Fractal

Ανάδυση και ανασύσταση της προσωπικής και συλλογικής μαύρης ταυτότητας στον αμερικάνικο Νότο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Toni Morrison, Ο γυρισμός. Μετάφραση-Επίμετρο-Σημειώσεις: Κατερίνα Σχινά. Εκδόσεις Παπαδόπουλος. 2017, Αθήνα

 

Στο σχετικά μικρό σε έκταση μυθιστόρημα ‘Γυρισμός’ (‘Home’ στο πρωτότυπο) της Τόνι Μόρρισον (Toni Morrison, 1931- ) ο κύριος χαρακτήρας της ιστορίας, Φρανκ, μετακινείται σε ένα αέναο δραματικό ταξίδι στη γεωγραφία και την ιστορία, αλλά κυρίως και φαινομενικά στην προσωπική του πορεία και περιπέτεια. Το βιβλίο σχεδόν σε όλο το μέρος του αποτελεί σύνοψη πολλών και κρίσιμων μαζί θεμάτων, όπως εκείνα της μνήμης, της απώλειας, της απέλπιδας αγάπης, του ξεριζωμού για άγνωστες και επώδυνες περιοχές, και τελικά της ευπρόσδεκτης, όπως θα περίμενε κάποιος,  επιστροφής στο σπίτι, με ότι επώδυνο όμως αυτή συνεπάγεται για το κύριο πρόσωπο του κειμένου, γιατί από την αρχή σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές  αγωνίζονται με όποιο τρόπο μπορούν για να ξεπεράσουν την ενοχλητική διάθεση και καθόλου ευχάριστη ψυχική κατάσταση, σε μια προσπάθεια να υπάρξουν ελεύθεροι στον κόσμο και απελευθερωμένοι από την αιχμαλωσία των βαθύτερων εσωτερικών σειρήνων που τους ταλανίζουν.

Ο Φρανκ ‘Σμαρτ’ Μάνεϊ, διατρέχει στην πραγματικότητα όλες τις σελίδες του βιβλίου με τις συνέπειες που του κληροδότησε η θητεία του σε μακρυνά μέρη, πολύ πέραν της γνώριμης αμερικανικής ηπείρου. Είναι μαύρος, βετεράνος του πολέμου στην Κορέα, ο οποίος έχει επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, στον πολύπαθο αμερικάνικο Νότο, για να ανακαλύψει και πάλι ότι η Αμερική του εικοστού αιώνα είναι ακριβώς όπως την άφησε, ένας τόπος δύσκολος για τη φυλή του. Στα πεδία των μαχών, είδε και βίωσε τους καλύτερους φίλους του να πεθαίνουν στο πεδίο της μάχης, και τώρα η πολύπλευρη κοινωνική βία να σιγοβράζει πάντα κάτω από την επιφάνεια και οι εφιαλτικές αναμνήσεις να βρίσκονται ανά πάσα στιγμή έτοιμες να τον κατακλύσουν και να τον εξουθενώσουν, σωματικά και ψυχικά.

 

Η Τόνι Μόρρισον στο σπίτι της στο Σπρινγκ Βάλεϊ της Νέας Υόρκης (17 Απριλίου, 1978) με τον μικρότερο γιο της, Slade, στον οποίο αφιέρωσε το μυθιστόρημα ‘Ο γυρισμός’.

 

