Fractal

Διήγημα: “H δικιά της ζωή”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

 

 

 

Το τρίξιμο του ασανσέρ, τσιριχτό έντρομων σειρήνων, κι ο γδούπος της κεντρικής εισόδου της πάτησαν το χουζούρεμα. Το λαούτο που τέτοια ώρα χάιδευε τους καημούς του και το αηδόνι από το διπλανό σύδεντρο έτρεξαν στη σκέψη της. Σα να ‘ταν χθες. Κι ας πέρασαν δυο χρόνια.

Σα να ‘ταν χθες που έβγαινε στο μπαλκόνι, στα πόδια της όλα τα σπίτια της μικρής πόλης τους και στο βάθος, καθάρια ή μέσα στην ομίχλη της, η λίμνη. Άλλοτε τα χρώματα του ήλιου παιχνίδιζαν στα νερά της κι άλλοτε η αντάρα ή ο θυμός μιας μουχλιασμένης μέρας.

Σηκώνεται και λέει να τραβήξει στο μπαλκόνι. Δεν της κάνει κέφι. Απέναντι άλλες πολυκατοικίες, οι ίδιες πάντα και με κάθε καιρό, με τ’ αραχνιασμένα χρώματά τους και κάτω της ο δρόμος, με αυτοκίνητα να θυμώνουν, να στριγκλίζουν κι ανθρώπους, άλλοι βιαστικοί κι ανυπόμονοι, άλλοι αργοί, χωρίς προορισμό, σημαδεύοντας τον χρόνο και μονάχα τα παιδιά, κι εδώ μέσα στα τσιμέντα, παιδιά κι αυτά, με την ίδια σπιρτάδα στα μάτια αν και με περιορισμένο ορίζοντα.

Καλύτερα να γυρίσει στο στρώμα για λίγο ακόμα…

Τέτοια ώρα η μάνα θα ψήνει τον δεύτερο καφέ, τον δεκατιανό, ο πατέρας σκυφτός πάνω στα γραφτά του, ίσως κάποια γειτόνισσα στο μπαλκόνι τους αδειάζει τη ζωή της γειτονιάς μες στην εικόνα της λίμνης, λόγια πετούν, δεν φτάνουν στ’ αυτιά της.

Δεύτερες γιορτές μακριά από το πατρικό της, μακριά από τη μάνα, τον πατέρα, τ’ αδέλφια της, τις παιδικές φίλες.

Μάνα:

Είπες θα φύγεις. Ναι, έτσι είπες. Ποιος να σε πιστέψει; Ποιος φεύγει έτσι από το σπίτι του; Χωρίς λόγο…

Θα πεις έχω τ’ αδέλφια σου, τα εγγόνια μου, πολλές ώρες τη μέρα το σπίτι γεμάτο από φωνές, μα εγώ στηριζόμουν σ’ εσένα, στο βέβαιο βλέμμα σου, στην αντροσύνη που λέω κτίστηκε από την άπνοια του πατέρα σου, εκείνος πάντα παρών μα πάντα στον δικό του κόσμο, αθόρυβος και λίγος.

Κι αν σου πω μου λείπεις δεν θα το καταλάβεις. Μου λένε πως σαν γίνεις κι εσύ μάνα και φύγουν και τα δικά σου παιδιά θα με νιώσεις, μα ποτέ δεν είναι ίδιος ο καημός κι ο πόνος, είναι αδύνατο να φορτώσουμε σε άλλους τις ίδιες ελπίδες και τα ίδια όνειρα.

Είπες θα φύγεις και δεν σε πίστεψα. Μέχρι που είδα τη βαλίτσα στο δωμάτιό σου και τότε πήρα τους δρόμους και γύρισα σαν δεν ήσουν εκεί. Είπες πως θύμωσα, έτσι άκουσα τη σπασμένη σου φωνή στο τηλέφωνο κι εγώ σου είπα πως δεν θύμωσα παρά δεν άντεχα κι άλλον αποχωρισμό. Έφυγες πριν πέντε χρόνια για σπουδές, πάνω στον χρόνο συγχωρέθηκε και ο πατέρας μου και τώρα, δεν έχει εξάμηνο κι η μάνα μου.

