Fractal

“Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά”, του Έρνεστ Χέμινγουεϊ με μια άλλη ματιά

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

he1

 

(Μετάφραση: Νίκου Σαρλή. Εκδόσεις Πάπυρος, 1995)

 

Ετούτο το βιβλίο αποτελεί αναμφισβήτητα μεγάλη εκδοτική επιτυχία και στη χώρας μας, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν οι πολλαπλές εκδόσεις και μάλιστα από διάφορους εκδοτικούς οίκους, μικρούς και μεγαλύτερους, με τίτλους για την ελληνική γλώσσα, ‘Ο ήλιος ανατέλλει ξανά’, και επίσης ‘Κι ο ήλιος ανατέλλει (Φιέστα)’.

Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ‘Ο ήλιος ανατέλλει ξανά’ του Χέμινγουεϊ, η αυτοβιογραφική αφήγηση του Τζέικ αποτελείται από σειρά επαναλαμβανόμενων φαντασιώσεων όπου υπερτερούν τα νευρωτικά στοιχεία του πρωταγωνιστή. Στην αφηγηματική δομή του Χέμινγουεϊ, ο Τζέικ Μπαρνς και ο Ρόμπερτ Κόουν, μαζί με τις ιστορίες που λένε ή που λένε άλλοι γι’ αυτούς, θεσπίζουν τα βασικά θέματα του βιβλίου, ένα εκ των οποίων είναι η αποτυχία της αφήγησης για επίτευξη δραματικής αντικειμενικότητας και λογοτεχνικής δύναμης. Στην αφήγηση του Τζέικ, ωστόσο, οι χαρακτήρες και τα γεγονότα σηματοδοτούν τις αισθήσεις του, τις ανεξέλεγκτες προβολές και την καταστολή του. Ο Κόουν, για παράδειγμα, μπορεί να γίνει κατανοητός στην ιστορία του Τζέικ ότι εκπροσωπεί μια ακούσια προβολή στην οποία ο Τζέικ ταυτίζεται με τις ιδιότητες και ικανότητες που ο ίδιος δεν διαθέτει, όπως τον εαυτό του ως πρωταθλητή πυγμαχίας, τον άντρα της γυναίκας,τον επιτυχημένο συγγραφέα,αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τη συναισθηματική ανεπάρκεια, τη μαλθακότητα και την ανικανότητα που ο ίδιος τεχνηέντως και ενσυνείδητα καταστέλλει. Αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ του δημιουργού και των αφηγηματικών κειμένων είναι,πιστεύουμε, η ρητή και κατηγορηματική ανησυχία του βιβλίου. Ο Χέμινγουεϊ γράφει και ξαναγράφει την αυτοβιογραφία του Τζέικ, προκειμένου να καταδειχθεί η διαφορά μεταξύ της ανόητης, ανούσιας και άκριτης επανάληψης της ζωής και της λογοτεχνίας, η οποία αποκρύπτει και παραμορφώνει τα ερμηνευτικά κείμενα που αναπαράγουν τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των εμπειριών, και με τον τρόπο αυτό, δημιουργεί την πιθανότητα για ψυχολογική υγεία και σκόπιμη τέχνη.

Αλλά ο Χέμινγουεϊ κάνει κάτι περισσότερο από το να υποδύεται τον ψυχαναλυτή στο βασανισμένο πρωταγωνιστή του βιβλίου του ή ακριβέστερα τον ταλαντούχο κριτικό στην σε μεγάλο βαθμό επιβαρυμένη ιστορία του βιβλίου και στις παράπλευρες πληροφορίες, αντιπαραθέτοντας σκηνές και αναθεωρώντας την ιστορία του, όχι για να παγιδεύσει τον αφηγητή, αλλά να αποκαλύψει και να διορθώσει ψυχολογικές στρεβλώσεις και να μετατρέψει τη φαντασία σε τέχνη. Ταυτόχρονα ασκεί το ρόλο του κοινωνικού κριτικού και του ιστορικού. Ο Χέμινγουεϊ τοποθετεί την ιστορία του Τζέικ σε ένα σύνολο βιβλικών και ιστορικών αφηγήσεων που δείχνουν πώς τα προβλήματα του Τζέικ αντιπροσωπεύουν μια γενικότερη κρίση στην αμερικανική λογοτεχνία και πολιτισμό.Ειδικότερα, πίσω από την αυτοβιογραφία του Τζέικ, που κρύβεται από την ιστορία του Ρόμπερτ Κόουν, δημιουργεί μια άλλη ιστορία στην οποία εκείνη του Τζέικ όπως επίσης του Κόουν, είναι απλώς επαναλήψεις.

