Fractal

Ποια απ’ τις δυο μας επινόησε την άλλη

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

vorinis«Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας», Ελένη Γκίκα, εκδόσεις Καλέντης

 

«Η Γυναίκα της βορινής κουζίνας», είναι ένα μυθιστόρημα άκρως ποιητικό, τρυφερό, πολύ ψυχολογικό, γεμάτο πυκνά νοήματα, ποιήματα και αναφορές σε σπουδαίους συγγραφείς.

Η συγγραφέας στο μυθιστόρημά της αυτό αναφέρεται σε δυο ηρωίδες την Αρσινόη και τη Ράνια. Μας διηγείται τη ζωή της καθεμιάς, πού γεννήθηκαν και πώς μεγάλωσαν, ποιοι ήσαν οι γονείς τους, πώς τους έλεγαν, τι δουλειά έκαναν, πώς πέθαναν, με αποκορύφωμα την εξέλιξη της ζωής αυτών των γυναικών.

Για μεν την Αρσινόη μας γράφει ότι ένιωθε σαν καταραμένη, γιατί δεν μπορούσε να στεριώσει ούτε άντρα, ούτε παιδιά. Είχε γνωρίσει και ερωτευτεί διάφορους άντρες, όπου όλοι μετά από λίγο εξαφανίζονταν, είτε γιατί δεν άρεσαν στους γονείς της, είτε από άλλη αιτία. Κάποια στιγμή έμεινε έγκυος και επρόκειτο να κάνει ένα κοριτσάκι, που θα το ονόμαζε Γερτρούδη, όμως ποτέ δε γεννήθηκε και πάντα το έβλεπε στον ύπνο της κι ένιωθε ενοχές. Τελευταία στο Κάιρο είχε γνωρίσει  το Φώτη, που όμως και μ’ αυτόν δεν μπορούσε να στεριώσει μια και ήταν παντρεμένος.

Όσον αφορά στη Ράνια, αυτή παντρεύτηκε τον Φώτη κι έκανε τρία παιδιά τη Βεατρίκη, την Οφηλία  και τον Ορφέα, τον οποίο τον γέννησε και τον μεγάλωσε με δυσκολίες, μαντλέν και πόνο ψυχής. Παρόλα αυτά ο Ορφέας βαρέθηκε τις μαντλέν κι έφυγε από το σπίτι κι ούτε έδινε πια σημεία ζωής, ώσπου σε μια διαδήλωση τραυματίστηκε και τον περιέθαλψε η Αρσινόη χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν κι ας της θύμιζαν κάποια χαρακτηριστικά του, τον Φώτη. Μάταια η μάνα του τον αναζητούσε εκείνη την ημέρα με τις μαντλέν στο χέρι, στους γεμάτους δακρυγόνα δρόμους της Αθήνας και ανθρώπους, που έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν.

Βλέπουμε τη Ράνια μεσάνυχτα να δραπετεύει απ’ το κρεβάτι της και να βρίσκει καταφύγιο στη βορινή κουζίνα της, για να ανακατέψει ζάχαρη, αλεύρι, ν’ αλείψει με βούτυρο τα ταψάκια της και να πλάσει μοσχομυριστές μαντλέν, αναπολώντας το χαμένο της χρόνο και τα λάθη της. Τη βλέπουμε επίσης όταν δεν είναι στην κουζίνα της, να διαβάζει Πρεβέρ και όχι μόνο στο γραφείο της για να ξεχνά, ως επίσης ν’ ασχολείται με την  αλληλογραφία της, γιατί πάντα ήθελε να γράφει κάποιο γράμμα και μάλιστα να υπογράφει με ψευδώνυμο προτιμώντας το Ουλρίκα. Η καθημερινή της διαδρομή, απ’ την κουζίνα στο γραφείο την κάνει ένα σώμα κομμένο στα δύο, άλλοτε να μυρίζει μελάνι κι άλλοτε ζυμαράκι αρωματικό. Τώρα πια είναι μόνη. Τα παιδιά της έφυγαν από το σπίτι και ο άντρας της άλλοτε έρχεται και άλλοτε φεύγει χωρίς να της εξηγεί πολλά πράγματα, μόνο ότι έχει δουλειά και είναι απαραίτητο να φύγει. Από ένστικτο και μόνο καταλαβαίνει ότι υπάρχει άλλη στη ζωή του, αλλά επιπλέον όταν έρχεται στο σπίτι, η Ράνια μυρίζει το άρωμα εκείνης επάνω του. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά η αστυνομία τη γυρεύει για να της ανακοινώσει πως βρέθηκε ο άντρας της νεκρός σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και πρέπει να την πάνε στο νεκροτομείο για αναγνώριση, αλλά συγχρόνως της ανακοινώνουν ότι ο μικρός της ο Ορφέας έχει μπλεχτεί και τον κατηγορούν για τρομοκρατικές ενέργειες και πρέπει να τον συλλάβουν.

