Fractal

Εγκλήματα και όρκοι σιωπής μεταξύ φίλων

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη //

 

 

Ο ΩΡΑΙΟΣ ΧΑΡΙ

(HANDSOME HARRY, 2009)

Σενάριο: Νίκολας Τ. Προφέρις, Σκηνοθεσία: Μπέτι Γκόρντον

 

Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, ο μεσήλικας ηλεκτρολόγος Χάρι Σουίνι (Τζέιμι Σέρινταν), που η παρέα του στο Ναυτικό του είχε κολλήσει το παρατσούκλι “Ωραίος Χάρι”, ζει χωρισμένος απ’ τη γυναίκα του, βλέποντας σπάνια τον γιο του και συμμετέχοντας σε ένα ερασιτεχνικό φωνητικό συγκρότημα. Την ήσυχη και μοναχική ρουτίνα του θα αναστατώσει ένα τηλεφώνημα απ’ τον βαριά άρρωστο φίλο του, Τόμας Κέλεϊ (Στιβ Μπουσέμι), ο οποίος του ζητά να εξιχνιάσει μια παλιά, “θαμμένη” υπόθεση που βασανίζει τη συνείδησή του. Τιμώντας την τελευταία επιθυμία του Κέλεϊ, ο Χάρι ξεκινά ένα ταξίδι στο παρελθόν και τη μνήμη που θα αποδειχθεί επώδυνο και αποκαλυπτικό για τον ίδιο και θα φέρει στο φως μια αποκρουστική, επαίσχυντη αλήθεια…

 

 

Στη μόλις τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της (τέταρτη, αν λογαριάσουμε και το Life on the Line που γυρίστηκε απευθείας για την τηλεόραση), η τολμηρή και ενδιαφέρουσα, αλλά δυστυχώς ακριβοθώρητη Μπέτι Γκόρντον (Variety, Luminous Motion) διάλεξε να καταπιαστεί με ένα εκ φύσεως “δύσκολο” θέμα, σε σενάριο-έκπληξη του βετεράνου κινηματογραφιστή και ντοκιμαντερίστα Νίκολας Τ. Προφέρις (συνεργάτη του Μέιλερ και του Καζάν). Έκπληξη όχι τόσο για την πρωτοτυπία της ιστορίας του, όσο για το ιδιάζον ύφος με το οποίο την αφηγείται: σφιχτό και καλογραμμένο παρά την αρχική εντύπωση κάποιας αμήχανης δυσκινησίας (εσκεμμένης, όπως σύντομα αποδεικνύεται) στις πρώτες σκηνές, αποδομεί και επανασυναρμολογεί τα γεγονότα μέσα από συνειρμούς και συναισθήματα, ακολουθώντας τη ροή της σκέψης και των αναμνήσεων του κεντρικού ήρωα.

 

 

Σε πρώτο πλάνο, Ο Ωραίος Χάρι είναι ένα φιλμ σχεδόν “νεο-νουάρ”, που καταπιάνεται με ένα είδος αστυνομικού μυστηρίου – ένα έγκλημα για το οποίο κανείς ποτέ δεν πλήρωσε και που οι ίδιοι οι (φυσικοί και ηθικοί) αυτουργοί του καλούνται να το ξεδιαλύνουν: την ομαδική επίθεση εναντίον του ως τότε φίλου τους, ιδιοφυούς πιανίστα της τζαζ Ντέιβιντ Κέιγκαν (Κάμπελ Σκοτ), με αφορμή την τυχαία ανακάλυψη του μυστικού του. Το ερώτημα είναι ποιος απ’ όλους έδωσε τη χαριστική βολή που ακρωτηρίασε τον Ντέιβιντ, καταστρέφοντας μια λαμπρή μουσική καριέρα στο ξεκίνημά της. Αν και ποτέ δεν εξακριβώνουμε ποιοι απ’ αυτούς ειλικρινά δεν θυμούνται τι συνέβη και ποιοι έχουν συνειδητά απωθήσει την ανάμνηση του μοιραίου γεγονότος, η προσπάθεια του χτυπημένου από οικογενειακή τραγωδία και θεοσεβούμενου πλέον Γκέμπχαρτ (Τάιτους Γουέλιβερ) να ρίξει το φταίξιμο στον έτσι κι αλλιώς καταδικασμένο Κέλεϊ αποτελεί ένα μάλλον εύγλωττο κλείσιμο του ματιού στον θεατή, κάνοντας αιχμηρά αισθητή την τραγική ειρωνεία που διέπει τη ζωή και των άλλων δραστών – ιδιαίτερα του σκληροτράχηλου στρατιωτικού Πίτερ Ριμς (Τζον Σάβατζ), ο οποίος αντιμετωπίζει σε προσωπικό επίπεδο μια κατάσταση παρόμοια μ’ αυτήν που τον ώθησε να λάβει μέρος στην αποτρόπαιη πράξη μίσους.