 

he2

 

Το βιβλίο ουσιαστικά εμπεριέχει την ιστορία της αναζήτησης της γης της επαγγελίας από την Αμερική. Με την έξυπνη ψυχανάλυση του Τζέικ και του Κόουν και με τη χαμένη γενιά να φθάνει σε οριακό σημείο, το μυθιστόρημα ‘Ο ήλιος ανατέλλει ξανά’, δεν δημιουργεί τίποτα λιγότερο από μια θεωρία των σχέσεων μεταξύ των ψυχολογικών, ιστορικών και λογοτεχνικών κειμένων, τα οποία, κατά την άποψη του Χέμινγουεϊ, βρίσκονται πίσω από την ανθρώπινη και ιδιαίτερα την αμερικανική εμπειρία. Αυτό που επιθυμεί ο Χέμινγουεϊ να αποκαλύψει στην πορεία του μυθιστορήματος, δεν είναι μόνο το πώς πρέπει να γραφτεί ένα μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα, αλλά ποιο θα είναι το αντικείμενό του. Η περιγραφή της σκηνής του χορού μέσα στην αίθουσα, στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, παρουσιάζει την καταστολή, την προβολή και την επακόλουθη διαστροφή που χαρακτηρίζουν την αφήγηση του Τζέικ μέσα στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος και που ο ίδιος παρανοεί ως κοινωνικό σχόλιο, δημοσιογραφία και τέχνη: ‘‘Μια παρέα νεαροί άντρες, μερικοί με ζέρσεϊ, άλλοι με πουκάμισο, ξεχύθηκαν έξω. Στο φως της πόρτας, μπορούσα να διακρίνω τα χέρια και τα φρεσκοπλυμένα κυματιστά μαλλιά τους. Ο αστυνομικός που στεκόταν στην πόρτα με κοίταξε και χαμογέλασε. Μπήκαν μέσα. Όπως έμπαιναν, είδα κάτω από το φως λευκά χέρια, κυματιστά μαλλιά, λευκά πρόσωπα, να μορφάζουν, να μιλούν και να χειρονομούν. Μαζί τους ήταν και η Μπρέτ. Φαινόταν πολύ όμορφη και πάρα πολύ ευχαριστημένη μαζί τους… Ήμουν πολύ θυμωμένος. Πάντα με νευρίαζαν τέτοιου είδους άνθρωποι. Ξέρω ότι ο κόσμος τους θεωρεί διασκεδαστικούς, και ότι θα πρέπει να είμαστε ανεκτικοί, αλλά πάντα ήθελα να τους πετάξω κάτι στη μούρη και να τους χαλάσω αυτή τη υπεροπτική και βλακώδη στάση…’.

Η αηδία του Τζέικ δεν είναι χωρίς εγγύηση ή εξουσιοδότηση. Αλλά αυτό που τον εξοργίζει πραγματικά είναι ότι, παρά το γεγονός ότι είναι θηλυπρεπείς αν όχι ομοφυλόφιλοι, αυτοί οι νεαροί άνδρες, όπως κι ο Κόουν τον οποίο ο Τζέικ έχει περιγράψει σε δύο κεφάλαια, είναι σωματικά ισχυροί και έτσι ανταγωνίζονται για τη Ζορζέτ και ειδικότερα για την Μπρέτ. Ο Τζέικ δεν μπορεί να δεχθεί την έντονη αγωνία που προκαλείται από τα συναισθήματά του για τη Μπρέτ. Κι όταν αμέσως μετά την παραπάνω σκηνή, ο Κόουν τον ρωτάει ποιο είναι το πρόβλημά του, ο Τζέικ απαντά τίποτα, κι ότι απλώς η όλη σκηνή τον χαλάει.Όσο και αν η κατάπνιξη του συναισθήματος δεν ήταν αρκετά προφανής,ο Χέμινγουεϊ τροφοδοτεί περαιτέρω τα αισθήματα του αναγνώστη, χρησιμοποιώντας μέσω του Τζέικ τη λέξη ‘άρρωστος’, η οποία στην προηγούμενη σκηνή με τη Ζορζέτ παραπέμπει άμεσα στον πολεμικό τραυματισμό του Τζέικ, ο οποίος στην πραγματικότητα αρνείται να παραδεχτεί αυτό που αισθάνεται, δηλαδή τη ζήλια του γι αυτούς τους νεαρούς άντρες και την αποτυχημένη σχέση του με την Μπρέτ. Ο Τζέικ αισθάνεται άχρηστος σεξουαλικά, ίσως ακόμη και ομοφυλόφιλος, μια καχυποψία που δεν μπορεί να αγνοηθεί όταν γοητεύεται από τα λευκά χέρια και τα φρεσκοπλυμένα κυματιστά μαλλιά τους. Αγνοώντας τις υποψίες σχετικά με τον εαυτό του, ο Τζέικ δεν μπορεί να διαβάσει το είδωλο και τις προαναφερθείσες επαναλήψεις που παράγει η συνείδησή του. Ως εκ τούτου, επαναλαμβάνει αυτή την εικόνα, ασταμάτητα, τόσο στην πράξη, όσο και στα λόγια. Μόλις λίγες σελίδες αργότερα, ο Τζέικ χωρίς προφανή λόγο περιγράφει το άγαλμα του Νέυ να στέκεται ανάμεσα στα πλατύφυλλα δέντρα της καστανιάς, κάτω από το φως, και μια πραγματική εικόνα καταπιεσμένης σεξουαλικότητας και βίας, έρχεται μπροστά απειλητικά:

