Fractal

«Φαίνεται πως όποιοι αγαπάω, χάνονται. Ευτυχώς δεν έχει μείνει πια κανένας να τον αγαπάω. Κανένας δεν έχει μείνει να θάψω».

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

«Έθιμα Ταφής» της Χάνα Κεντ, μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, εκδ. «Ίκαρος», σελ. 418

 

 

αρχείο λήψης“«Η αλήθεια δεν υπάρχει», είπε η Άγκνες και σηκώθηκε.

Σηκώθηκε κι ο Τότι και τίναξε τα χώματα από το παντελόνι του. «Υπάρχει αλήθεια», είπε με ύφος σοβαρό, αρπάζοντας την ευκαιρία για να κάνει ο πνευματικό του καθήκον. «Εν Θεώ υπάρχει αλήθεια. Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφάλαιο οκτώ, στίχος τριάντα δυο: και γνώσεστε…»

«Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς. Ναι το ξέρω. Το ξέρω», είπε η Άγκνες. Μάζεψε το πλεκτό της και ξεκίνησε να περπατάει προς το σπίτι. «Στην περίπτωσή μου, όμως, όχι, εφημέριε Θόρβαρδουρ». Φώναξε πάνω από τον ώμο της. «Είπα την αλήθεια και βλέπεις και μόνος σου το καλό που μου ‘κανε»”.

Συνεχίζοντας την παράδοση της σάγκα και βαδίζοντας με τόλμη και σεβασμό επάνω σε ένα πραγματικό γεγονός, η νεαρή Χάνα Κεντ (γεννήθηκε στην Αδελαϊδα το 1985), αναπλάθει την τελευταία εκτέλεση στην Ισλανδία, αναβιώνοντας μιαν ολόκληρη εποχή. Ένα παλίμψηστο με τη σκληρή ζωή, τους μύθους και τις δεισιδαιμονίες, την μοίρα των γυναικών στην ύπαιθρο μιας τόσο μακρινής αλλά ανθεκτικής και στο παρόν εποχής. Η ηρωίδα αυτής της σύγχρονης σάγκας, ένα πραγματικό πρόσωπο, η Άγκνες Μάγκνουσνότιρ που γεννήθηκε μπροστά από την εποχή. Αγωνίστηκε, ερωτεύθηκε, έμαθε γράμματα κι αγαπούσε τους θρύλους τόσο ώστε να τους μάθει απέξω, ενεπλάκη σε μια διπλή δολοφονία και καταδικάζεται χωρίς να ακουστεί καν η δική της φωνή.

Η ιστορία διαδραματίζεται στη Βόρεια Ισλανδία το 1829, ένα θερμό καλοκαίρι όπου όλα μοιάζουν ήδη τετελεσμένα. Ο Νομαρχιακός Επίτροπος Μπγιορν Μπλόνταλ επισκέπτεται το αγρόκτημα του Νομαρχιακού Υπαλλήλου Γιον Γιόνσον, για να του ανακοινώσει ότι στο υποστατικό του η Άγκνες Μάγκνουσντότιρ θα περάσει τους τελευταίους της μήνες ζωής. Η Άγκνες «η μάγισσα» και «η φόνισσα» καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή της στη βίαιη δολοφονία του εραστή της. Ο μυθιστορηματικός χρόνος, θα κρατήσει μέχρι τον χειμώνα, στο μεταξύ η σύζυγος και οι δυο κόρες του Γιον θα μάθουν να συμβιώνουν με την Άγκνες και η Άγκνες βαδίζοντας αντίστροφα θα αφηγηθεί στον εφημέριο που επέλεξε με τρόπο αλλόκοτο (την βοήθησε κάποτε να περάσει το ποτάμι), όλη της τη ζωή. Για όλα θα του μιλήσει:

Για την ανεπιθύμητη γέννησή της και την σκληρή δουλειά στα υποστατικά, για την υιοθεσία της και για την χαμένη προσωρινή τύχη, αλλά πάνω απ’ όλα θα του μιλήσει για τον έρωτά της για τον νεκρό Νάταν:

«Ο ξακουστός Νάταν Κέλτισον, ένας άντρας ικανός να τραβάει την ανημπόρια και τον πυρετό από τα κορμιά των αρρώστων, ένας άντρας που είχε πλαγιάσει με τη διάσημη Ρόζα την Ποιήτρια, που είχε ακούσει τις καμπάνες της Κοπεγχάγης κι είχε μάθει να διαβάζει λατινικά- ένας άντρας ξεχωριστός, ένας άντρας που έμοιαζε με ήρωα από τις παλιές σάγκες-, είχε διαλέξει εμένα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου κάποιος με είχε δει. Κι εγώ τον αγάπησα, επειδή μ’ έκανε να νιώθω πως ήμουν αρκετή».

