Fractal

H Αργυρώ Μαντόγλου στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

mantoglouΟ πρώτος συνειρμός που καταφθάνει όταν σκέφτομαι το «εργαστήρι μου» είναι μια μεγάλη αποθήκη με «ατάκτως ερριμμένα» αντικείμενα και κείμενα. Όλα έχουν ταμπελάκια και μια προσωρινή ταυτότητα: παιδική ηλικία, ενοχή, χαρά, έρωτας, θλίψη, γηρατειά, καλοκαίρι, δισταγμός, αποχωρισμός. Υπάρχουν αποσπάσματα διαλόγων, παλιές φωτογραφίες, παράδοξα στιγμιότυπα που ξεσήκωσα από δρόμους, πράγματα αμφίβολης χρησιμότητας, ήχοι και αισθήσεις, ρούχα παλιά ή αφόρετα, διαφόρων μεγεθών, άλλα φθαρμένα και άλλα σε αναμονή προσώπων που δεν έχουν ακόμα περάσει το κατώφλι.

Η αποθήκη αυτή είναι ένας παράλληλος κόσμος που όλο και εμπλουτίζεται, όλο και εξαπλώνεται, ενίοτε μέρος του περιεχομένου συνδυάζεται με κάτι καινούργιο και δημιουργεί μια παράγραφο, μια σελίδα, ένα κεφάλαιο και «μετοικεί» στο βιβλίο που θα στεγαστεί, ενώ άλλα παραμένουν εκεί και περιμένουν την ώρα τους, που μπορεί να μην έρθει ποτέ. Η αποθήκη αυτή χρονολογείται από τα πρώτα μου χρόνια στον κόσμο, ίσως και πριν, καθώς οικειοποιούμαι και μνήμες άλλων, αφηγήσεις ξένων, ανταποκρίσεις από χώρους και εποχές που δεν ήμουν παρούσα ή δεν είχα ακόμα γεννηθεί. Έχω γίνει ειδήμων στην οικειοποίηση, ό,τι μου κάνει εντύπωση ή μου φαίνεται πως διαθέτει μια κάποια «νοστιμιά», το μεταφέρω αυτομάτως στο εργαστήρι μου. Μελλοντικά μια φράση, μια παρατήρηση, μια παραδοξότητα μπορεί να «γεννήσει» πλοκή, χαρακτήρα, ατμόσφαιρα.

Ο μυθιστοριογράφος (πρώτα απ’ όλα) είναι συλλέκτης, ο έμπειρος μυθιστοριογράφος μαθαίνει να αξιοποιεί αποτελεσματικότερα τα αντικείμενα της συλλογής του.

Καθώς ποτέ δεν γράφω ένα μυθιστόρημα γνωρίζοντας εκ των προτέρων την πλοκή, αφήνω τους χαρακτήρες να με οδηγήσουν, ενίοτε αυτοί είναι τύποι παραπλανητικοί, αναποφάσιστοι, σκοτεινοί, πιο περιπετειώδεις απ’ όσο αρχικά υπολόγιζα. Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα τη «Λευκή Ρεβάνς», το παρελθόν τους ήταν βεβαρημένο. Μου παρουσίαζαν πολλούς και άλυτους γρίφους, αναγκάστηκα να βυθιστώ κι εγώ μαζί τους σε αυτό που εκείνη την εποχή φάνταζε απύθμενο πηγάδι. Σύνθετοι και κυκλοθυμικοί ήταν για μένα μια δοκιμασία (ειδικά ο κεντρικός χαρακτήρας που ήταν μετρ της αμφιθυμίας και της παραδοξότητας) – έμαθα πολλά και κυρίως έζησα πολλά μαζί του. Είδα γύρω στις πενήντα ταινίες φιλμ νουάρ για να βρω τις ατάκες εκείνες που θα ξεστόμιζε τις κρίσιμες στιγμές, πήγα δυο φορές στη Μασσαλία για να περιγράψω το τοπίο, και διάβασα όλες τις μαρτυρίες για τη Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων. Είναι γεγονός πως οι χαρακτήρες που επιλέγω με οδηγούν σε καινούργιους κόσμους, όπως συμβαίνει και με τις στενές σχέσεις, ή τους φίλους από άλλες κουλτούρες. Το ίδιο συνέβη και με το «Όλα στο Μηδέν» -που εκτυλίσσεται κατά κύριο λόγο σε διάφορα Καζίνο- μια καταβύθιση για μένα στον κόσμο του τζόγου και του εθισμού. Κάθε βιβλίο είναι μια περιπέτεια. Αυτό τον καιρό γράφω για έναν άντρα που πάσχει από μια σπάνια διαταραχή που τον καθιστά μεγαλειώδη αλλά και επικίνδυνο. Μελετώ τα συμπτώματα, τις αντιδράσεις, τις ιδιαιτερότητες, αλλά και τον αντίκτυπο που αυτή η διαταραχή μπορεί να έχει σε ένα κλειστό περιβάλλον, σε κάποιους ευάλωτους με ελαστική ή ανύπαρκτη ηθική χαρακτήρες. Κι εδώ, όπως και πριν, έρχεται να με συντρέξει το εργαστήριο, υπάρχουν καταγραφές, προφορικά σπαράγματα αφηγήσεων, φωτογραφίες που η ίδια τράβηξα από γωνιές του πλανήτη (τότε αδικαιολόγητα, τώρα απολύτως δικαιολογημένα), αλλά και νοερές εικόνες που συνδυάζονται και προωθούν την αφήγηση. Τα ετερόκλητα «κουμπώνουν», τα ανόμοια συνομιλούν. Μέσα από αναπάντεχους συνδυασμούς διαφαίνονται κάποια μοτίβα, αυτά τα μοτίβα αρχίζουν να συνθέτουν αργά και κοπιαστικά το βιβλίο.