‘ … Υπήρχε ένα μαρμάρινο πορφυρό στεφάνι να ακουμπάει στη βάση του. Σταμάτησα και διάβασα την επιγραφή: ‘Οι ομάδες Βοναπαρτιστών…’, και κάποια ημερομηνία που την ξέχασα. Φαινόταν πολύ σπουδαίος ο στρατάρχης Νέυ μέσα στις ψηλές του μπότες, κραδαίνοντας το σπαθί του ανάμεσα στις καινούργιες φυλλωσιές της καστανιάς. Το διαμέρισμά μου ήταν ακριβώς απέναντι, λίγο πιο κάτω από τη Λεωφόρο Σαιν Μισέλ…’.
Ο Τζέικ παρακολουθεί τυφλά στην εικόνα στον καθρέφτη. Το παράξενα σχιζοφρενικό κείμενο απηχεί τη συνείδηση και διάσπασή του.Οι στιγμές που αποκαλύπτουν σοβαρό ψυχολογικό αποπροσανατολισμό του Τζέικ, υπογραμμίζουν το βιβλίο με μια ανατριχιαστική κανονικότητα.Το πρόβλημα δεν είναι ότι η ιστορία του Τζέικ επαναλαμβάνει τη ζωή. Το μυθιστόρημα του Χέμινγουεϊ επαναλαμβάνει επίσης τη ζωή, τη δική του, καθώς και του Τζέικ! Αλλά ενώ ο Τζέικ επαναλαμβάνει μια εικόνα που δεν μπορεί να ερμηνεύσει και να ελέγξει, ο Χέμινγουεϊ ξαναγράφει κριτικά την εικόνα. Η ιστορία του Κόουν αντιπροσωπεύει όχι μόνο ένα πιο εκτεταμένο παράδειγμα του Τζέικ, αλλά και την πιο προχωρημένη αναθεώρηση της ιστορίας του Τζέικ. Στην ιστορία του Τζέικ, ο Κόουν όπως οι νέοι και ο στρατάρχης Νέυ,είναι μεταξύ των άλλων και μία προεξοχή του εαυτού του. Και η ιστορία του Κόουν, η ιστορία του αμερικανικού ονείρου και της αποτυχίας του, είναι αυτό που αντανακλά και την ιστορία του ηρωικού εθελοντή στον πόλεμο, του Τζέικ Μπαρνς. Δεν είναι δύσκολο να εντοπισθούν οι πολλές ομοιότητες μεταξύ του Τζέικ και του Κόουν. Πολλοί αναγνώστες του βιβλίου έχουν εστιασθεί σε μια ή περισσότερες ομοιότητες. Και οι δύο, έτσι, είναι συγγραφείς και αμερικανικοί ομογενείς που περιφέρονται σε όλη την Ευρώπη, συχνά μαζί. Αμφότεροι βασανίζονται από έντονες επιθυμίες για σεξουαλική εκπλήρωση, η οποία, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, δεν μπορεί να επιτευχθεί πλήρως. Και οι δυό είναι ερωτευμένοι με την ίδια γυναίκα, την Μπρέτ Άσλευ, η οποία τους σαγηνεύει, τους εκμεταλλεύεται και στο τέλος τους εγκαταλείπει. Και οι δυό έχουν πολεμική προϋπηρεσία, ο Τζέικ ως στρατιώτης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Κόουν σαν μποξέρ ο οποίος προηγουμένως βρισκόταν στη στρατιωτική σχολή, και τέλος αμφότεροι συνδέονταν με το τένις και τον αθλητισμό γενικότερα. Αυτό όμως που είναι εξαιρετικό σε αυτές τις ομοιότητες, είναι ότι ο, κατά τα άλλα,ευαίσθητος και οξυδερκής Τζέικ δεν τα αναγνωρίζει και ότι, για τις πρώτες εκατό σελίδες της αφήγησης του, αγνοεί την ζήλια του που δημιουργεί και το ενδιαφέρον του για τον Κόουν. Ο Τζέικ δεν μπορεί να δει τα πράγματα καθαρά όπως ομολογεί κάποια στιγμή, τον μισεί!