Πόσους θανάτους ν’ αντέξει ο άνθρωπος;

Πριν πέντε χρόνια σου ετοίμασα τα πράγματά σου με φτερουγίσματα περηφάνιας, είπα θα σπουδάσεις και θα γυρίσεις, ήξερα πόσο αγαπούσες τον τόπο μας. Κι εσύ, σαν επέστρεψες απ’ τις σπουδές σου, από την πρώτη μέρα ετοίμαζες το νέο σου φευγιό. Για πάντα…

Φορές, σαν ησυχάσει το σπίτι, φύγουν τα μικρά που με ζαβλακώνουν, κι ο πατέρας σου τραβήξει για τη βόλτα του, ακούω το θρόισμά σου, τρέχω στο δωμάτιό σου… ένα ξεσήκωμα της κουρτίνας, ένα αεράκι μου φέρνει νέα σου. Είσαι καλά, το νιώθω.

Έλσα:

Η μοναξιά μου είναι τυλιγμένη με την μπέρτα της μεγαλούπολης. Τριγύρω μου καινούριοι φίλοι και φίλες, βόλτες στα μαγαζιά και στα πολυκαταστήματα, ακαταστασία θορύβου, αλλά από το τσιμέντο το νέο είδος της μοναξιάς βλασταίνει, αυτό που κοιτιέσαι στον καθρέφτη και βλέπεις το σώμα σου ξένο γιατί σε άλλη εστία το έχεις ενθρονίσει. Θα συνηθίσω. Τώρα λιμνάζω στη μελαγχολία των εορτών, θα φύγουν κι αυτές σαν τις περσινές. Θα συνηθίσω.

Πέρυσι θυμάμαι Χριστούγεννα και στη δουλειά, παραμονή πρωτοχρονιάς και στη δουλειά, προγραμμάτιζα και πρωτοχρονιά στη δουλειά, έλεγα απ’ όλα θα ξεφύγω. Έτσι τα υπολόγιζα. 12 κι ένα λεπτό της νέας χρονιάς, μόλις είχαμε φιληθεί μεταξύ μας πίσω από τον πάγκο του μπαρ, στο τηλέφωνο ο πατέρας: «Χρόνια πολλά και καλά!» εκείνος, ο δυνατός, κι ας τον έλεγε η μάνα άχρωμο. Σ’ εμένα τα δάκρυα δεν είχαν φωνή κι η μάνα προτίμησε τον βουβό οδυρμό της, μπροστά στο εικονοστάσι με μια φωτογραφία μου αγκαλιά, έτσι τη φαντάστηκα.

Στις δύσκολές μου ώρες, ο πατέρας στον νου τρέχει, τότε που καθισμένος στο κοντό του σκαμνί απέναντι από το τζάκι μελετούσε τη φωτιά, «τι βλέπεις καημένε,» η μάνα, «όλους τους ανθρώπους μου βλέπω… όλοι χαράξαν την δικιά τους πορεία,» έλεγε μετά από ώρα λες και μετρούσε τα λόγια μην και περισσέψουν.

Κι εγώ; Υπάρχει πορεία να χαράξω;

Μάνα:

Δεν θα το πιστέψεις αλλά συνέχεια σε σκέφτομαι, αν κι εσύ είσαι του πατέρα σου. Όλη την αντάρα σου, τα γέλια σου, τους θυμούς σου τους άφηνες στο βλέμμα του κι εκείνος αθόρυβος έπιανε έναν ιστό αράχνης και σταυροδενόταν μέσα του, μονάχα σε κοιτούσε κι εσύ μέρευες. Από εμένα είχες τις φωνές μου, τους θυμούς μου, χάδια που μεγαλώνοντας λιγόστεψαν. Είσαι του πατέρα σου γιατί ο σαματάς σου πατάει στην αδυναμία που σε έχει, και δεν μπορείς να με πιστέψεις.

Με το που ξυπνώ τρέχω στο δωμάτιό σου, άκουσα τη νυχτιά ένα σούρσιμο και πίστεψα πως επέστρεψες, κάθομαι στην άκρια του κρεβατιού σου και μυρίζω τα σεντόνια σου. Έχουν ακόμη τ’ αρώματα του κορμιού σου, τραβάω τα συρτάρια και μετρώ τα ρούχα σου, θα γυρίσεις, δεν μπορεί ν’ αφήσεις τους κούκλους σου για πάντα μόνους κι ανοίγω κάτι καλοσυμμαζεμένες κούτες και ταξιδεύω με τα δώρα που σου κάναμε, όλα σε μια σειρά, κάθε χρονιά και μια ανάμνηση και λέω θα γυρίσεις γιατί δεν αντέχεις να μας παρατήσεις μόνους με τις κουτσές μας μνήμες.

