Fractal

Αξεπέραστοι έρωτες στην Πράγα του μεσοπολέμου

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Αλίνα Ρέϊες, “Γυμνοί μπροστά στα φαντάσματα. Η ερωτική ζωή του Φραντς Κάφκα και της Μίλενα Γιέσενκα”. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000.
Ειδική έκδοση για την εφημερίδα Βήμα, μετάφραση από τα γαλλικά: Ρένα Χατχούτ, 2017

 

Η Αλίνα Ρέϊες (1956- ) γεννήθηκε στη Μπρυζ της Ζιρόντ της Γαλλίας ως Aline Patricia Nardone και είναι γαλλίδα συγγραφέας  γνωστή κυρίως για την ενασχόλησή της με τον ερωτισμό στη λογοτεχνία. Αρχικά επιδόθηκε στο ελεύθερο ρεπορτάζ, αλλά στη συνέχεια στράφηκε ενεργά στη μυθιστοριογραφία μετά από ένα διάστημα παραμονής της στο Μόντρεαλ του Καναδά. Το ουσιαστικό ενδιαφέρον των λογοτεχνικών κύκλων στράφηκε στο πρόσωπό της μετά τη δημοσίευση του πρώτου μυθιστορήματός της, ‘Ο χασάπης’, το οποίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, και τροποποιήθηκε ώστε να γίνει κατάλληλο για το θέατρο. Πάντως σήμερα είναι γνωστή περισσότερο για τη σχέση ερωτισμού και λογοτεχνίας και κυρίως πως αντιμετωπίζεται ο σύγχρονος ερωτισμός από αυτή. Το βιογραφικό της είναι αρκετά πλούσιο, έχει εκδώσει αρκετά βιβλία, ανάμεσα στα οποία ο ενδιαφερόμενος βρίσκει και τη μυθιστορηματική ερωτική ιστορία του Φρανς Κάφκα με τη Μίλενα Γιέσενκα.  (Nus devant les fantômes, Paris, J’ai lu, 2002). Στη χώρα μας το συγκεκριμένο βιβλίο, εκδόθηκε για πρώτη φόρα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το 2000 (Αλίνα Ρέϊες, Γυμνοί μπροστά στα φαντάσματα. Η ερωτική ιστορία του Φρανς Κάφκα και της Μίλενα Γιέσενκα), ενώ πρόσφατα (2017) είδε το φως της δημοσιότητας με μια ειδική έκδοση της εφημερίδας ‘Το Βήμα’.

 

 