Η κριτική του Τζέικ για τον Κόουν, δεν είναι εσφαλμένη, αλλά ο Τζέικ δεν κατανοεί τη σημασία της κριτικής για τον εαυτό του, αφού η προβολή του ως κάποιος άλλος Κόουν, τον ευνουχίζει και τον παραλύει. Το βιβλίο ξεκινά αρκετά αθώα: ‘Ο Ρόμπερτ Κόουν ήταν κάποτε πρωταθλητής πυγμαχίας μέσων βαρών στο Πρίνστον’. Αλλά η πικρία ακολουθεί ευθύς αμέσως: ‘Μη νομίσετε ότι μου προκαλεί μεγάλη εντύπωση ένας τίτλος πυγμαχίας, αλλά για τον Κόουν αυτό σήμαινε πολλά’. Όπως κι ο Κόουν, έτσι κι ο δημοσιογράφος Τζέικ απολαμβάνει τη δική του απασχόληση ως επικεφαλής γραφείου, ειδικότερα στη σύνταξη δημοσιογραφικών κειμένων.Ο Χέμινγουεϊ επισημαίνει ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα του μυθιστορήματος, που δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η ανάγκη να διαβάσει, να γράψει και να ξαναγράψει το κείμενο της ζωής ενός ατόμου.Αλλά ο Τζέικ δεν είναι σε θέση ακόμη να αναγνωρίσει την ψεύτικη και απρόσκοπτη λειτουργία της δικής του ιστορίας.Η αδυναμία του Τζέικ να ‘διαβάσει και να ξαναγράψει το κείμενο’, αντιπροσωπεύει για τον Χέμινγουεϊ μια αποτυχία στην ευαισθησία για αφήγηση που φτάνει βαθιά στην αμερικανική κουλτούρα.Και πίσω από την ιστορία του Κόουν, είναι η ιστορία του αμερικανικού ονείρου, ο μύθος της νέας γης της επαγγελίας, ίσως ακόμη και μιας νέας Εδέμ στον νέο κόσμο. Η αποτυχία του Κόουν να συνειδητοποιήσει τη θέση του στον αμερικανικό παράδεισο, είναι μια μεγάλη ένδειξη για το κύριο πρόβλημα του αμερικανικού ονείρου. Αλλά η κατάσταση είναι μάλλον πολύ πιο πολύπλοκη από εκείνη που υποδηλώνεται. Στη σκηνή όπου ο Κόουν ερωτεύεται την Μπρέτ, το βασικό παράδοξο της αμερικανικής κατάστασης αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του στην επιφάνεια του κειμένου,προσδιορίζοντας τις πολιτιστικές διαστάσεις όχι μόνο των προβλημάτων του Κόουν, αλλά και του Τζέικ. Στη αίθουσα του χορού, η σκηνή ακόμα μια φορά απεικονίζει την ψυχολογική κατάσταση του Τζέικ.Αλλά η γλώσσα του Τζέικ αποκαλύπτει την καταστολή του, που οδηγεί σε κατευθύνσεις που τρομάζουν περισσότερο κι από εκείνες του απλού και γλυκού πόνου. Η σκηνή ξεκινά με τον Τζέικ να κοιτάει τον Κόουν που κοιτούσε την Μπρέτ:

‘… Έστεκε όρθια, με το ποτήρι στο χέρι και είδα ότι ο Ρόμπερτ Κόουν την κοιτούσε. Κοίταζε άπληστα, όπως ένας συμπατριώτης του θα κοίταζε τη γη της επαγγελίας.Ο Κόουν, βέβαια, ήταν πολύ νεότερος. Αλλά στο βλέμμα του ήταν έκδηλη αυτή η ακόρεστη, η γεμάτη λαχτάρα προσδοκία’.

Ο Τζέικ αναφέρει το περιστατικό αυτό για να φωτίσει περαιτέρω τον Κόουν, τον οποίο γελοιοποιεί εδώ, όπως και αλλού,για την εφηβική του προθυμία την οποία συνδέει με την εβραϊκή του καταγωγή. Αλλά η ζήλια του Τζέικ, αποκαλύπτεται αμέσως:

‘Η Μπρετ είχε μια ομορφιά που σε κόλαζε. Φορούσε ένα πλεκτό ζέρσευ πουλόβερ και μια τουΐντ φούστα, τα μαλλιά της ήταν ριγμένα πίσω αγορίστικα…Ήταν όλο καμπύλες, όπως το σκαρί ενός γρήγορου σκάφους…’.