 

 

Ευέλικτος “ηθοποιός χαρακτήρων”, ο Τζέιμι Σέρινταν (Στάνλεϊ και Άιρις, The Stand) αποδίδει τον απαιτητικό, αρκετά “ιδιότροπο” ρόλο του με πειστικά μελαγχολική αξιοπρέπεια και τις αρμόζουσες, συνετά συγκρατημένες συγκινησιακές κορυφώσεις, πλαισιωμένος από τους εξαιρετικούς Στιβ Μπουσέμι (Το Πέρασμα του Μίλερ, Reservoir Dogs), Τάιτους Γουέλιβερ (Άγρια Καταδίωξη, Χωρίς Ίχνη), Έινταν Κουίν (Ελεύθερος στα Λιβάδια του Θεού, Ολική Έκλειψη), Τζον Σάβατζ (Άγνωστος Κόσμος, Τα Χρυσά Παιδιά) και Κάμπελ Σκοτ (Longtime Companion, The Dying Gaul), με τον εκρηκτικό, χειμαρρώδη Σάβατζ και τον τρυφερά δηκτικό Σκοτ να δίνουν πραγματικά ρέστα – ενώ τα αντίστοιχα πρόσωπα σε νεανική ηλικία ενσαρκώνουν οι πρωτοεμφανιζόμενοι τότε Τομ Ντέγκναν (Χάρι), Μπλέικ Λόουελ (Κέλεϊ), Λαρς Ένγκστρομ (Πόρτερ), Ντάνι Λέιν (Ριμς) και Κέβιν Ριντ (Ντέιβιντ). Παρά τις συμπαθέστατες ερμηνείες της Κάρεν Γιανγκ ως επίδοξης ερωμένης του Χάρι και της Μαριάν Μέιμπερι ως απαυδισμένης συζύγου του Ριμς, η οποία δεν βλέπει την ώρα να απαλλαγεί απ’ τη συγκεκριμένη ιδιότητα, οι γυναικείες παρουσίες είναι σχεδόν σχηματικές, χρησιμεύοντας κυρίως ως τεχνάσματα πλοκής που επεξηγούν αναδρομικά τις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά του Χάρι καθώς πλησιάζουμε προς τη λύση του δράματος.

 

 