Το βιβλίο της Ρέϊες ξεκινά από τον Ιανουάριο του 1944. Η Μίλενα έχει διανύσει ήδη κάπου τέσσερα χρόνια εγκλεισμού στο γυναικείο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ, η κατάσταση της υγείας της είναι δραματική, και ξεκινάει την αφήγησή της από τους θαλάμους του νοσοκομείου όπου νοσηλεύεται με τη φροντίδα του γιατρού Πέρσυ Τράιτε, με καταγωγή από αγγλίδα μητέρα, ο οποίος κατά φαινόμενα αποστασιοποιείται, μερικώς, από τα καθημερινά φαινόμενα φρίκης που μάλλον λαμβάνουν χώρα εκεί και στον περίγυρο. Η Μίλενα είναι αδυνατισμένη, εξαντλημένη αλλά παρ’ όλα αυτά η αγάπη της για ζωή είναι αξεπέραστη και  ισχυρή. Εκεί, σύντομα διαπιστώνει ότι ειδικά κατά την περίοδο της νύχτας, δολοφονούνται γυναίκες, Πολωνέζες μαθήτριες και φοιτήτριες ως επί το πλείστον, με τους γιατρούς των Ες Ες Σιντλάουσκι, Ρόζενταλ και Ομπερχόιζερ να εμπλέκονται ενεργά στην όλη υπόθεση, προβαίνοντας σε πρωτοποριακά πειράματα ανατομίας ενώ τις σκοτώνουν με ενέσεις. Σε πολλές από αυτές τα χρυσά δόντια το επόμενο πρωινό δεν βρίσκονταν στη θέση του ταλαιπωρημένου σώματος, πτώματος πλέον γεμάτο από σπασμένα πλευρά και μελανιές, άλλο ένα δείγμα της μυστικής και μακάβριας δουλειάς που διαδραματιζόταν πίσω απ’ τα μάτια τους. Η Μίλενα Γιέσενκα, από μιας πλευράς θα φανεί τυχερή αφού θα πεθάνει στις 17 Μαΐου 1944, και δεν θα προλάβει να δει, ιδίοις όμασι, το Ράβενσμπρουκ, να μεταμορφώνεται σε στρατόπεδο μαζικής εξόντωσης, με την ανέγερση θαλάμων αερίων καθώς και την ανάπτυξη άλλων φτηνότερων μεθόδων δολοφονίας των κρατούμενων. Και αυτό γιατί οι οδηγίες που κατέφταναν από το Βερολίνο ήταν σαφείς και υποχρέωναν τους επικεφαλής του στρατοπέδου να εξοντώνουν δύο χιλιάδες το μήνα, και μάλιστα με αναδρομική ισχύ, έως ότου φτάσουν συνολικά τις σαράντα έξι χιλιάδες, στις αρχές του 1945. Η Μίλενα στο στρατόπεδο θα αρχίσει να θυμάται και να εξιστορεί σαν ποταμός, κι οι σκέψεις της θα πλημυρίσουν το βιβλίο της  Αλίνα Ρέϊες. Ήταν το 1938, ο Κάφκα είχε πεθάνει πριν από δεκατέσσερα χρόνια, που η Μίλενα έγραφε προφητικά στην εφημερίδα της Πράγας, Πσίτομνοστ: ‘…Είμαστε μόνοι. Η κυβέρνηση αποφάσισε να παραχωρήσει τη Σουδητία… Στην αρχή του πρωινού κυκλοφορούσαν μόνο σύντομα νέα, από το ένα  τηλέφωνο στο άλλο, από το ένα γραφείο σύνταξης στο άλλο, από τον ένα Πραγινό στον άλλο. Οι άνθρωποι κοκάλωναν στο δρόμο, στη δουλειά, στο σπίτι τους, με σφιγμένη καρδιά, έκπληκτοι, πληγωμένοι στην πιο βαθιά τους πίστη. Μόνοι! Ήταν τόσο απίστευτο, που απλώς δεν το πιστεύαμε…’!

Κι η Αλίνα Ρέϊες, συμπληρώνει τις δραματικές διαπιστώσεις της Μίλενα, προσφέροντάς μας απλόχερα ψηφίδες ευρωπαϊκής ιστορίας. Η δημοκρατία την οποία είχε ιδρύσει ο Μάσαρικ με βάση την αρχή της απελευθέρωσης των σλαβικών λαών από την παλιά αυστροουγγρική αυτοκρατορία, τον Νοέμβριο του 1918, όδευε δυστυχώς προς το τέλος! Το κράτος που είχε στους κόλπους του δέκα εκατομμύρια Τσέχους και Σλοβάκους, τρία εκατομμύρια Γερμανών, κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες Μαγιάρους, και άλλες μειονότητες, ήταν οριστικά πια παρελθόν. Τώρα, η τσεχοσλοβακική ενότητα την οποία εγγυόταν η Γαλλία από το 1924 με τη γνωστή συνθήκη και που την δέσμευε να επέμβει σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης, και επιπλέον η συνθήκη του 1935, με την οποία προβλεπόταν  η βοήθεια της ΕΣΣΔ μετά την επέμβαση της Γαλλίας, δεν υπήρχαν πλέον! Η Γαλλία αρνιόταν να αντιταχθεί στην προσάρτηση της Σουδητίας από την Γερμανία του Χίτλερ. Ετούτο το δάγκωμα στην καρδιά της Ευρώπης, λέει η Ρέϊες, έμελλε να φανεί μοιραίο! Όσον αφορά τώρα την Μίλενα, ‘..το καλύτερο θα ήταν να γράψει, να ανοίξει την ψυχή της στο χαρτί, όπως έκανε με τον Φράντς τόσους μήνες. Να γράψει είναι ο μοναδικός τρόπος να βάλει κανείς το χέρι του στο στήθος του και να πιάσει την καρδιά του, που χτυπάει με μανία για να ζήσει, για να την εξετάσει από πιο κοντά, μέσα στην αλήθεια της…’.