Αλλά, όταν ο Τζέικμε αντισημιτική συμπεριφορά συγκρίνει τον Κόουν με τους συμπατριώτες του, ουσιαστικά στρέφει το ενδιαφέρον του στη ‘γη της επαγγελίας’, μια νέα έννοια που ο ίδιος εισήγαγε. Ο ‘συμπατριώτης’εδώ είναι ο Τζέικ ο ίδιος, ο οποίος εκφράζει τον ίδιο ζήλο για την κολασμένη εμφάνιση της Μπρετ και ο οποίος, σε αντίθεση με τον Κόουν, ποτέ δεν θα εισέλθει στη γη της επαγγελίας. Με τη διστακτική αυτή υπενθύμιση της γης της επαγγελίας και της σύνδεσής του με την Μπρετ, ο Χέμινγουεϊ ανακατευθύνει την ανάλυσή του από την απλή ψυχολογική και κοινωνική περιγραφή, σε μια πιο σύνθετη ιστορική συζήτηση για τις απαρχές της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας. Πολλοί άλλοι, όχι μόνο ταύτισαν τον εαυτό τους με τον Μωυσή που οδηγεί τους ανθρώπους μακρυά από τη δουλεία,αλλά εξιστόρησαν ταυτόχρονα και την ένδοξη είσοδό τους στην γη της επαγγελίας. Η εμπειρία του Τζέικ, όμως, εκφράζει έντονα τις αναπόφευκτες απογοητεύσεις της ζωής. Ευρίσκεται στα πρόθυρα της σωτηρίας που μπορεί και θα έρθει παρά τους όποιους προβληματισμούς και αναβολές και ο εκπατρισμένος αμερικανός που παρασύρεται από τη Ρωμαιοκαθολική Ευρώπη ξέρει κατά βάθος ότι υπάρχει παρηγοριά μέσα στην εκκλησία, αλλά ως κληρονόμος ενός αμερικανικού πουριτανικού παρελθόντος, δεν είναι σε θέση να ωφελήσει τον εαυτό του παρά κάπως περιορισμένα. Θα λάβει έτσι μέρος στην ισπανική φιέστα, η οποία είναι μια ‘θρησκευτική γιορτή’, για να απελευθερωθεί από τις πουριτανικές προκαταλήψεις του και να τονώσει τη ρωμαϊκή,καθολική και χριστιανική ταυτότητά του.

Στην πραγματικότητα, ο Χέμινγουεϊ ανακοίνωσε με τον τρόπο του, ότι ο ήρωας του μυθιστορήματός του ήταν η γη,κι ότι αυτή μένει εδώ για πάντα. Ο ήλιος θα ανατείλει πάλι, μας διαβεβαιώνει, και η γη διαρκεί για πάντα!Αυτό το βαρυσήμαντο γεγονός του επίγειου πλούτου, της εύφορης και αναγεννητικής επανάληψης, λειτουργεί ως τελική αποζημίωση για τις ατελείωτες ματαιότητες της ζωής. Επιπλέον, αντανακλώντας και σχολιάζοντας το πρότυπο των ατελείωτων κύκλων και ανακυκλώσεων, με την καταγραφή και την ερμηνεία αυτών, το κείμενο τίθεται στη διάθεση της ανθρώπινης συνείδησης ως επιβεβαίωση της δικής της δυναμικής για περαιτέρω ανάπτυξη και εξέλιξη.Και για την ανθρωπότητα, η κυκλικότητα των φυσικών φαινομένων δεν πρέπει να καταλήγει σε ανούσιους πλεονασμούς και επαναλήψεις, αλλά να επιτρέπει τον αυτοπροβληματισμό και την αυτοανάλυση για να εξελιχθεί τοιουτοτρόπως σε αυτογνωσία και αυτοέλεγχο. Ίσως με τον τρόπο αυτό, ο Χέμινγουεϊ να υπαινίσσεται ότι οι Αμερικανοί σε ορισμένα πράγματα στερήθηκαν από τα διδάγματα της πείρας που προέκυψαν από την απώλεια του παραδείσου και έκαναν τους εαυτούς τους ευάλωτους σε μια απώλεια ακόμη πιο δύσκολη, από την αρχική πτώση από την αθωότητα.