Ελένη Γκίκα

Ελένη Γκίκα

Βλέπουμε όμως και την Αρσινόη να αποτραβιέται στο ανατολικό της γραφείο να μεταφράζει Πρεβέρ, καθώς και άλλους ξένους συγγραφείς στη γλώσσα της και να διαβάζει διάφορα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και να γράφει τη δική της ιστορία για να μην ξεχνά. Μαθαίνει το θάνατο του Φώτη και ταράζεται. Πηγαίνει στο νεκροταφείο και περιποιείται τον τάφο. Η Ράνια την παρατηρεί και δε μιλά, ούτε τη ρωτά ποια είναι, απλά καταλαβαίνει. Με το που μαθαίνει όμως ότι είναι αυτή που έσωσε το γιο της από τον τραυματισμό των επεισοδίων, αυτό το γεγονός μέτρησε θετικά γι’ αυτήν, ήρθε πολύ κοντά της και σχεδόν έγιναν φίλες. Η Αρσινόη ανέλαβε να μάθει διάφορα πράγματα που ήξερε στα παιδιά της Ράνιας και να καθοδηγήσει επαγγελματικά τον Ορφέα και η Ράνια της έμαθε να φτιάχνει ωραίες μαντλέν κι έτσι η ζωή  και των δυο γυναικών άλλαξε με τη γνωριμία αυτή. Για μεν τη Ράνια η ζωή της άλλαξε από τη στιγμή που ο γιος της βελτιώθηκε επαγγελματικά και ιδεολογικά και για την  Αρσινόη άλλαξε η ζωή της όταν πλημμύρισε  η κουζίνα της με μαντλέν που τις έμαθε η Ράνια, που δεν ήξερε ούτε αυγό να βράσει. Τώρα και οι δυο αδερφωμένες επισκέπτονται το σαλεμένο πατέρα της Ράνιας, τον κρατούν σα μικρό παιδί από το χέρι, τρώνε μπισκότα βουτύρου κι εκείνος τις αγκαλιάζει κι αποκαλεί «κόρη μου» πότε τη μία και πότε την άλλη.

«Η γυναίκα της βορινής κουζίνας», είναι ένα μυθιστόρημα που παλεύει ανάμεσα σ’ εκείνη και την άλλη, τον εαυτό και το ψεύδος, γιατί οι ηρωίδες ακροβατούν ανάμεσα στο όνειρο και στην αληθινή ζωή, όπου η μία  γράφει για να ξεχάσει και η άλλη μαγειρεύει για να υπάρξει. Είναι δυο υπάρξεις τόσο αλλιώτικες και ταυτόχρονα τόσο πολύ όμοιες. Βυθισμένες η καθεμιά τους σε μία εκ διαμέτρου διαφορετική και αλλιώτικη ζωή. Όμως όπως γράφει  και η συγγραφέας στη σελίδα 191: « Η Αρσινόη και η Ράνια δεν επιλέγουν στην παρούσα στιγμή.  Επέλεξαν χθες. Σήμερα απλώς  υπακούουν. Σε μια δική τους βαθύτερη και ανερμήνευτη εσωτερική επιλέγουσα δύναμη, σχεδόν θεϊκή. Κι όμως αγωνιούν, αγνοώντας πως ακόμα και τα πιο τρομαγμένα μας βήματα δεν είναι τίποτε άλλο από μια αδιάλειπτη συμπαντική προσευχή.» Και στη σελίδα 415 , γράφει: «Και στο φινάλε, εκ των υστέρων όλα έγιναν όπως ορίζουν του ονείρου και των πραγμάτων οι μυστικοί κανονισμοί. Κι έτσι πια, το ποια απ’ τις δυο μας, ή τις δυο τους, επινόησε την άλλη γίνεται άνευ σημασίας, τελικά».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top