Fractal

Διήγημα: “Η επιστροφή”

Της Μαρίτας Φίλντιση //

 

 

 

Το Καμένο την ακολουθεί από την ώρα που γύρισε αυτός. Πάνε δυο μήνες.

Τη δάγκωσε στο λαιμό, ίδιο λυσσασμένο σκυλί. Μάνα τι καίγεται; έβηξε τόσο που ξέρασε στην ποδιά της Ευανθίας. Τίποτα σου φάνηκε, η μάνα τη φρόντισε και της έδωσε να πιει αγιασμό. Μόνο τη λύσσα ξόρκισαν – Εκείνο έμεινε να την ακολουθεί με την ουρά στα σκέλια.

Το ίδιο πρωί, αναγνώρισε την κραυγή από μακριά κι έτρεξε στο σπίτι. Στην αυλή τους κόσμος, η Ευανθία πεσμένη, να τη συνεφέρνουν οι γειτόνισσες κι οι άντρες γύρω απ’ τον σκελετωμένο άγνωστο, κάτω απ’ τη μουριά. Η Κοκκινιά είχε ξεσηκωθεί με την επιστροφή του πεθαμένου. Μπήκαν οι τρεις τους, μόνοι, στο πλίθινο σπίτι κι εκείνη κοίταζε την σκόνη που έμενε ακίνητη ανάμεσα στο παράθυρο και στο ξανθό κεφάλι της μάνας της. Σωτηρία, ο θείος ο Φώτης, ο αδερφός του πατέρα σου είναι. Το φάντασμα άνοιξε τα χέρια, η μάνα την έσπρωξε προς το μέρος του, εκείνη ακίνητη. Την άρπαξε το Καμένο απ’ το λαιμό και δεν ανάσανε ξανά καθαρό αέρα.

Τα ρούχα του Φώτη έγιναν προσάναμμα για το καζάνι που έσταζε η αλισίβα. Εκείνος πλύθηκε στη σκάφη με καυτό νερό και ξύδι να σκάσουν οι ψείρες και χρειάστηκε μια πλάκα σαπούνι για να βγει ο χαμός απ’ το πετσί του. Ντύθηκε με αυτά που έφεραν απ’ τα γύρω σπίτια, αφού στο δικό τους άντρας δεν υπήρχε. Δεχόταν τις περιποιήσεις σιωπηλός και μόνο κάτι στεγνοί λυγμοί του ξέφευγαν.

Με τον καιρό η γειτονιά ησύχασε. Οι πρόσφυγες σταμάτησαν να ρωτούν για τους χαμένους τους, όσο για τα δικά του, δεν έβγαζε μιλιά. Το κορίτσι ζύγωνε μόνο για να τον εξυπηρετήσει. Δεν κοίταζε τον αδερφό του πατέρα της, που της έμοιαζε στα καστανά μάτια και στην ίσια μύτη. Τα χέρια του, που άρχιζαν να σαρκώνουν κάτω απ’ τις φλέβες τους, φαίνονταν γνώριμα κι ας μην τα είχε ξαναδεί. Στα δεκαπέντε της δεν ήξερε από οργή. Με την μάνα μάλωνε για διάφορα και γρήγορα της περνούσε, όμως τώρα τρωγόταν κι έφταιγε αυτός – που γύρισε τόσα χρόνια μετά την Καταστροφή.

Στον θαμπό καθρέφτη η μαύρη πυκνή κοτσίδα, τα καστανά μάτια, η ελιά της μάνας πλάι στο αριστερό της μάτι κι ο καπνός ν’ αναβλύζει από το δέρμα της. Τον πατέρα μου θέλω πίσω, όχι το ψοφίμι που ‘ρθε μες στην ψείρα. Πατέρα, με κρατούσες κι ούτε το θυμάμαι, δε σε θυμάμαι κι εσύ δεν έρχεσαι, λένε πως καμάρωνες που ‘χα το όνομα σου, ο Σωτήρης με τη Σωτηρούλα του έλεγες, φύτεψες φούλια όταν γεννήθηκα, να βάζεις στα μαλλιά μου, δεν τους άφηνες να μου τα κόψουν, πόσο μακριά να τ’ αφήσω για να ‘ρθεις, γεμίζω φούλια την αυλή πάλι δεν έρχεσαι, ούτε στον ύπνο μου έρχεσαι, φανερώνεσαι. Μόνο στους άλλους. Η τιμωρία που δε θυμάμαι.