Μέσα στις επαναδιατυπώσεις του μυθιστορήματος, όπως προείπαμε,ο Χέμινγουεϊ αφηγείται την ιστορία του Τζέικ Μπαρνς, ο οποίος αφηγείται τη δική του ιστορία και την ιστορία του Ρόμπερτ Κόουν, η οποία είναι από μόνη της μια αναδιατύπωση της ιστορίας του αμερικανικού ονείρου και κατ’ επέκταση ο κύκλος της ανθρώπινης εμπειρίας. Σε όλο το μυθιστόρημα του Χέμινγουεϊ,οι εμπειρίες, οι καταστάσεις, οι χαρακτήρες και οι ιστορίες διπλασιάζονται με μια περίεργη υστερία που προκαλεί κανονικότητα. Ο Ρόμπερτ Κόουν, διπλασιάζει τον Τζέικ Μπαρνς, όπως κάνει κι ο Ρομέρο αργότερα στο βιβλίο. Αλλά ο Τζέικ δεν βλέπει τις επαναλήψεις που καταγράφει η ιστορία του: ‘Ένοιωθα σαν κάτι να με σφίγγει, σαν έναν εφιάλτη ότι όλα επαναλαμβάνονται, πέρασαν, αλλά έπρεπε να τα ξαναζήσω’.Μια τέτοια στιγμή του deja vu δεν είναι αυτογνωσία, ούτε και αυτοαναφορικό σχόλιο, παρά μια απελπισμένη προσπάθεια του νου να ξεχάσει ότι ασυνείδητα θυμόμαστε, κάτι που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος της αφήγησης του Τζέικ. Ο Τζέικ είναι θύμα ενός συνεχόμενου σφυροκοπήματος που δεν λέει να σταματήσει. Αδυνατεί να ελέγξει την εφιαλτική επανάληψη της εμπειρίας που παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα, τόσο από την κυριολεκτική αναπαράσταση των γεγονότων, όσο, κι αυτό είναι ακόμη περισσότερο εφιαλτικό, με την αναδιατύπωση των δικών του συναισθημάτων, όσο και με τα συναισθήματα και τις σκέψεις των άλλων. Επειδή δεν έχει ακόμη διεισδύσει στο πραγματικό νόημα και βρίσκεται μακρυά από την αυτογνωσία, είναι ένας φτωχός ερμηνευτής του εφιάλτη που έχει καταντήσει να γίνει η καθημερινή του ζωή και τέχνη.Για τον Χέμινγουεϊ η ταυρομαχία είναι η Καινή Διαθήκη, το ψυχολογικά,πνευματικά και καλλιτεχνικά ισχυρό κείμενο του σύγχρονου κόσμου, αλλά δεν είναι σε θέση, φαίνεται, ο καθένας να κατανοήσει και αποδεχθεί αυτόν το νέο νόμο. Είναι ένα κείμενο όμως, στο οποίο ο Τζέικ σε κάποια φάση μπορεί και ανταποκρίνεται. Η ταυρομαχία ολοκληρώνει τη διαδικασία της ψυχολογικής κάθαρσης που αρχίζει στην πάλη του Ρομέρο με τον Κόουν. Η ψυχολογική υγεία προηγείται της καλλιτεχνικής επιτυχίας, αλλά η ταυρομαχία είναι κάτι περισσότερο από ψυχοθεραπεία, κι ο νεαρός ταυρομάχος, Ρομέρο, μετατρέπει την ψυχολογική βία σε καλλιτεχνική,σεξουαλική και θρησκευτική εξουσία: ‘Ο Πέντρο Ρομέρο, είχε το μεγαλείο. Αγαπούσε την τέχνη του και νομίζω αγαπούσε τους ταύρους, και νομίζω ότι αγαπούσε και τη Μπρετ. Ότι εξαρτιόταν από αυτόν, το έκανε απέναντί της ολόκληρο το απόγευμα. Ούτε μια φορά δε σήκωσε το βλέμμα του προς τα πάνω σε αυτή. Γιατί δεν την κοιτούσε για να τη ρωτήσει εάν ότι έκανε της άρεσε, αλλά έκανε το παν από εσωτερική παρόρμηση και αυτό τον δυνάμωνε, αλλά όμως τα έκανε και για εκείνη. Αλλά δεν το έκανε γι αυτή, ούτε μειώνοντας την τέχνη του. Βρισκόταν σε έξαρση όλο το απόγευμα’.

