντας με μισό μάτι ζωές που μας θυμίζουν κάτι- είτε τώρα είτε σε λίγα χρόνια- απαλλαγμένοι κοιτάμε, κρυφοκοιτάμε, αποφεύγουμε. Θα γνέφουμε και τίποτε παραπάνω.

Και δε μπορώ να κρύψω το γεγονός, ότι όσο κι αν μου έκανε αίσθηση κάθε φορά που περνούσε ο Αγγελικούλας, δεν του έδινα καμία σημασία πια και λίγο- λίγο έπαψε να με ενδιαφέρει ποιος είναι αυτός και ποια είναι αυτή. Ήρθαν άλλα πράγματα κι άλλα πρόσωπα να καλύψουν την καθημερινότητα και τις σκέψεις μου και μήτε που μου περνούσε από το μυαλό να περάσω από το μαγαζί που σύχναζε για να βεβαιωθώ αν θα εξακολουθεί να με καλεί κι αν θα αναγνωρίζει στο πρόσωπο μου την άγνωστη γνωστή του. Νόμιζα μάλιστα πως αυτό θα ήταν και βοηθητικό για εκείνον, βλέποντας με να μην γυρνάω καθόλου στο κάλεσμα του, ίσως έτσι, σκεφτόμουν, να το ξεπεράσει αυτό, να ξεχάσει τελείως εκείνη τη γυναίκα κι εγώ κι αυτός να είμαστε δύο απλοί αδιάφοροι θαμώνες της πλατείας. Γιατί είτε γνωρίζεις είτε αναγνωρίζεσαι σε αυτή την πόλη, δεν παύεις να ξημερώνεσαι και να βραδιάζεις μόνος∙ πλάι στο ξυπνητήρι∙ στο μόνο σου κρεβάτι∙ να ανάγεσαι σε σκόνη. Και είναι παράξενο το γεγονός, καίτοι σε αυτόν τον άνθρωπο δεν ήξερα μήτε το όνομα του, μήτε αν μένει κάπου κοντά στην πλατεία ή απλώς την επισκέπτεται τα απογεύματα του, καίτοι τον απέφευγα και δεν ήθελα κατά βάθος να του πιάσω την κουβέντα, ωστόσο ξαφνιάστηκα και πάγωσα όταν με φώναξαν στο πάρκο λίγο πιο πάνω από την πλατεία να δω τον Αγγελικούλα σωριασμένο, με το ψηλό του λευκό σώμα να φράζει το δρόμο∙ άψυχος, αθόρυβος. Και σαν αρχίσανε να ρωτάει το τσούρμο ανθρώπων που είχε μαζευτεί από τα γύρω μαγαζιά, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, ποιος τον ξέρει μήτε εγώ, μήτε κανένας δε βρήκε να πει ποιος ήταν. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που έτσι απλά τον εγκατέλειψε η καρδιά του, την ώρα που περπατούσε- ποιος τον ήξερε από δω. Κανείς. Και ήταν τόση η απόγνωση και η θλίψη μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που ένιωθα λες κι ήμουν εγώ σωριασμένη κι εκείνος όρθιος να με κοιτά- χάνοντας έτσι για δεύτερη φορά την Αγγελικούλα του. Κι όσο οι γύρω ρωτάγανε ποιος ήταν, εγώ είτε γυρνούσα από την άλλη, είτε έγνεφα αρνητικά, δίχως κανείς να με κοιτάει.

 

 

* H Ηλέκτρα Λαζάρ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989. Ξεκίνησε να γράφει στα εφηβικά της χρόνια και έκτοτε συνεχίζει, δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζά κυρίως στο διαδίκτυο.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top