Fractal

«Γυναίκες που περάσατε από δω», του Σταύρου Τσιώλη.

Γράφει ο Θόδωρος Σούμας //

 

Η τελευταία ταινία του Σταύρου Τσιώλη, Γυναίκες που περάσατε από δω, είναι γοητευτική και όμορφη όπως οι προηγούμενες ανεξάρτητες (εκτός Φίνος Φιλμ) ταινίες του, παρ’ όλο που τη σκηνοθέτησε στα 80 του… Φιλμ γλυκόπικρο, χιουμοριστικό και συναισθηματικό. Το περιβάλλει η ίδια, γνώριμη, ζεστή και σαγηνευτική αύρα, ανθρώπινη και γλυκιά… Οι διάλογοι του Τσιώλη (ο οποίος έχει γράψει πρόσφατα και λεπτοδουλεμένα θεατρικά έργα) είναι έξυπνοι, γραμμένοι με ακρίβεια κι έμπνευση, αστραφτεροί κι αστείοι. Οι πυκνοί και πολύπλοκοι μαίανδροι και το βάθος των διαλόγων δεν γίνονται εύκολα αντιληπτοί, δημιουργούν ένα παραξένισμα στο θεατή (απαιτούν και δεύτερη θέαση της ταινίας).

Γι’ αυτό και δεν θα χαρακτηρίζαμε την ταινία και τόσο απλή, είναι ουσιαστικά δύσκολα προσβάσιμη σε βάθος. Στους διαλόγους ακούγονται στίχοι από ποιήματα (των Σικελιανού, Παλαμά και Καρυωτάκη) και από λαϊκά τραγούδια, άνετα κι αρμονικά ενσωματωμένα στα λεγόμενα του διαταραγμένου Βαλάκη (Αιν. Τσαμάτης) και του Παναγιώτη (Λίτσης).

 

Στο Γυναίκες που περάσατε από δω, ο Σταύρος Τσιώλης δεν χρησιμοποιεί την προσφιλή του φόρμα της ταινίας περιπλάνησης, όπως στα παλαιότερα ανεξάρτητα φιλμ του (από τους Ακαταμάχητους εραστές, 1988, ως το Ας περιμένουν οι γυναίκες, 1998). Στο τελευταίο του φιλμ αντιστρέφει το αφηγηματικό κι αισθητικό του σχήμα, γιατί αυτή τη φορά είναι οι άνθρωποι, γυναίκες και άντρες, που περνούν από έναν χώρο και όχι το αντίστροφο. Ο χώρος τούτος θυμίζει θεατρική σκηνή από την οποία παρελαύνουν τα πρόσωπα, αυτή είναι η δομή του φιλμ. Ο εμπειρότατος σκηνοθέτης ντεκουπάρει τα δρώμενα σε αυτό τον κεντρικό χώρο-σκηνή με ρευστό, λειτουργικό και απλό τρόπο, καταργώντας τη στατικότητά της. Με τον ίδιο ίσως σκοπό, ο Τσιώλης ενσωματώνει στη ροή του φιλμ και στην αφήγηση, ένθετα πλάνα από τις παλιότερες ταινίες του, που προσδίνουν περισσότερη ποικιλομορφία και κίνηση.

Οι χαρακτήρες του Γυναίκες που περάσατε από δω είναι πλασμένοι με ακρίβεια, χάρη, χιούμορ και λεπτά συναισθήματα. Πρόκειται για τους γνωστούς αστείους, ευάλωτους κι ανθρώπινους, καθημερινούς χαρακτήρες του Σταύρου Τσιώλη, διανθισμένους με μνήμες από το Περιμένοντας τον Γκοντό και τις αλλοπαρμένες γυναίκες στον Τενεσί Ουίλιαμς. Όλες οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, πειστικές, υπό τη μαεστρική και διακριτική καθοδήγηση του Τσιώλη.