Κατά βάθος, Ο Ωραίος Χάρι είναι μια ταινία για τον φόβο – τον ενστικτώδη όσο και επίκτητο, κοινωνικά κληρονομημένο και καλλιεργημένο φόβο και την έχθρα απέναντι σε κάθε είδους διαφορετικότητα, που ενδόμυχα εκλαμβάνεται ως απειλή: μια ανατριχιαστική σπουδή πάνω στο πώς η ψυχολογία του όχλου μπορεί να κυριέψει μια ανέμελη ως εκείνη τη στιγμή παρέα νέων παιδιών και να τα μεταμορφώσει σε φονιάδες, πώς μέσα σε μια στιγμή ο τυφλός πανικός μπορεί να μας στρέψει εναντίον του αδελφού μας, του καλύτερού μας φίλου, του έρωτα της ζωής μας. Είναι επίσης μια ταινία για τη μνήμη και τη χειραγώγησή της, την εθελούσια λήθη και την ατιμωρησία της ενοχής. Σε αντίθεση με το περουβιανό αριστούργημα Contracorriente, άλλη μια σπαρακτική αλληγορία για την άρνηση της μνήμης, εδώ το “φάντασμα” είναι ζωντανό – το θύμα, ένας άγγελος καλοσύνης, έχει λίγο πολύ συγχωρήσει τους θύτες, αλλά εκείνοι δεν μπορούν να συγχωρήσουν τον εαυτό τους. Αυτό που τους στοιχειώνει είναι η ίδια τους η πράξη και το αποτέλεσμά της που εξακολουθεί να είναι οδυνηρά ορατό, αν και δεν έχει εμποδίσει τον Ντέιβιντ να συνεχίσει τη ζωή του, ούτε να επινοήσει έναν εναλλακτικό τρόπο για να εξασκεί και να μοιράζεται το ταλέντο του. Μ’ όλο το κακό που τον βρήκε, στην ουσία είναι ο μόνος που έμεινε σχετικά αλώβητος και δεν απαρνήθηκε τον εαυτό του – σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους, που πασχίζοντας να διαγράψουν ό,τι δεν τους συμφέρει από το παρελθόν, περνούν με μηχανική απάθεια μέσα απ’ τη ζωή, σαν ίσκιοι εγκλωβισμένοι σ’ ένα μουντό και καταθλιπτικό, διαρκώς επαναλαμβανόμενο όνειρο. Αποφεύγοντας με προσοχή τον διδακτισμό και το μελόδραμα, η ανατροπή του τέλους ξεχνά πίσω της μια νότα γλυκόπικρη, μετέωρη στην ψυχή του θεατή αλλά και των πρωταγωνιστών: όσο κι αν είναι ειλικρινής, η μεταμέλεια δεν αποκαθιστά παρά μονάχα τυπικά την αδικία, δεν παραγράφει το ηθικό χρέος ούτε ακυρώνει την ευθύνη.

 

 

Ευαίσθητα κινηματογραφημένη από τον Νάιτζελ Μπλακ (Παράλληλα Μυαλά, The Home Song Stories), με συνοδεία τα στοχαστικά τζαζ ιντερλούδια του Άντον Σάνκο (Shelter, Απώλεια), η ιστορία ξεδιπλώνεται σε τόνους επίμονα μισοσκότεινους και ψιθυριστούς, αφήνοντας τη διάχυτη αίσθηση ότι κάτι λείπει – ίσως μια πιο σθεναρή διαχείριση του αφηγηματικού χρόνου, κυρίως στο δεύτερο μισό της ταινίας, όπου οι αναδρομές στο παρελθόν σταδιακά προϊδεάζουν για την αποκάλυψη του φινάλε. Αν και τα ως τώρα δείγματα γραφής της Μπέτι Γκόρντον είναι και με το παραπάνω αξιόλογα, τόσο η θεματολογία, όσο και ο εσωτερικός ρυθμός του τελευταίου της αυτού φιλμ οδηγούν αναπόφευκτα στη σκέψη πως στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη, της τάξης του Κλιντ Ίστγουντ για παράδειγμα – ο οποίος τυγχάνει επίσης λάτρης της τζαζ, δεινός πιανίστας και συνθέτης (έχει μάλιστα γράψει ο ίδιος τη μουσική των περισσότερων ταινιών του) – το εγχείρημα θα κατέληγε πιθανότατα σε ένα ιδιόμορφα μελαγχολικό κινηματογραφικό ποίημα, όπως το Σκοτεινό Ποτάμι ή ακόμα και τα Μεσάνυχτα στον Κήπο του Καλού και του Κακού. Δυστυχώς, άθελά της (;) η Γκόρντον έπεσε στην παγίδα μιας υφολογικής και μορφολογικής αυστηρότητας που της περιόρισε σημαντικά τις ευκαιρίες να απογειώσει το υλικό της: από τον Ωραίο Χάρι δεν απουσιάζει το στυλ ούτε η άποψη, αλλά η πολύτιμη εκείνη φλογίτσα ανυπότακτης, παράτολμης δημιουργικής έμπνευσης που πηγαίνει την τέχνη ένα βήμα πιο μακριά.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top