Θα του μιλήσει για τη ζωή με τον Νάταν και για την ιερή τελετουργία της σχέσης του που θα κάνει την προδοσία διπλή και τριπλή: «Σ’ εκείνες τις πρώτες επισκέψεις ήταν λες και χτίζαμε οι δυο μας κάτι ιερό. Βάζαμε τις λέξεις τη μια δίπλα στην άλλη με προσοχή, τις στηρίζαμε τη μια δίπλα στην άλλη, χωρίς ν’ αφήνουμε κενά. Χτίζαμε κι οι δυο πύργους, φάρους, σαν αυτούς που υπάρχουν στους δρόμους, να οδηγούν τους διαβάτες όταν ο καιρός κλείνει και τα χιόνια σκεπάζουν τα πάντα. Βλέπαμε ο ένας τον άλλον μέσα απ’ την ομίχλη, από την αποπνικτική επανάληψη της ζωής».

Θα αφηγηθεί την αβάσταχτη γυναικεία μοίρα εκείνη την σκληρή εποχή. Θα αναβιώσει ενοχές και μύχιες παιδικές της επιθυμίες. Θ’ αναζητήσει στο παράλογο που ζει, ματαίως μια εξήγηση λογική:

«Αλλά επειδή το ξέρω ότι οι άλλες ακούνε, δεν μπορώ να ρωτήσω τον εφημέριο αυτό που θέλω να τον ρωτήσω. Δεν μπορώ να πω, Πάτερ, λες να βρίσκομαι εδώ που βρίσκομαι, επειδή ξεστόμισα αυτά τα λόγια, όταν ήμουν μικρή; Επειδή είχα πει, Θέλω Να Πεθάνω; Γιατί όταν το είπα, το εννοούσα. Σαν προσευχή ήταν. Ελπίζω να πεθάνω. Τότε ήταν που την έγραψα μόνη μου τη μοίρα μου;

Θέλω να ρωτήσω τον εφημέριο: πιστεύει ότι εγώ σκότωσα το μωρό; Μήπως το κρατούσα πολύ σφιχτά στην αγκαλιά μου; Αλλά δεν υπάρχει τρόπος να την κάνω αυτή την ερώτηση. Ούτε θέλω να βάλω κι άλλες σκέψεις στο μυαλό αυτών των γυναικών. Κάποια πράγματα καλύτερα να μην τ’ ακούσουν.

Φαίνεται πως όποιοι αγαπώ, χάνονται. Πεθαίνουν και μπαίνουν στο χώμα. Κι εγώ μένω μόνη.

Ευτυχώς δεν έχει μείνει πια κανένας να τον αγαπάω. Κανένας δεν έχει μείνει να θάψω».

 

αρχείο λήψηςΑ

 

Στο μεταξύ, θα ξαναζήσει την ζωογόνο φύση, τις ανθρώπινες σχέσεις που δεν επιδέχονται σύνορα με την οικογένεια που την φιλοξενεί, θα αντιμετωπίσει την προκατάληψη και την σκληρότητα της εξουσίας, θα επαναστατήσει μέσα της και, αναγκαστικά, θα υποταχθεί:

«Πιστέψτε με: δεν είναι. Πρέπει να την μαστιγώνετε με τον λόγο του Θεού σαν να ‘ταν άγριο άλογο. Αλλιώς δεν θα ‘χετε αποτέλεσμα». «Ακόμα και από το παρουσιαστικό του αυτό συμπεραίνει κανείς: έχει πολλές φακίδες και- με το συμπάθιο εφημέριε- κόκκινα μαλλιά, που είναι σημάδι φύσης προδοτικής». Ο Μπλόνταλ εκπροσωπώντας τον Νόμο θα αποδείξει ότι η ανοησία είναι, εντέλει, αήττητη.

Και μέσα στην κακή της μοίρα θα σταθεί κατά κάποιον τρόπο τυχερή. Να την ακούσει ο εφημέριος που επέλεξε για να την σώσει όπως δεν την είχε ξανακούσει κανείς:

«Αντί να της μιλώ εγώ, την αφήνω να μιλάει εκείνη σε μένα. Προσπαθώ να γίνω ακροατής, ένας τελευταίος ακροατής στη μοναχική αφήγηση της ιστορίας της ζωής της».

Και να την κάνει αθάνατη σάγκα μια νεαρή στην δική μας πια εποχή. Ένα μεγάλο βιβλίο που διασώζει ύπαιθρο, δοξασίες, έρωτες, αδικίες, την αγωνία του ανθρώπου για ό,τι τον υπερβαίνει, βαδίζοντας στα ανεξιχνίαστα όρια της αλήθειας, του κακού, της αθωότητας και της ενοχής.

Ένα μεγάλο γυναικείο αναστάσιμο, τελικά, μυθιστόρημα εφόσον στα έθιμα ταφής και στην γυναικεία μοίρα κρύβεται το καλό και το κακό, η προκατάληψη κάθε εποχής. Επειδή οι άνθρωποι ό,τι θέλουν ακούνε. Κι ό,τι ήδη πιστεύουν. Με πίστη τυφλή.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top