Γενικά οι άντρες είναι κωμικοί, παραμυθιασμένοι, κάπως απεγνωσμένοι ή, άλλοτε, φαλλοκράτες. Οι δυό κεντρικοί ήρωες, ο Βασίλης και ο Παναγιώτης, που τους υποδύονται σπαρταριστά και ταυτόχρονα νοσταλγικά οι Κωνσταντίνος Τζούμας και Ερρίκος Λίτσης, είναι δυο φτωχοί καραγκιοζάκοι, δυο φτωχοδιάβολοι παρίες της κοινωνίας, που κρατούν επί πληρωμή τσίλιες στην παράνομη ανέγερση ενός δωματίου στον όροφο ενός σπιτιού, στους πρόποδες ενός αθηναϊκού λόφου. Όταν βλέπουν κάποιον ύποπτο, ειδοποιούν τους εργάτες με τον ήχο ενός κόκορα που λαλεί μέσω ενός κρυμμένου τηλεκοντρόλ! Τρέμουν την πολεοδομία και τους πολεοδόμους… Είναι δυο συμπαθητικά μικρολαμόγια, δυο λίγο πικραμένοι Φασουλήδες που παλεύουν να βγάλουν το επισφαλές μεροκάματό τους όπως μπορούν, για να επιβιώσουν στη φτωχή Ελλάδα της κρίσης. Ο ψηλός κι αδύνατος είναι πιο κομψός και μορφωμένος, αν και ξεπεσμένος. Ο κοντύτερος και παχουλός είναι λιγομίλητος, κάπως στριφνός και φοβισμένος από την “παράνομη” δουλειά που κάνουν, έτοιμος κάθε τόσο και λιγάκι να τα παρατήσει.

Παρ’ όλο που είναι συγκρατημένοι κι επιφυλακτικοί, στην προσωπική έκφρασή τους κυριαρχεί το διακριτικό συναίσθημα. Έχουν άποψη για τη δουλειά τους να προστατεύσουν το χτίσιμο του αυθαίρετου, στην πραγματικότητα πρόκειται για λειτούργημα! Βοηθούν τους φτωχούς κι άστεγους να αποκτήσουν επιτέλους στέγη (“στέγη για όλους” το πολιτικό σύνθημά τους), γιατί πρεσβεύουν πως ο νόμος δεν είναι δίκαιος που τους αποδιώχνει από τα εκτός σχεδίου σπίτια και τα γκρεμίζει. Διότι ποιος νόμος άραγε ορίζει τη γη; Με ποιό νόμο κάποιοι παίρνουν το δικαίωμα να ορίσουν τη γη που ανήκει στους κάμπους, στα βουνά, στους ωκεανούς και τα πλάσματα που την κατοικούν; αναρωτιέται ο ψηλολέλεκας.

 

 

Οι γυναίκες θυμίζουν τις εύθραυστες, πονεμένες ηρωίδες του Τενεσί Ουίλιαμς. Είναι αλαφροϊσκιωτες, ευάλωτες, ρομαντικές και μάλλον πετούν στα σύννεφα. Μας λέγεται πλαγίως, διακριτικά, πως τρεις-τέσσερις από αυτές πέφτουν θύματα της αντρικής βίας, (θα μπορούσες να πεις πως οι δύο, η νεαρή – Τάκαλου- που πέφτει θύμα του εναερίτη, “παγωμένου δρομέα” και αυτή – Προδρόμου- που ανεβαίνει κατ’ επανάληψη τη νύχτα στο σκοτεινό, έρημο λόφο, πάνε γυρεύοντας). Μία άλλη, η μεγαλόσωμη υποψήφια νύφη, δέρνει τον μικροκαμωμένο υποψήφιο γαμπρό… Τσακώνονται με τους άντρες και τους συζύγους τους. Οι μεταξύ τους ερωτικές σχέσεις είναι συχνά αταίριαστες κι ασύμμετρες. Κατά κανόνα οι γυναίκες θυματοποιούνται, χαμένες στις φανταστικές προσδοκίες και τα όνειρά τους, που ενίοτε μετατρέπονται σε εφιάλτες. Άρα η ταινία πραγματεύεται μεταξύ άλλων τη βία μεταξύ των φύλων. Ασχολείται επίσης με την αντροφιλία (κλασικό μοτίβο του σινεμά του Τσιώλη). Το χρήμα, το oικονομικό συμφέρον και ο ρόλος τους στις ανθρώπινες σχέσεις αποτελούν ένα ακόμη θεματικό μοτίβο (και κινητήριο δύναμη) πολλών σκηνών της μυθοπλασίας. Το φιλμ πραγματεύεται, επίσης, τα μεγάλα ή ταπεινά, απατηλά όνειρα των καταφρονεμένων και καταπιεσμένων, τις “φιλοδοξίες” και τις ψευδαισθήσεις τους, ιδιαίτερα των συμπιεσμένων κι εξοστρακισμένων από το επίκεντρο της ζωής, γυναικών (εξ’ ου και ο τίτλος).

Στο τέλος οι δυο τσιλιαδόροι δεν ξέρουν ούτε αυτοί αν η αποστολή τους εξετελέσθη και αν η ανέγερση του αυθαίρετου τελείωσε, γιατί ξέχασαν να κάνουν το κοκοράκι να ξαναλαλήσει με το τηλεκοντρόλ, και τελικά φεύγουν μεσ’ τη νύχτα, αφού μάλλον οι εργάτες έχουν αποχωρήσει εδώ και ώρα, βραδιάτικα…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top