Από την αρχή του βιβλίου, ο Φρανκ, διαβάζουμε, είναι ένας ξένος που περιπλανιέται πάνω στη γη, αφού παιδί ακόμα, αυτός, η οικογένειά του και οι γείτονές του εξοβελίστηκαν απ’ το σπίτι τους στο Τέξας από κάποιους ανθρώπους με κουκούλα, μέλη προφανώς της γνωστής τρομοκρατικής οργάνωσης των λευκών,  Κου Κλουξ Κλαν, και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους γη, τις καλλιέργειες και την όποια περιουσία είχαν στη διάθεσή τους, άλλοι πάνω σε κάρα, αν υπήρχαν βεβαίως στη διάθεσή τους, ειδάλλως με τα πόδια και κουβαλώντας τα άκρως απαραίτητα. Ο μοναδικός γέρος, ονόματι Κρόφορντ, που τόλμησε να παραμείνει εκεί, χωρίς να υπακούσει, ‘…με το πρώτο φως της μέρας… τον χτύπησαν θανάσιμα με λοστούς, με το κοντάκι της καραμπίνας τους, και τον έδεσαν στο πιο παλιό δέντρο μανόλιας στην κομητεία, εκείνο που μεγάλωνε στην ίδια του την αυλή…’. Πρόσφατα, ο Φρανκ έχει δραπετεύσει από νοσοκομείο για ψυχιατρικές παθήσεις. Οι γιατροί που τον εξέτασαν εκεί μέσα, μετά την αποστράτευση και τον εγκλεισμό του,  ήταν συμπαθητικοί και καλοσυνάτοι και του έλεγαν πως η τρέλα του θα έφευγε με την πάροδο του χρόνου. Η απόδραση απ’ εκεί, το τρεχαλητό του μέσα στο κρύο, το κοντινό και μακρυνό παρελθόν, να επανέρχεται απειλητικά  μπροστά, και το σπίτι γι’ αυτόν να αποτελεί μια δύσκολη εξίσωση και ιδέα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε πολλούς χαρακτήρες των βιβλίων  της Τόνι  Μόρρισον. Το Λότους της Τζώρτζια, ο τόπος όπου μεγάλωσε ο Φρανκ, ήταν το χειρότερο μέρος του κόσμου, χωρίς να διαφαίνεται γι’ αυτόν κάποιο αισιόδοξο μέλλον. Η απαισιόδοξη άποψή του,  για τη διαφορά δηλαδή μεταξύ της πολιτικής ζωής και της ζωής στο πεδίο της μάχης, είναι ότι στο πεδίο της μάχης θα μπορούσες να ελπίζεις ότι θα επιβιώσεις. Αλλά ο Φρανκ πρέπει να γυρίσει στο σπίτι του, πίσω, για έναν επιπλέον πολύ σοβαρό λόγο. Πρέπει να σώσει τη μικρή αδελφή του, Σι,  η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, χωρίς να περιγράφεται ή να αποκαλύπτεται ο λόγος για τον οποίο γίνεται αυτό στην αρχή του βιβλίου, ασχέτως αν στη συνέχεια έρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας με την κύρια και σοβαρή ευθύνη να την επωμίζεται ένας λευκός γιατρός.

 

 

Ο ‘γυρισμός’ δεν έχει τη μεγάλη στόφα και την σαρωτική αφήγηση που χαρακτηρίζει την  καλύτερη μυθοπλασία της αφροαμερικανής συγγραφέως Τόνι Μόρρισον. Μέσα περιγράφονται σκληρές και βάναυσες πράξεις, όπως ο πυροβολισμός της μικρής κοπέλας της Κορέας που ψάχνει απελπισμένη για φαγητό, οι άνδρες στρατιώτες που αναγκάζονται να πολεμήσουν μέχρι θανάτου όπως τα σκυλιά, τα περίεργα ιατρικά πειράματα στις μήτρες ζωντανών γυναικών ασθενών, ένα μικρό παιδί που χάνει αναίτια ένα χέρι του από σφαίρα ρατσιστή αστυνομικού, όλα τοποθετούνται μπροστά στον αναγνώστη με τόσο φυσικότητα και φαντασία ώστε να αμβλύνεται η επίδρασή τους και το αποτέλεσμα στον αναγνώστη. Ο κατάλογος των φρικτών και πανάθλιων ενεργειών συμπλέει με τις επώδυνες ψευδαισθήσεις που μαστίζουν το κορμί και την ψυχή του ταλαίπωρου και περιπλανώμενου Φρανκ. Το προηγούμενο, πάντως, μυθιστόρημα της Μόρρισον, ‘Έλεος’ (‘A Mercy’, 2008), ήταν επίσης σύντομο, αλλά είχε ομολογουμένως κάποια λυρική χροιά, καθώς και την  πολυπλοκότητα της καλύτερης δουλειάς της αφροαμερικανής συγγραφέως. Στο ‘Γυρισμό’ ωστόσο, η συντομία του κειμένου κάνει τις όποιες αποκαλύψεις του μυθιστορήματος πολύ απότομες, αλλά και τόσο αυτονόητες, ταυτόχρονα, και τελικά να φαίνεται ότι δεν υπάρχει λόγος να μπει η συγγραφέας σε περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτές, όπως όταν ο Φρανκ υποβάλλεται σε τυχαία αστυνομική έρευνα καθώς προσπαθεί να πάει σε ένα κατάστημα, ένα περιστατικό τόσο συνηθισμένο που δεν άξιζε καν το παραμικρό σχόλιο. Η αδυναμία του κύριου πρωταγωνιστή του βιβλίου, Φρανκ, να μετρήσει και να υπολογίσει το βάθος και τις επιπτώσεις των δικών του χειρότερων ενεργειών, ωσάν να είναι φυσιολογικά γινόμενες, αντανακλά σε τελική ανάλυση και την αποστασιοποίηση του αναγνώστη σε αρκετά σημεία του κειμένου από την ψυχολογική κατάσταση των προσώπων, χωρίς να μπορεί να εστιαστεί περισσότερο στο κύριο θέμα του βιβλίου που είναι τίποτα άλλο παρά ο αιώνιος και πολυποίκιλος διωγμός των μαύρων από τους λευκούς, κυρίως στον ευαίσθητο χώρο του αμερικάνικου Νότου, και το γνωστό στην Ψυχιατρική μετατραυματικό σύνδρομο των στρατιωτών που γύρισαν από τους μακρυνούς πολέμους της Αμερικής. Κι ακόμα μια σχετικά εντυπωσιακή εικόνα με ένα μικρό κορίτσι που έμεινε στο τέλος άτεκνη γυναίκα εξ αιτίας ενός ανάλγητου λευκού γιατρού, μάλλον δρομολογεί ελάχιστες συναισθηματικές επιπτώσεις στους αναγνώστες που περιπλέουν γρήγορα τη ματιά τους στις σελίδες του βιβλίου.