Μπήκε ο Αύγουστος. Η Ευανθία αποφάσισε πως ανήμερα του Σωτήρος θα δέχονταν ευχές για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια* η επιστροφή του Φώτη είχε σημάνει τη λήξη του πένθους της. Να ξεσκάσει κι η κόρη που μήνες τώρα την ανησυχούσε. Τελευταία, η Σωτηρία έβγαινε χαράματα να ποτίσει τα φούλια, καθόταν στο χώμα και μουρμούριζε αμανέδες.

Ξημέρωσε η γιορτή με λίβα και κόκκινα σύννεφα. Το σούρουπο γέμισαν οι γείτονες τα δανεικά τραπέζια, ήρθε το κρασί, κάποιος έφερε ένα ούτι. Γέλασε πλατιά ο Φώτης. Ο λίβας γύρισε σ’ ένα χλιαρό αεράκι που ανατρίχιαζε τον ιδρώτα* τα τριζόνια έτριβαν με λύσσα τα φτερά τους. Μόλις απόφαγαν, η Ευανθία πέταξε ένα Δόξα σοι ο Θεός, και μπήκε στο σπίτι. Της ήρθε να βάλει χαλβά στη φωτιά.

Η Σωτηρία, παράμερα, είχε στα χέρια ένα χλομό λουλούδι απ’ το φούλι. Έχωσε ένα πέταλο στο στόμα· το μάσησε. Ακούστηκε το ούτι. Το Καμένο έπηξε τον αέρα. Πνίγομαι, σκέφτηκε – ανάσανε κοφτά. Το ούτι συνέχισε. Έγειρε πίσω κι έκρωξε το πρώτο αμάν του «Σαμπάχ Μανέ». Βουβάθηκε η αυλή, έπαψαν τα τριζόνια.

«Πάντα με σκέψη περπατώ και πάντα λυπημένη» – μαλάκωσε η φωνή της, έκλεισε τα μάτια και είδε. Κόσμος πολύς σπρωχνόταν στην προκυμαία με μάτια τρελά. Γυναίκες ούρλιαζαν, άλογα πατούσαν ανθρώπους. Σπαθιά και κρότοι.

«Και πάντα λυπημένη» – τα χέρια του πατέρα την άρπαξαν απ’ τον Τούρκο. Το βλέμμα του στη θάλασσα. Κάποιος τράβηξε το χρυσό της σκουλαρίκι, μάτωσε, δεν πόνεσε. Φωνές και καμένο.

«Γιατί στον κόσμο για χαρά δεν είμαι γεννημένη» – η μάνα στη βάρκα, γύρω η θάλασσα κόκκινη, στρωμένη με γυάλινα μάτια, Ματώνουν κι οι κούκλες, μπαμπά; Κοίτα τα πλοία πόσο μεγάλα είναι, Σωτηρούλα μου, ταξίδι θα πάτε, και θα ‘ρθω να σας βρω. Τώρα θα σε δώσω στη μανούλα. Πέταξε ανάλαφρη στον αέρα καταπάνω στη μάνα, Πέσε κι εσύ Σωτήρη. Καπνός. Δε σε βλέπω, μπαμπά μου.

Η Ευανθία ψηνόταν με τον χαλβά και μάτωνε το χείλι της.

Τελείωσε το κορίτσι το τραγούδι του και ρούφηξε καθαρό αέρα. Τα χέρια που της στέγνωσαν το πρόσωπο ήταν του θείου και μύριζαν πατέρα. Χειροκροτήματα και, Να ζήσεις Σωτηρούλα, Μωρέ τι αηδόνι, ίδια η Αμπατζή, η Ρίτα.

Ναι, Ρίτα.

Ο Φώτης της έδωσε τ’ όνομα δυνατά, Πάει το Σωτηρία, θα τη φωνάζουμε, Ρίτα. Βούιξαν τα τριζόνια.

Τη νύχτα ήρθε στον ύπνο ο πατέρας, της χάιδεψε τα μαλλιά και τη φίλησε στο μέτωπο – αντίδωρο για το βαφτιστικό της όνομα που το πήρε μαζί του.

Ξύπνησε χαράματα κι άναψε φωτιά στο χώμα. Έκοψε την κοτσίδα της και την έριξε στη φλόγα. Οι στάχτες θα έθρεφαν τα φούλια.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top