 

 

Έτσι μας πληροφορεί για την καταγωγή και την όλη διαδρομή του Κάφκα έως ότου εκείνη τον γνωρίσει και αρχίσει τη γνωστή σχέση της μαζί του, δηλαδή το 1920. Τον χασάπη παππού του, τον πλανόδιο έμπορο πατέρα του, τον μικρό Φράντς, και το μεγάλωμά του μέσα στους δρόμους, τα στενά της παλιάς πόλης και τα περίχωρα της Πράγας, όπου θα περνούσε σχεδόν ολάκαιρη τη ζωή του. Ενδιάμεσα, ανάμεσα στους σωματικούς και ψυχικούς της πόνους, γράφει στον χαμένο πια και από χρόνια αποδημήσαντα Φράντς Κάφκα, ‘.. Φραντς, το σύμπαν στο οποίο  ζω σήμερα, είναι ακριβώς μια σωφρονιστική αποικία, γεμάτη με χιλιάδες καταδίκους. Και είναι δύσκολο να μην υποταχτεί κανείς σκυλίσια στην εκτέλεση. Το να σου γράφω μου επιτρέπει να ξεχνάω λίγο τους πόνους, το κρύο, την πείνα. Για να τα ξεχάσω λίγο περισσότερο ακόμη, πρέπει να γράφω μέχρι εξάντλησης, μέχρι που οι λέξεις να στριφογυρίζουν σαν άγγελοι γύρω μου και να με κοιμίζουν…’. Φέρνει στο μυαλό της τον πατέρα της, τον γνωστό γναθοχειρουργό και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου, Γιέσενκι, τα συναισθήματά της για εκείνον, και τον συγκρίνει άθελά της με τον δικό της, εδώ. Αλλά φυσικά η Πράγα είναι πάντα μπροστά της, όπως φαίνεται μέσα από το μικροσκοπικό ορθογώνιο του ουρανού πάνω από το Ράβενσμπρουκ. Όμορφη, σκοτεινή, απόκοσμη, ένα όνειρο, με τα παλιά της δωμάτια, τα φιλτραρισμένα φώτα της, και βεβαίως με τον ποταμό Μολδάβα, εκείνη την ασημένια φωτεινή φλέβα.

 

 