Ο βασικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος ήταν μια ανεπιθύμητη απουσία που περίμενε να γίνει ελκυστική παρουσία. Στο σπίτι, ο Φρανκ βλέπει την αδελφή του, Σι, ως μια παρουσία που σηματοδοτεί δυστυχώς τη δική του απουσία ή καλύτερα την αποστασιοποίηση και απομάκρυνσή του από τον φυσιολογικό κόσμο. Η Τόνι Μόρρισον βρίσκεται και πατάει  σε στέρεο και οικείο έδαφος για να περιγράψει με άνεση την αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών της φυλής της, ειδικά όταν περιγράφει εκείνες τις άγριες και αποφασιστικές γυναίκες και τα παραδοσιακά έθιμά τους, όπως αυτά φαίνονται ή υπονοούνται σε μεγάλη κλίμακα από την χρονοβόρα και απαιτητική μεταχείριση της μικρής Σι, της αδελφής του Φρανκ. Παράλληλα βρίσκονται σε αφθονία εντυπωσιακές στιγμές της ζωής στην περιοχή, καθώς και το μυθικό αμερικανικό τοπίο για όσους αναγνώστες αυτό αποτελεί terra incognita και οι άνθρωποί του οι οποίοι  δραστηριοποιούνται και επιβιώνουν μέσα του, με όποιο τρόπο μπορούν ή σωστότερα τους ‘επιτρέπεται’.

