Fractal

Η Χάνα Άρεντ για τον Άιχμαν: Αναζητώντας την ετυμηγορία

Γράφει ο Βαγγέλης Γραμματικόπουλος // *

 

aixmanΧάνα Άρεντ «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ», Μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, εκδ. Νησίδες

Ένα χρόνο μετά την απαγωγή του στην Αργεντινή από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, τον Απρίλιο του 1961, τελείται η δίκη του Άντολφ Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μπροστά στο περιφερειακό δικαστήριο του νεοσύστατου κράτους του Ισραήλ στεκόταν ο άνθρωπος που είχε οδηγήσει εκατομμύρια Εβραίους στον θάνατο. Στην πολύκροτη δίκη παρίσταται ως ανταποκρίτρια του αμερικανικού περιοδικού New Yorker η γερμανοεβραία πολιτική φιλόσοφος Χάνα Άρεντ και οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις της θα αποτελέσουν τη βάση για τη μελέτη που θα εκδώσει το 1963 με τον τίτλο: Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ (ελληνική έκδοση Νισήδες, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, 2009). Πρόκειται για μια έκθεση της δίκης στην οποία η Άρεντ περιγράφει και εξετάζει το έγκλημα, το ποιόν του κατηγορουμένου και τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η δίκη. Εξαιρετικά σημαντικές, όμως, είναι οι ηθικές και πολιτικές προεκτάσεις του ζητήματος, που οδηγούν την Άρεντ να προσθέσει στο βιβλίο τον υπότιτλο: “Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού” και να εγείρει σφοδρές αντιδράσεις.

Μολονότι Εβραία και παρολίγον θύμα του Ολοκαυτώματος, η Άρεντ δεν απαρνείται την επιστημονική της ματιά και ως αντικειμενικός παρατηρητής λαμβάνει τις απαραίτητες αποστάσεις από το ζήτημα. Αρχικά, εξετάζει τη σύνθεση του δικαστηρίου, τον ρόλο του συνήγορου και του κατήγορου καθώς και την επιρροή που ασκεί το θεσμικό καθεστώς της χώρας (κυρίως ο πρωθυπουργός Μπεν Γκουριόν). Στη συνέχεια, αναλύει το ψυχολογικό προφίλ του κατηγορουμένου και σημειώνει τη συμβολή του κατά τα τρία στάδια των λύσεων που επιχειρήθηκαν ―απέλαση, συγκέντρωση και θανάτωση― για την αντιμετώπιση του εβραϊκού ζητήματος από το ναζιστικό καθεστώς. Παρουσιάζει το ιστορικό των εκτοπίσεων των εβραϊκών πληθυσμών από τα γερμανο-αυστριακά εδάφη του Γ’ Ράιχ και των προτεκτοράτων του, την δυτική Ευρώπη (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία,Δανία, Ιταλία), τα Βαλκάνια (Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία) και την κεντρική Ευρώπη (Ουγγαρία,Σλοβακία), τονίζοντας τη διαφορετική προσέγγιση του εβραϊκού ζητήματος από κάθε κράτος. Συνάμα, δεν διστάζει να προβεί σε μια αξιολόγηση των τεκμηρίων και των μαρτύρων που κλήθηκαν για να καταδείξουν τον ρόλο του Άιχμαν στην επίτευξη της “τελικής λύσης” στα κέντρα θανάτωσης της ανατολής· και, τέλος, εξετάζει τους λόγους που οδήγησαν το δικαστήριο στην καταδίκη του Άιχμαν αφήνοντας αιχμές για την επιτυχία του και την επάρκεια του νομικού πλαισίου, ώστε να συμπεριλάβει ένα τόσο ιδιότυπο και ειδεχθές έγκλημα.

 

jer

 

Οι έντονοι πολέμιοι του βιβλίου και της συγγραφέως άσκησαν δριμεία κριτική με τα κυριότερα από τα επιχειρήματά τους να συνοψίζονται στο ότι: α) η Άρεντ επέρριψε μομφές στην ηγεσία των κατά χώρα εβραϊκών πληθυσμών αναφορικά με την στάση και τον ρόλο που διετέλεσαν στην εξόντωση του ίδιου τους του λαού, όπου επιχειρήθηκε η εκτέλεση της “τελικής λύσης” από τους Ναζί, αποπειρώμενη μια εξίσωση θύτη και θύματος, β) επικαλέστηκε την ακαταλληλότητα των ισραηλινών νόμων και του ισραηλινού δικαστηρίου να δικάσουν για πρώτη φορά έναν άνθρωπο που μεθόδευσε την γενοκτονία του λαού τους υποστηρίζοντας ότι θα ήταν απαραίτητη, λόγω της φύσης του εγκλήματος, η εκδίκασή της υπόθεσης από διεθνές δικαστήριο, και γ) σκιαγραφώντας το προφίλ του κατηγορουμένου επιχείρησε την ελαχιστοποίηση της ενοχής του αποδεχόμενη την υπερασπιστική του γραμμή και την εγκυρότητα των λόγων του. Όλα τα παραπάνω υποχρέωσαν την Άρεντ να υπεραμυνθεί των θέσεών της εν μέσω ενός μανιασμένα εχθρικού κλίματος που την οδήγησε στα πρόθυρα του νευρικού κλονισμού.