Και όσο η Μίλενα ήταν έγκλειστη σε εκείνο το στρατόπεδο, η συγγραφέας μας πληροφορεί ότι ‘…οι δουλειές συνεχίζονται, και μάλιστα πιο έντονα… εκατομμύρια άντρες και γυναίκες χρησιμεύουν ως ιδανικά εργατικά χέρια στους βιομήχανους, που τους νοικιάζουν από τους Ες Ες για μερικά μάρκα. Εδώ οι κρατούμενες μπορούν να σταλούν στην άλλη άκρη της Γερμανίας ή να απασχοληθούν κοντά στο στρατόπεδο σε διάφορες επιχειρήσεως, ανάμεσα στις οποίες και το εργοστάσιο Siemens… όποιες κι αν είναι οι καιρικές συνθήκες, δουλεύουν από τα χαράματα ως το βράδυ, υποσιτισμένες, ταλαιπωρημένες…’. Την ίδια στιγμή φανερώνει τις ιδέες της για την άλλη, την ‘εναλλακτική λύση’, τον κομμουνισμό. Η καλύτερή της φίλη, Γκρέτε, ξέρει καλά για τι πράγμα μιλάει. ‘…Ενώ ήταν στην υπηρεσία του Στάλιν, εκείνη την έστειλαν στο Γκουλάγκ, και τον άντρα της τον εκτέλεσαν, χωρίς δίκη…’. Οι Εβραίοι, από την άλλη μεριά, είναι αναπόσπαστο τμήμα της διήγησης της Μίλενα και φυσικά του βιβλίου της Αλίνα Ρέϊες. Η τελευταία, μας πληροφορεί ότι στο τέλος του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι ταραχές και οι συγκεντρώσεις στους δρόμους της Πράγας, γίνονταν ολοένα και πιο συχνές, αλλά οι εργατικές διεκδικήσεις ξεπερνιούνταν από τα εθνικά μίση. Και βεβαίως όπως πάντα οι Εβραίοι ήταν εκείνοι που ‘πλήρωναν τη νύφη’. Οι Τσέχοι τους απεχθάνονταν γιατί ήταν γερμανόφωνοι, οι Γερμανοί τους απεχθάνονταν γιατί δεν ήταν ‘καθαροί’ και πραγματικοί Γερμανοί,  και τελικά όλοι τους απεχθάνονταν γιατί ήταν Εβραίοι, τουτέστιν ‘prasive plemeno’, δηλαδή ράτσα ψωριάρηδων. Οι επιθέσεις σε σπίτια και καταστήματα Εβραϊκά, από τότε ελάμβαναν χώρα σε τακτά χρονικά διαστήματα και για ψύλλου πήδημα! ΄… Ο ηρωισμός που υποδηλώνει το γεγονός ότι μένεις, μοιάζει παρ’ όλα αυτά με τον ηρωισμό των κατσαρίδων, όταν δεν καταφέρνει να τις διώξει κανείς από το λουτρό’!

Βεβαίως, η Αλίνα Ρέϊες ασχολείται περισσότερο και εκτενέστερα με την ερωτική ζωή των πρωταγωνιστών της. ‘…Παρ’ όλο που η σαρκική συνεύρεση ανάμεσά μας ήταν περιορισμένη, υπήρξε τουλάχιστον αυτή η συγκλονιστική και παθιασμένη αλληλογραφία, αυτή η συνενοχή των πνευμάτων μας, αυτή η θαυμαστή αμοιβαία κατανόηση που  συνέβη σε μια στιγμή που ο καθένας από μας την είχε ζωτική ανάγκη…’. Η σχέση της Μίλενα Γιέσενκα με τον Φραντς Κάφκα ξεκίνησε το έτος 1920, κατά το οποίο ο συγγραφέας ήταν τριάντα οκτώ ετών. Εκείνη ήταν δεκατέσσερα χρόνια μικρότερη, μόλις είκοσι τεσσάρων ετών, παντρεμένη αλλά όχι και ευτυχισμένη, ενώ κέρδιζε τα προς το ζην προβαίνοντας σε μεταφράσεις και γράφοντας επιφυλλίδες σε διάφορες εφημερίδες. Να σημειώσουμε, ότι ο γερμανικός στρατός μπήκε στην Πράγα στις 15 Μαρτίου του 1937. Τώρα, στα 1944, κλεισμένη σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, θυμάται τα νεανικά της χρόνια, την πόλη της  Πράγας, μια πόλη μοιρασμένη σε διάφορες κουλτούρες και εθνότητες, την πνευματική ζωή της πόλης, τις εκδρομές τους, κι’ ακόμα τους πολιτικούς αγώνες. Φυσικά εξαίσια και κεντρική θέση στις αναμνήσεις της, μαζί με τη λογοτεχνία, κατέχει ο Φραντς Κάφκα με λεπτομερείς περιγραφές για ότι διαμείφτηκε ανάμεσά τους. Ένας απελπισμένος έρωτας στην πραγματικότητα, που προσπάθησε να ανθίσει στην περίοδο του μεσοπολέμου, αλλά φυσικά να αποδεικνύεται με σαφήνεια πλέον ότι ήταν από πάσης πλευράς καταδικασμένος. Ένας έρωτας όμως που συνεχίζει να κυλά στις σελίδες των συγγραφέων που ασχολούνται με την υπόθεση αυτών των μοιραίων προσώπων, όπως ακριβώς κυλάνε τα νερά του  ποταμού Μολδάβα ανάμεσα στην πόλη ετούτη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top