Έλσα:

Ήρθαν στον ύπνο μου τρεις γραίες, από αυτές που βλέπεις στο λιθόστρωτο και θαρρείς πως παντρεύτηκαν τον χάρο, γνωστές και γειτόνισσες, φίλες της μάνας και της γιαγιάς μου, κι είχαν ένα μάτι κι οι τρεις κι ένα δόντι κι ένα αυτί, κι άλλαζαν το μάτι και το δόντι και το αυτί, κάποτε ήταν νιες, τότε ο λαιμός τους ίδιος κύκνος, λικνιζόταν στα νερά και χαριεντιζόταν, τώρα ξέπεσαν, κρατούσαν κάτι από την ομορφιά και τα όνειρά τους, εγώ δεν έχω παρά την απελπισιά μου, ψαχούλεψα ένα δράμι καλοσύνη μα δεν το βρήκα, και γινάτεψα κι είπα με το φαρμάκι του κόσμου μου να τις κεντρίσω, για να βρω τον δρόμο μου. Και παραφύλαξα και στην αδυναμία τους τις άρπαξα τη μοίρα και την τύχη κι ετούτες έμειναν άπορες, τις άρπαξα τα υπάρχοντά τους και είδα τα χέρια μου κόκκινα, κι είπα, η γιαγιά μου τις έστειλε με το αίμα της να με πληγιάσει. Μα πρέπει όλα να τα ξεπεράσω και τη ζωή μου.

Κι έφυγαν άπραγες, τόσα παρακάλια κι εγώ ανένδοτη κι απέκτησα επιπλέον ένα δόντι κι ένα μάτι κι ένα αυτί και τη μάνα μου άκουσα, «ο πόνος ήρθε και με στεφανώθηκε, μου πήρε τη μάνα μου κι εσένα,» και με το ξένο μάτι είδα φουστάνια μαύρα στη γύμνια του βουνού, και με το αυτί που έστησα άκουσα τα μοιρολόγια σας, έλα γιαγιά μου και μη μου θυμώνεις κι εσύ μητέρα, στάσου ψηλά, «τι θα γίνει μ’ ετούτο το κορίτσι;» κι εγώ τώρα πια που παραπανίσια κατέχω ένα μάτι, ένα αυτί κι ένα δόντι, έχω να σας πω πως με αυτά θ’ αγαπήσω. Μια ανέραστη Πηνελόπη προσμένει τον μεγάλο της έρωτα μα δεν θα ‘ρθει ποτέ, γιατί δεν υπάρχει Οδυσσέας παρά άπειροι μνηστήρες κι αυτή δεν τους ορέγεται, τους κανακεύει μέχρι να τους απομυζήσει, εγώ δεν είμαι Πηνελόπη, είμαι η Έλσα και δεν χρειάζομαι αγαπητικούς παρά τη ζωή μου.

Προσπαθούσε ν’ ακυρώσει τα όνειρα που νύχτες τη γυροφέρνουν.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, δεξιά του διαδρόμου στο ισόγειο, είδε την πόρτα μισάνοιχτη. Κοντοστάθηκε. Μια παρόρμηση την οδήγησε να την ακουμπήσει με τ’ ακροδάχτυλά της. Η πόρτα κουνήθηκε τόσο που να επιτρέπει το πρόσωπό της να δει. Ένα τσιτσίρισμα καντηλιού και μια ανεπαίσθητη θαμπάδα ίσα να προτρέχεις του Χάρου. Σαν το φως προχώρησε φάνηκε ένας ενιαίος χώρο, καθιστικό, υπνοδωμάτιο, κουζινί, όλα μαζί κουβαριασμένα με μια τάξη και καταδεκτικότητα στο ημίφως. Στο ντιβανάκι, στο βάθος, εκεί που σαν ένας μπόγος της έμοιασε, μια μικροσκοπική φιγούρα αναδιπλώθηκε. Ένα μέρος της μορφής μπορούσε να το διακρίνει, το άλλο μισό η σκιά της το έκρυβε από το φως που εισέβαλε από την πόρτα.

«Καλησπέρα,» τραύλισε η ντροπή της, «είδα την πόρτα μισάνοιχτη…»

«Πέρασε κόρη μου,» μια φωνή ξετρυπώθηκε από τη στοίβα με τις κουβέρτες.

Η Έλσα προχώρησε λίγο προς τα δεξιά αφήνοντας το φως να περπατήσει την ύπαρξη του ντιβανιού ολόκληρη. Ένα κορμί άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι του, απόδιωξε τα σκεπάσματα κι απόμεινε μ’ ένα γκρι φόρεμα που την κάλυπτε ολόκληρη. Ένας πατημένος λαιμός κι ένα πρόσωπο σταφιδωμένο, τόσες χαραγματιές, μια από αυτές και το στόμα. Τα μάτια δεν είχαν φως να δώσουν στο σώμα που έστεκε άπορο και ξένο και οι κινήσεις του αργόσυρτες, δεν υπήρχε πάνω της τρόμος, ο τρόμος που γεννά ο θάνατος, παρά καρτερικότητα και στωικότητα.