Το ζήτημα της εβραϊκής ηγεσίας ήταν εκείνο που ξεσήκωσε το λυσσαλέο μένος των ομοεθνών της, καίτοι η Άρεντ το αντιμετώπισε απλώς ως ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν τους δικαστές κατά την διαδικασία και δεν καλύπτει παρά ελάχιστες σελίδες του βιβλίου. Αυτό συνέβη, διότι η φιλόσοφος με τόλμη κατέδειξε την ενδοτική στάση αρκετών Εβραίων ηγετών, που επέλεξαν να συνεργαστούν πειθήνια με τη γερμανική διοίκηση συμβάλλοντας στην κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των θυμάτων των ομοεθνών τους. Με την παραπάνω θέση της στράφηκε ενάντια στην ιστορική αυτοαντίληψη των Εβραίων εν γένει, ενάντια σε μια ιστορικότητα, apriori συστατικά στοιχεία της οποίας είναι η μαρτυρολογία και μια μεταφυσική της καταστροφής. Η Άρεντ δεν ήταν διατεθειμένη να εξυπηρετήσει έναν τέτοιο σκοπό. Ενδεικτική είναι η απάντησή της στον παλιό της φίλο, Γκέρσομ Σόλεμ, ο οποίος με αφορμή το βιβλίο της την κατηγορεί για έλλειψη αγάπης προς τον εβραϊκό λαό: “Ποτέ δεν «αγάπησα»  κανέναν λαό και καμιά συλλογικότητα. Ούτε τον γερμανικό, ούτε τον γαλλικό, ούτε τον αμερικάνικο, ούτε την εργατική τάξη ή οτιδήποτε τέτοιο. Στην πραγματικότητα αγαπώ «μόνο»  τους φίλους μου και το είδος αγάπης στο οποίο πιστεύω είναι η αγάπη για τα πρόσωπα”. Κατ’ επέκταση, η Άρεντ διαφοροποιείται από το ρεύμα του Σιωνισμού και θεωρεί ότι το νέο κράτος του Ισραήλ θα έπρεπε να δομηθεί πάνω στην ιδέα της πολιτικής κοινότητας που θα εμφορείται από δημοκρατικό σύνταγμα και θα παρέχει πολιτικά δικαιώματα σε όλες τις ενυπάρχουσες μειονότητες.

Η Άρεντ επισημαίνει, επιπλέον, το ερώτημα της καταλληλότητας ενός ισραηλινού δικαστηρίου για την εκδίκαση της εξαιρετικά ιδιάζουσας περίπτωσης Άιχμαν. Το ισραηλινό κράτος, από τη μεριά του, θεωρούσε ότι είχε την απόλυτη δικαιοδοσία να δικάσει τον άνθρωπο που διέπραξε εγκλήματα κατά του εβραϊκού λαού και θεωρήθηκε ένας από τους κύριους οργανωτές της γενοκτονίας του. Δεν επρόκειτο, όμως, για μια κοινή υπόθεση εγκλήματος πολέμου, αλλά για το καινοφανές για την εποχή “έγκλημα κατά της ανθρωπότητας”, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε ως έννοια στην δίκη της Νυρεμβέργης (1945), όπου το διεθνές δίκαιο εμφανίστηκε απροετοίμαστο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, καθώς ούτε κατάλληλες νομικές έννοιες υπήρχαν για να το προσδιορίσουν, ούτε το κατάλληλο νομικό πλαίσιο για να το αντιμετωπίσει. Η Άρεντ,  παραταύτα αυτά θεωρεί πως ένα διεθνές δικαστήριο θα ήταν το πλέον αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης Άιχμαν, διότι αφενός οι ισραηλινοί νόμοι δεν πληρούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις και αφετέρου το εν λόγω έγκλημα της γενοκτονίας των Εβραίων δεν αφορούσε την αποκατάσταση μιας μερικής αδικίας, αλλά την παραβίαση της τάξης που διέπει το ανθρώπινο γένος, καθώς στρέφεται κατά της διαφορετικότητας, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης.