Ο Ρομέρο αγαπά τον ταύρο και ταυτίζεται με αυτόν, αλλά διατηρεί ξεχωριστά τον έλεγχο του. Χρησιμοποιεί το σπαθί του, όχι μόνο για να ‘ενωθεί’ με τον ταύρο, αλλά και να προστατεύσει τον εαυτό του από αυτόν. Η ταυρομαχία αναγνωρίζει το βίαιο συστατικό της σεξουαλικότητας και αποδέχεται τη σχέση ζωής και θανάτου μεταξύ των εραστών. Επιτρέπει τις πτυχές της ομοφυλοφιλικής αγάπης και τους κινδύνους οι οποίοι απορρέουν και ως εκ τούτου αντιστέκεται σε αυτούς, ακόμη και στο πλαίσιο της ετεροφυλόφιλης αγάπης. Η ταυρομαχία έρχεται να αντιπροσωπεύσει για τον Χέμινγουεϊ και τον Τζέικ, την εικόνα της τέλειας τέχνης, της τέλειας ζωής, της τέλειας αγάπης, και γιατί όχι, της τέλειας θρησκείας.Ο Τζέικ ξέρει την αξία της θρησκείας των ταυρομαχιών, ωστόσο δεν μπορεί να στηρίξει την πίστη του στις ταυρομαχίες μέχρι το τελευταίο τμήμα του βιβλίου, οπότε και την ερμηνεύει σωστά και την εφαρμόζει. Η ταυρομαχία και το επακόλουθο ταξίδι του Τζέικ στο Σαν Σεμπαστιάν, σηματοδοτεί τη διαδικασία ανάκαμψης η οποία αποκαθιστά τον ‘ανδρισμό’ του Τζέικ. Αυτά τα γεγονότα, απελευθερώνουν τις δημιουργικές δυνάμεις του Τζέικ για να μπορέσει να γίνει ο συγγραφέας μιας ιστορίας συναισθηματικής,αλλά χωρίς να είναι επιβαρυμένη ψυχολογικά. Ο Τζέικ είναι μόνο θεατής στις ταυρομαχίες, αναγνώστης του κειμένου. Στο Σαν Σεμπαστιάν, ωστόσο, είναι ηθοποιός και ερμηνευτής,ταυτόχρονα. Η παρουσία του στο Σαν Σεμπαστιάν δεν είναι απλώς μια τελετουργική βύθιση, αλλά ζωτικής σημασίας αντιπαράθεση με τη σεξουαλικότητα και με το θάνατο.

Νωρίτερα στο μυθιστόρημα ο Τζέικ είχε περιγράψει τα ομαλά κύματα του μυαλού του που τον είχαν σπρώξει προς τη συναισθηματική κάθαρση. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, τα συναισθήματα του Τζέικ, κορυφώνονται με δάκρυα στα μάτια. Τώρα δεν ελέγχει μόνο την κάθαρση, τη μετατρέπει σε χρήσιμη γνώση και καλλιτεχνική στιγμή. Ενώ κάποτε ο Τζέικ ήταν μαριονέτα που έπαιζε την παντομίμα σε σκηνοθεσία της Μπρετ, τώρα διευθύνει ο ίδιος τη δράση, όπως αποκαλύπτεται περίτρανα στις μεταξύ τους συνομιλίες.Όταν φτάνει το τηλεγράφημα της Μπρετ, ο Τζέικ είναι έτοιμος και ικανός να ανταποκριθεί! Το πιο σημαντικό, είναι ότι νοιώθει έτοιμος και είναι σε θέση να αναγνωρίσει την έννοια της απάντησής του:

‘ΛΑΙΔΗ ΜΠΡΕΤ ΑΣΛΕΥ. ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΜΟΝΤΑΝΑ. ΜΑΔΡΙΤΗ. ΕΡΧΟΜΑΙ ΜΕ ΤΑΧΕΙΑ ΝΟΤΟΥ ΑΥΡΙΟ. ΜΕ ΑΓΑΠΗ. ΤΖΕΙΚ’.

Πιο κάτω αμέσως, αναγνωρίζει: ‘Το ζήτημα φάνηκε να τακτοποιείται. Στέλνεις ένα κορίτσι μακρυά με έναν άντρα. Της γνωρίζεις έναν άλλο για να φύγει με αυτόν. Τώρα πας και την παίρνεις πίσω. Και κλείνεις το τηλεγράφημα… με αγάπη. Περίφημα. Τράβηξα για φαγητό’.