Ένα τραπεζάκι ανάμεσα στην Έλσα και στη γραία με τα πόδια του γδαρμένα απ’ τον καιρό που έτρεχε. Πάνω του ένα σεμεδάκι κι ένα ποτήρι- βάζο, μέσα του ζουμπούλια που σκέπαζαν τον μύρο των γηρατειών και του επερχόμενου.

Η γραία σηκώθηκε και τότε την ένιωσε ατέλειωτη όπως ατέλειωτος είναι και ο θάνατος.

«Κάθισε,» μίλησε με όλο της το κορμί και η Έλσα ακούμπησε στην ψάθα μιας καρέκλας, ίσα για να σιάξει τη μέση της, φοβισμένη μην και σπάσει, μιας κι όλα εκεί μέσα της φάνταζαν ετοιμόρροπα.

Η γραία, με προσεκτικές κινήσεις λες και μελετούσε με το κάθε της βήμα την απόσταση που απέμενε, πλησίασε και στήθηκε με γυρισμένη την πλάτη της στον πάγκο. Η Έλσα μύρισε τον καφέ που χύθηκε από το μπρίκι, προσπάθησε να μετρήσει το ανάστημά της μπάμπως, να ξεχωρίσει τα μέλη της. Της στάθηκε αδύνατο. Σα να προσπαθούσε να διαχωρίσει τις λύπες από τις χαρές του έρωτά της.

Μια πένθιμη μουσική, μια φάλτσα φωνή, έφτασαν στ’ αυτιά της, από κάποια γωνιά της μνήμης υψωμένα.

Της ήρθε στο νου το πατρικό της, άνοιξη, ανθισμένες κερασιές και οι ροδακινιές φουσκωμένες κι εκείνες κι ένα πλάκωμα από κεριά που έκαιγαν στο δωμάτιο της γιαγιάς της κι εκείνη μέσα στο φέρετρο τούς χαμογελούσε. Έφυγε και γλίτωσε από την άνοια που την άλωσε.

«Πάρε κορίτσι μου,» η γραία την ξεσήκωσε και είδε μπροστά της τα τρεμάμενα χέρια της μπάμπως που το κορμί της ήταν έτοιμο να διασπαρθεί στον μικρό χώρο του σπιτιού, ν’ αφήνει στην άκρια στο τραπεζάκι ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα ποτήρι που μέσα του κολυμπούσε βανίλια.

Η γραία τραβήχτηκε στο ντιβάνι της και σκεπάστηκε με τις κουβέρτες, αφήνοντας μονάχα το πρόσωπό της ν’ αναπολεί και τα ολόλευκα μαλλιά της να γεμίζουν τα μαξιλάρια σαν άχυρα, σαν άχυρα χρυσαφιά που έπεσαν πάνω τους κάποιες ασπίδες φωτός και τα λούσανε στιγμιαία.

Η Έλσα σήκωσε το ποτήρι και γλυκάθηκε από το νερό, της έσβησε και την ντροπή και μπορούσε τώρα καθάρια να τρέξει στη μάνα της, γεμάτη από πένθος την ένιωσε και να την καλεί κοντά της. Κι όμως, είχε τον δικό της δρόμο κι αυτόν έπρεπε ν’ ακολουθήσει. Κι ένιωσε μέσα της ν’ ανακλαδίζεται ένα δέντρο, το δικό της δέντρο κι έπρεπε να το περιποιηθεί για να φουντώσει, για να δώσει καρπούς, τους δικούς της καρπούς.

Σήκωσε το φλιτζάνι κι επέτρεψε μια γουλιά καφέ να προχωρήσει μέσα της, να την κάψει και να την καθαρίσει, πάνω στην καμένη γη πολλά μπορούν να γεννηθούν.

Σηκώθηκε. Πλησίασε το ντιβάνι. Αισθάνθηκε την παλάμη της γριάς εύθραυστη. Τα χέρια της τα ένιωσε μόνα κι άκληρα στον άδειο χώρο και μέσα τους αισθάνθηκε αλλιώς και τα δικά της.

«Να ξανά ‘ρθεις κόρη μου,» την άκουσε. «Όποτε ευκαιρήσεις. Εμείς οι γέροι, έχουμε ανάγκη από συντροφιά. Όποτε ευκαιρήσεις…Μα πρώτα κοίταξε τη ζωή σου».

 

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top