Ο κατηγορούμενος Άντολφ Άιχμαν ήταν ο πλέον καταζητούμενος από το κράτος του Ισραήλ εν ζωή αξιωματικός του ναζιστικού καθεστώτος, εξαιτίας της ρόλου που διετέλεσε στην εξόντωση των Εβραίων. Τα βιογραφικά του στοιχεία κάνουν λόγω για ένα άτομο που σε νεαρή ηλικία δεν είχε να επιδείξει ούτε ιδιαίτερη μόρφωση (δεν κατάφερε να πάρει σχολικό απολυτήριο) ούτε ιδιαίτερη επαγγελματική σταδιοδρομία. Κατόρθωσε, εντούτοις, να καλύψει την μετριότητά του και να ικανοποιήσει την ανάγκη του για κοινωνική ανέλιξη εντασσόμενος το 1934 στην υπηρεσία ασφαλείας (Sicherheitsdienst) του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος του Χίτλερ και συγκεκριμένα στο τμήμα που αφορούσε τους Εβραίους. Το γραφείο επίλυσης του εβραϊκού ζητήματος (IVB4) στο οποίο μετατάχθηκε το 1939 τον ανέδειξε σε ειδήμονα επί της εβραϊκής μετανάστευσης σε σημείο να εκπονεί ακόμα και μεγαλεπήβολα σχέδια εκτόπισης του εβραϊκού πληθυσμού της Ευρώπης (βλ. Μαδαγασκάρη). Η εκπληκτική μεθοδικότητά και η αφοσίωσή του στο σχέδιο του Χίτλερ του επέτρεψε να διαμορφώσει ένα άκρως αποτελεσματικό και αστραπιαίο σύστημα απέλασης των Εβραίων της Γερμανίας που του εξασφάλισε την πολυπόθητη προαγωγή του και την μετάθεσή του κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις υποτελείς χώρες (Αυστρία, Ουγγαρία). Εκεί, αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους υπεύθυνους για την εκτόπιση και την μεταφορά των Εβραίων μέσω του σιδηροδρομικού δικτύου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Παραταύτα, η καριέρα του δεν είχε την αναμενόμενη από τον ίδιο εξέλιξη παραμένοντας ένας χαμηλόβαθμος αξιωματικός χωρίς ιδιαίτερη υπόληψη.

 

Hannah Arendt

Hannah Arendt

 

Στο πρόσωπο του Άιχμαν η Άρεντ αναγνωρίζει έναν “νέο τύπο εγκληματία”, το έγκλημα του οποίου δεν έγκειται ούτε στην μοχθηρότητα, ούτε στην παράνοιά του. Παρά τα ψυχολογικά τεστ ο Άιχμαν παρέμενε ένας απόλυτα φυσιολογικός και κανονικός άνθρωπος. Κατά τα λεγόμενά του ιδίου, ουδέποτε υπήρξε αντισημίτης και ουδέποτε διέταξε τον θάνατο κάποιου. Αυτό που τον χαρακτήριζε περισσότερο ήταν η συνήθειά του να υπακούει απρόσωπα και αδιάφορα στις άνωθεν εντολές και να τις εκτελεί με απίστευτη αφοσίωση και σχολαστικότητα. Μέχρι το τέλος της δίκης αρνούνταν την ενοχή του, με βασικό επιχείρημα της υπεράσπισής του το γεγονός ότι οι ενέργειές του βρίσκονταν σε αρμονία με του θεσπισμένους νόμους του κυρίαρχου γερμανικού κράτους. Δικαιολογώντας την τυφλή αφοσίωσή του στο Ράιχ ο Άιχμαν επικαλείται ―εσφαλμένα βεβαίως― ακόμα και τις επιταγές της καντιανής κατηγορικής προσταγής. Ασφαλώς, του ήταν αδύνατον να σκεφτεί έξω από το ως άνω πλαίσιο κανονικότητας. Σε αυτήν ακριβώς την ανικανότητα σκέψης, την απερισκεψία και την αποστασιοποίησή του από τα πράγματα έγκειται, κατά την Άρεντ, η ενοχή του.