Στο βιβλίο της Τόνι Μόρρισον υπάρχουν λίγοι χαρακτήρες, αλλά ακόμα και με αυτούς η συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια έντεχνα βαθύτερα στρώματα της ιστορίας του αμερικάνικου Νότου, της μαύρης φυλής, της οικογένειας, καθώς  και του ψυχολογικού κόστους του πολέμου σε νεαρούς αμερικανούς, μέσα σε μια ζωντανή και συγκινητική ιστορία για το ποια είναι τελικά η σχέση μεταξύ ενός ταραγμένου ψυχικά αδελφού και της  αδελφής του. Η ιστορία του Φρανκ Μάνεϊ, είναι φαινομενικά απλή, κι’ εκείνος ως βετεράνος του πολέμου της Κορέας, που κατάγεται από μια μικρή πόλη της Τζώρτζια, στην αφήγησή του μας μιλάει ως συγγραφέας που καταγράφει και μας εξομολογείται κάποια μυστικά της προσωπικής, οικογενειακής και στρατιωτικής του ζωής. Ο αναγνώστης διαπιστώνει και παίρνει διαβάζοντας τα διάφορα κεφάλαια του κειμένου,  μια γεύση από την παιδική του ηλικία ως προστάτης της αδελφής του, το χρονικό διάστημα που βρισκόταν στον πόλεμο, όπου είδε και έκανε αδιανόητα πράγματα, τη ζωή του μετά την απόλυσή του από τον στρατό, το γνωστό σε πολλούς μετατραυματικό στρες  της ενήλικης ζωής του, και την επιστροφή του  για να σώσει την αδελφή του από το θάνατο. Παράλληλα όμως προς το μέσον του βιβλίου, αρχίζει να υποψιάζεται ή να διαπιστώνει, ότι πιθανόν ο αφηγητής να είναι τελικά αναξιόπιστος και να μην αφηγείται την ιστορία ως έχει, δημιουργώντας αμφιβολίες για την ορθότητα των αναγραφόμενων στις προηγούμενες σελίδες. Ενώ στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων μέσα στο βιβλίο, υπάρχουν δείγματα αγάπης και καλοσύνης, κυρίως στην επικοινωνία του Φρανκ με τους άλλους,  η κυρίαρχη αγάπη για την αδελφή του, που είναι μια από τις κινητήριες δυνάμεις μαζί με τον  εγωισμό που απαιτείται για να επιβιώσει, παριστούν ένα κυρίαρχο στοιχείο που συχνά μπορεί να πάρει βίαιη  μορφή. Η γοητεία του να είσαι ειδικά άντρας, ειδικά σε μια ρατσιστική Αμερική, λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν από τον Φρανκ. Ο Φρανκ υποφέρει από το σύνδρομο μετατραυματικού στρες, κάτι που μαρτυρεί τις βιαιότητες του πολέμου που βίωσε στην Κορέα, και εξαιτίας αυτού είναι επιρρεπής σε εκρήξεις, ξεσπάσματα και αυτοκαταστροφικές ενέργειες. Απλώς για μικρό διάστημα και περιστασιακά, μπορεί να δαμάσει το ταραγμένο του μυαλό με λίγο αλκοόλ και  ίσως με τη Λιλή, μια γυναίκα που μαλάκωνε την ψυχή του, αλλά φυσικά ούτε το ποτό ούτε εκείνη είναι αρκετά στοιχεία για να θεραπεύσουν την διαλυμένη αίσθηση του εαυτού του. Μπορεί το βιβλίο να αποτελεί μια ιστορία για την ανάληψη ευθύνης για τους άλλους, αλλά κυρίως στοχεύει στον εαυτό του, πάνω στον οποίο και επικεντρώνεται το μυθιστόρημα. Ενώ για την αδελφή του υπάρχει κάποιο είδος θεραπείας, για τον ίδιο η θεραπεία δεν είναι τόσο εύκολη, γιατί εκείνος θα πρέπει πάνω απ’ όλα να αντιμετωπίσει τους δαίμονες της ψυχής του, και μερικά καλά κρυμμένα μυστικά  για τις βιαιότητες του πολέμου που δεν κατάφερε ως τώρα να  ομολογήσει ούτε καν στον εαυτό του. Έως τότε θα διακυβεύονται τόσο ο ανδρισμός του όσο και  η λογική του, σε ένα αβέβαιο ταξίδι προς την πολυπόθητη ελευθερία.

Το μυθιστόρημα τοποθετείται στο τέλος του κορεατικού πολέμου, στη δεκαετία του 1950 στην Αμερική, με τους μαύρους αμερικανούς να αγωνίζονται για αυτοδιάθεση και παραδοχή. Το ταξίδι του από το Πόρτλαντ στο Σικάγο, κι από εκεί στο πατρικό του σπίτι στη Τζώρτζια, δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να αποκτήσει πρόσβαση στην επιδείνωση της ψυχικής υγείας του Φρανκ, να έρθει αντιμέτωπος με την αναταραχή του μετατραυματικού στρες στους στρατιώτες, αλλά επιπλέον να δει την ψυχική βία που προκαλεί ο ρατσισμός, οδηγώντας τον έτσι σε μια ενδιαφέρουσα και προκλητική συνάμα σύγκριση.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top