Δεν είμαι σε θέση να εντοπίσω το πότε αρχίζει ένα μυθιστόρημα, και φυσικά ούτε το πότε αυτό ολοκληρώνεται. Εκ των υστέρων, μπορώ να εντοπίσω αν όχι μια αρχή, κάποιο υποθετικό σημείο έναρξης της περιπέτειας. Αυτή η υποθετική αρχή είναι πάντοτε επιθετική, ένα ερέθισμα δυνατό, μια ιδέα που επιμένει (ή ιδέες), ένας κόσμος με θολό περίγραμμα αλλά συγκεκριμένη αύρα και οσμή, ένας κόσμος που συνορεύει με τον δικό μου αλλά καθώς έχω περάσει τα σύνορα λαθραία, χρειάζεται ιδιαίτερη προετοιμασία και η παραμονή μου σε αυτόν είναι αβέβαιη. Αυτός ο κόσμος εκτοξεύει σήματα προς το μέρος μου, αποσπασματικά διακρίνω κάποιους από τους κατοίκους του, την όψη τους, τον τρόπο ομιλίας τους, την κοψιά τους. Για να γνωριστούμε και να εξοικειωθούμε περνάει καιρός. Μαθαίνω να περιμένω και να επιμένω. Θα έλεγα πως η γραφή ενός μυθιστορήματος είναι μια άσκηση στο χρόνο. Πρέπει να μάθεις να εντοπίζεις την κατάλληλη στιγμή για να προχωρήσεις, τον καιρό που πρέπει να παραμείνεις ακίνητος ή να κάνεις στάση και να αφουγκραστείς τους ήρωες, αν και ακόμα και στη στάση χρειάζεται η εγρήγορση.

leyki_revansΘα μπορούσα να πω πως αυτές οι ιδέες είναι σαν τα ψάρια που κολυμπάνε σε ένα ποτάμι, (για να χρησιμοποιήσω μια μεταφορά), τα παρακολουθώ για λίγο, πριν χαθούν από τον ορίζοντά μου, αλλά στην αρχή δεν μπορώ να δω το ποτάμι, τις όχθες του, την κατεύθυνσή του, τον περιβάλλοντα χώρο και τον ουρανό. Θα πρέπει να ασκηθώ στην επίμονη παρατήρηση, να παρακολουθήσω πολλά ψάρια να περνάνε, να επαναφέρω την εικόνα νοερά πολλές φορές, για να αποφασίσω ποια από αυτά θα αντέξουν στην πορεία, ποια έχουν τη δυνατότητα από το ποτάμι να βγουν στη θάλασσα, να κολυμπήσουν στα ανοιχτά και να ταξιδέψουν στον κόσμο.

Η «Λευκή ρεβάνς» της Αργυρώς Μαντόγλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top