Η έννοια της κοινοτοπίας εδώ αντιτάσσεται στην έννοια της αθωότητας και η Άρεντ αναδιαμορφώνει την παλαιότερη θεωρία της για το “ριζικό κακό”. Το κακό, όπως υποστηρίζει, δεν διαθέτει βάθος και συνεπώς πρέπει να αποβλέπουμε όχι στην απομυθοποίηση του Ολοκαυτώματος, αλλά στην κατανόησή του. Η περίπτωση του Άιχμαν αποτελεί παράδειγμα μετάλλαξης ενός καθημερινού ανθρώπου σε γρανάζι μιας θανατηφόρας μηχανής. Αξίζει σε αυτό το σημείο να συσχετίσουμε τα λεγόμενα της φιλοσόφου με την θεωρία που ανέπτυξε για το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού στο έργο της Η καταγωγή του Ολοκληρωτισμού, όπου γίνεται εμφανές πώς το ολοκληρωτικό μυαλό οδηγείται σε αποξένωση από τους συνανθρώπους και την πολιτική ζωή με την τυφλή υπακοή στους κανόνες. Αυτή η συνθήκη αποτέλεσε τον κανόνα του πολίτη στο ναζιστικό καθεστώς, σε μια κοινωνία που εξέπεσε ηθικά επειδή ήταν απερίσκεπτα νομοταγής. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι όλοι οι Γερμανοί προέβησαν σε εγκλήματα αντίστοιχα με αυτά του Άιχμαν και των εντολοδόχων του. Μάλιστα, φωτεινές εξαιρέσεις, όπως του Άντον Σμιντ επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα κάποιου να πράξει ενσυνείδητα παρά τις δύσκολες συνθήκες. Οπωσδήποτε, όμως, ο όρος κοινοτοπία αναφέρεται στον χαρακτήρα του Άιχμαν και όχι στις πράξεις του, οι οποίες ήταν ακραίες και πέρα για πέρα απεχθείς.

Όπως εύστοχα και προφητικά διαπιστώνει η Άρεντ, το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τον γερμανικό λαό ούτε, πολύ περισσότερο, το έχουμε ξεπεράσει οριστικά. Αποτελεί έναν κίνδυνο που ελοχεύει στη σύγχρονη κοινωνία της νεωτερικότητας και σχετίζεται άμεσα με τις συνέπειες του καλπάζοντος καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό της τα ολοκληρωτικά συστήματα του άμεσου μέλλοντος θα στραφούν εκ νέου εναντίον μιας “περιττής” ανθρωπότητας που θα εντοπίζεται πλέον στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις (ως νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης) και θα απαρτίζεται από άνεργους και μετανάστες: “οι οικονομικές κρίσεις και οι ιστορίες τρόμου για τους τεράστιους αριθμούς απολύσεων κάνουν «το φάντασμα της αχρηστίας και της ξενοφοβίας» να πλανάται εκ νέου στον πλανήτη. Κι ο ρατσισμός δεν έχει προνομιακό αντικείμενο ή χρώμα. Τα καινούρια θύματα του μπορεί να είναι οι μετανάστες-επαίτες του Τρίτου κόσμου, οι αραβο-μουσουλμάνικοί πληθυσμοί ή απλώς όσοι είναι πλέον αντι-παραγωγικοί”.

Το επίκαιρο του ζητήματος επισημαίνει η πρόσφατη ταινία της Μαργκαρέτε Φον Τρότα (2012) και αρκετές όψιμες μελέτες, που μισό αιώνα αργότερα διατυπώνουν ακόμα κριτικές απόψεις επί του φαινομένου Άιχμαν. Πολλές από αυτές, μάλιστα, όπως των Christofer Browning, Deborah Lipstadt και Βettina Stangneth, αναλύοντας διαφορετικές πηγές, υποστηρίζουν ότι η Άρεντ παρερμήνευσε την προσωπικότητά του αποτυγχάνοντας να διακρίνει πίσω από το προσωπείο του στη δίκη τον φανατικό αντισημίτη. Αυτό που δεν λαμβάνεται ίσως υπόψιν είναι πως η Άρεντ δεν προσπάθησε σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει τον Άιχμαν παρουσιάζοντας τον απλώς ως ένα αφελές γραφειοκρατικό ανδρείκελο, αλλά τον απεικόνισε ως έναν “ιδεαλιστή” που ήταν ανίκανος να διακρίνει οτιδήποτε πέρα από τα ναζιστικά ιδεώδη θυσιάζοντας στον βωμό τους κάθε έννοια ηθικής. Σύμφωνα με τα δικά της λεγόμενά, το να προσπαθείς να κατανοήσεις, σε αυτές τις περιστάσεις, δεν σημαίνει ότι συγχωρείς. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει διαβάζοντας το βιβλίο της είναι ότι “το κακό ποτέ δεν είναι ριζοσπαστικό, μονάχα ακραίο. Ριζοσπαστικό και βαθύ μπορεί να είναι μόνο το καλό”. Η προκλητική και απαιτητική σκέψη της Άρεντ, για να μην παρερμηνευτεί σήμερα για ακόμη μια φορά, αξιώνει μια ενδελεχή κατανόηση του σπουδαίου φιλοσοφικού της έργου.

 

* O Βαγγέλης Γραμματικόπουλος είναι φιλόλογος.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top