Μετά το Σαν Σεμπαστιάν, ο Τζέικ, υπογράφει το τηλεγράφημα με αγάπη, και πηγαίνει για το μεσημεριανό του γεύμα. Επαναλαμβάνει τον εαυτό του, όπως επαναλαμβάνει και τον Κόουν και τον Ρομέρο. Αλλά τα λόγια του, δεν σημαίνουν αυτό που φαίνεται εκ πρώτης όψεως, και η φωνή που αποσαφηνίζει την πολυπλοκότητα της γλώσσας του Τζέικ δεν είναι του Χέμινγουεϊ ή μια παραμορφωμένη ηχώ ενός άλλου Τζέικ, αλλά η δική του! Δεν πρόκειται για επανάληψη της παρτίδας ως deja vu ή καταστολή ή προβολή, αλλά ως αυτογνωσία και αυτοέλεγχο. Τα σχόλια του Τζέικ στο τηλεγράφημα, αλλάζουν την ανάγνωσή μας σε αυτό. Το τηλεγράφημα έτσι καθίσταται ούτε ευαίσθητο, ούτε αφελές, αλλά τεταμένο, ελεγχόμενο και πικρό συνάμα. Ο Τζέικ πιθανώς να μην μπορέσει να απαλλαχθεί εντελώς από ένα μέρος του εαυτού του, γι αυτό και υπογράφει τα τηλεγραφήματά του με ‘ΑΓΑΠΗ’. Αλλά μπορεί πια να γνωρίζει ένα μέρος του εαυτού και να ασχοληθεί με αυτό.Στην τελική στιγμή του βιβλίου, ο Τζέικ, με τη δική του φωνή, καθορίζει, οριοθετεί και αναλύει τους νευρωτικούς μηχανισμούς άρνησης που βρίσκονταν σε λειτουργία σχεδόν σε όλο το κείμενο του μυθιστορήματος.

-Ώ, Τζέικ, είπε η Μπρετ. Θα μπορούσαμε να ζούσαμε τόσο ευτυχισμένα, μαζί.

-Ναι, είπα. Είναι πολύ ωραίο να το σκέφτεται κανείς.

Το μεγαλύτερο μέρος των σελίδων που απομένουν στο βιβλίο, μετά την αναχώρηση του Τζέικ από την Ισπανία, είναι σημαντικά απαλλαγμένο από τυχόν προεξοχές του εαυτού του, αφού προχωρά προς την ανεξαρτησία του μυαλού του και της φωνής που υποδηλώνει πια τον καλλιτέχνη και όχι τον ασθενή. Η τελική εικόνα του μυθιστορήματος, παρεμβάλλεται καλλιτεχνικά μεταξύ των φαντασιώσεων της Μπρετ και της διεισδυτικής ειρωνείας του Τζέικ!

‘Μπροστά μας ένας αστυνομικός με χακί στολή, ανεβασμένος στο βάθρο του ρύθμιζε την κυκλοφορία. Σήκωσε τη ράβδο του. Το αυτοκίνητο φρέναρε απότομα πιέζοντας τη Μπρετ επάνω μου’.

Κατά την τελική στιγμή, ο Τζέικ ανακτά την εικόνα του εαυτού του στην οποία είναι σε θέση να επιβάλει την εξουσία και τον έλεγχο, τόσο σωματικά,όσο και ψυχολογικά, να καθορίσει τα συναισθήματα και την πολυπλοκότητα της σχέσης του με τη Μπρετ. Ο αστυνομικός που βρίσκεται πάνω στο άλογο, παραπέμπει σε μια εικόνα παρόμοια με εκείνη του Ρομέρο που βρίσκεται ενωμένος με τον ταύρο. Σήκωσε τη ράβδο του, όπως κι ο Ρομέρο το σπαθί του, εικόνες ψυχικής και σεξουαλικής δύναμης, επιθετικότητας, αυτοάμυνας, και φυσικά πάγιας αρρενωπότητας. Το κείμενο του Χέμινγουεϊ ξετυλίγεται σιγά-σιγά, επιτρέποντας στον Τζέικ να επανακτήσει την ψυχραιμία του και να προφέρει μετρημένα τα τελευταία λόγια του στο βιβλίο, με μια λακωνική αυτοσυγκράτηση, θα λέγαμε, δύναμη και αυτογνωσία, με τις λέξεις να αντιπροσωπεύουν το θρίαμβο του Τζέικ ως άνθρωπο και συγγραφέα. Κι ενώ κατά την έναρξη του μυθιστορήματος ο Τζέικ ήταν ένας απρόσεκτος αναγνώστης των κειμένων, των δικών του και των άλλων, προς το τέλος έχει γίνει το είδος του καλλιτέχνη-κριτικού που χρησιμοποίησε ο συντάκτης του σε όλη την πορεία.

‘Ο ήλιος ανατέλλει ξανά’ επίσης, δεν είναι απλώς μια ιστορία για μια χαμένη γενιά, αλλά για το πώς μια χαμένη γενιά μπορεί να βρει το δρόμο της, πως ο ήλιος μπορεί να ανατείλει και πάλι, τόσο σε ατομικό επίπεδο, όσο και για μια ολόκληρη γενιά!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top